Πρώτα πετούσε — τρόπος του λέγειν —
Τώρα, κάτω στη γη με τυφλά δάκτυλα, 
ούτε βλέπει - ούτε ακούει.
Δεν ξεχωρίζει: ξύλο από μέταλλο·
δέρμα από χώμα (αν και αυτά είναι ομοειδή)·
υγρά από στερεά, από ημιστερεά·
και το σύνολο της θαλάσσης (αδιαφόρου χρώματος).
Το απλό «θα σε περιμένω στις επτά»
γίνεται αβεβαιότης, ό,τι σχήμα και αντοχή
να έχει το επτά και το περιβάλλον του.
Τον οδηγούσε ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο,
μεταδίδοντας με γρυλίσματα διαφόρων τόνων
το είδος και το μέγεθος της αφής τού κόσμου.
Μόνο τις στιγμές του έρωτος έμενε μόνος,
προσπαθώντας να αγγίξει και να δοκιμάσει
την αχμηρότητα των μορφών και των φιλιών.
Εκείνες τις στιγμές το λυκόσκυλο 
μύριζε και άκουγε τον ουρανό.