Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου (α' εκδοση 1945), απόσπασμα



   Μόλις γίνεται ησυχία, ο διοικητής συνεχίζει το προσκλητήριο του θανάτου. Βιάζεται να τελειώσει μιαν ωρ' αρχύτερα. Δεν σταματά πια. Δεν περιμένει. Το πήρε απόφαση πως νικήθηκε. Το χώνεψε πως κάθε "παρών"! είναι και μια μαχαιριά που δεν είναι δυνατό να αποφύγει. Και μοιάζει με το φίδι που το πήρε απόφαση πως δε γλυτώνει και ηρέμησε, δε μετακινιέται δεν ταράζεται. Κολυμπά στον πόνο, στον εξευτελισμό, στην ήττα και περιμένει. Περιμένει κάπως ησυχασμένο, γιατί έτσι πονά λιγότερο.

   Ένα είναι βέβαιο. Πως τους καταλόγους των εκτελέσεων τους ετοιμάζουν σ' ένα γραφείο της Μέρλιν κάποιοι ψυχροί και αδιάφοροι ρομπότ, που μήδε τον Φίσερ συλλογίζονται, μήδε τα ονόματα που καταγράφουν. Βιάζονται να τελειώσουν να φύγουν. Για να πάνε στα γλέντια τους.

  Ο διοικητής του Χαϊδαρίου δεν έχει κανένα δικαίωμα ν' αλλοιώσει τη σύνθεση του καταλόγου. Το μόνο που μπορεί είναι ν' αντικαταστήσει έναν ορισμένο αριθμό ονομάτων με άλλα, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας και του Στρατοπέδου.

  Αυτός είναι ο λόγος που έγινε το φοβερό λάθος χωρίς να τ' αντιληφθεί.

  Συμβαίνει, καμιά φορά, να κουρντίζεις αφηρημένος το ρολόι σου. Το κουρντιστήρι, καθώς τριζοβολά, γυρίζοντας ευχάριστα την παιδική ακοή. Σου θυμίζει τα παιδικά παιχνίδια. Κι αφηρημένος, χωρίς να δώσει σημασία στην υποσυνείδητη αυτή μεγάλη λειτουργία, συνεχίζεις και νομίζεις πως μόνο με τις σοβαρές έννοιες της επιφάνειας ασχολείσαι.

  Σε μια στροφή, όμοια με τις άλλες, νιώθες την αφή σου να ξαφνιάζεται. Η ακοή του παιδιού τρελλαίνεται από τη χαρά και  η ακοή του μεγάλου τρομάζει. Ένα μπέρδεμα μέσα σου παιδιού και μεγάλου, αισθήσεων του μωρού και αισθήσεων του ανθρώπου της ανάγκης, ένας έντονος φόβος και μια ασυγκράτητη χαρά, όλα μπερδεύονται, ανακατεύονται, σε συνερίζονται κι όλα παρακολουθούν το σεισμό που γίνεται μέσα στο ρολόι με το απότομο σπάσιμο του ελατηρίου.

  Κι όταν κυριαρχήσει πια ο λογικός άνθρωπος, τότε γίνονται οι σκέψεις της καταστροφής, της επανόρθωσης, της βλάβης.

  Αλλά η περίπτωση του διοικητή και του λάθους  της Μέρλιν δεν έχουν σχέση μόνο ν' αυτά.

  Ο διοικητής επάνω στη βιάση του φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα. Κι ύστερα, χωρίς να υποψιασθεί τίποτ' ακόμη είπε και τ΄ όνομα.

  Ετοιμαζότανε να πεί συνέχεια, όπου ξαφνικά νιώθει το τσούξιμο. Την αποφασιστική μαχαιριά. Σε στιγμή που δεν περίμενε.

  Πλάι του ακούει δυο τακούνια να χτυπούνε προσοχή και μια φωνή θριάμβου ν ΄αντιλαλιέται σαν καμπάνα της ανάστασης στο άγριο τοπίο του Χαϊδαρίου.

  Γυρίζει και θωρεί το Ναπολέοντα μπροστά του, ακίνητο, έρημο, με το γέλιο του νικητή στο ελληνικό του πρόσωπο και με την Ελλάδα ολόκληρη στ' αστραφτερά μάτια του.

  Ο διοικητής τινάζεται, κάνει δυο βήματα πίσω, σηκώνει τ' αριστερό χέρι, τεντωμένο το μπράτσο μπρος και μαραμένη φούχτα να κρέμεται.

- Όχι. 'Οχι εσύ. Ναπολέων!

  Η φωνή βραχνή, γεμάτη τρόμο και κατάπληξη, ερχεται, λες, από βαθιά της ψυχής, από τις σκοτεινές περιοχές του φόβου.

  Είναι σαν να συναντήθηκε απότομα, σε μια ξαφνική στροφή του δρόμου, με τον αντίπαλο που απόφευγε όλη του τη ζωή να συγκρουστεί.

 " Όχι εσύ! Όχι εσύ, Ναπολέων!". Όμως κάθισε ήσυχος. Θα την δώσεις τη μάχη, θα κυλιστείς μαζί, μ' όλο το φασισμό και μ' όλους τους μεσαίωνες εδώ. Αυτή τη στιγμή, χωρίς, αναβολή και χωρίς έλεος. Το ύφος του Ναπολέοντα τα λέει αυτά. Η Ιστορία μας σβήνει ολόκληρη. Η Ιστορία μας ξαναγράφεται και αναθεωρείται. Από το προσκήνιό της υποχωρούν οι μεγάλες ώρες. Για να μπούνε οι Λαμπρές ώρες. Υποχωρούν οι μεγάλοι. Για να μπουν οι πιο μεγάλοι. Οι εποχές ανακατεύονται και η Ελληνική Ιστορία υψώνει μια καινούρια κολώνα κι ανοίγει μια σελίδα από φωτιά:


                                    ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ   

  

  Το Στρατόπεδο αναταράσσεται. Ως ετούτη τη στιγμή, αιτία της αναταραχής είναι η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή του "Παιδιού".  Ο Ναπολέων απαντά στο διοικητή. Κι όλα τ' αυτιά τεντωμένα κι αφουγκράζονται. Όσοι ξέρουν γερμανικά μεταφράζουνε την ίδια στιγμή τα λόγια του:

 -Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!...

  Το Στρατόπεδο ξεχνά τον κανονισμό, ξεχνά τη θέση του, ξεπερνά κάθε όριο πειθαρχίας και χειροκροτά σαν ηλεκτρισμένο την αποκάλυψη. Την κρυμμένη ψυχή της Ελλάδας που κάνει την παρουσία της. Οι Γερμανοί σαστίζουνε, κυττάζονται και, σα νευρόσπαστα, χτυπούνε τα τακούνια και στέκονται προσοχή. 

  Ο Ναπολέων γυρίζει προς το βοηθό του, τον Αθ.Μ., του παραδίνει τα κλειδιά των θαλάμων, τη σφυρίχτρα και το καρνέ με την κατάσταση του Στρατοπέδου.    

 - Θανάση, του λέει γυρίζοντάς τον προς τα μας, να μην ξεχάσεις ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες αγωνιστές. Έλληνες αιχμαλώτους. Μη μαλώσεις ποτέ τα "Παιδιά". Να είσαι πάντα καλός και μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τ' αποχαιρετώ.

  Τον αγκαλιάζει και τόνε φιλεί. Και βαθιά συγκινημένος προσθέτει: " Στα χέρια σου τους εμπιστεύομαι" Στάσου πάντα καλός. Έχε γειά!...

   Με βήμα στερεό, κεφάλι ψηλά, χωρίς καμιά βιάση, περνά το χώρο από την παράταξη τη δική μας, ως τη φάλαγγα των ηρώων, κάτω από τα  χειροκροτήματα της ίδιας της πατρίδας.

  Αυτή τη στιγμή η ψυχή της Ελλάδας εμίλησε. Μόνο αυτή τη στιγμή ενιώσαμε πως η ψυχή αυτή είχε διαλέξει τα δικά μας λημέρια να κουρνάσει και να φυλαχτεί, στα χρόνια του διωγμού και της σκλαβιάς.


Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017 [1945: εκδ. Καραβία, Αθήνα], σ.σ 182-185


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου