– Ποιος θα βρεθεί λοιπόν να κλάψει;
– Ποιος θ' απλώσει τα χέρια
ζητώντας ένα τόσο δα μικρό αστέρι
όσο χαμογελάει το χείλι σου αντικρίζοντας μια χαραμάδα στο συγνεφιασμένο πρωινό;
Όπου κι αν ψάξεις στη μελλοντική σου μνήμη
δεν είναι στήριγμα ν' ακουμπήσεις το βλέμμα.
Θυμάσαι;
Σαν και τότε που καθόμασταν στο πρόδωμα της θλίψης
– ένα μακρινό άρωμα θάλασσας και τα λόγια να ψιθυρίζουν τη σκιά του δειλινού.
Πόσα καΐκια φύγανε φορτωμένα σταφύλια και φως.
Πόσα καΐκια φύγανε
και μας αφήσαν ν' αγναντεύουμε στο μουράγιο.
Τώρα θα κάτσουμε και πάλι στο καφενεδάκι του λιμανιού
ίσως κιόλας να παίξουμε ένα τάβλι με τον κουτσό μαγαζάτορα
και τα πούλια θα χτυπάν σαν τους χτύπους της καρδιάς μας.
Το βράδυ, δίπλα στη λάμπα που ρίχνει την πίκρα της σ' ένα βιβλίο με ιστορίες χαμένων ταξιδιών,
όταν ο δρόμος θα σέρνεται έρημος κάτω απ' τα κλειστά παράθυρα
–αλήθεια τι πολλά ενοικιαστήρια στη γειτονιά μας–
τότε
μια τελευταία αχτίδα
μια μοναδική σκουριασμένη πεντάρα στην άσφαλτο
το ταξίδι στον εαυτό του.
Ακόμα τούτη η άνοιξη, Απρίλης 1946
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου