«αγαπημένη μου»
όταν μια μέρα θα με χάσης
μη με ζητάς στα γκρίζα σύννεφα
καθώς θα πέφτει η βροχή
και θα σκορπάνε στους ανέμους
τα κίτρινα του φθινοπώρου φύλλα.
Μήτε στο φως του φεγγαριού
τις ανοιξιάτικες βραδυές.
Και του χειμώνα
τις σταχτιές νυχτιές
μη με ζητάς
μέσα στις φλόγες του τζακιού.
Στις κατοικίες των πεθαμένων
τα καλοκαίρια
μη με γυρέψης άδικα.
Αν με θελήσης
θα με βρης
μεσ' στων παιδιών μου την πνοή
και μεσ' στις λίμνες των ματιών τους.
...................................................................................................................................................................
[άτιτλο]
Κάθε τόσο που ερχόταν η άνοιξη
μούδινε την υπόσχεση πως θάρθης.
Στο περιβόλι τ' ουρανού
τ' αστέρια ανθισμένα
για σένα μού μιλούσαν.
Κι ήρθες απλή, γλυκειά
σαν τριανταφυλλένι' αυγή.
Στην καρδιά μου κρεμάστηκαν
χαρούμενες αχτίδες
ανοιξιάτικου ήλιου,
και γέμισε λες
υάκινθους
και άλικα ρόδα.
Μ' αυτά στολίζω
το σταρένιο καταρράχτη
των μαλλιών σου.
Ήρθες κι άπλωσες
σαν κλαδιά μυγδαλιάς
τα δυο σου χέρια
και μ' έβγαλες
στους φλογισμένους από παπαρούνες
κάμπους.
Στ' άδειο πεντάγραμμο της καρδιάς μου
τα μικρά σου δάχτυλα
γράψανε
το πιο τρυφερό τραγούδι του κόσμου
Καθώς έπεσ' η μορφή σου
στις νεκρές λίμνες των ματιών μου
ζωντάνεψε
χιλιάδες νούφαρα
Τα μάτια σου παράξενα
- σα νάκλεψαν τα όνειρα των άστρων -
με κύτταξαν
κι η καρδιά μου γέμισε γιασεμιά.
Με κύτταξαν
και με πήρανε τα σύννεφα της δύσης
- χρυσαφένιες γαλέρες -
και με ταξιδεύουν
στο γαλάζιο ατλαζένιο χάος.
Περπατήσαμε μαζί
και τα χλωμά φώτα των δρόμων
μας άγγιξαν παράξενα.
Καθώς ανηφορίζαμε,
τα δέντρα σκύψανε
να χαϊδέψουν τα μαλλιά σου.
Θα μπορούσα να περπατάω
αιώνες πλάι σου
και στ' αποτυπώματα των ποδιών μας
θ' άνθιζαν υάκινθοι.
Θα μπορούσα να στόλιζα
μ' άστρα τα μαλλιά σου.
Τώρα
με τη φλόγα που καίει εντός μου
στολίζω το στρώμα
που απλώνεις
τα κρίνα του κορμιού σου.
Μίμης Φωτόπουλος, ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΗΜΙΤΟΝΙΑ - ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ, Αθήνα 1960
Πηγή: http://ofisofi.blogspot.com/2014/10/blog-post_69.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου