Και βγαίνω πάλι στη λεωφόρο. Μαγαζιά, βιτρίνες, ρεκλάμες, φωτεινές επιγραφές – αυτά που αγαπάω. Το μεγάλο θέατρο της κοινωνία της κατανάλωσης, που λένε στο καφενείο. Ό,τι ποθείτε θα το βρείτε εδώ. Και δεν είναι ακριβώς αυτό που ποθείτε μονάχα, αυτό που θα βρείτε. Είναι το μεγάλο θέατρο που το παίζουμε όλοι, που μας παίζουν όλοι, που τους παίζουμε όλους.
Αυτό για το θέατρο δεν το’ παν στο καφενείο, είναι από κείνα που τα βρίσκω μονάχος μου. Οι σοφοί μας τα λένε κάπως αλλιώς – μας κάνει τάχα κακό, μας διαφθείρουν με τη σπατάλη, την αφθονία, την αχρηστία των πραγμάτων που βρίσκονται εδώ. Το νέον όπιον των λαών – το λέει ο Γιαννόπουλος.
Και να με και γω με το όπιόν μου. Στέκομαι μπροστά σ’ αυτές τις γεμάτες, τις ωραίες βιτρίνες, χαζεύω, μαγεύομαι, τις αφήνω να με διαφθείρουν όσο θέλουν. Κοιτάζω τα είδη τους, μελετάω τα σχήματα και τα χρώματα, σκέφτομαι τις ποιότητες, τα υλικά τους, βλέπω τις τιμές τους, τις λογαριάζω με τα μεροκάματα τα δικά μας. Είμαι καταναλωτής. Για τους σοφούς μας του καφενείου σημαίνει πως διαλύομαι, αλλοτριώνομαι, λένε, μέσα στους άλλους. Για μένα τέτοιαν ώρα στη λεωφόρο, που δεν έχω πουθενά να πάω – είμαι καταναλωτής θα πει πως υπάρχω. Υπάρχω μέσα στους άλλους. Έχω στην τσέπη μου τα λεφτά μου – μοιράζομαι τη ζωή μας, ας λένε πως είναι ψεύτικη, ας είναι και θέατρο μόνο.
Κοιτάζω, λοιπόν, όσο θέλω, κάνω μια και μπαίνω και στο κατάστημα. Μπορώ να διαλέξω – για μένα το’ χουν αυτό το κατάστημα. Διαλέγω. Δε με ρωτάει κανένας ποιος είμαι, που τα βρήκα τα λεφτά μου, με περιμένουνε να διαλέξω – πρέπει να με περιμένουν. Σούζα. Είναι η δική τους η νόρμα. Και σκέφτομαι εδώ πως ένας μας να παραβιάσει τη νόρμα του, όλος αυτός ο μηχανισμός, το σύστημα της παραγωγής και της κατανάλωσης γκρεμίζεται αμέσως. Και δεν αφήνουν βέβαια κανέναν να μην κρατάει τη νόρμα του. Μα δεν αφήνουμε κι εμείς οι άλλοι τους άλλους. Αυτή η πωλήτρια εδώ πρέπει να στέκεται σούζα μπροστά μου – βάζω τις φωνές αλλιώς – αύριο τη διώχνουν, όπως διώξανε τη Σπανιόλα. Έτσι γίνεται το σύστημα, έτσι γίνεται και το πλέγμα που το κρατάει – το κρατάμε – κ’ είμαστε όλοι μέσα.
Το πρόσεξες; Εδώ στη λεωφόρο η σοφία μου τετραπλασιάζεται κάθε βράδυ.
Μα – στάσου λιγάκι, να τελειώσουμε με το κατάστημα. Μπορώ να φύγω χωρίς ν’ αγοράσω – απλούστατα δεν αποφάσισα. Είναι δικαίωμά μου- δημοκρατικό κι αναφαίρετο. Πρέπει να με καλησπερίσουν, να μου χαμογελάσουν που φεύγω. Είναι καθήκον τους – κοινωνικό κι απαράβατο. Αποφασίζω; Πρέπει να μου δώσουν αυτό που ζητάω. Και τ’ αγοράζω. Ξυραφάκια, καθρεφτάκι, κρίκους, ωραίους για τα κλειδιά – που δε έχω – σβηστήρια – που δεν μου χρειάζονται – ένα σβηστήρι παρακαλώ, για τα σχέδιά μου- μαλακό- κορδόνια για τα παπούτσια, κανένα μαντίλι από κάποτε, κανένα σαπούνι. Μου το τυλίγουν ωραία- ωραία σε χαρτιά χρωματιστά – σπατάλη, λέω. Μου τα βάζουνε κάποτε σε μια σακουλίτσα νάιλον – άλλη σπατάλη. Και τότε σκέφτομαι εγώ πως η σπατάλη γίνεται βέβαια για να μπορούνε να ζούνε μέσα στο σύστημα οι βιομηχανίες αυτές που φκιάχνουν τις άχρηστες σακουλίτσες. Και το σύστημα – τι είναι το σύστημα; Εκεί πια τα μπερδεύω λιγάκι.
Παίρνω τη σακουλίτσα μου και καμαρώνω που φεύγω κρατώντας τα ψώνια μου. Όταν γυρίσω στο σπίτι θα τα πετάξω στο συρτάρι του κομοδίνου – γέμισε από τέτοια. Έχουν δίκιο, σκέφτομαι τότε, οι σοφοί μας του καφενείου. Τι μου χρειάζονται αυτά που αγοράζω; Τίποτα. Και μένει μονάχα πως αυτοί δε νιώθουν τη χαρά τη δική μου που τ’ αγοράζω – εγώ δεν βρίσκω καμία καλύτερη. Μα, όπως και να το πεις, εντστασιόν κι από δω. Τέλος γι’ απόψε και με το θέατρο, την κοινωνία της κατανάλωσης, το βραδινό μου περίπατο στον παράδεισο της αφθονίας.
Και ξαναβγαίνω στη λεωφόρο. Η μέρα μου πέρασε. Το μεροκάματο το ’βγαλα. Τη βιτρίνα μου την κοίταξα πάλι. Τα ψώνια μου τα’ άχρηστα τα ’κανα, σκούντησα με τον αγκώνα μου δυο – τρεις και τους είπα εντσιούλντιγκουνγκ, ευγενέστατος. Τις σοφίες μου τις ξανάπα, τις ξανασκέφτηκα. Και μένει ακόμα αυτό το κάτι που θέλω ακόμα να κάνω. Και δεν το ξέρω. Μονάχο του δεν έρχεται, με το δικό μου το μυαλό δεν το βρίσκω, κανένας δεν είναι να μου το δώσει. Και σκέφτομαι πάλι- έτσι είναι αυτός ο δικός μας, ο σημερινός μας ο κόσμος, όλα μας τα’ χει φκιασμένα, κανονισμένα, δε λείπει τίποτα – τον εαυτό σου μονάχα δεν ξέρεις τι να τον κάνεις. Και κείνο το κάτι μένει ανεκπλήρωτο. Κάθε βράδυ.
Απόσπασμα από το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή Εκδ. Ροδακιό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου