Η ΣΤΙΞΗ
Περί Ποιητικής
Σου απευθύνομαι για την ψηφιακή εποχή
που σε περιμένει, να μην ξεχάσεις
από τη νεαρή σου ηλικία
να εκφωνείς τα λόγια σου με εμπιστοσύνη,
η φωνή σου να κυμαίνεται,
να μάθει να κοντοστέκεται
όπως οι σερβιτόροι που αναγγέλλουν το μενού:
Φασολάκια λαδερά, φασόλια φούρνου, πιαζ·
αρακάς, τουρλού, μελιτζάνες ραγού και μπάμιες·
μοσχάρι κατσαρόλας, μοσχαράκι ψητό
με άσπρη σάλτσα· έχω και κοκκινιστό
με τις άνω τελείες της βιοπάλης
σε μια ταβέρνα στον Πύργο της Ηλείας.
Τον βοηθούσε η κόρη που κάτι σπουδάζει
αλλά είχε να φάει πολλά ψωμιά ακόμα
η άχρωμη μπέμπα για να τον φτάσει
στα πραγματικά γράμματα.
—Παλιές ηλικίες (Ερμής, 2002)
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ
Ακόμα και το τσίπουρο μοιάζει με Μπαχ:
διαυγές, κατανοητό, κοινό κι απλό,
με αποσταγμένη ουσία, φυσικά εύφλεκτο,
με τροπές της γεύσης σύμφωνα με τα γούστα
από σταφύλι, από δαμάσκηνο, ή από τρίτα φρούτα,
πάντοτε φιλικό προς τον χρήστη
(χώρια οι πρακτικές εφαρμογές).
Μπορείς να κουράρεσαι μ’ αυτό
χωρίς να πας σε κάτι διαφορετικό,
μπορείς και να το γυρίσεις σε άλλο ποτό.
Μπορείς να έχεις μια φούχτα σταφίδα
ή μια ιδέα γλυκάνισο απ’ τα τοιχώματα.
Μπορείς επίσης να πίνεις πάντα
την διπλά βρασμένη γράππα του
συνοδεύοντας με λουκούμι ή τυρί φέτα,
αναλόγως με τη φάση που διανύεις.
Με το ανόθευτο τσίπουρο
χωρίς γαλαζόπετρα
η ζωή γίνεται αυθεντική.
—Παλιές ηλικίες (Ερμής, 2002)
ΟΛΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ
Όλοι υπήρξαμε κάποτε και αρχαίοι και Αθηναίοι,
διεκδικούμε μια θέση θεωρείου στο παρελθόν
όπως το δηλώνουν τα μαξιμαλιστικά βαφτιστικά
«Άλκης», «Αλκμήνη», «Άλκηστις», «είπα στην Άλκηστις»
που σκεπάζουν την Μπαστουνοβλαχία
την ενδιάμεση μετά τα μεγαλεία
αν σε πρόσφατο αιώνα είχαν ζήσει εδώ
δύο συνονόματοι, ο ένας μητροπολίτης κι ο άλλος καροποιός,
εμείς αισθανόμαστε απευθείας μακρανεψιοί του μητροπολίτη:
κανενός ο παππούς δεν βοσκούσε τις αίγες στη Βροσίνα,
κανενός δεν έβγαινε στην Στυλίδα με την ψαρόβαρκα,
κανένας προπάππος δεν έστρωνε ράγες στην Αριζόνα,
όλοι στα ριζά του Ερεχθείου είδαμε το φως.
—Αθήνηθεν (Ερμής, 2014)
ΔΑΚΡΥΓΟΝΑ 1965
Μερικοί χωθήκαμε σ’ ένα στενόμακρο σουβλατζήδικο
από την κάτω μεριά του Συντάγματος
με δυνατό τσούξιμο στα μάτια,
το λαρύγγι και το δέρμα μας καίγαν,
ξεπλενόμασταν και με το νερό απόγινε
και το αφεντικό μουρμούριζε στον εαυτό του
για να τον ακούσουμε:
«Δε βγάλαν ποτέ τον αρχηγό μόνοι τους,
έτσι ή αλλιώς αυτωνών
τους τον διορίζαν οι σύμμαχοι».
Λουφάζαμε
τότε μπούκαραν οι αστυφύλακες
που μας κοίταξαν για λίγο,
εκείνος έριξε τα κοψίδια στην ζεσταμένη πιτούλα
και κουνώντας την πελώρια τσίγκινη αλατιέρα
τσίχου-τσίχου σαν μαράκες
ρώτησε με επαγγελματικό τόνο
λες και είχε έρθει η σειρά κάποιου
«Κρεμμυδάκι βάζω, κύριος;».
—Αθήνηθεν (Ερμής, 2014)
Π.Α.Ο.-Μπανκού 1-1
Ανάμεσα 1959 και 1963
terminus antepostquem
το βεβαιώνει ο Πανούτσος αλλά δεν με νοιάζει,
παίχτηκε το φιλικό ματς με τη Μπανκού,
τότε κατέβηκα πρώτη φορά στη λεωφόρο
στο καλαθάκι της μαύρης μπεεμβέ του θείου
σαν ωραίο ανοιχτό φερετράκι.
Ο θείος χαμογελούσε προς το τερέν,
οι διπλανοί μας χαμογελούσαν ευτυχισμένοι
σαν για πάντα,
ακόμα και τα ρούχα τους φάνταζαν πιο ωραία,
νόμιζες πως θα πεθάνουν έτσι
όρθιοι σαν πανάθες.
Μέχρι τότε είχα δει τον «Κεραυνό» Πολυγώνου
και τη Βραζιλία στο όνειρο,
τους παίχτες που ήξερα από τα εικονάκια
τους είδα ζωντανούς μπροστά μου
είχα θαμπωθεί σαν να φωσφόριζα,
και μες στη σεβαστική σιγή της κερκίδας
ο Ζόσιμο χτύπησε το φάουλ
σηκώνοντας λίγη σκονίτσα σαν την άχνη
από όνειρο στο υπνοδωμάτιο.
—Αθήνηθεν (Ερμής, 2014)
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
Κατεβαίνω για την Αθήνα και του λόγου μου
σαν προσωρινή επιστροφή από το προάστιο
μέσω όμως άλλων ηπείρων,
της υψιπέτιδος Ελασόνας, της χθαμαλής Λάρισας
κι από την δεξιά παράκαμψη προς Μπράλο
τραβώ νικητής προς Λαμία ξανά,
ή έχω ροβολήσει το Σαραντάπορο
και μετά από τη δεύτερη πρόχειρη καφε-στάση
παρκάρω κανονικά για ζουμερό σουβλάκι
μπροστά από το μικρούτσικο μπεζεστένι της Στυλίδας
όπου μασουλώντας μες στην ήσυχη χειμωνιάτικη λιακάδα
χωρίς περιττά πλαταγίσματα, πίνοντας δήθεν μια δήθεν μπίρα
και ατενίζοντας μακριά, ψηλά πάνω απ’ τη μπίρα, στο μέλλον
αυτοϋπενθυμίζομαι ότι ένας πρόπαππος και μία προμάμμη
τους θάψαν εδώ γύρω:
«’α μου φτιάξεις κι ένα δεύτερο, μάστορα, χωρίς τις πατάτες;»,
σε τέως νεκροταφείο και νυν οικοδομικό τετράγωνο,
τελείως νεκροί.
Τα λάδια θά ’χουν κατέβει, συνεχίζω
και είμαι στον χρόνο μου
αφού η Αθήνα πιάνει και τη Φθία
που ζούσε κάποτε σαν άλλη ήπειρος·
σκοπεύω να έχω περάσει τη Λυκόβρυση
εξακολουθώντας αυτεξούσιος Αθηναίος
προτού αρχίσουν να επιστρέφουν για τη Νίκαια
οι φαγωμένοι των Θηβών με τα υποκοριστικά μωρά
και με τα υπεράριθμα πεθερικά ποικίλα.
—Αθήνηθεν (Ερμής, 2014)
Πηγή: https://exitirion.wordpress.com/2021/11/17/mimis-souliotis/?fbclid=IwAR2qbnwHj2H4GikkK9tTikBWV0cJeLBpeNOk8eAwrk1adiYkxkbSFCrQmbU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου