Μη με πετροβολάτε, σιμώστε εδώ παιδιά,
κι αν μουρμουράω στους δρόμους, δείξτε μου εσείς σπλαχνιά.
Έναν ψαρά πήρ’ άντρα, αυτός βιοπαλαιστής
κι εγώ πάστωνα ρέγγες, στο πόδι ολημερίς.
Κι όταν αργά σχολούσα ξέπνοη απ’ τη δουλειά
στην άγια φεγγαράδα τα πόδια μου έσερνα.
Πάντα ’μουν αρρωστιάρα κι είχα μωρό η φτωχή,
άλλη μου το κρατούσε, κι εγώ ώς το πρωί.
Το πλάκωσα μια νύχτα, παιδάκια μου καλά,
το έρμο του το κορμάκι το βρήκα ξαφνικά
δίπλα μου παγωμένο μια παγωμένη αυγή –
σαν τη νεκρή κοιμάσαι σαν ζεις τέτοια ζωή.
Τόσο χλωμό δεν είδα τον άντρα μου ποτέ,
μου ’δωσε δυο δεκάρες και με ξαπόστειλε.
Με καταριέται μου 'πε, να φύγω, να χαθώ,
σκληρό άκουσα να πέφτει πίσω το μάνταλο.
Δεν είπα ούτε κουβέντα, τράβηξα στη σιωπή,
γειτόνισσες, γειτόνοι, κανένας να με δει,
πόρτες και παραθύρια όλα ήταν σφαλιστά,
τ’ αστέρια σιγοσβήναν, λούφαζε η καλαμιά.
Δεν είπα ούτε κουβέντα, τράβηξα στη σιωπή,
ώσπου στους πέρα σταύλους μ’ είδε μια χωριανή.
Εμπρός σ’ ένα μαγκάλι παλιό από τενεκέ
της είπα τι ’χα κάνει, κι εκείνη μ’ άκουγε.
Τα χρήματα μου όλα σωθήκαν, μήνες πια,
μα αυτή μου δίνει ακόμη να φάω μια μπουκιά.
Το ξέρω, με λυπάται κι ας με καταφρονεί,
μου λέει πως μια μέρα ο άντρας μου θα ρθεί
και πίσω θα με πάρει και πάλι, όμως εγώ
όπου και να πηγαίνω, όπου και να βρεθώ
είτε μαζώνω ξύλα, είτε τραβάω νερό,
πάντοτε αυτό κι εμένα κλαίω και μοιρολογώ.
Μα δεν μπορεί, θά ’ρθει ώρα, το ξέρω, αχ θα το δει,
διάπλατα θ’ ανοίξουν μια μέρα οι ουρανοί
και ο Θεός που ανάβει ήλιους κι αστερισμούς
γλυκά θά ’ρθει να σκύψει και πάνω απ’ τους φτωχούς.
Μη με πετροβολάτε, παιδάκια μου καλά,
μον’ έρθετε σιμά μου, δείξτε μου εσείς σπλαχνιά.
W. B. YEATS
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου