«’Τὸν Ἰούνιον ἀνεχώρησα εἰς τὴν πατρίδα μου, ἀποκομίζων τὴν πεποίθησιν ὅτι τὰ ἰσχυρὰ νικοῦν πάντοτε εἰς αὐτὸν τὸν πλάνον κόσμον καὶ τὰ ὡραῖα, τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ὑγιῆ. Καὶ ᾤκτειρα τὴν τύχην τῆς πτωχῆς Εὐθυμίας ― οὕτως ἐκαλεῖτο, ναί. Καὶ τὴν μικρὰν ἀδελφήν της τὴν ἔλεγαν Βάσω. Ἡ Βάσω ἦτο νεαρωτάτη, μόλις 17 ἐτῶν. Ὡραία, δροσερά, καὶ τόσον ροδοκόκκινη εἰς τὰ μάγουλα, ὥστε ἐνόμιζέ τις ὅτι τώρα ἐξῆλθε μόλις ἀπὸ τὸ βαφεῖον τῆς κομμωτρίας, καὶ ὅτι τὸ χρῶμα δὲν εἶχε στεγνώσει ἀκόμη ἐπάνω της. Ἐντούτοις,μὲ ὅλον αὐτὸ τὸ ρόδινον κάλλος της, αὕτη εἰργάζετο καθημερινῶς εἰς τὸ ἐργαστήριον ὑποδηματοποιοῦ τῆς πολυτελείας, παρὰ τὴν ὁδὸν Σταδίου. Ἦτο βιοπαλαίστρια ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἡ πτωχὴ κόρη.
Ἦσαν θυγατέρες τοῦ σπιτονοικοκύρη μου, εἰς ἕνα δρομίσκον παρὰ τὸ Γεράνι. Καὶ ἡ Εὐθυμία δὲν ἔπαυε νὰ ἐργάζεται κατ᾿ οἶκον. Ἀδελφὸν δὲν εἶχαν, μόνον μίαν μεγαλυτέραν ἀδελφὴν ὕπανδρον, καὶ τοὺς γονεῖς των. Ὅλοι ἦσαν φίλεργοι. Μόνον ἡ Εὐθυμία ἦτο χλωμή, ἡ δυστυχής, καὶ ἀσθενικὴ τὴν κρᾶσιν καὶ περιπλέον ἐκτάκτως χωλή, μὲ τὸν γόμφον προεξέχοντα κατὰ τὸ δεξιὸν ἰσχίον.
Ἦτο ἀξιολύπητον πλάσμα. Ἀλλ᾿ εἰς ἐπίμετρον, ἡ μικρὰ ἀδελφή της, ἡ Βάσω, τὴν εἶχε παραραδιάσει*, καὶ ἦτο ἀρραβωνισμένη ἤδη. Εἷς ἀπὸ τὴν συντεχνίαν νέος, ὑψηλός, χλωμός, Σταῦρος καλούμενος, τὴν εἶχεν ἐρωτευθῆ, ὡς φαίνεται ―ἢ τοὐλάχιστον, καθὼς εἶχα ἀντιληφθῆ ἐγώ, καὶ νομίζω ὅτι ἤμην βέβαιος περὶ τούτου― καὶ τὴν εἶχε ζητήσει εἰς γάμον. Ἐτελέσθη μνηστεία, ἀλλ᾿ ὁ γάμος ἔμελλε ν᾿ ἀργήσῃ, ὅπως λάβῃ καιρὸν ἡ φιλόπονος μέλισσα, ἡ νύφη, νὰ ἐργασθῇ καὶ δυνηθῇ νὰ συμπληρώσῃ τὴν προῖκά της.Τόσον βέβαιος ἤμην περὶ τοῦ ἀρραβῶνος, ὥστε εἶχον ἀκούσει τὴν Βάσω ―ἥτις πολλάκις ἐσυνήθιζε νὰ κελαδῇ τὴν πρωίαν ἔξω τοῦ παραθύρου μου, εἰς τὴν αὐλήν, πρὶν ἐκκινήσῃ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐργασίαν της― τὴν εἶχα ἰδεῖ λέγω, πὼς ἦτον αὐτή, καὶ τὴν εἶχα ἀκούσει ὁμιλοῦσαν περὶ τοῦ μνηστῆρος, νὰ ἐκφράζεται οὕτω «ὁ Σταῦρός μου».Δὲν ὑπῆρχεν ἄρα ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀρραβωνισθεῖσα ἦτο ἡ Βάσω. Καὶ καθὼς πάντοτε συνηθίζω, πλανώμενος συχνὰ περὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἐφιλοσόφουν μέσα μου κ᾿ ἔλεγα: «Βεβαίως, ἔτσι εἶναι, τὰ κρείττω νικᾷ. Τί λέγει λοιπὸν ὁ θεῖος Ὅμηρος, «ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ»; Ἐκτὸς ἂν εἰς τὸ ἐπίθετον ἀποδώσωμεν ὅλως ἠθικὴν καὶ βεβιασμένην ἔννοιαν, ταλανίζοντες πικρῶς ὡς κλαυσῖνοι* Ἡράκλειτοι, τὴν ἀδικίαν τῆς φύσεως καὶ τῆς λεγομένης Τύχης. Ἰδοὺ ἡ καημένη ἡ Εὐθυμία ―ὁποία εἰρωνεία εἰς τ᾿ ὄνομά της!― χλωμή, ἀσχημούτσικη, κουτσή, βασανισμένη, ἄτυχη, καταδικασμένη εἰς ἀναγκαστικὴν ἀγαμίαν, εἰς ἀστοργίαν καὶ μόνωσιν, δι᾿ ὅλην τὴν ζωήν της ― μέλλουσα ἐντὸς ὀλίγου νὰ μείνῃ ἔρημη, ἄχαρη!… Ἀλλ᾿ ἡ μικρὰ Βάσω, ἐλαφρά, ροδοκόκκινη, δροσερά, ἰδού! ἐπαραράδιασε τὴν μεγαλυτέραν ἀδελφήν, καὶ τὸν ἅρπαξε!… τὸν ἀρραβωνιαστικόν, ἐννοεῖται· δὲν ἠξεύρω ἂν ἐπέτυχε τὸ ἰδανικόν της ἢ ὄχι, ἀδιάφορον· ἐργάζεται, κάμνει τὴν προῖκά της, αὔριον θὰ πανδρευθῇ, καὶ θὰ ζήσῃ ὅπως ὅλος ὁ κόσμος ― μὲ ὅλας τὰς ἀφεύκτους κοινοτοπίας, «ὅπως κουτσαίνει ὅλος ὁ κόσμος, θὰ κουτσαίνῃ κι αὐτή»· (μόνον ἡ πτωχὴ ἀδελφή της κουτσαίνει κατὰ ἰδιάζοντα τρόπον!) μὲ ὅλας τὰς ἐναλλαγὰς τῆς λύπης καὶ τῆς χαρᾶς· θὰ ζήσῃ κατὰ κόσμον, καὶ ἠμπορεῖ, ἂν θέλῃ, νὰ ζήσῃ κατὰ Θεόν. Ἀλλ᾿ ἡ Εὐθυμία, ἡ ταλαίπωρη!…»
Ἐπὶ τούτοις ἀπῆλθον εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς μου. Διέτριψα ἐκεῖ περὶ τοὺς 17 μῆνας. Ἐπέστρεψα εἰς Ἀθήνας τὸ φθινόπωρον τοῦ μεθεπομένου ἐνιαυτοῦ.
Μετά τινας ἐβδομάδας συνέβη μίαν ἑσπέραν, πρὶν νυκτώσῃ ―ἂν καὶ δὲν θὰ ἤθελα ποτὲ νὰ περάσω ἀπεκεῖ, διὰ νὰ μὴ νομίσουν, ὅτι ἐπῆγα διὰ νὰ ζητήσω ἕνα τραπέζι καὶ κρεβάτι, καὶ δὲν ἠξεύρω τί ἄλλο, τὰ ὁποῖα εἶχον ἐγκαταλίπει ἀναχωρῶν― συνέβη νὰ διέλθω ἀπὸ τὴν πάροδον ἐκείνην τοῦ Γερανίου. Ἀλλ᾿ ἰδού, ἡ Εὐθυμία ἦτο εἰς τὸ παράθυρον τοῦ ἰσογείου.
Ὅταν εἶχα ἀναχωρήσει, τὸ δωμάτιον αὐτό, τὸ πρὸς τὸν δρόμον, κατείχετο ἀπὸ μίαν γραῖαν νοικάρισσαν μὲ τὴν κόρην της, ἡ δὲ οἰκογένεια τοῦ σπιτονοικοκύρη κατῴκει εἰς τὸ βάθος τῆς αὐλῆς. Διὰ τοῦτο δὲν ἐπερίμενα νὰ ἴδω ἐκεῖ τὴν Εὐθυμίαν.
Μὲ εἶδε καὶ μ᾿ ἐκοίταξεν. Ἔδειξε μάλιστα, κατόπιν μικροῦ δισταγμοῦ, ὅτι ἡτοιμάζετο νὰ μὲ κράξῃ. Τότε προλαβὼν ἐγὼ τῆς ἐφώναξα μίαν καλησπέραν. Ἐδέησε νὰ σταθῶ πρὸς στιγμὴν ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου. Μοῦ παρεπονέθη διατί δὲν ἐπῆγα ἀπεκεῖ· μὲ ἠρώτα ποῦ εἶχα κατοικήσει, κτλ.
― Καὶ κάθεστε τώρα ἐδῶ; εἶπα. Ποῦ εἶν᾿ ἡ μητέρα σας;
―Ἡ μητέρα κάθονται ἀπὸ μέσα.
― Πῶς; Δὲν μένετε μαζί;
―Ὄχι· ἐμεῖς ἐπήραμε αὐτὴν τὴν κάμερα πρὸς τὸν δρόμο.
―Ἐσεῖς, δηλαδὴ μὲ ποιὸν ἄλλον;
― Μὲ τὸν σύζυγόν μου.
―Ἀλήθεια!… Ἔχετε πανδρευθῆ; Καλορρίζικη.
― Εὐχαριστῶ.
― Καὶ ποιὸν ἐπήρατε;
― Τὸν Σταῦρο. Δὲν τὸ ξέρετε;
― Τὸν Σταῦρο;… Μά, παρακαλῶ, μὲ συγχωρεῖτε… Ὁ Σταῦρος δὲν εἶχε ἀρραβωνισθῆ τὴν Βάσω;
―Ὄχι.
― Μὰ ἐγὼ εἶχα ὑποθέσει…
― Λάθος ἐπήρατε.
―Ἔχετε στεφανωθῆ λοιπόν, τώρα;
― Μάλιστα· κοντεύει χρόνος.
― Θὰ ἔχετε ἴσως καὶ παιδί.
― Ναί· ἕν᾿ ἀγοράκι.
― Νὰ σᾶς ζήσῃ!… Κ᾿ ἡ Βάσω τώρα τί γίνεται;
― Πηγαίνει κάθε μέρα στοῦ Ζ…
Ὠνόμασε τὸ ὑποδηματοποιεῖον τῆς ὁδοῦ Σταδίου.
Τὴν ἀπεχαιρέτισα, κ᾿ ἔφυγα, παύσας νὰ φιλοσοφῶ περὶ τῶν ἐγκοσμίων»
(1906)
«Νέον Άστυ» (12 Αυγούστου 1906)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου