Ἐσὺ βραδιά, ποὺ ἄπλωσες γύρω τὰ μαῦρα σου φτερά,
κι’ εἶσαι μονάχος σύντροφος στοῦ κήπου τὴ βεράντα,
ἔλα νὰ κλάψουμε μαζὶ τὰ νιᾶτα σὰν τὰ κρύα τὰ νερὰ
ποὺ εἶχα δικά μου κάποτες καὶ τἄχασα γιὰ πάντα!
Κι’ ἐσύ, φεγγάρι, ποὺ περνᾶς μέσα στὰ σύννεφα γοργά,
κι’ ὅλα τὰ λούζεις στὸ ἄϋλο φῶς καὶ στὰ ἀσημένια κάλλη
Κάποιας ζωῆς ἀπόκοσμης, τώρα, ποὺ ἡ νύχτα ἀναριγᾶ,
πές μου, φεγγάρι, τὰ παλιὰ δὲ θὰ ξανάρθουν πάλι;
Γύρω τριγύρω μου ἐρημιά… Σὲ νιώθω, τῆς ψυχῆς μου καημέ,
τόσο, ποὺ μέσα στὴ ζωὴ δὲ σ’ ἔνιωσα ποτέ μου!…
Εἶσαι μιὰ θλίψη ὁλότρεμη καὶ μιὰ πικρὴ λαχτάρα, –ὠϊμέ!–
σὰ σιγανὸ μὲς στὰ κλαριὰ ψιθύρισμα τοῦ ἀνέμου…
Τίποτα! Μόνο ἐρείπια μιανῆς χαρᾶς πολὺ γοργῆς
κι’ ἕνα τραγοῦδι μακρυνὸ στῆς νύχτας τὸ μυστήριο…
Καὶ συλλογιέμαι, τί μπορεῖ ἄλλο σ’ αὐτὴ τὴ μάταιη γῆς
ἔτσι βαθιά μου ν’ ἀντηχεῖ, –σαν πένθιμο ἐμβατήριο!
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 119-120, 1 & 15 Δεκ. 1931, σελ. 1255.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου