Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Τάκης Παυλοστάθης - Ποιήματα

 ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ

Η ΚΟΙΜΗΣΗ της κράτησε ελάχιστα.
Μόλις φύγανε σηκώθηκε πάνω.
Δεν τους ακολούθησε η ψυχή της.
Αλλά και οι άγγελοι μάταια
θα την περίμεναν στον ουρανό:
ήξερε πως αν έχανε το σώμα της
θα 'χανε και την ψυχή της.
Γι' αυτό σηκώθηκε με το κορμί.
Παγωμένο ζεστό ακόμη
κρύβοντάς το σ' ένα φόρεμα από αχλύ
-παραλλάσσοντας σχεδόν κάνοντάς το αχλύ-
βγήκε έξω βόλτα στη νύχτα των δρόμων.
Και δεν έχει ύπνο δεν έχει τάφο
ούτε ποτέ ξημερώνει.
*
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ
Οι ψυχές των πεσόντων μαχητών
φτερουγίζουν πάνωθέ μας γιορταστικά
μες στην πλήρωσή τους και τη δόξα
ή γυρεύουν πίσω το κορμί τους;
ΑΛΛΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ
ΠΑΜΕ να φύγουμε
πάμε να δούμε φρούτα.
*
ΠΕΡΑΣΕ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΑΦ - ΠΟΥΦ
ΤΩΡΑ με μέτρο...
Καλύτερα καθόλου.
Τελείως άκαπνοι.
Κόψιμο με το μαχαίρι
Όλο κι επιτακτικότερα
Με το μαχαίρι
"Το τσιγάρο λιγοστεύει τη ζωή".
Το 'χουν μάλιστα μετρήσει
Ένα τσιγάρο ίσον δύο (ή μία;) ώρες
Λιγότερη ζωή - Ναι αλλά
Και μία στιγμή περισσότερη.
*
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΌΠΩΣ το υποσχέθηκε ο δικός της,
του λαϊκού τραγουδιού καλός στιχουργός,
πάντα εντάξει απέναντί της,
ετοιμάστηκε το τραγούδι:
της έχτισε με το στίχο
(και την αγάπη)
ένα σπίτι ίδιο η καρδιά του
μέσα της να κάθεται.
Της Βάσιας όμως αρέσανε οι βόλτες
με το μηχανάκι.
*
ΔΕΥΤΕΡΑ. 11 Π. Μ. ΠΕΡΙΠΟΥ
ΚΑΘΟΜΑΙ στην καρέκλα.
Κάνει κρύο. Ακούω το θόρυβο.
Κάνουν θόρυβο.
Είναι πάντως μια κρύα μέρα.
Σηκώνομαι παίρνω κάτι να ρίξω πάνω μου
απ' την ντουλάπα
τρίζει πίσω μου η πόρτα της πολύ δυνατά
ένα ζώο παγιδευμένο στους μεντεσέδες
το λυγμικό ουρλιαχτό του
- τίποτα τέτοιο σε μένα,
εγώ πρέπει να γράφω και πρέπει ν' αρχίσω.
Κάθομαι πάλι στην καρέκλα.
Κάνουν θόρυβο.
Και κάνει κρύο λιγότερο βέβαια από χθες
αλλά αυτό δε σημαίνει πως -
Κοιτάζω το σταχτοδοχείο.
Είναι γεγονός, είναι μια κρύα μέρα.
Κοιτάζω τη στάχτη στο σταχτοδοχείο.
Σηκώνομαι, πάω μέχρι το άλλο δωμάτιο
να δω τη βρύση· μόλις που επέστρεψα και
πλησίασα στο γραφείο κάθισα στην καρέκλα
πήρα ένα φύλλο χαρτί κι έγραψα:
"πλησίασα στο γραφείο κάθισα στην καρέκλα
πήρα ένα φύλλο χαρτί κι έγραψα" -.
*
ΒΟΥΝΟ
Ο Φ. ΦΙΛΟΣ του (σπάνια βλέπονται)
κάθε μέρα πάει στο γραφείο.
Του αρέσει πολύ η φύση όλη η πολύχροη
μα περισσότερο αγαπά τη θάλασσα.
Ο Φ. τα καλοκαίρια πάει στα νησιά.
Αυτός σχεδόν δεν πάει πουθενά.
Αγαπάει όμως τα βουνά.
(λίγο κι άλλοτε πάρα πολύ).
Χειμώνα - καλοκαίρι κλεισμένος
σ' ένα σπίτι
σε φύλλα λευκά από χαρτί
ασπρόμαυρα πασχίζοντας
σκαρφαλώνει,
κι όλο πέφτει
στ' Άγραφα.
*
ΣΥΜΒΑΝ, ΚΑΤ' ΑΝΑΔΡΑΣΙΝ
Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ των κινήσεων -
αυτός ξανά ο τρόμος:
έχω ανοίξει τη μπαλκονόπορτα
να μπει αέρας
σκληρός μαύρος
οποιοσδήποτε αέρας
κι είναι -πράγματι- το μπαλκόνι στενό,
πολύ στενό, γκρίζο στη χάση του φεγγάρι
το κάγκελο δόντι που κουνιέται
και δεν σ' έχω προειδοποιήσει,
καθώς οφείλω πάντα εγώ που εδώ κατοικώ
-εσύ μπορείς να προειδοποιείσαι-
την κρίσιμη, ελάχιστη στιγμή απορροφημένος,
τακτοποιώντας ένα φλυτζάνι, ένα σπασμένο πράγμα
ακούγοντας κάτι ξερό να καίγεται στο μυαλό μου
και συ προχώρησες πολύ στο άνοιγμα
ακολουθώντας πολύ φυσικά, τη φορά του σώματός σου,
άλλο ένα βήμα στον αέρα
και το αίμα σου απλώνει τώρα
τα κόκαλά σου αλλάζουν σχήμα
είκοσι μέτρα κάτω στο καταραμένο τσιμέντο.
Ερήμην μου έχεις χαθεί.
Δεν φώναξα, δεν προειδοποίησα εγώ.
Εσύ δικαιούσαι να ξεχνάς.
Κάποιος συγγενής σου λέει πως μπορεί εγώ να σ' έσπρωξα.
Κάθομαι μόνος μου μες στο ερήμην.
Ήχθη εις πέρας ο ίλιγγος.
Τάκης Παυλοστάθης
ΠΟΙΗΜΑΤΑ & ΠΕΖΑ
1964 - 1999
ΝΕΦΕΛΗ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2006

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου