Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Ευτυχία Παναγιώτου-Ας χορέψουμε


                       Γκρεμίζοντας τον ύπνο

                       Ηλίας Λάγιος


Ο πόθος έλιωσε τα μάτια μας.

Έγινε τραγούδι, να τυραννάει τον λογοκόπο.
Αόρατο δοξάρι σε παρτιτούρες αρλεκίνου
που έσκιαξε κι έσκισε το μισοφόρι
του θανάτου. Ήχος πειραγμένος,
από παράτολμο σμίξιμο.

Το χώμα να φοβάται το σώμα.

Γι’ αυτό πριν πάλι ο Τυφλός λαλήσει
— Ας βροντήξουν παλαλά ταμπούρλα,
και πλήθος παρδαλά τα γυναικεία λώματα
ας τσερίσουν με τον πήχη τον αγράνεμον.

Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
— Κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;

Χορευτές, Κέδρος, 2014

Stefan Zweig-Ο Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και Η Αόρατη Συλλογή (απόσπασμα)


[…] Καθόμουν λοιπόν άεργος κι είχα ήδη αρχίσει να υποκύπτω στην οκνηρή εκείνη παθητικότητα, που σαν υπνωτικό αναβρύζει αθέατη σε κάθε αληθινό βιεννέζικο καφέ. Απ’ την κενότητα αυτής της αίσθησης ατένιζα τους ανθρώπους έναν έναν καθώς, μες στον ντουμανιασμένο χώρο, το τεχνητό φως έριχνε μιαν αρρωστημένη γκρίζα σκιά γύρω από τα μάτια τους. Παρατηρούσα την κοπελίτσα στο ταμείο να δίνει μηχανικά στο γκαρσόνι ζάχαρη και κουταλάκι για κάθε φλυτζάνι καφέ. Μισοκοιμισμένος, διάβαζα ασυναίσθητα τις απολύτως αδιάφορες αφίσες στους τοίχους, κι αυτή η αποβλάκωση σχεδόν μού έκανε καλό. Ξαφνικά όμως τσιτώθηκα παράξενα στην ονειροπόλησή μου. Κάτι ακαθόριστο πήρε να κινείται ανήσυχα μέσα μου, έτσι όπως αρχίζει ένας μικρός πονόδοντος, πριν ακόμα προλάβεις ν’ αντιληφθείς αν ξεκίνησε από αριστερά, από δεξιά, από την κάτω ή την πάνω σιαγόνα. Ένιωθα μόνο μια πνιγηρή ένταση, μιαν ανησυχία στο πνεύμα. Γιατί ξαφνικά -δεν μπορώ να πω πώς συνέβη αυτό- συνειδητοποίησα ότι θα πρέπει να είχα ξαναβρεθεί εκεί πριν από χρόνια και κάποια ανάμνηση με συνέδεε μ’ αυτούς τους τοίχους, τις καρέκλες, τον ξένο καπνισμένο χώρο.

Μα όσο επέτεινα την προσπάθειά μου να συλλάβω αυτή την ανάμνηση τόσο εκείνη ξεγλιστρούσε με μοχθηρία, σαν μέδουσα που φωσφορίζει ακαθόριστα στα έγκατα της συνείδησης παραμένοντας ωστόσο άπιαστη, ασύλληπτη. Μάταια το βλέμμα μου αγκιστρωνόταν σε κάθε αντικείμενο της επίπλωσης και της διακόσμησης. Κάποια δεν τα γνώριζα, αυτό είναι σίγουρο, το ταμείο, για παράδειγμα, με τον κουδουνιστό αυτόματο μηχανισμό, ούτε την καφετιά επένδυση του τοίχου από ψεύτικο ροδόξυλο. όλα αυτά θα πρέπει να προστέθηκαν μεταγενέστερα. Οπωσδήποτε όμως, οπωσδήποτε είχα ξαναβρεθεί εδώ πριν από είκοσι χρόνια και βάλε. εδώ μέσα φώλιαζε, κρυμμένο κι αόρατο σαν το καρφί μέσα στο ξύλο, κάτι από εκείνο το εγώ μου το βαθιά θαμμένο με τα χρόνια. Βίασα όλες μου τις αισθήσεις να ξαμοληθούν στο χώρο και ταυτόχρονα εντός μου, κι όμως -να πάρει!- δεν μπορούσα να την πιάσω αυτή τη χαμένη ανάμνηση, την πνιγμένη μέσα σε μένα τον ίδιο.

Θύμωσα, όπως θυμώνει κανείς για τις ανεπάρκειες και τις ατέλειες των πνευματικών του δυνάμεων. Δεν εγκατέλειψα ωστόσο την ελπίδα να συλλάβω, μολαταύτα τούτη την ανάμνηση. Αρκούσε, τό ‘ξερα, να βρω μιαν ελάχιστη άκρη να πιαστώ, γιατί το μνημονικό μου είναι κάπως ιδιαίτερο, καλό και κακό ταυτόχρονα. Από τη μία είναι πεισματάρικο και ιδιότροπο μα απ’ την άλλη, πάλι, απίστευτα πιστό. Συχνά ρουφά ολότελα μες στα σκοτάδια του ό,τι σημαντικότερο, είτε πρόκειται για συμβάντα είτε για πρόσωπα, διαβάσματα ή βιώματα. Από τον υπόγειο τούτο κόσμο δε δίνει πίσω τίποτε χωρίς εξαναγκασμό, απλώς και μόνο για ν’ αποκριθεί σ’ ένα κέλευσμα της βούλησης. Αρκεί όμως να πιαστώ από κάτι ελάχιστο, απ’ το πιο εφήμερο πράγμα, μια καρτ-ποστάλ, δυο γραμμές σ’ έναν φάκελο αλληλογραφίας, ένα φύλλο εφημερίδας βουτηγμένο στον καπνό, κι αμέσως το λησμονημένο σπαρταρά σαν ψάρι στο αγκίστρι, κι αναδύεται ολοζώντανο και αισθητό από τη ρευστή σκοτεινή επιφάνεια. Ξέρω τότε την κάθε λεπτομέρεια ενός ανθρώπου, το στόμα του και στο στόμα εκέινο το δόντι που λείπει αριστερά όταν γελά και τον σπασμένο τόνο αυτού του γέλιου και πως αρχίζει τότε να τρέμει το μουστάκι, πως ξεπροβάλλει ένα άλλο, καινούργιο πρόσωπο απ’ αυτό το γέλιο… Τα βλέπω τότε όλα σε μια οπτασία στιγμιαία και ολοκάθαρη και ξέρω, ενώ έχουν περάσει χρόνια, την κάθε λέξη που μου είπε ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Πάντοτε όμως, για να ξαναδώ με τα μάτια μου και να νιώσω τα περασμένα, έχω ανάγκη κάποιο ερέθισμα των αισθήσεων, μιαν ελάχιστη βοήθεια από την πραγματικότητα. Έκλεισα λοιπόν τα μάτια για ν’ αναθυμηθώ με μεγαλύτερη ένταση, να σχηματίσω το μυστηριώδες εκείνο αγκίστρι και να το αρπάξω. Τίποτε όμως! Τίποτε απολύτως! Περασμένα ξεχασμένα! Και τόσο πολύ πικράθηκα για την κακή, την ιδιότροπη συσκευή μνήμης που έχω ανάμεσα στους κροτάφους μου, που θα μπορούσα να γρονθοκοπήσω το μέτωπό μου έτσι όπως ταρακουνά κανείς ένα χαλασμένο αυτόματο μηχάνημα που παρακρατά παράνομα ρέστα […].

 Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ

Μάρκος Μέσκος-Ο μικρός κήπος


Θάλασσα ομηρική με πεύκο και κουπιά έτρεχε το βουνό

να ξενυχτήσεις το φεγγάρι ή να προσμένεις την αυγή;


Τα πίσω εμπρός και τα μελλούμενα ένας δρόμος ίσα στο σπιτάκι

φτάνει ο μικρός κήπος και το σκυλί για τα κακά προαισθήματα.


Εκεί όταν έφτασες ρώτησες τη μητέρα: — Σςς κοιμούνται τα παιδιά στην πέτρα

δεν ξύπνησαν ακόμη, — τι να πω;


Μαύρο καράβι η θάλασσα σκύλος ο ουρανός θα γαβγίσει

παρακαλώ σας μη γυρίσουν στο άλλο πλευρό βλαστημώντας.



ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Κλείτος Κύρου-Κάτι που έμεινε


Η ώριμη στιγμή του χωρισμού
Μας πρόφτασε βιαστικά
Φορέσαμε κι οι δύο από ένα χαμόγελο
Ελέγχαμε τις χειρονομίες μας
Και ξεφυλλίζαμε
Τις μέρες που θα ʼρθουν
Βέβαια
Ήταν άσχημο να το συλλογιστώ
Πώς τα χέρια μου
Δεν θα τύλιγαν πια
Τις γραμμές του κορμιού της.
Άνοιξε την τσάντα
Και μου επέστρεψε δυο βιβλία
Ένα κίτρινο πουκάμισο
Και μιαν αλυσίδα

- Λοιπόν
Τώρα δεν έχω πια τίποτα δικό σου
Και σύ νομίζω δεν έχεις τίποτα δικό μου
Δεν απάντησα
Μου έσφιξε τα χέρια
Κι απομακρύνθηκε
Δες έχεις πια τίποτε δικό μου
Κι όμως
Τη θύμησή της
Τη δίπλωσα προσεχτικά
Και την κρατώ ακόμα.
Αναζήτηση 1949
Πηγή: Συγκεντρωτική Συλλογή: εν όλω 1943-1997, Εκδόσεις ΑΓΡΑ, σσ. 14-15.

Κώστας Ταχτσής-Να τι άκουσα εγώ να λέει ένας πιλότος είκοσι-δύο χρονώ όσο αυτός μιλούσε για το φουτ-μπωλ

 


Θεόδωρος Μπασιάκος-Η αλλαγή της ώρας είναι μια απάτη


Εγώ είμαι γενικώς εναντίον
του μπουρζουάδικου χρόνου.
Οι κομμουνάριοι στο Παρίσι
βγαίναν και πυροβολούσαν
όλα τα δημόσια ρολόγια.
(Έτσι λέει τουλάχιστον ο Μαρκούζε στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, επικαλούμενος τις περίφημες σημειώσεις του Μπένγιαμιν για την Ιστορία...)
Μια μαλακία είναι ο χρόνος.
Οι χιλιανοί αδελφοί μας απαιτούν
την απαλλοτρίωση 30 χρόνων
κλεμμένης ζωής του λαού
με αποζημίωση 30 πέσος,
ήτοι κάπου δέκα σεντς και πολύ τους πάει.
Έτσι για γούστο προτείνω κάθε που αλλάζει η ώρα να αλλάζει και η κυβέρνηση, δεν χρειάζονται εκλογές. Τον χειμώνα ας μας κυβερνάν οι σοσιαλδημοκράτες, το καλοκαίρι οι νεοφιλελεύθεροι. Ή τ' αντίστροφο. Μικρές οι διαφορές αν και όχι ασήμαντες...
Κλείνω, πάμε πάλι απ' την αρχή.
Κάτω ο χρόνος!
Απεργία διαρκείας!
.
Θεόδωρος Μπασιάκος

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης-Μια γυναίκα


1.
Ενα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.
2.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Εχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.
3.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Οπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.
4.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα.

Πηγή: Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης, 1708-1989, επιμέλεια: Σπύρος Κοκκίνης, σ. 359.

Ειρήνη Μαργαρίτη-Πιο άγριο κι από μένα


Το πώς καταρρέουν όλα είναι από παλιά ένα μυστήριο.
Λες και οι τοίχοι έχουν μέσα τους σεισμό.
Πρώτα τα φύλλα και μετά η ψυχή. Φθορά σε κίτρινο.
Δεν είναι η υγρασία το λάθος.
Το νερό ήταν εκεί από την αρχή.
Περίμενε μυστηριωδώς να εκτιναχθεί. –

Μακριά στο βάθος των μαλλιών μου
ζει ένα ζωο πιο άγριο κι από μένα.
Το ταΐζω και φοβάμαι.
Μην δε χορτάσει, ποια πτώση τότε θα του υποσχεθώ…
Ειρήνη Μαργαρίτη (1979 -)

Κώστας Καρυωτάκης-Μυγδαλιά


Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ (1919)


Λουκάς Θάνος - Μυγδαλιά 

Δραμαμίνη - Μυγδαλιά


Ουμπέρτο Έκο – Η απώλεια της ιδιωτικότητας

 Το πρώτο πράγμα που τέθηκε σε κρίση από την παγκοσμιοποίηση των επικοινωνιών μέσω του Ίντερνετ, είναι η έννοια των συνόρων. Η έννοια των συνόρων είναι αρχαία όσο και το ανθρώπινο είδος, ή μάλλον, όσο όλα τα ζωικά είδη.

Η ηθολογία μας διδάσκει ότι κάθε ζώο αναγνωρίζει γύρω από το ίδιο και τα όμοιά του μια σφαίρα σεβασμού, μια περιοχή μέσα στην οποία αισθάνεται ασφαλές και θεωρεί αντίπαλο όποιον διασχίσει αυτό το όριο. Η πολιτισμική ανθρωπολογία μας έδειξε ότι αυτή η προστατευτική σφαίρα ποικίλλει ανάλογα με τους πολιτισμούς, και για ορισμένους λαούς μια εγγύτητα του συνομιλητή που άλλοι λαοί θεωρούν έκφραση εμπιστοσύνη, θεωρείται εισβολή και επιθετικότητα.

Σε ανθρώπινο επίπεδο, αυτή η ζώνη προστασίας εκτείνεται από το άτομο στην κοινότητα. Τα όρια -των πόλεων, της  περιοχής, του βασιλείου- θεωρούνταν ανέκαθεν μια συλλογική διεύρυνση των ατομικών σφαιρών προστασίας Ας αναλογιστούμε πόσο ο λατινικός τρόπος σκέψης επέμενε στην έννοια των συνόρων, σε σημείο μάλιστα ώστε να βασίσει τον μύθο της ίδρυσης του σε μια τέτοια παραβίαση της  περιοχής: ο Ρωμύλος χαράζει κάποια όρια και σκοτώνει τον αδερφό του, επειδή δεν τα σεβάστηκε.

Ο Ιούλιος Καίσαρ, διασχίζοντας τον Ρουβίκωνα, αντιμετωπίζει την ίδια αγωνία που ίσως  ένιωσε ο Ρώμος πριν καταπατήσει το όριο που είχε χαράξει ο αδερφός του. Ξέρει ότι διασχίζοντας εκείνο το ποτάμι, εισβάλλει ένοπλα σε ρωμαϊκή περιοχή. Το αν μετά θα κατευθυνθεί προς το Ρίμινι, όπως κάνει στην αρχή ή θα βαδίσει προς τη Ρώμη, είναι άσχετο: η ιεροσυλία διαπράττεται τη στιγμή που διασχίζει τα σύνορα και είναι αμετάκλητη. Ο κύβος ερρίφθη.

Οι Έλληνες ήξεραν τα όρια της πόλεως και αυτά τα όρια χαράσσονταν από τη χρήση της  ίδιας γλώσσας – ή των διάφορων διαλέκτων της. Οι βάρβαροι άρχιζαν εκεί όπου δεν μιλιούνταν πια τα ελληνικά.

Μερικές φορές, η έννοια των (πολιτικών) συνόρων ήταν τόσο επίμονη ώστε να προκαλεί την ανέγερση ενός τείχους μέσα στην ίδια πόλη, προκειμένου να καθοριστεί ποιος ήταν από δω και ποιος από κει. Και, τουλάχιστον για τους Ανατολικογερμανούς, το να περάσουν τα σύνορα τους εξέθετε στην ίδια τιμωρία που βρήκε και ο μυθικός Ρώμος. Το παράδειγμα του Ανατολικού Βερολίνου μάς λέει στην ουσία κάτι που στην πραγματικότητα αφορά κάθε σύνορο. Το σύνορο όχι μόνο προστατεύει την κοινότητα από μια επίθεση ξένων, αλλά και από το βλέμμα τους. Τα τείχη και το γλωσσικό φράγμα μπορούν να χρησιμεύσουν σε ένα δεσποτικό καθεστώς για να κρατήσει τους υπηκόους του σε άγνοια γύρω απ’ τα όσα συμβαίνουν αλλού, αλλά εν γένει εγγυώνται στους πολίτες ότι οι πιθανοί εισβολείς δεν έχουν πληροφορίες για τα ήθη, για τα πλούτη, για τις εφευρέσεις, για τα συστήματα καλλιέργειάς τους. Το μεγάλο σινικό τείχος δεν προστάτευε μόνο τους υπηκόους του Βασιλείου του Ουρανού από τις εισβολές, αλλά διασφάλιζε και το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού.


Αντίστροφα, οι υπήκοοι ανέκαθεν πλήρωναν αυτή την κοινωνική μυστικοπάθεια αποδεχόμενοι την απώλεια της ιδιωτικής τους μυστικοπάθειας. Διαφόρου τύπου ανακρίσεις, κοσμικές ή Θρησκευτικές, είχαν δικαίωμα να παρακολουθούν τη συμπεριφορά και συχνά μάλιστα τις σκέψεις των υπηκόων, και ας μην μιλήσουμε για τους τελωνειακούς και φορολογικούς νόμους μέσω των οποίων θεωρούνταν πάντα σωστό ο ιδιωτικός πλούτος των πολιτών να είναι γνωστός στο κράτος.

Με το Ίντερνετ η ίδια η έννοια του εθνικού κράτους μπαίνει σιγά σιγά σε κρίση. Το Ίντερνετ δεν είναι απλώς το μέσον που επιτρέπει να δημιουργηθούν διεθνείς και πολύγλωσσες chat lines. Σήμερα, μια πόλη της Πομερανίας μπορεί να αδελφοποιηθεί με ένα κέντρο της Εστρεμαδούρα, βρίσκοντας on line κοινά ενδιαφέροντα και εμπορικές συναλλαγές πέρα από τις εθνικές οδούς που ακόμα διασχίζουν σύνορα. Σήμερα, μέσα στα ακατάπαυστα κύματα των μεταναστών, είναι όλο και πιο εύκολο για μια μουσουλμανική κοινότητα της Ρώμης να συνδεθεί με μια μουσουλμανική κοινότητα του Βερολίνου.

Ωστόσο, αυτή η πτώση των συνόρων προκάλεσε δύο αντίθετα φαινόμενα. Από τη μια, δεν υπάρχει πια εθνική κοινότητα που να μπορεί να εμποδίσει τους πολίτες της να γνωρίσουν αυτό που συμβαίνει σε άλλες χώρες και σύντομα θα είναι αδύνατο να εμποδίσεις τον πολίτη οποιοσδήποτε δικτατορίας να μαθαίνει σε πραγματικό χρόνο αυτό που συμβαίνει αλλού. Από την άλλη, η αυστηρή παρακολούθηση που ασκούν τα κράτη στις δραστηριότητες των πολιτών πέρασε σε άλλα κέντρα εξουσίας που είναι τεχνολογικά σε θέση (αν και όχι πάντα νόμιμα) να γνωρίζουν σε ποιον γράψαμε, τι αγοράσαμε, ποια ταξίδια κάναμε, ποιες είναι οι εγκυκλοπαιδικές παραξενιές μας και ακόμα και οι σεξουαλικές προτιμήσεις μας.

Ακόμα και ο δύστυχος παιδεραστής του παλιού καιρού που προσπαθούσε, μες στον κλειστό κύκλο του χωριού του, να κρατήσει κρυφό το νοσηρό πάθος του, σήμερα ενθαρρύνεται να γίνει ακόμα και επιδειξίας, εκθέτοντας επικίνδυνα on line το επαίσχυντο μυστικό του. Το μεγάλο πρόβλημα του πολίτη που διαφυλάττει ζηλότυπα την ιδιωτική ζωή του, δεν είναι το να προφυλαχτεί από τους hackers, που δεν είναι περισσότεροι ή πιο επικίνδυνοι από τους παλιούς ληστές των δρόμων που λήστευαν κάποτε τους εμπόρους, αλλά από τα cookies και απ’ όλα τ’ άλλα τεχνολογικά θαύματα που επιτρέπουν τη συλλογή πληροφοριών για το άτομό μας.

Μια πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή πείθει το παγκόσμιο κοινό ότι η κατάσταση του Μεγάλου Αδελφού έγκειται στο ν’ αποφασίσουν (με μια ελεύθερη, αν και αξιοθρήνητη, πράξη βούλησης) ορισμένα άτομα να αφήσουν τα ευτυχισμένα να κατασκοπεύουν πλήθη να τους παρακολουθούν. Αλλ’ αυτός δεν είναι ο Μεγάλος Αδελφός για τον οποίο μιλούσε ο Όργουελ. Ο Μεγάλος Αδελφός του Όργουελ μπαίνει σε λειτουργία από μια στενή νομενκλατούρα που κατασκοπεύει κάθε ατομική πράξη κάθε μέλους του πλήθους, ενάντια στις επιθυμίες όλων. Ο Μεγάλος Αδελφός του Όργουελ δεν είναι η τηλεόραση, όπου εκατομμύρια ηδονοβλεψίες κοιτάζουν ένα μόνο επιδειξία. Είναι το Πανόπτικον του Μπένθαμ, όπου πλήθος φρουροί παρατηρούν, απαρατήρητοι και αόρατοι, έναν και μόνο καταδικασμένο.

Αλλ’ αν στο μυθιστόρημα του Όργουελ ο Μεγάλος Αδελφός ήταν μια αλληγορία για τον Πατερούλη Στάλιν, σήμερα ο Μεγάλος Αδελφός που μας παρατηρεί δεν έχει πρόσωπο και δεν είναι ένας, είναι το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Όπως και η Εξουσία του Φουκό, δεν είναι μια αναγνωρίσιμη οντότητα, αλλά είναι το σύνολο μιας σειράς κέντρων που δέχονται το παιχνίδι και αλληλοϋποστηρίζονται, σε σημείο ώστε, όποιος κατασκοπεύει από ένα κέντρο εξουσίας τους άλλους να ψωνίζουν σ’ ένα σούπερ μάρκετ, θα κατασκοπευτεί με τη σειρά του όταν θα πληρώνει το ξενοδοχείο με την πιστωτική του κάρτα. Όταν η Εξουσία δεν έχει πια πρόσωπο, γίνεται ανίκητη. Ή τουλάχιστον, είναι δύσκολο να την ελέγξεις.

***

Umberto Eco – Με το βήμα του κάβουρα – Θερμοί πόλεμοι και λαϊκισμός των ΜΜΕ . Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη .Ελληνικά Γράμματα, 2006

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Τάνια Τσανακλίδου - Αν μ' αγαπάς




Στίχοι: Τάκης Καρνάτσος
Μουσική: Γιάννης Σπανός

Αν μ' αγαπάς
θα κλέψω χρώμα της φωτιάς
και λευκό πανί
οι δυο μαζί
να ζωγραφίσουμε ξανά
τη ζωή
αν μ' αγαπάς
δε θα' χει γκρίζο πουθενά
να κοιτάς
θα με κρατάς
και σε λιμάνια γιορτινά
θα με πας
Μα αν όλα αυτά
που μοιάζουν όνειρα τρελά
γίνουν μια κραυγή
μα αν όλα αυτά
κι ότι κι αν έχω φανταστεί
δε θα 'ρθει
θα' ναι χαμός
θα σκοτεινιάσει όλο το φως
θα σβηστεί
ίσως γιατί
για μένα ο κόσμος είσαι εσύ
μόνο εσύ
Αν μ' αγαπάς
δε θα' χει σύνορα για μας
ούτε μοναξιά
με το βοριά
και με τα αστέρια της νυχτιάς
συντροφιά
αν μ' αγαπάς
με λόγια μόνο της καρδιάς
θα μιλάς
θα με κρατάς
και σε λιμάνια γιορτινά
θα με πας
Αν μ' αγαπάς
δε θα' χει γκρίζο πουθενά
να κοιτάς
θα με κρατάς
και σε λιμάνια γιορτινά
θα με πας
Αν μ' αγαπάς
θα κλέψω χρώμα της φωτιάς
μόνο αν μ' αγαπάς
αν μ' αγαπάς
δε θα' χει σύνορα για μας
μόνο αν μ' αγαπάς

Δημήτρης Μητροπάνος-Αγπαη δίκοπη




Συνθέτης: Σπανός Γιάννης

Στιχουργός: Παπαϊωάννου Αντώνης

Άλμπουμ: Έξοδος κινδύνου (1980)




Ένα σπίρτο αναμμένο
στην καρδιά μου πεταμένο
φύσα το βοριά να σβήσει
πριν με κάψει και μ’ αφήσει

Σου το ‘χω πει σου το ‘χω πει
δεν είμαι εγώ για προκοπή
εγώ είμαι αγάπη δίκοπη
σου το ‘χω πει σου το ‘χω πει

Έχω αγάπη προδομένη
στην καρδιά μου κλειδωμένη
χρόνε μάστορα και γύφτο
φτιάξε ένα κλειδί και κρύφ’ το

Σου το ‘χω πει σου το ‘χω πει
δεν είμαι εγώ για προκοπή
εγώ είμαι αγάπη δίκοπη
σου το ‘χω πει σου το ‘χω πει



Χρίστος Λάσκαρης-Μια ανοιξιάτικη μέρα



Μες στο μυαλό μου ένας κήπος
σπουργίτια φτερουγίζουν
μ' ένα πανέρι
κι ένα τεράστιο ψαλίδι μαύρο
η μητέρα μου
κόβει τριαντάφυλλα και ντάλιες
κάθεται ο πατέρας μου
στην πεντακάθαρη αυλή
(θα είναι Κυριακή)

κι εγώ
(εξήντα χρόνια τώρα)
στο χωματόδρομο να τρέχω.

Χρίστος Λάσκαρης, Δωμάτιο για έναν, Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Τάσος Λειβαδίτης-Οι Ορτανσίες



Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ αργοπορούσα
ν’ ανοίξω, απολαμβάνοντας όπως πάντα την αγωνία μου. Όταν
άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω. “Έισαι ο Αρθρούρος Ρεμπώ απ΄τη
Σαρλεβίλ, είπα-τί θέλετε;” “Κινδυνέυουμε και οι δυο” μου λέει.
Όμως εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά το
πρώι, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μου που για να πα-
ραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα ακόμα και στον ύπνο μου. Αλλά
το πρόβλημα ήταν μετά. Πώς θα περνούσαν οι ώρες; Η μικρή κόρη
του κηπουρού είχε πεθάνει σ’ ένα νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμέ-
νοι έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια χωρίς να κοιτάζουν τον ου-
ρανό και το καφενείο “Η Ωραία Εποχή” που μαζευόμαστε νέοι
είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν την ησυχία ή ξεφύ-
λιζα δρομολόγια τραίνων ή πλοίων (η αεροπλοΐα ήταν ακόμα για
τους πολύ τολμηρούς κι η λήθη πάντα για τους χαμένους). “Αρ-
θούρε, του λέω, πως μ΄ανακάλυψες; εμένα κανείς δεν με ξέρει.”
Χαμογέλασε. “Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες” είπε. Και κατεβή-
καμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους δρόμους
που δε βγάζουν πουθενά…

Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου

Jens Bjørneboe-Καρχαρίες-Ιστορία ενός ναυαγίου

 Αυτό είναι η ιστορία: είναι ο δρόμος της ελευθερίας, κι αυτό τον δρόμο τον πορευόμαστε ελεύθερα, είτε την θέλουμε την ελευθερία είτε όχι. Η πορεία θα είναι γεμάτη ψεύτικους αρχηγούς και σκάρτους καθοδηγητές, γεμάτη λαοπλάνους και ψευτοπροφήτες, κι εμείς έχουμε την ελευθερία να διαλέξουμε για λυτρωτές μας ενσαρκώσεις του Κακού, την ελευθερία να τους προσκυνάμε και να τους ακολουθούμε, όπως κι αυτοί έχουν την ελευθερία να μας παραπλανούν. Όμως αυτός ο ζοφερός, αιματηρός δρόμος της ελευθερίας είναι ο δρόμος της συνάντησης της ανθρωπότητας με τον εαυτό της.

 μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ


William Carlos Williams-Η πράξη

 Ήτανε τα τριαντάφυλλα στη βροχή.

Μην τα κόψεις, τα υπερασπίστηκα.

                         Δε θα αντέξουν, είπε.

Μα είναι τόσο όμορφα

                             εκεί που είναι.

Αμ, όλοι ήμασταν κάποτε όμορφοι, είπε

                           εκείνη,

και τα ‘κόψε και μου τα έδωσε

                        στο χέρι.

Η πράξη (Τhe Act, 1948), William Carlos Williams, μετφρ., Γιάννης Ζέρβας, εκδ. Printa, 2021

Ελένη Βακαλό-Αποσπάσματα από μια συνέντευξη

 Μιχαήλ Μήτρας [ΜΜ]: Κυρία Βακαλό, υπηρετείτε την ποίηση πάνω από 40, νομίζω περίπου 45 χρόνια. Ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω, εάν το μάθημα που μάθατε όλα αυτά τα χρόνια με την σχέση σας με την ποίηση, υπήρξε για σας ένα μάθημα που αισθάνεστε ότι έχει ολοκληρωθεί ή είναι κάτι που ακόμα το μαθαίνετε;

Ελένη Βακαλό [ΕΒ]: Ήθελα να πω ότι δεν μαθαίνεται ποτέ η ποίηση, δεν μαθαίνεται η ποίηση κάθε φορά που έχεις να γράψεις κάτι, έχεις μπροστά σου ένα βράχο που πρέπει να τον σκάψεις, δεν μαθαίνεται. Ότι ολοκληρώθηκε ούτε αυτό μπορώ να το πω. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι ίσως ότι τελείωσε. Άλλο ολοκληρώθηκε, άλλο τελείωσε… [γέλιο].

ΜΜ: Πώς γράφεται λοιπόν ένα ποίημα κυρία Βακαλό;

ΕΒ: Α…. μια ερώτηση που είναι φοβερή, πώς γράφεται ένα ποίημα.. Κυρίως πρέπει να το περιμένεις, εγώ αυτό έχω καταλάβει. Πρέπει να βγει από μέσα σου και να’ ναι ευτυχισμένη η στιγμή, τι ευτυχισμένη δηλαδή που δουλεύεις και μέσα σου σκας κυριολεκτικά πολλές φορές γιατί σου αντιστέκεται και μπορεί να σου βγει ένα πράγμα, μετά. Δεν νομίζω ότι γράφεται μόνον, θα έλεγα ότι…. ανασύρεται. Να, αυτή είναι η λέξη, ανασύρεται.

ΜΜ: Να σας θυμίσω κάτι που έχει πει ο Σεφέρης, νομίζω, σε μια αντίστοιχη ερώτηση. Ο Σεφέρης μιλούσε λέγοντας «όταν μου δόθηκε το ποίημα». Εσείς αυτό το συνερίζεστε;

ΕΒ: Ναι, με την διαφορά ότι βάζω προηγούμενα έναν φοβερό κόπο, γι’ αυτό λέω ότι ανασύρεται. γιατί βάζεις έναν φοβερό κόπο και αιφνίδια πράγματι είναι σαν να σου δίνεται. Γιατί όλος αυτός ο κόπος ξαφνικά τελειώνει και ανοίγεται σαν να μην ήτανε κόπος, σαν να μην έπρεπε να γίνει όλος αυτός ο κόπος. Σαν να ήταν κάτι πάρα πολύ εύκολο, αλλά εντωμεταξύ τον έχεις κάνει αυτόν τον κόπο, επομένως τόχεις ανασύρει και είναι ακριβώς όπως ανασύρεις κάτι από ένα έδαφος δύσκολο να το ανασύρεις και όταν το βγάζεις φυσικά πια, νομίζεις ότι δεν έχει περάσει τόση δυσκολία.

ΜΜ: Για σας η διαδικασία γραφής είναι μια διαδικασία που κρατάει καιρό; Εννοώ, δηλαδή, είστε από τους ποιητές ή συγγραφείς που γράφουν δύσκολα; Που σκίζουν, διορθώνουν ξανά γράφουν   …;

ΕΒ: Πολύ,   γιατί προσπαθώ να είναι όσο γίνεται … Είναι περίεργο αυτό που θα πω, είναι σαν να είναι αντιφατικό, αλλά δεν είναι… Προσπαθώ να είναι όσο γίνεται πιο άνετο, πιο άμεσο. Αυτό το άμεσο … για να το πετύχεις θέλει πάρα πολλή … εμμεσότητα! [γέλια].

ΜΜ: Και η κριτική βέβαια, αλλά και εσείς η ίδια έχετε χωρίσει -κατά κάποιον τρόπο- το ποιητικό σας έργο -τουλάχιστον το μέχρι στιγμής- σε δυό κυρίως περιόδους: αυτό που και σεις η ίδια έχετε αποκαλέσει «Πριν» και «Μετά» τον Λυρισμό.

ΕΒ: «Μετά» [τον λυρισμό] δεν έχω πει. Πάντοτε είναι πριν. Αλλά αρχίζω πια να κινούμαι σε ένα έδαφος που δεν χρειάζεται να δηλώσω το «πριν»

ΜΜ: Εν πάσει περιπτώσει, αυτές οι δυο περίοδοι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει εύκολα ότι υπάρχει μια μετακίνηση ή μια μετατόπιση της ποιητικής σας από την μια περίοδο στην άλλη. Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο πώς διαμορφώθηκε για σας αυτή η μετατόπιση;

ΕΒ: Ναι, κοιτάξτε, το «Πριν από το Λυρισμό» ήταν περισσότερο μια προσπάθεια να φύγω από τα σχήματα της ποίησης κι ακόμα θα’ λεγα από την κοσμολογία της ποίησης. Να μην εξουσιάζω τα πράγματα, να μην τα αναφέρω πάντοτε τα πράγματα στο ‘εγώ’, αλλά να αναφέρομαι κιόλας σ’ αυτά. Κατά κάποιον τρόπο μια σχέση ισότιμη με τα πράγματα και όχι εξουσιαστική. Αυτό το πράγμα κυρίως με απασχόλησε και στο πεδίο της γλώσσας. Ήθελα μια γλώσσα που να είναι κοινή αν είναι δυνατόν, κι ακόμα, αν θέλετε, να φαίνεται και το ψέλλισμα το δικό μου, αυτή η προσπάθεια της γλώσσας, να φαίνεται μέσα στη γλώσσα. Τα δεύτερα δεν έχουνε μετακινηθεί από την άποψη της κοσμολογίας, που είπα. Έχουνε μετατοπιστεί στο ότι ήθελε πια να είναι μια γλώσσα που να μπορούν να την μιλήσουνε και άλλοι. Το ποίημα δηλαδή να είναι ένα πράγμα και κείνο, που μπορεί να το παραλάβει κάποιος άλλος να πει τα δικά του να τα αλλάξει, να προσθέσει, να αφαιρέσει. Και γι’ αυτό ακριβώς είναι μια γλώσσα ακόμα πιο απλή ακόμη πιο άμεση από ότι ήταν τα πρώτα, στα οποία άφηνα την αγωνία της γλώσσας να φανεί. Στα άλλα θέλω να είναι τελείως νεράκι η γλώσσα. … Δεν ξέρω αν δεν βγαίνει πιο δύσκολη τελικά! [γέλια]. Δεν το ξέρω αυτό….!

ΜΜ: Δηλαδή αν καταλαβαίνω καλά από την απάντησή σας μου λέτε ότι στην δεύτερη περίοδο θελήσατε ίσως να περιορίσετε αυτό που για τους ποιητές, για τους καλλιτέχνες γενικά συνιστά, βέβαια, και μια, αν θέλετε, πρόκληση με την έννοια ότι αναζητούν την διατύπωση ενός προσωπικού στίγματος, μιας προσωπικής φωνής

ΕΒ: Τι έννοείτε, ότι εγώ θέλησα να κάνω μια προσωπική φωνή

ΜΜ: Όχι

ΕΒ: Το ανάποδο εντελώς. Δηλαδή η ένωση των δύο αυτών περιόδων, το ενωτικό σημείο είναι ακριβώς ότι θέλησα να σβήσω το ‘εγώ’. Στα πρώτα έναντι των πραγμάτων, στα δεύτερα έναντι μιας κοινότητας. Μιας κοινότητας ανθρώπων. Δεν ήθελα να εξουσιάζω πλέον. Όπως δεν ήθελα να εξουσιάζω τα πράγματα δεν ήθελα να εξουσιάζω τον [θεατή μου], τον ακροατή μου τον αναγνώστη μου.

ΜΜ: Βέβαια αυτό συνιστά αν επιτρέπετε περισσότερο μια ηθική επιλογή αλλά βέβαια μιλάμε για ποίηση μιλάμε για αισθητική σε τελευταία ανάλυση.

ΕΒ: Μα είναι αισθητική…

ΜΜ: Εσείς βάζετε ένα ηθικό κάπως, μου φαίνεται, ζήτημα… ή όχι…

ΕΒ: Έχω την εντύπωση ότι υπάρχει ένα επίπεδο όπου ηθική και αισθητική ενώνονται δηλαδή η αισθητικη είναι κατά κάποιον τρόπο φανέρωμα της ηθικής. Ή αν θέλετε, γιατί δεν μ’ αρέσει να μεταχειρίζομαι την λέξη ηθική, είναι φανέρωμα της στάσης σου. Η αισθητική δεν είναι απλώς το τι θεωρώ ωραίο, νομίζω. Είναι πολύ επιφανειακό αυτό. Η αισθητική είναι αν φανερώνεται μια στάση σου, μια στάση. Και αυτήν την στάση βεβαίως την έχεις. Δεν ξέρω αν την ονομάζεις ηθική, αλλά στάση είναι οπωσδήποτε και την αισθητική χωρίς στάση δεν την καταλαβαίνω καθόλου. Φτανουμε στην ωραιολογία. Ακριβώς αυτό ήθελα να ξεπεράσω και είπα πριν από τον Λυρισμό, γιατί ο Λυρισμός ήταν μια διάθεση έφτασε να είναι μια διάθεση. Εγώ ήθελα μια στάση.

ΜΜ: Να το θέσω αλλιώς:.και το μαγικό στοιχείο της ποίησης; Υπάρχει αυτή η άποψη ότι η ποίηση συνιστά …

ΕΒ: Μα νομίζω ότι βγαίνει, όταν φτάσεις να μπορέσεις να δώσεις αυτόν τον κόσμο, γιατί στάση είναι και ένας κόσμος, βλέπεις έναν κόσμο, όταν μπορέσεις να τον δώσεις αυτόν τον κόσμο, το μαγικό στοιχείο βγαίνει δεν είναι ανάγκη να το κυνηγάς με ωραίες λέξεις ή με τα «μαγικά» στοιχεία που λέμε μέσα σε εισαγωγικά, τα δοτά. Βγαίνει, γίνεται μαγεία, οπωσδήποτε , ο ρυθμός, ο τρόπος, αυτό το τύλιγμα τελικά που κάνει το ποίημα σ’ ένα χώρο, δικό του, είναι μαγεία. Αυτό΄είναι μαγεία. Δεν είναι μαγεία το να σε παίρνει και να λες «τι ωραία , φεγγάρια ..» σου’ πα, μου’ πες κλπ. Το θέμα δεν είναι σχολιασμός, το θέμα είναι η μαγεία. Η μαγεία είναι πράξη για μένα…

ΜΜ: Αυτό το θέμα το έθεσα βέβαια, διότι μου είπατε και είναι και σαφές, τουλάχιστον από την τελευταία, την δεύτερη περίοδο της ποίησής σας, ότι σας ενδιαφέρει ο αναγνώστης να έχει μια όσο γίνεται πιο άμεση πρόσβαση στο ποίημα σας. Στο κείμενό σας. Αυτή όμως η αμεσότητα μερικές φορές ξέρουμε ότι δεν εκφράζει πάντα αυτό που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν στο ποιητικό ή στο καλλιτεχνικό γεγονός.

ΕΒ: Πρέπει να πω ότι είναι μια ποίηση που βγαίνει από τα όρια της δεδομένης αντίληψης της ποίησης αυτή, αλλά εγώ πιστεύω και γι’ αυτό πολεμάω και γι’ αυτό πολέμησα … ότι η ποίηση είναι παντού. Και στα πιο κοινά πράματα. Αυτή η μαγεία δεν είναι ανάγκη να τη ζητάμε με φυγές. Ο σκοπός είναι να τη δούμε σε όλα γύρω μας και αυτό είναι το θέμα όλο.

ΜΜ: Κυρία Βακαλό, πρέπει να σας ομολογήσω ότι μιλώντας με μια γυναίκα δημιουργό μπαίνω στον πειρασμό , βέβαια, να ρωτήσω, πώς εσείς έχετε αντιμετωπίσει ή πώς αντιμετωπίζετε και σήμερα, το γεγονός ότι παράγετε η ίδια μια τέχνη και αυτή η τέχνη φέρει την σφραγίδα του φύλου σας, αν αυτό το έχετε αντιμετωπίσει.

ΕΒ: Κοιτάξτε, αυτό δεν με απασχόλησε σαν θέμα ιδιαιτερότητας. Πιστεύω ότι η ποίηση, είτε ανδρική είτε γυναικεία, είναι ποίηση και τίποτα άλλο, αλλά οπωσδήποτε σκέφτομαι πολύ συχνά ότι ίσως διαμορφώθηκε αυτή η άποψή μου για την ποίηση, αυτή η στάση μου όπως λέγαμε πριν ,   από το φύλο μου, όχι με την έννοια την φεμινιστική, καθόλου, αλλά με μιαν έννοια θα έλεγα μητριαρχική, δηλαδή, ένας γυρισμός, μια επιστροφή στο μύθο, σε αυτήν την έννοια του απλού, του απτού , που μπορεί να είναι μαγεία η γυναίκα αυτό το έχει, το αισθάνεται, νομίζω. Α αυτήν –αν θέλετε– την έλλειψη και στην σύνθεση –και κει ίσως περισσότερο από πουθενά αλλού και στην σύνθεση να μην έχομε κορώνες, να μην έχομε χειρονομίες μεγάλες, να μην έχομε ρητορεία, αυτό το πράγμα είναι ένας σεβασμός της γυναίκας στο ζεστό ανθρώπινο κρέας! [γέλια] Έτσι, απλά απλά. Επίσης, είναι μια ανάγκη θ α μπορούσα να πω που νιώθω, που δεν είναι καν μονο των γυναικών αυτήν την στιγμή, αλλά γενικώτερη, το να πάμε σε αντιεξουσιαστικά σχήματα. Για την γυναίκα, η εξουσία είναι γέννημα ενός ολόκληρου αντρικού πολιτισμού από πολύ παληά. ΟΙ γυναίκες αισθάνονται νομίζω, περισσότερο την κοινότητα, αν σκεφτώ πώς ήταν παλιά ακριβώς οι κοινωνίες οι μητριαρχικές που σας είπα, ακόμη πως είναι στα χωριά, πώς κρατάνε την κοινότητα σαν αίσθηση περισσότερο οι γυναίκες, και αυτό το πράγμα ίσως ονομάζεται πριν από τον λυρισμό. Και αυτό που σας είπα για τα τελευταία κόμμάτια μου ότι πάνε προς μια κοινότητα θέλω να πω ότι δεν πια ένα θέμα φύλου είναι πάλι ένα θέμα κοσμοθεωρίας, αυτήν την αντίληψη που είχαμε πριν την πατριαρχία. Αυτό το πράγμα θέλω να επανέλθει. Γι’ αυτό το λέω πριν από το λυρισμό.

ΜΜ: Να περάσουμε τώρα σε κάτι άλλο. Ανήκετε σε μια, τουλάχιστον με τους όρους τους φιλολογικούς, σε μια συγκεκριμένη ποιητική ή λογοτεχνική γενιά, αυτό που οι ειδικοί έχουν ονομάσει πρώτη μεταπολεμική γενιά. Θα ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω πώς βλέπετε μέσα στην προοπτική του χρόνου την κατάθεση που η δική σας ποιητική γενιά έχει δώσει σε σχέση με την προηγούμενη, θα λέγαμε την γενιά του ’30 και σε σχέση με αυτό που έχετε δει να παίρνουν από σας και να συνεχίζουν οι μετά από σας οι νεώτεροι ποιητές.

ΕΒ: Είναι ένα θέμα που περιέργως αυτόν τον καιρό με απασχολεί πολύ και θα σας απαντήσω γύρω από τις έμμονες ιδέες που έχω αυτόν τον καιρό. Η γενιά του ’30 είχε ένα προτέρημα όσον αφορά το πέρασμά της στην ιστορία θα έλεγα, ότι πρόβαλε μιαν ιδεολογία, και αυτή η ιδεολογία κρατάει ακόμα, κρατάει ακόμα έστω και σε μια μορφή λαϊκίζουσα. Αλλά κρατάει. Αυτήν μεταχειρίζονται. Ελληνικότητα, μοντερνισμός, νεωτερικότητα. Αυτό όμως συγχρόνως, έγινε και δεσμευτικό έγινε εξουσιαστικό. Αυτήν την στάση την δικιά μας πρέπει να την εννοήσομε, δεν έχει τοποθετηθεί ακόμα γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να τοποθετηθεί, αλλα εμείς βγάλαμε την ποίηση και γενικά τον ανθρώπινο παράγοντα, την ανθρώπινη υπόσταση από αυτήν την εξουσία της ιδεολογίας. Αν το σκεφτείτε όλοι μας, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, είμαστε στη μη ιδεολογία, κινούμαστε. Είναι βιώματα, είναι ύπαρξη, αυτό που μας ενδιαφέρει και αυτό το πράγμα επιτρέπει ακριβώς και μια πολλαπλότητα έκφρασης και μια πολλαπλότητα προβολών στάσεων. Λοιπόν, αυτό το πράγμα έχω την εντύπωση πως παραδόθηκε στις επόμενες γενιές και αν οι επόμενες γενιές σήμερα έχουν αυτήν το άνοιγμα το μεγάλο που έχουν στο χώρο της ποίησης ξεκινάει από κείνη τη γενιά. Δεν έχει τοποθετηθεί γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπει σε θεωρία η μη ιδεολογία, αλλά έχω την εντύπωση ότι έιναι πάρα πολύ σημαντικό πράμγα που έγινε και εάν θέλομε να περάσομε σε έναν κόσμο αντιεξουσιαστικό με την εννοια ότι η ιδεολογία είναι εξουσία νομίζω ότι πρέπει να αποδώσουμε κάποιες οφειλές σε αυτήν την γενιά τη δικιά μας , εννοώ την μεταπολεμική.

ΜΜ: Δηλαδή διαπιστώνετε ότι οι νεότεροι αυτό το νήμα…

ΕΒ: ‘Ανοιξε ένας χώρος , δεν μείνανε σε έναν χώρο ο οποίος ήτανε δοτός πια. Προχωράνε σε μιαν εύρεση μέσα τους γύρω τους έξω τους όπως θέλετε πέστε το, αλλά σε κάτι που είναι δικό τους και όχι δεσμευμένο από καποια ιδέα δεδομένη . Σας λέω, είναι και προτέρημα το να υπάρχει μια ιδέα από τη μια μεριά, αλλά ως ένα σημείο . Από κει και πέρα υπάρχει το θέμα της εξουσιαστικής δυνάμεως της ιδέας και αυτό το καταλύσαμε. Αυτό το καταλύσαμε και νομίζω ότι σήμερα όλος ο κόσμος θέλει να καταλυθεί αυτό.

ΜΜ: Θα ήθελα πάντως εδώ να ξαναγυρίσω στην ποίησή σας. Τώρα πού βρίσκεστε; Κατ’ αρχήν η «Ροδαλίνα» που σας απασχόλησε στα δυο τελευταία σας βιβλία. Είναι ακόμα μαζί σας, την έχετε αφήσει, θα την ξανασυναντήσουμε τη Ροδαλίνα και αργότερα;

ΕΒ: Δεν το ξέρω, γιατι αυτή είναι μια περίοδος της ζωής μου που δεν μπορώ να γράψω και δεν ξέρω πού θα πάει η Ροδαλίνα, ή αν θα πάει, ή αν υπάρχει ακόμη κι αυτό…

ΜΜ: Η Ροδαλίνα όμως πήρε μια μεγάλη περίοδο, έμοιαζε νάναι…. Τι ακριβώς είναι η Ροδαλίνα λοιπόν;

Ε.Β: Τι είναι…. Είναι ένα πρόσωπο χωρίς να έχει αυτή τη δέσμευση πάλι ενός χαρακτήρα όπως τον είχε δώσει με αίτια και αιτιατά, με συνέπειες και όλα αυτά τα πράγματα, η παλαιότερη αντίληψη. Είναι ένα πρόσωπο που μπορεί να είναι τα πάντα και τα έχει όλα, αυτό το πράγμα πάλι αυτήν την αποδέσμευση από μιαν συγκρότηση επιβεβλημένη. Είναι αυτό το πράγμα.

ΜΜ: Άρα να υποθέσω πως την ξέρετε καλά εσείς την Ροδαλίνα…

ΕΒ: Ε, μάλλον την ξέρω [γέλια!]. Την ξέρω δηλαδή αυτό το πράγμα θέλησα να βάλω. Θέλησα να βάλω μέσα σ’ αυτό το πρόσωπο ό,τι είμαι και είναι οι και πάντες νομίζω, ότι είναι όλα δεν είναι ένα πράγμα που τραβάει μια γραμμή και έχει μιαν άποψη . Μπορείς σε μια στιγμή να είσαι ελαφρύς και μια στιγμή να πέφτεις σε βαριά πράματα, μπορεί να είσαι συνεπής, να είσαι ασυνεπής. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος το πρόσωπο. Δεν είναι ένας χαρακτήρας όπως τον είχανε κατά κάποιον τρόπο διϋλήσει παληότερα.

ΜΜ: Πέστε μου κάτι, κυρία Βακαλό, γράφετε πάντα για τον ίδιο λόγο μέσα στα χρόνια που περνάνε ή αλλάζει αυτός ο λόγος;

ΕΒ: Έχω την εντύπωση ότι δεν αλλάζει. Δεν άλλαξε τουλάχιστον. Σας ειπα, είδατε ότι μ’ όλες τις αλλαγές που έχουνε γίνει και είναι φυσικό να γίνονται και όχι μόνο φυσικό. Είναι φυσικό και είναι και πορεία να αλλάζει κανείς. Αλλά το υπόβαθρο αυτής της στάσης που είπαμε, δεν νομίζω ότι αλλάζει. Πραγματοποιείται σε διάφορες φάσεις, αν θέλετε…

ΜΜ: Πέστε μου κάτι η ποίηση διευκόλυνε ή δυσκόλεψε την ζωή σας; Και ζωή εννοώ την προσωπική ζωή, την σχέση με τους ανθρώπους, την οικογένεια…

ΕΒ: Όχι, δεν μπορώ να πω αυτό, αλλού θα ήθελα να πάω την ερώτησή σας. Ότι με την ποίηση εξεβίασα την ηλικία μου. Είναι εκβιαστική της ηλικίας η ποίηση. Τουλάχιστον η δική μου, όπως την κάνω. Και το ήθελα να είναι έτσι…. Το ήθελα κιόλας να είναι έτσι . Αλλά είναι και έτσι.

ΜΜ: Κυρία Βακαλό, ξέρουμε ότι αν η ποίηση βέβαια υπήρξε ένα σημαντικό πράγμα στη ζωή σας εξ ίσου σημαντικό φαντάζομαι πρέπει να είναι και η θεωρία της τέχνης η κριτική της τέχνης και κυρίως αναφέρομαι βέβαια αναφέρομαι στις εικαστικές τέχνες. Αυτός λοιπόν ο παράλληλος δοκιμιακός λόγος ήταν πραγματικά παράλληλος με τον ποιητικό σας λόγο;

ΕΒ: Παράλληλος ήταν εκ των πραγμάτων οπωσδήποτε αλλά και σαν τρόπος κοιτάξτε με την ποίηση όπως είπα ανασύρεις κάποια πράγματα από μέσα σου. Αυτά τα πράγματα συνειδητοποιούνται όταν τα αντικρύζεις και αλλονών τα έργα και πας παρακάτω ακριβώς από αυτό το αντάμωμα. Και σε αυτό το πράμα βοήθησε η κριτική δηλαδή ήταν κατά κάποιον τρόπο δύο στάδια το ένα ήταν να βγάλεις από μέσα σου κάποια πράματα και το άλλο ήταν να δεις κάποια πράματα και πλέον να τα συνειδητοποιήσεις. Αντίστοιχα όμως και ανάστροφα γινόντανε και το άλλο βλέποντας παίρνεις κάποιους ερεθισμούς και αυτοί οι ερεθισμοί πέφτουνε μέσα στο υλικό που έχεις μέσα σου το ανασκαλεύουνε αν θέλεις και του δημιουργούνε αυτή την τάση πάλι να βγει. Ήταν ένας κύκλος για μένα ήταν ένας κύκλος. Και επειδή ξέρω πως υπάρχει ένα εμπόδιο γι’ αυτό δεν έπιασα καθόλου κριτική λόγου. Καθόλου.

ΜΜ: Με προλάβατε…. Το αποφύγατε;

ΕΒ: Ναι , το απέφυγα εσκεμμένα, γιατί με τον άλλο λόγο συγκρίνεσαι, δέχεσαι , αυτό το πράγμα. Δεν είναι αυτό το άλλο πράγμα, δεν είναι το Άλλο, με το οποίο μπορείς να γονιμοποιηθείς αν θέλεις. Το Άλλο ήταν η ζωγραφική, όπως το Άλλο είναι το πράγμα, όπως το Άλλο είναι ο άλλος άνθρωπος. Αυτή η γονιμοποίηση η συνεχής μεταξύ του μέσα σου και του άλλου, αυτό το πράγμα μου έδωσε η κριτική. Αν ήταν κριτική λόγου δεν θα’τανε άλλο και εκεί δεν θα γινότανε ίσως το ίδιο πράγμα και το απέφυγα απολύτως.

ΜΜ: Βέβαια ξέρουμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα είχατε παίξει ένα θάλεγα διαμεσολαβητικό ρόλο, αλλά δημόσια πια μεταξύ καλλιτεχνών και θεατών, αλλά κάποια στιγμή όμως τον ρόλο αυτόν τον εγκαταλείψατε. Να ρωτήσω γιατί;

ΕΒ: Πάλι θα πάω στην εξουσία! Για να μην γίνει η κριτική μου εξουσία, γιατί είχε αρχίσει να αποκτά ένα μεγάλο κύρος, είχε αρχίσει να λειτουργεί σαν γνώμονας, αν θέλετε, και αυτό δεν το ήθελα, το ήθελα να είναι παιδί αλλά όχι γνώμονας. Το ήθελα να είναι διάλογος αλλά όχι μονόλογος. Και αποφάσισα έτσι με διάφορες αφορμές να το εγκαταλείψω, αλλά κυρίως λειτουργούσε μέσα μου πάλι αυτό το αντιεξουσιαστικό που σας είπα είναι μονομανία μου.

ΜΜ: Και η πλευρά του θεατή όμως; Κάπου τον εγκαταλείψατε τον θεατή.

ΕΒ: Δεν τον εγκατέλειψα εγώ, μ' εγκατέλειψε εκείνος ή μάλλον εγκατέλειψε την άποψη της κριτικής που δεν ήταν καθοδήγηση, που δεν θέλει να είναι καθοδήγηση, θέλει να είναι ΑΓΩΓΗ. Και όταν δεν θέλει πια ο θεατής αγωγή και θέλει καθοδήγηση, εγώ δεν είμαι διατεθειμένη να κάνω καθοδήγηση. Δεν θέλω. Δε μ’ αρέσει. Είναι εναντίον του τρόπου μου να υπάρχω στον κόσμο.

ΜΜ: Και μια που είπατε να υπάρχετε στον κόσμο ήθελα ακριβώς να ρωτήσω πώς υπάρχετε στην καθημερινότητά σας σε σχέση με τις ποιητικές και θεωρητικές σας ….

ΕΒ: Τώρα αυτή η ερώτηση ξέρεις τι μου θυμίζει; Μια φορά ψώνιζα από τον μανάβη -τον καιρό που περνούσαν οι μανάβηδες έξω από τα σπίτια -κολοκυθάκια και ήταν μια φίλη μου εδώ από αυτές τις φίλες που είναι σχετικές με την ποίηση, με τα γράμματα, με όλα αυτά τα πράγματα, και μου είπε ότι σνομπάρω που αγοράζω κολοκυθάκια. Λοιπόν μη μου πεις ότι πρέπει να είναι αλλαγμένη η ζωή μου, γιατί γράφω ποίηση, αλλαγμένη η κοινή μου ζωή. Είναι μια κοινή ζωή. Απ’ αυτήν θρέφομαι και εις αυτήν σου λέω ότι έχω την αίσθηση ότι υπάρχει μαγεία, αν τη δεις τη μαγεία. Και αυτό το πράγμα είναι που βάζω και στην ποίησή μου. Τη μαγεία αυτή της ζωής.

ΜΜ: Η οποία λειτουργεί, εννοείτε, όλο το εικοσιτετράωρο; Και όχι μόνο τις στιγμές που ασχολείσθε με τα χειρόγραφά σας;

ΕΒ: Οπωσδήποτε, βεβαίως, όλο το εικοσιτετράωρο λειτουργεί η μαγεία, όπως και όλο το εικοσιτετράωρο λειτουργεί η κοινότητα –όχι με την έννοια της κοινότητας των ανθρώπων, αλλά με την έννοια του κοινού: ότι κάνω ό,τι κάνει ο κάθε άνθρωπος. Δεν πιστεύω στην εξαιρετικότητα του ποιητή και δεν θέλω να την πιστεύω την εξαιρετικότητα του ποιητή και αν θέλεις την μάχομαι την εξαιρετικότητα του ποιητή. Βγαίνει, φαντάζομαι, αυτό από όσα είπα, ότι δηλ. ούτε ο λόγος μου δεν θέλω να’ ναι καθοδηγητικός στην κριτική, εξουσιαστικός στην ποίηση. Δεν θέλω να παρασύρω. Θέλω να αποκαλύπτω, αν θέλεις, αυτήν την μαγεία, να τυλίγω, αν θέλεις, μ’ αυτήν την μαγεία, να δείχνω αν θέλεις πως υπάρχει αυτή η μαγεία αλλά πια από κει και πέρα, όταν δείχνω, μπορεί κι ο άλλος να την δει.

ΜΜ: Ναι , αλλά αυτό όμως θάλεγα ότι έρχεται σε μια αντίφαση σε σχέση με μια αν θέλετε κοινωνική πραγματικότητα

ΕΒ: Ναι , έρχεται.

ΜΜ: Διότι αυτό που μου λέτε μοιάζει αρκετά αισιόδοξο, αλλά από την άλλη ξέρουμε ότι ο κόσμος ειδικά όχι μόνο στον τόπο μας … Υπάρχει μια άποψη για μια κρίση πολιτισμού, οι άνθρωποι ενδιαφέρονται σήμερα ιδιαίτερα για τον πολιτισμό, ο καταναλωτισμός, μια υποβάθμιση πνευματικών αξιών… αυτό όμως δεν σας φαίνεται λιγάκι αντιφατικό με αυτό που λέτε;

ΕΒ: Εγώ έχω την εντύπωση ότι ακριβώς ίσως εξαιτίας όλων αυτών, υπάρχει ένα αίτημα τέτοιο και υπάρχει, όπως είπα, όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στους άντρες. Υπάρχει το αίτημα να γυρίσουμε σε φόρμες ζωής πιο απτές, πιο απλές, χωρίς να είναι λιγότερο σύνθετες. Πιο απλές εννοώ με την έννοια του να μην είναι ‘ειδικές’ μονάχα.

ΜΜ: Πιο παραδοσιακές, θα λέγαμε;

ΕΒ: Όχι, παραδοσιακές δεν είναι γιατί η παράδοση αυτή έχει απομακρυνθεί πάρα πολύ. Πιο αρχαΪκές αν θέλετε, ναι.

ΜΜ: Τότε όμως, ακόμα περισσότερο, στις αρχαϊκές εποχές ο ποιητής είχε μια θέση , αυτή που είχε , ήταν ένα εξαιρετικό…

ΕΒ: Δεν ήταν εξαιρετικό, ήταν η συγκέντρωση της φωνής πολλών ανθρώπων.

ΜΜ: Προφήτης.

ΕΒ: Δεν ήταν προφήτης, όχι αναγκαστικά, τα χορικά δεν είναι προφητικά

ΜΜ: Ο μάγος της φυλής; Μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν ο ποιητής ένας μάγος.

ΕΒ: Κι ο μάγος όμως λειτουργούσε μαζί με τη φυλή . Δεν ήταν … έξω. Αυτό το πράγμα το ‘έξω’ , το ότι είμαι εξαιρετικός, εκτός των πραγμάτων, αυτό εννοώ εξαιρετικός, όχι ότι δεν μπορείς να συγκεντρώσεις την φωνή πολλών ανθρώπων και ένας να την συγκεντρώσει. Όχι αυτό το πράγμα, Όχι το να σου δώσουνε μια θέση το να δώσουν στον ποιητή μια θέση , αλλά μια θέση επειδή τους εκφράζει όλους και όχι επειδή αυτός εκφράζεται ιδιαίτερα. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από την έννοια της εξαιρετικότητας που είχε τότε ο ποιητής ή ο μάγος, από την έννοια που έχει σήμερα ο ποιητής. Σήμερα ο ποιητής είναι το ιδιαίτερο όν το περίεργο, το παράδοξο, όπως θέλετε πάρτε το, το ‘κάτι αλλοιώτικο’ αν θέλετε, με θαυμασμό. Δεν είναι αυτό. Εκεί ήταν η συγκέντρωση μιας κοινότητας ενός πλήθους που συμμετείχε … τελείως άλλο πράμα. Τώρα θα μου πείτε, όταν γυρνάω σε αρχαϊκές εποχές είναι έξω από τα πράγματα σήμερα. ΄Εχω την εντύπωση ότι υπάρχει το αίτημα. Υπάρχει το αίτημα.

ΜΜ. Υπάρχει κι ένα άλλο αίτημα ξέρετε αυτή την εποχή που συχνά τελευταία το βλέπουμε διατυπωμένο και σε δημοσιεύματα εφημερίδων. Το αίτημα ότι οι πνευματικοί άνθρωποι σιωπούν σήμερα. Αυτό εσείς πώς το σχολιάζετε;

ΕΒ: Κοιτάξτε, με τα πράγματα που έχουν σήμερα τρέχον ενδιαφέρον δεν νομίζω ότι ο ποιητής έχει να πει πολλά πράγματα. Θα το πω με μεγάλα λόγια που δεν μου αρέσουν, αλλά επειδή μου είπατε για το πώς βλέπω τον κόσμο έτσι όπως τον βλέπω μέσα στον σημερινό κόσμο που είναι τελείως αλλοιώτικος θα αναγκαστώ να μεταχειριστώ μια λέξη που ξανά σας λέω ότι προτιμώ να την πω αλλιώς. Θα έλεγα ότι έχεις ένα όραμα. Το λέω , βλέπετε με χαμηλό τόνο για να μην του δώσω την έννοια του υπερβατικού. Γι’ αυτό προτιμώ να το λέω ‘στάση’.

ΜΜ: Αρα συμφωνείτε σήμερα με αυτή την διάχυτη εντύπωση ότι θα’ πρεπε να πουν κάτι.

ΕΒ: Σε τι; Ρωτώ.

ΜΜ: Προφανώς σε πράγματα που αφορούν την κοινωνική ή την πολιτική ζωή της κοινότητας σήμερα. Ναι την ζωή των ανθρωπων, πολιτική κονωνική

ΕΒ: Μιχαήλ Μήτρας [ΜΜ]: Κυρία Βακαλό, υπηρετείτε την ποίηση πάνω από 40, νομίζω περίπου 45 χρόνια. Ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω, εάν το μάθημα που μάθατε όλα αυτά τα χρόνια με την σχέση σας με την ποίηση, υπήρξε για σας ένα μάθημα που αισθάνεστε ότι έχει ολοκληρωθεί ή είναι κάτι που ακόμα το μαθαίνετε;

Ελένη Βακαλό [ΕΒ]: Ήθελα να πω ότι δεν μαθαίνεται ποτέ η ποίηση, δεν μαθαίνεται η ποίηση κάθε φορά που έχεις να γράψεις κάτι, έχεις μπροστά σου ένα βράχο που πρέπει να τον σκάψεις, δεν μαθαίνεται. Ότι ολοκληρώθηκε ούτε αυτό μπορώ να το πω. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι ίσως ότι τελείωσε. Άλλο ολοκληρώθηκε, άλλο τελείωσε… [γέλιο].

ΜΜ: Πώς γράφεται λοιπόν ένα ποίημα κυρία Βακαλό;

ΕΒ: Α…. μια ερώτηση που είναι φοβερή, πώς γράφεται ένα ποίημα.. Κυρίως πρέπει να το περιμένεις, εγώ αυτό έχω καταλάβει. Πρέπει να βγει από μέσα σου και να’ ναι ευτυχισμένη η στιγμή, τι ευτυχισμένη δηλαδή που δουλεύεις και μέσα σου σκας κυριολεκτικά πολλές φορές γιατί σου αντιστέκεται και μπορεί να σου βγει ένα πράγμα, μετά. Δεν νομίζω ότι γράφεται μόνον, θα έλεγα ότι…. ανασύρεται. Να, αυτή είναι η λέξη, ανασύρεται.

ΜΜ: Να σας θυμίσω κάτι που έχει πει ο Σεφέρης, νομίζω, σε μια αντίστοιχη ερώτηση. Ο Σεφέρης μιλούσε λέγοντας «όταν μου δόθηκε το ποίημα». Εσείς αυτό το συνερίζεστε;

ΕΒ: Ναι, με την διαφορά ότι βάζω προηγούμενα έναν φοβερό κόπο, γι’ αυτό λέω ότι ανασύρεται. γιατί βάζεις έναν φοβερό κόπο και αιφνίδια πράγματι είναι σαν να σου δίνεται. Γιατί όλος αυτός ο κόπος ξαφνικά τελειώνει και ανοίγεται σαν να μην ήτανε κόπος, σαν να μην έπρεπε να γίνει όλος αυτός ο κόπος. Σαν να ήταν κάτι πάρα πολύ εύκολο, αλλά εντωμεταξύ τον έχεις κάνει αυτόν τον κόπο, επομένως τόχεις ανασύρει και είναι ακριβώς όπως ανασύρεις κάτι από ένα έδαφος δύσκολο να το ανασύρεις και όταν το βγάζεις φυσικά πια, νομίζεις ότι δεν έχει περάσει τόση δυσκολία.

ΜΜ: Για σας η διαδικασία γραφής είναι μια διαδικασία που κρατάει καιρό; Εννοώ, δηλαδή, είστε από τους ποιητές ή συγγραφείς που γράφουν δύσκολα; Που σκίζουν, διορθώνουν ξανά γράφουν   …;

ΕΒ: Πολύ,   γιατί προσπαθώ να είναι όσο γίνεται … Είναι περίεργο αυτό που θα πω, είναι σαν να είναι αντιφατικό, αλλά δεν είναι… Προσπαθώ να είναι όσο γίνεται πιο άνετο, πιο άμεσο. Αυτό το άμεσο … για να το πετύχεις θέλει πάρα πολλή … εμμεσότητα! [γέλια].

ΜΜ: Και η κριτική βέβαια, αλλά και εσείς η ίδια έχετε χωρίσει -κατά κάποιον τρόπο- το ποιητικό σας έργο -τουλάχιστον το μέχρι στιγμής- σε δυό κυρίως περιόδους: αυτό που και σεις η ίδια έχετε αποκαλέσει «Πριν» και «Μετά» τον Λυρισμό.

ΕΒ: «Μετά» [τον λυρισμό] δεν έχω πει. Πάντοτε είναι πριν. Αλλά αρχίζω πια να κινούμαι σε ένα έδαφος που δεν χρειάζεται να δηλώσω το «πριν»

ΜΜ: Εν πάσει περιπτώσει, αυτές οι δυο περίοδοι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει εύκολα ότι υπάρχει μια μετακίνηση ή μια μετατόπιση της ποιητικής σας από την μια περίοδο στην άλλη. Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο πώς διαμορφώθηκε για σας αυτή η μετατόπιση;

ΕΒ: Ναι, κοιτάξτε, το «Πριν από το Λυρισμό» ήταν περισσότερο μια προσπάθεια να φύγω από τα σχήματα της ποίησης κι ακόμα θα’ λεγα από την κοσμολογία της ποίησης. Να μην εξουσιάζω τα πράγματα, να μην τα αναφέρω πάντοτε τα πράγματα στο ‘εγώ’, αλλά να αναφέρομαι κιόλας σ’ αυτά. Κατά κάποιον τρόπο μια σχέση ισότιμη με τα πράγματα και όχι εξουσιαστική. Αυτό το πράγμα κυρίως με απασχόλησε και στο πεδίο της γλώσσας. Ήθελα μια γλώσσα που να είναι κοινή αν είναι δυνατόν, κι ακόμα, αν θέλετε, να φαίνεται και το ψέλλισμα το δικό μου, αυτή η προσπάθεια της γλώσσας, να φαίνεται μέσα στη γλώσσα. Τα δεύτερα δεν έχουνε μετακινηθεί από την άποψη της κοσμολογίας, που είπα. Έχουνε μετατοπιστεί στο ότι ήθελε πια να είναι μια γλώσσα που να μπορούν να την μιλήσουνε και άλλοι. Το ποίημα δηλαδή να είναι ένα πράγμα και κείνο, που μπορεί να το παραλάβει κάποιος άλλος να πει τα δικά του να τα αλλάξει, να προσθέσει, να αφαιρέσει. Και γι’ αυτό ακριβώς είναι μια γλώσσα ακόμα πιο απλή ακόμη πιο άμεση από ότι ήταν τα πρώτα, στα οποία άφηνα την αγωνία της γλώσσας να φανεί. Στα άλλα θέλω να είναι τελείως νεράκι η γλώσσα. … Δεν ξέρω αν δεν βγαίνει πιο δύσκολη τελικά! [γέλια]. Δεν το ξέρω αυτό….!

ΜΜ: Δηλαδή αν καταλαβαίνω καλά από την απάντησή σας μου λέτε ότι στην δεύτερη περίοδο θελήσατε ίσως να περιορίσετε αυτό που για τους ποιητές, για τους καλλιτέχνες γενικά συνιστά, βέβαια, και μια, αν θέλετε, πρόκληση με την έννοια ότι αναζητούν την διατύπωση ενός προσωπικού στίγματος, μιας προσωπικής φωνής

ΕΒ: Τι έννοείτε, ότι εγώ θέλησα να κάνω μια προσωπική φωνή

ΜΜ: Όχι

ΕΒ: Το ανάποδο εντελώς. Δηλαδή η ένωση των δύο αυτών περιόδων, το ενωτικό σημείο είναι ακριβώς ότι θέλησα να σβήσω το ‘εγώ’. Στα πρώτα έναντι των πραγμάτων, στα δεύτερα έναντι μιας κοινότητας. Μιας κοινότητας ανθρώπων. Δεν ήθελα να εξουσιάζω πλέον. Όπως δεν ήθελα να εξουσιάζω τα πράγματα δεν ήθελα να εξουσιάζω τον [θεατή μου], τον ακροατή μου τον αναγνώστη μου.

ΜΜ: Βέβαια αυτό συνιστά αν επιτρέπετε περισσότερο μια ηθική επιλογή αλλά βέβαια μιλάμε για ποίηση μιλάμε για αισθητική σε τελευταία ανάλυση.

ΕΒ: Μα είναι αισθητική…

ΜΜ: Εσείς βάζετε ένα ηθικό κάπως, μου φαίνεται, ζήτημα… ή όχι…

ΕΒ: Έχω την εντύπωση ότι υπάρχει ένα επίπεδο όπου ηθική και αισθητική ενώνονται δηλαδή η αισθητικη είναι κατά κάποιον τρόπο φανέρωμα της ηθικής. Ή αν θέλετε, γιατί δεν μ’ αρέσει να μεταχειρίζομαι την λέξη ηθική, είναι φανέρωμα της στάσης σου. Η αισθητική δεν είναι απλώς το τι θεωρώ ωραίο, νομίζω. Είναι πολύ επιφανειακό αυτό. Η αισθητική είναι αν φανερώνεται μια στάση σου, μια στάση. Και αυτήν την στάση βεβαίως την έχεις. Δεν ξέρω αν την ονομάζεις ηθική, αλλά στάση είναι οπωσδήποτε και την αισθητική χωρίς στάση δεν την καταλαβαίνω καθόλου. Φτανουμε στην ωραιολογία. Ακριβώς αυτό ήθελα να ξεπεράσω και είπα πριν από τον Λυρισμό, γιατί ο Λυρισμός ήταν μια διάθεση έφτασε να είναι μια διάθεση. Εγώ ήθελα μια στάση.

ΜΜ: Να το θέσω αλλιώς:.και το μαγικό στοιχείο της ποίησης; Υπάρχει αυτή η άποψη ότι η ποίηση συνιστά …

ΕΒ: Μα νομίζω ότι βγαίνει, όταν φτάσεις να μπορέσεις να δώσεις αυτόν τον κόσμο, γιατί στάση είναι και ένας κόσμος, βλέπεις έναν κόσμο, όταν μπορέσεις να τον δώσεις αυτόν τον κόσμο, το μαγικό στοιχείο βγαίνει δεν είναι ανάγκη να το κυνηγάς με ωραίες λέξεις ή με τα «μαγικά» στοιχεία που λέμε μέσα σε εισαγωγικά, τα δοτά. Βγαίνει, γίνεται μαγεία, οπωσδήποτε , ο ρυθμός, ο τρόπος, αυτό το τύλιγμα τελικά που κάνει το ποίημα σ’ ένα χώρο, δικό του, είναι μαγεία. Αυτό΄είναι μαγεία. Δεν είναι μαγεία το να σε παίρνει και να λες «τι ωραία , φεγγάρια ..» σου’ πα, μου’ πες κλπ. Το θέμα δεν είναι σχολιασμός, το θέμα είναι η μαγεία. Η μαγεία είναι πράξη για μένα…

ΜΜ: Αυτό το θέμα το έθεσα βέβαια, διότι μου είπατε και είναι και σαφές, τουλάχιστον από την τελευταία, την δεύτερη περίοδο της ποίησής σας, ότι σας ενδιαφέρει ο αναγνώστης να έχει μια όσο γίνεται πιο άμεση πρόσβαση στο ποίημα σας. Στο κείμενό σας. Αυτή όμως η αμεσότητα μερικές φορές ξέρουμε ότι δεν εκφράζει πάντα αυτό που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν στο ποιητικό ή στο καλλιτεχνικό γεγονός.

ΕΒ: Πρέπει να πω ότι είναι μια ποίηση που βγαίνει από τα όρια της δεδομένης αντίληψης της ποίησης αυτή, αλλά εγώ πιστεύω και γι’ αυτό πολεμάω και γι’ αυτό πολέμησα … ότι η ποίηση είναι παντού. Και στα πιο κοινά πράματα. Αυτή η μαγεία δεν είναι ανάγκη να τη ζητάμε με φυγές. Ο σκοπός είναι να τη δούμε σε όλα γύρω μας και αυτό είναι το θέμα όλο.

ΜΜ: Κυρία Βακαλό, πρέπει να σας ομολογήσω ότι μιλώντας με μια γυναίκα δημιουργό μπαίνω στον πειρασμό , βέβαια, να ρωτήσω, πώς εσείς έχετε αντιμετωπίσει ή πώς αντιμετωπίζετε και σήμερα, το γεγονός ότι παράγετε η ίδια μια τέχνη και αυτή η τέχνη φέρει την σφραγίδα του φύλου σας, αν αυτό το έχετε αντιμετωπίσει.

ΕΒ: Κοιτάξτε, αυτό δεν με απασχόλησε σαν θέμα ιδιαιτερότητας. Πιστεύω ότι η ποίηση, είτε ανδρική είτε γυναικεία, είναι ποίηση και τίποτα άλλο, αλλά οπωσδήποτε σκέφτομαι πολύ συχνά ότι ίσως διαμορφώθηκε αυτή η άποψή μου για την ποίηση, αυτή η στάση μου όπως λέγαμε πριν ,   από το φύλο μου, όχι με την έννοια την φεμινιστική, καθόλου, αλλά με μιαν έννοια θα έλεγα μητριαρχική, δηλαδή, ένας γυρισμός, μια επιστροφή στο μύθο, σε αυτήν την έννοια του απλού, του απτού , που μπορεί να είναι μαγεία η γυναίκα αυτό το έχει, το αισθάνεται, νομίζω. Α αυτήν –αν θέλετε– την έλλειψη και στην σύνθεση –και κει ίσως περισσότερο από πουθενά αλλού και στην σύνθεση να μην έχομε κορώνες, να μην έχομε χειρονομίες μεγάλες, να μην έχομε ρητορεία, αυτό το πράγμα είναι ένας σεβασμός της γυναίκας στο ζεστό ανθρώπινο κρέας! [γέλια] Έτσι, απλά απλά. Επίσης, είναι μια ανάγκη θ α μπορούσα να πω που νιώθω, που δεν είναι καν μονο των γυναικών αυτήν την στιγμή, αλλά γενικώτερη, το να πάμε σε αντιεξουσιαστικά σχήματα. Για την γυναίκα, η εξουσία είναι γέννημα ενός ολόκληρου αντρικού πολιτισμού από πολύ παληά. ΟΙ γυναίκες αισθάνονται νομίζω, περισσότερο την κοινότητα, αν σκεφτώ πώς ήταν παλιά ακριβώς οι κοινωνίες οι μητριαρχικές που σας είπα, ακόμη πως είναι στα χωριά, πώς κρατάνε την κοινότητα σαν αίσθηση περισσότερο οι γυναίκες, και αυτό το πράγμα ίσως ονομάζεται πριν από τον λυρισμό. Και αυτό που σας είπα για τα τελευταία κόμμάτια μου ότι πάνε προς μια κοινότητα θέλω να πω ότι δεν πια ένα θέμα φύλου είναι πάλι ένα θέμα κοσμοθεωρίας, αυτήν την αντίληψη που είχαμε πριν την πατριαρχία. Αυτό το πράγμα θέλω να επανέλθει. Γι’ αυτό το λέω πριν από το λυρισμό.

ΜΜ: Να περάσουμε τώρα σε κάτι άλλο. Ανήκετε σε μια, τουλάχιστον με τους όρους τους φιλολογικούς, σε μια συγκεκριμένη ποιητική ή λογοτεχνική γενιά, αυτό που οι ειδικοί έχουν ονομάσει πρώτη μεταπολεμική γενιά. Θα ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω πώς βλέπετε μέσα στην προοπτική του χρόνου την κατάθεση που η δική σας ποιητική γενιά έχει δώσει σε σχέση με την προηγούμενη, θα λέγαμε την γενιά του ’30 και σε σχέση με αυτό που έχετε δει να παίρνουν από σας και να συνεχίζουν οι μετά από σας οι νεώτεροι ποιητές.

ΕΒ: Είναι ένα θέμα που περιέργως αυτόν τον καιρό με απασχολεί πολύ και θα σας απαντήσω γύρω από τις έμμονες ιδέες που έχω αυτόν τον καιρό. Η γενιά του ’30 είχε ένα προτέρημα όσον αφορά το πέρασμά της στην ιστορία θα έλεγα, ότι πρόβαλε μιαν ιδεολογία, και αυτή η ιδεολογία κρατάει ακόμα, κρατάει ακόμα έστω και σε μια μορφή λαϊκίζουσα. Αλλά κρατάει. Αυτήν μεταχειρίζονται. Ελληνικότητα, μοντερνισμός, νεωτερικότητα. Αυτό όμως συγχρόνως, έγινε και δεσμευτικό έγινε εξουσιαστικό. Αυτήν την στάση την δικιά μας πρέπει να την εννοήσομε, δεν έχει τοποθετηθεί ακόμα γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να τοποθετηθεί, αλλα εμείς βγάλαμε την ποίηση και γενικά τον ανθρώπινο παράγοντα, την ανθρώπινη υπόσταση από αυτήν την εξουσία της ιδεολογίας. Αν το σκεφτείτε όλοι μας, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, είμαστε στη μη ιδεολογία, κινούμαστε. Είναι βιώματα, είναι ύπαρξη, αυτό που μας ενδιαφέρει και αυτό το πράγμα επιτρέπει ακριβώς και μια πολλαπλότητα έκφρασης και μια πολλαπλότητα προβολών στάσεων. Λοιπόν, αυτό το πράγμα έχω την εντύπωση πως παραδόθηκε στις επόμενες γενιές και αν οι επόμενες γενιές σήμερα έχουν αυτήν το άνοιγμα το μεγάλο που έχουν στο χώρο της ποίησης ξεκινάει από κείνη τη γενιά. Δεν έχει τοποθετηθεί γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπει σε θεωρία η μη ιδεολογία, αλλά έχω την εντύπωση ότι έιναι πάρα πολύ σημαντικό πράμγα που έγινε και εάν θέλομε να περάσομε σε έναν κόσμο αντιεξουσιαστικό με την εννοια ότι η ιδεολογία είναι εξουσία νομίζω ότι πρέπει να αποδώσουμε κάποιες οφειλές σε αυτήν την γενιά τη δικιά μας , εννοώ την μεταπολεμική.

ΜΜ: Δηλαδή διαπιστώνετε ότι οι νεότεροι αυτό το νήμα…

ΕΒ: ‘Ανοιξε ένας χώρος , δεν μείνανε σε έναν χώρο ο οποίος ήτανε δοτός πια. Προχωράνε σε μιαν εύρεση μέσα τους γύρω τους έξω τους όπως θέλετε πέστε το, αλλά σε κάτι που είναι δικό τους και όχι δεσμευμένο από καποια ιδέα δεδομένη . Σας λέω, είναι και προτέρημα το να υπάρχει μια ιδέα από τη μια μεριά, αλλά ως ένα σημείο . Από κει και πέρα υπάρχει το θέμα της εξουσιαστικής δυνάμεως της ιδέας και αυτό το καταλύσαμε. Αυτό το καταλύσαμε και νομίζω ότι σήμερα όλος ο κόσμος θέλει να καταλυθεί αυτό.

ΜΜ: Θα ήθελα πάντως εδώ να ξαναγυρίσω στην ποίησή σας. Τώρα πού βρίσκεστε; Κατ’ αρχήν η «Ροδαλίνα» που σας απασχόλησε στα δυο τελευταία σας βιβλία. Είναι ακόμα μαζί σας, την έχετε αφήσει, θα την ξανασυναντήσουμε τη Ροδαλίνα και αργότερα;

ΕΒ: Δεν το ξέρω, γιατι αυτή είναι μια περίοδος της ζωής μου που δεν μπορώ να γράψω και δεν ξέρω πού θα πάει η Ροδαλίνα, ή αν θα πάει, ή αν υπάρχει ακόμη κι αυτό…

ΜΜ: Η Ροδαλίνα όμως πήρε μια μεγάλη περίοδο, έμοιαζε νάναι…. Τι ακριβώς είναι η Ροδαλίνα λοιπόν;

Ε.Β: Τι είναι…. Είναι ένα πρόσωπο χωρίς να έχει αυτή τη δέσμευση πάλι ενός χαρακτήρα όπως τον είχε δώσει με αίτια και αιτιατά, με συνέπειες και όλα αυτά τα πράγματα, η παλαιότερη αντίληψη. Είναι ένα πρόσωπο που μπορεί να είναι τα πάντα και τα έχει όλα, αυτό το πράγμα πάλι αυτήν την αποδέσμευση από μιαν συγκρότηση επιβεβλημένη. Είναι αυτό το πράγμα.

ΜΜ: Άρα να υποθέσω πως την ξέρετε καλά εσείς την Ροδαλίνα…

ΕΒ: Ε, μάλλον την ξέρω [γέλια!]. Την ξέρω δηλαδή αυτό το πράγμα θέλησα να βάλω. Θέλησα να βάλω μέσα σ’ αυτό το πρόσωπο ό,τι είμαι και είναι οι και πάντες νομίζω, ότι είναι όλα δεν είναι ένα πράγμα που τραβάει μια γραμμή και έχει μιαν άποψη . Μπορείς σε μια στιγμή να είσαι ελαφρύς και μια στιγμή να πέφτεις σε βαριά πράματα, μπορεί να είσαι συνεπής, να είσαι ασυνεπής. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος το πρόσωπο. Δεν είναι ένας χαρακτήρας όπως τον είχανε κατά κάποιον τρόπο διϋλήσει παληότερα.

ΜΜ: Πέστε μου κάτι, κυρία Βακαλό, γράφετε πάντα για τον ίδιο λόγο μέσα στα χρόνια που περνάνε ή αλλάζει αυτός ο λόγος;

ΕΒ: Έχω την εντύπωση ότι δεν αλλάζει. Δεν άλλαξε τουλάχιστον. Σας ειπα, είδατε ότι μ’ όλες τις αλλαγές που έχουνε γίνει και είναι φυσικό να γίνονται και όχι μόνο φυσικό. Είναι φυσικό και είναι και πορεία να αλλάζει κανείς. Αλλά το υπόβαθρο αυτής της στάσης που είπαμε, δεν νομίζω ότι αλλάζει. Πραγματοποιείται σε διάφορες φάσεις, αν θέλετε…

ΜΜ: Πέστε μου κάτι η ποίηση διευκόλυνε ή δυσκόλεψε την ζωή σας; Και ζωή εννοώ την προσωπική ζωή, την σχέση με τους ανθρώπους, την οικογένεια…

ΕΒ: Όχι, δεν μπορώ να πω αυτό, αλλού θα ήθελα να πάω την ερώτησή σας. Ότι με την ποίηση εξεβίασα την ηλικία μου. Είναι εκβιαστική της ηλικίας η ποίηση. Τουλάχιστον η δική μου, όπως την κάνω. Και το ήθελα να είναι έτσι…. Το ήθελα κιόλας να είναι έτσι . Αλλά είναι και έτσι.

ΜΜ: Κυρία Βακαλό, ξέρουμε ότι αν η ποίηση βέβαια υπήρξε ένα σημαντικό πράγμα στη ζωή σας εξ ίσου σημαντικό φαντάζομαι πρέπει να είναι και η θεωρία της τέχνης η κριτική της τέχνης και κυρίως αναφέρομαι βέβαια αναφέρομαι στις εικαστικές τέχνες. Αυτός λοιπόν ο παράλληλος δοκιμιακός λόγος ήταν πραγματικά παράλληλος με τον ποιητικό σας λόγο;

ΕΒ: Παράλληλος ήταν εκ των πραγμάτων οπωσδήποτε αλλά και σαν τρόπος κοιτάξτε με την ποίηση όπως είπα ανασύρεις κάποια πράγματα από μέσα σου. Αυτά τα πράγματα συνειδητοποιούνται όταν τα αντικρύζεις και αλλονών τα έργα και πας παρακάτω ακριβώς από αυτό το αντάμωμα. Και σε αυτό το πράμα βοήθησε η κριτική δηλαδή ήταν κατά κάποιον τρόπο δύο στάδια το ένα ήταν να βγάλεις από μέσα σου κάποια πράματα και το άλλο ήταν να δεις κάποια πράματα και πλέον να τα συνειδητοποιήσεις. Αντίστοιχα όμως και ανάστροφα γινόντανε και το άλλο βλέποντας παίρνεις κάποιους ερεθισμούς και αυτοί οι ερεθισμοί πέφτουνε μέσα στο υλικό που έχεις μέσα σου το ανασκαλεύουνε αν θέλεις και του δημιουργούνε αυτή την τάση πάλι να βγει. Ήταν ένας κύκλος για μένα ήταν ένας κύκλος. Και επειδή ξέρω πως υπάρχει ένα εμπόδιο γι’ αυτό δεν έπιασα καθόλου κριτική λόγου. Καθόλου.

ΜΜ: Με προλάβατε…. Το αποφύγατε;

ΕΒ: Ναι , το απέφυγα εσκεμμένα, γιατί με τον άλλο λόγο συγκρίνεσαι, δέχεσαι , αυτό το πράγμα. Δεν είναι αυτό το άλλο πράγμα, δεν είναι το Άλλο, με το οποίο μπορείς να γονιμοποιηθείς αν θέλεις. Το Άλλο ήταν η ζωγραφική, όπως το Άλλο είναι το πράγμα, όπως το Άλλο είναι ο άλλος άνθρωπος. Αυτή η γονιμοποίηση η συνεχής μεταξύ του μέσα σου και του άλλου, αυτό το πράγμα μου έδωσε η κριτική. Αν ήταν κριτική λόγου δεν θα’τανε άλλο και εκεί δεν θα γινότανε ίσως το ίδιο πράγμα και το απέφυγα απολύτως.

ΜΜ: Βέβαια ξέρουμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα είχατε παίξει ένα θάλεγα διαμεσολαβητικό ρόλο, αλλά δημόσια πια μεταξύ καλλιτεχνών και θεατών, αλλά κάποια στιγμή όμως τον ρόλο αυτόν τον εγκαταλείψατε. Να ρωτήσω γιατί;

ΕΒ: Πάλι θα πάω στην εξουσία! Για να μην γίνει η κριτική μου εξουσία, γιατί είχε αρχίσει να αποκτά ένα μεγάλο κύρος, είχε αρχίσει να λειτουργεί σαν γνώμονας, αν θέλετε, και αυτό δεν το ήθελα, το ήθελα να είναι παιδί αλλά όχι γνώμονας. Το ήθελα να είναι διάλογος αλλά όχι μονόλογος. Και αποφάσισα έτσι με διάφορες αφορμές να το εγκαταλείψω, αλλά κυρίως λειτουργούσε μέσα μου πάλι αυτό το αντιεξουσιαστικό που σας είπα είναι μονομανία μου.

ΜΜ: Και η πλευρά του θεατή όμως; Κάπου τον εγκαταλείψατε τον θεατή.

ΕΒ: Δεν τον εγκατέλειψα εγώ, μ' εγκατέλειψε εκείνος ή μάλλον εγκατέλειψε την άποψη της κριτικής που δεν ήταν καθοδήγηση, που δεν θέλει να είναι καθοδήγηση, θέλει να είναι ΑΓΩΓΗ. Και όταν δεν θέλει πια ο θεατής αγωγή και θέλει καθοδήγηση, εγώ δεν είμαι διατεθειμένη να κάνω καθοδήγηση. Δεν θέλω. Δε μ’ αρέσει. Είναι εναντίον του τρόπου μου να υπάρχω στον κόσμο.

ΜΜ: Και μια που είπατε να υπάρχετε στον κόσμο ήθελα ακριβώς να ρωτήσω πώς υπάρχετε στην καθημερινότητά σας σε σχέση με τις ποιητικές και θεωρητικές σας ….

ΕΒ: Τώρα αυτή η ερώτηση ξέρεις τι μου θυμίζει; Μια φορά ψώνιζα από τον μανάβη -τον καιρό που περνούσαν οι μανάβηδες έξω από τα σπίτια -κολοκυθάκια και ήταν μια φίλη μου εδώ από αυτές τις φίλες που είναι σχετικές με την ποίηση, με τα γράμματα, με όλα αυτά τα πράγματα, και μου είπε ότι σνομπάρω που αγοράζω κολοκυθάκια. Λοιπόν μη μου πεις ότι πρέπει να είναι αλλαγμένη η ζωή μου, γιατί γράφω ποίηση, αλλαγμένη η κοινή μου ζωή. Είναι μια κοινή ζωή. Απ’ αυτήν θρέφομαι και εις αυτήν σου λέω ότι έχω την αίσθηση ότι υπάρχει μαγεία, αν τη δεις τη μαγεία. Και αυτό το πράγμα είναι που βάζω και στην ποίησή μου. Τη μαγεία αυτή της ζωής.

ΜΜ: Η οποία λειτουργεί, εννοείτε, όλο το εικοσιτετράωρο; Και όχι μόνο τις στιγμές που ασχολείσθε με τα χειρόγραφά σας;

ΕΒ: Οπωσδήποτε, βεβαίως, όλο το εικοσιτετράωρο λειτουργεί η μαγεία, όπως και όλο το εικοσιτετράωρο λειτουργεί η κοινότητα –όχι με την έννοια της κοινότητας των ανθρώπων, αλλά με την έννοια του κοινού: ότι κάνω ό,τι κάνει ο κάθε άνθρωπος. Δεν πιστεύω στην εξαιρετικότητα του ποιητή και δεν θέλω να την πιστεύω την εξαιρετικότητα του ποιητή και αν θέλεις την μάχομαι την εξαιρετικότητα του ποιητή. Βγαίνει, φαντάζομαι, αυτό από όσα είπα, ότι δηλ. ούτε ο λόγος μου δεν θέλω να’ ναι καθοδηγητικός στην κριτική, εξουσιαστικός στην ποίηση. Δεν θέλω να παρασύρω. Θέλω να αποκαλύπτω, αν θέλεις, αυτήν την μαγεία, να τυλίγω, αν θέλεις, μ’ αυτήν την μαγεία, να δείχνω αν θέλεις πως υπάρχει αυτή η μαγεία αλλά πια από κει και πέρα, όταν δείχνω, μπορεί κι ο άλλος να την δει.

ΜΜ: Ναι , αλλά αυτό όμως θάλεγα ότι έρχεται σε μια αντίφαση σε σχέση με μια αν θέλετε κοινωνική πραγματικότητα

ΕΒ: Ναι , έρχεται.

ΜΜ: Διότι αυτό που μου λέτε μοιάζει αρκετά αισιόδοξο, αλλά από την άλλη ξέρουμε ότι ο κόσμος ειδικά όχι μόνο στον τόπο μας … Υπάρχει μια άποψη για μια κρίση πολιτισμού, οι άνθρωποι ενδιαφέρονται σήμερα ιδιαίτερα για τον πολιτισμό, ο καταναλωτισμός, μια υποβάθμιση πνευματικών αξιών… αυτό όμως δεν σας φαίνεται λιγάκι αντιφατικό με αυτό που λέτε;

ΕΒ: Εγώ έχω την εντύπωση ότι ακριβώς ίσως εξαιτίας όλων αυτών, υπάρχει ένα αίτημα τέτοιο και υπάρχει, όπως είπα, όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στους άντρες. Υπάρχει το αίτημα να γυρίσουμε σε φόρμες ζωής πιο απτές, πιο απλές, χωρίς να είναι λιγότερο σύνθετες. Πιο απλές εννοώ με την έννοια του να μην είναι ‘ειδικές’ μονάχα.

ΜΜ: Πιο παραδοσιακές, θα λέγαμε;

ΕΒ: Όχι, παραδοσιακές δεν είναι γιατί η παράδοση αυτή έχει απομακρυνθεί πάρα πολύ. Πιο αρχαΪκές αν θέλετε, ναι.

ΜΜ: Τότε όμως, ακόμα περισσότερο, στις αρχαϊκές εποχές ο ποιητής είχε μια θέση , αυτή που είχε , ήταν ένα εξαιρετικό…

ΕΒ: Δεν ήταν εξαιρετικό, ήταν η συγκέντρωση της φωνής πολλών ανθρώπων.

ΜΜ: Προφήτης.

ΕΒ: Δεν ήταν προφήτης, όχι αναγκαστικά, τα χορικά δεν είναι προφητικά

ΜΜ: Ο μάγος της φυλής; Μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν ο ποιητής ένας μάγος.

ΕΒ: Κι ο μάγος όμως λειτουργούσε μαζί με τη φυλή . Δεν ήταν … έξω. Αυτό το πράγμα το ‘έξω’ , το ότι είμαι εξαιρετικός, εκτός των πραγμάτων, αυτό εννοώ εξαιρετικός, όχι ότι δεν μπορείς να συγκεντρώσεις την φωνή πολλών ανθρώπων και ένας να την συγκεντρώσει. Όχι αυτό το πράγμα, Όχι το να σου δώσουνε μια θέση το να δώσουν στον ποιητή μια θέση , αλλά μια θέση επειδή τους εκφράζει όλους και όχι επειδή αυτός εκφράζεται ιδιαίτερα. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από την έννοια της εξαιρετικότητας που είχε τότε ο ποιητής ή ο μάγος, από την έννοια που έχει σήμερα ο ποιητής. Σήμερα ο ποιητής είναι το ιδιαίτερο όν το περίεργο, το παράδοξο, όπως θέλετε πάρτε το, το ‘κάτι αλλοιώτικο’ αν θέλετε, με θαυμασμό. Δεν είναι αυτό. Εκεί ήταν η συγκέντρωση μιας κοινότητας ενός πλήθους που συμμετείχε … τελείως άλλο πράμα. Τώρα θα μου πείτε, όταν γυρνάω σε αρχαϊκές εποχές είναι έξω από τα πράγματα σήμερα. ΄Εχω την εντύπωση ότι υπάρχει το αίτημα. Υπάρχει το αίτημα.

ΜΜ. Υπάρχει κι ένα άλλο αίτημα ξέρετε αυτή την εποχή που συχνά τελευταία το βλέπουμε διατυπωμένο και σε δημοσιεύματα εφημερίδων. Το αίτημα ότι οι πνευματικοί άνθρωποι σιωπούν σήμερα. Αυτό εσείς πώς το σχολιάζετε;

ΕΒ: Κοιτάξτε, με τα πράγματα που έχουν σήμερα τρέχον ενδιαφέρον δεν νομίζω ότι ο ποιητής έχει να πει πολλά πράγματα. Θα το πω με μεγάλα λόγια που δεν μου αρέσουν, αλλά επειδή μου είπατε για το πώς βλέπω τον κόσμο έτσι όπως τον βλέπω μέσα στον σημερινό κόσμο που είναι τελείως αλλοιώτικος θα αναγκαστώ να μεταχειριστώ μια λέξη που ξανά σας λέω ότι προτιμώ να την πω αλλιώς. Θα έλεγα ότι έχεις ένα όραμα. Το λέω , βλέπετε με χαμηλό τόνο για να μην του δώσω την έννοια του υπερβατικού. Γι’ αυτό προτιμώ να το λέω ‘στάση’.

ΜΜ: Αρα συμφωνείτε σήμερα με αυτή την διάχυτη εντύπωση ότι θα’ πρεπε να πουν κάτι.

ΕΒ: Σε τι; Ρωτώ.

ΜΜ: Προφανώς σε πράγματα που αφορούν την κοινωνική ή την πολιτική ζωή της κοινότητας σήμερα. Ναι την ζωή των ανθρωπων, πολιτική κονωνική

ΕΒ: Πέστε μου ποιος σήμερα από τον πιο υψηλά ιστάμενο μέχρι τον λίγο ενήμερο δεν ξέρει ότι αυτά είναι πράγματα που ρυθμίζονται μέσα σε ένα χώρο στον οποίο δεν μετέχει. Κι ακριβώς αυτή την μετοχή είναι που ζητάει, αυτό είναι λόγος δεν είναι σιωπή. Αυτό είναι εκείνο που είναι το κακό στην εποχή μας, ότι δεν έχομε συμμετοχή. Κι όταν δεν έχουμε συμμετοχή γιατί να μιλήσεις;Πέστε μου ποιος σήμερα από τον πιο υψηλά ιστάμενο μέχρι τον λίγο ενήμερο δεν ξέρει ότι αυτά είναι πράγματα που ρυθμίζονται μέσα σε ένα χώρο στον οποίο δεν μετέχει. Κι ακριβώς αυτή την μετοχή είναι που ζητάει, αυτό είναι λόγος δεν είναι σιωπή. Αυτό είναι εκείνο που είναι το κακό στην εποχή μας, ότι δεν έχομε συμμετοχή. Κι όταν δεν έχουμε συμμετοχή γιατί να μιλήσεις;

Πηγή: https://www.hartismag.gr/hartis-25/afierwma/apospasmata-apo-mia-adhmosieyth-synenteyxh