εν τω τηρείν τον ένδον δαίμονα ανύβριστον και ασινή
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, Εις Εαυτόν, βιβλίο Β 17
Ωραιότερος απ’ τα ναυάγια των ήλιων
ο απλός αυτοκράτορας ενώ
τα μάτια του σχεδόν ερωτευμένα
και πρόθυμα στον άσχετο κίνδυνο μιας εκστρατείας
κερνούσαν έξω απ’ τη σκηνή του
τη μοίρα δίχως τάραχο και την αθώα σκέψη
να μην τον εύρει σε μικρότητα ο θάνατος
όπως οι άγγελοι διαγράφονταν παγεροί μεσ’ στον κόσμο
χωρίς άλλο ένδυμα, μονάχα την αυγή φορώντας
− εκείνη τη σοβαρότητα εκείνο το χρώμα!
μιλούσε με τα λίγα δάκρυα του κι όπως
ο ήλιος ανέβαινε στην καμπύλη
σιγά-σιγά τα στέρεψε.
Η Ρώμη γινότανε μέσα του σαν ένα σβωλαράκι
τα χρόνια μάζευαν οδυνηρά
καθώς τα στρείδια στο λεμόνι.
Ποτέ δεν τον ένιωσαν, αλήθεια,
οι λεγεωνάριοι που ’χαν συνηθίσει
τόσον καιρό στη σφαγή και στον πονόδοντο
με σκονισμένα μάτια
με σπασμένα νεύρα.
Αίφνης ένας παλιός αριστοκράτης απ’ του Βρούτου το σόι
μ’ άσπρο κουστούμι και μια κόκκινη βαλίτσα
τον πλησίασε ήρεμα και διαιρώντας
με το χέρι του σηκωμένο ψηλά
την αυγινή σελήνη που ξεθύμαινε
του είπε: «Πώς να γίνει, αγαπητέ μου, διχάζομαι και συ
μου λες πως έχω το παρόν και μόνο.
Μα εκείνος ο γαλάζιος σκαντζόχοιρος
ο ουρανός όταν βρέχει
τα δέντρα που τρομάζουν ολόγυρα
η άκακη χλόη κι αποπάνω τα πτηνά
τούτο το βάρβαρο ρυάκι πλάι μας
τα ξίφη των αγγέλων
η μουγγαμάρα που σχηματίζει τη λάμψη –
κάθε λαχτάρισμα του υπαρκτού με αφυπνίζει
για το μισό που καταπίνει τ’ άλλο του μισό.
Δεν είμαι θάλασσα να λιώσω με νύχτα τη σελήνη
και να την κάνω κομμάτια στα νερά
με νεκρώσιμη γαλήνη περίγυρα
ή με κύματα γοερά
με θρήσκευμα τον πόνο...
Το έαρ είναι άλυτο.
Πώς να διδάξω τη φλόγα στη σταγόνα;
Η αγωνία υπερβαίνει τη ζωή,
γι’ αυτό και αχρηστεύει τις απολαύσεις.
Αχ, τι λάκκος από σκοτάδι που κάποτε
μ’ έναν κόκορα στο κεφάλι για να τρελάνω τη νύχτα
ούρλιασα ξαφνικά σα να μου φύτεψαν βόλι:
− Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο!
Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα! –
Πώς να κρατήσουμε απείραχτο το δαίμονα;
Μ’ αν δεν μπορούμε – τότε λέω πως αρκεί
για λίγη βλόγηση κ’ ίσως ίαση
κείνος ο σκύλος όνειρος, κείνος ο γκρίζος τύφος...
Χαίρε Καίσαρα!
Τα μάτια μου ειν’ ευρήματα του θανάτου».
Νίκος Καρούζος, "Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου