Θέλω, θέλω εδώ το τραγούδι μου
που ποτέ, ποτέ μου δεν το πνίγω,
επιτέλους, επιτέλους θέλω εδώ
να σταματήσω για να νιώσω χαρά!
Ψυχή, τάραξε το χέρι μου που τρέμει από χαρά!
Και να: θα πω αυτό το βράδυ
με μουσική από λέξεις(δεν ξέρω, δεν ξέρω, ποιος τις είπε
τώρα σε μένα τον ίδιο) θα πω
τους έρωτες της ψυχής μου για σένα, θεϊκή Φύση.
Σε θέλω, και θέλω μαζί σου
όλο τον έρωτα για όλους τους ανθρώπους, καλούς κακούς.
Απόψε όλοι είναι καλοί
για μένα – κι όλους τους αγαπώ -: Ο χωρικός που τραγουδάει
με τη μέθη της γεμάτης υγεία κούρασης μέσα στον άγιο
ήλιο του Ιουλίου,
ο χλωμός έφηβος με τη μέθη της παράφορης ποίησης
από τ΄ αγαπημένο του κρασί και τον χορό.
Ω ζωή, ω απέραντη φύση,
εδάφη διψασμένα για ήλιο,
ίσως ονειρεύεστε την πόλη και το ηλεκτρικό το φως
το βράδυ
που ξεψυχάει από βαθύ καημό
να πέφτει πάνω από τους δρόμους, μέσα στη σιωπηλή
ομίχλη!
Είναι τόσο όμορφη η νύχτα:
να τρέχω μες στην εξοχή κάτω απ΄ τ΄ αστέρια
θα ΄θελα κι ύστερα να πέφτω απελπισμένος
στο χόρτο,
στο υγρό χορτάρι, και τη ζεστή μου ανάσα να δίνω
στη γη.
Ω παντοδύναμη η βουή
της χαράς μου τραγουδάει στην ψυχή, και δεν μπορώ
δεν μπορώ
να βασανίζομαι άλλο με τους στίχους!
Μια μόνο ανησυχία με πιάνει: ειν΄ η ψυχή μου δυνατή
για τόσον έρωτα; Σκέφτομαι τώρα:
θα καταφέρω να κρατηθώ σ΄ αυτή την έξαψη για πάντα;
Αυτό είναι το πρώτο μου ερωτικό τραγούδι: κραυγάζω
μια μέρα, αλίμονο όχι ακόμα μακρινή,
εγώ έφερα μες στους ανθρώπους το θλιμμένο
το πρώτο κύτταρο της σκοτεινής κι εξεγερμένης
ποίησής μου.
Μέσα μου έγκλειστη
άγνωστη στον κόσμο πέθαινε από μεγάλο έρωτα
η φτωχή και τρελή ποίησή μου.
Ω άδεις νύχτες! Η καρδιά μου ζούσε από εξεγέρσεις,
αναζητούσε τ΄ όμορφό της όνειρο
και δεν ήξερε! Ένιωθε κουρασμένη να την βρέχει
η ψυχρή λησμονιά της αυγής.
Την καταπίεζε το θλιβερό και χαμηλό
πέταγμα των περιστεριών
πάνω απ΄ την άδεια πόλη.
Μα τώρα έχω σωθεί: ω ζωή γεμάτη πράξεις υγιείς
τώρα σε θέλω και μια δυνατή
και τίμια μάχη ονειρεύομαι. Ω Μπωντλαίρ εγώ δεν μπορώ
παρά να ζήσω, άνθρωπος μες στους ανθρώπους, μέσα στην
πιο καθαρή
ανθρώπινη χαρά: την πράξη.
Θα με σώσει απ΄ το ριζωμένο μέσα μου άγχος της ποίησης;
Ή θ’ αφήσω το τραγούδι μου να ξεπροβάλλει ευτυχισμένο;
Μα οι άνθρωποι, ω δεν θα γνωρίσουν
τη νέα προδοσία μου.
Μετάφραση: Ευριπίδης Γαραντούδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου