Εἶναι ἡ ὥρα ἡ μυστικὴ ποὺ νιώθεις, ὅταν σουρουπώνει.
Τὸ φῶς εἶναι ξανθὸ καὶ τὸ βουνὸ αἱμορραγεῖ, ὅσο
ἐγὼ στὸ δρόμο προχωρῶ μὲ ἡττημένου ἀέρα —
τὸ μέτωπό μου χαμηλὰ καὶ κόκκινη ἡ καρδιά μου.
Ὁ ποιητὴς εἶν᾽ ἕνας ἴσκιος φωτεινὸς ποὺ πάει•
τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ γυρεύει νὰ συνδέσει,
χωρὶς νὰ νιώθει πὼς στὸ μπλὲ εἶν᾽ ἕνα Ὄνειρο ποὺ ζεῖ, ὅπως
καὶ ἡ Γῆ εἶν᾽ ἕνα ὄνειρο ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχει πεθάνει.
Τὸ μπλὲ ποὺ βλέπουμε ἔχει ἐντός του μιὰ μεγάλη θλίψη —
ποτὲ δὲν θὰ μᾶς φανερώσει ποῦ ᾽ναι τ᾽ οὐρανοῦ ἡ ἄκρη.
Καὶ ὁ Θεὸς μιὰ θλίψη παντοδύναμη ἐν ὑψίστοις εἶναι,
μὰ δὲν μπορεῖς γι᾽ αὐτὴν νὰ πεῖς ποτὲ οὔτε κὰν μιὰ λέξη.
Τὸ μυστικὸ τῶν πάντων δὲν ὑφίσταται. Τ᾽ ἀστέρια
εἶναι ψυχὲς ποὺ ἐπόθησαν ν᾽ ἀνέβουν στὸ μυστήριο.
Τοῦ μυστηρίου ἡ οὐσία φῶς τὶς ἔκαμε ἀπὸ πέτρα,
μὰ δὲν τὶς ἄφησε καὶ στὴν Εἰρήνη του νὰ εἰσδύσουν.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου