Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης-Φυσικές ιστορίες (απόσπασμα)

Μόνο εδώ ακούς τη βουή. Ακούς τη βουή; Είναι ο θόρυβος που κάνει η γη έτσι καθώς γυρνά στον άξονά της. Δε σταματά ποτέ ο θόρυβος αυτός. Ακούει κι άλλα κανείς εδωκάτω. Κάνε ησυχία ν’ακούσεις το τρίξιμο απ’ τις ρίζες που προχωρούν μες στο χώμα. Το κελάρυσμα των υπόγειων υδάτων και το θόρυβο που κάνουν τα μερμήγκια καθώς σκάβουν σήραγγες και κουβαλούνε σπόρους. Κάποτε άκουγα κι εκείνους απάνω, που σκάβανε να βρουν τα πράγματά μου. Τα πράγματα γίνονται καλύτερα άμα τα χώνεις στη γη. Μαθαίνουν. Καταλαβαίνουν τον καιρό που αλλάζει τη βροχή, τη ζέστη, τα χιόνια. Ρουφάνε την ευλογία του εδάφους. Και παίρνουν αξία. Ένα ρολόι που το ‘χεις θαμμένο, ας πούμε, τρία χρόνια, είναι πολύ καλύτερο από οποιοδήποτε άλλο ρολόι. Ξέρει τη γη, κατάλαβες; Κι όταν το ξεθάβεις δεν το ξεχνά αυτό. Έχεις πάντα ένα ρολόι που πέρασε τρία χρόνια στο χώμα. Πολύ σπουδαίο ρολόι. Και τα μερμήγκια γι αυτό είναι θαυμαστά, γιατί ζουν στο χώμα. Μήπως οι άνθρωποι; από το χώμα πλάστηκαν, στο χώμα καταλήγουν. Δεν πρέπει, λοιπόν, να ‘ναι δειλοί. Κι αν τ’ όνομά τους είναι Ανθός, να μην τους λένε Μάνθους, ακούς; Ο Ανθός φυτρώνει και μοσχοβολά κι όλοι τον καμαρώνουν.

(Από το Φυσικές Ιστορίες, 2006)

Θανάσης Βαλτινός- Η κάθοδος των Εννιά (απόσπασμα)

 Ως το μεσημέρι ψάχναμε για νερό. Στο τέλος βρήκαμε κοντά σε κάτι αμπέλια. Ήταν ένας βράχος υγρός γεμάτος μούσκλια κι από μια σκισμή έσταζε κάθε τόσο. 

Ο Μπρατίτσας έβαλε το παγούρι του να γεμίσει κι όσο να πιάσει λίγο, παίρναμε μούσκλια και βρέχαμε τα χείλια μας. Σε λίγο ήπιαμε από μια γουλιά και ξαναβάλαμε το παγούρι. Φύσαγε λίβας. Ερχότανε καυτός απ’ τη μεριά του και η γη μπροστά μας ασφυκτιούσε. Σα να ‘λιώναν οι αδένες της. Πέσαμε δίπλα δίπλα στη ρίζα του βράχου και περιμέναμε να γεμίσει το παγούρι. Ξέραμε πως θα πεθάνουμε μέσα σε τούτο το καλοκαίρι. Μπροστά μας τ’ αμπέλια και οι συκιές που τα παράστεκαν στις άκρες ωρίμαζαν μια γλύκα αβάσταγη. Ο Μπρατίτσας σηκώθη πήρε το παγούρι. Το ‘δωσε πρώτα στον Νικήτα, ύστερα σε μένα. Ήπιε και ο ίδιος. 

Η Κάθοδος των Εννιά 

Οδυσσέας Ελύτης-Το τρελοβάπορο



Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τούς αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μέσ’ στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!




(από το βιβλίο: Oδυσσέας Eλύτης, Ο ήλιος ο ηλιάτορας, Ίκαρος, 1971)




Το τρελοβάπορο - Δημήτρης Λάγιος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος & Χορωδία Λαμίας ( Ντουέτο )

Στράτης Μυριβήλης-Ο Πάνας (απόσπασμα)

Το χωριό ήταν ψηλά στο βουνό, όμως πιο ψηλά ήταν ακόμα το ρουμάνι με τα πουρνάρια, τους σκοίνους και τις αγριοβελανιδιές. Καγκέλι τόλεγαν, απέραστο ήταν από την πύκνα των αγριόδεντρων και των αρκουδόβατων, και όλοι το πρόφεραν με ένα φόβο στην καρδιά! Γιατί το Καγκέλι –αυτό το ξαίρουν όλοι οι χωριανοί στη Μουριά- είναι το κατατόπι των δαιμονικών. Μπαίνεις μέσα στα δέντρα κι ύστερα δε βρίσκεις πια το μονοπάτι να βγεις, ακούς γέλια και γαργαλητά ανάμεσ’ απ’ τις φυλλωσιές, ακούς πνιγμένα μουρμουρητά, και δε βλέπεις κανέναν. Μπορείς να παιδεύεσαι ώρες μες στα μπλεγμένα κλαδιά. Τα ξωτικά λημεριάζουν εκεί πάνω και κανένας γνωστικός δεν αποκοτά ν’ ανέβει για ξύλα. […..] Ο Τσαλέκος του άρεσε ν’ ανεβαίνει κατάστηθα στο Καγκέλι. Εκεί ήξαιρε μονοπάτια που ατός του τάχε ανοίξει με το βατοκόπο, έβρισκε κρύφτες και σπηλιές που μόνο οι αλεπούδες, οι νυφίτσες και τα παγανά είχαν για μονιά τους. Όμως τον ξαίρανε τ΄ αγρίμια, τον ξαίραν και τα παγανά και δεν το πειράζαν. «Είναι ήμερα τούτα τα κακαθρωπιάσματα, και με ξαίρουν. Μπορώ να τους κρεμάσω κουδούνι στο λαιμό» είπε μια μέρα στις κοπέλες που τον ανερωτούσαν.

(Από τη νουβέλα Ο Πάνας, 1949)

Γιώργος Ιωάννου-Το λειρί του πετεινού


Κοίταγες προχτές μιά ὡραία φωτογραφία, ἔγχρωμη. Καί μολονότι σοῦ ἔδινε τόση εὐχαρίστηση, δέν μποροῦσες στήν ἀρχή νά καταλάβεις τί ἀκριβῶς δείχνει. Ὡστόσο κάτι σάλεψε μέσα σου δυσοίωνα. Καί πράγματι διαβάζοντας τίς ἐξηγήσεις τοῦ περιοδικοῦ καί συνηθίζοντας στή θέα τῆς πολύπλοκης φωτογραφίας, κατάλαβες ὅτι ἔδειχνε ἕναν μεγάλο σωρό ἀπό πετεινούς καί κότες, κάτι ὁλόασπρα πουλιά, πού οἱ πτηνοτρόφοι δέν τά ἤθελαν, πλέον, γιατί εἶχαν ἀνεβεῖ ξαφνικά οἱ πτηνοτροφές καί δέν τούς συνέφερε, καί ἔτσι τά θανάτωσαν μέ μία ἀπό τίς πολλές φριχτές μεθόδους, πού αὐτοί ξέρουν.
Παρ' ὅλο τό θάνατο καί τήν ὀσμή του, πού ἄρχισε νά χτυπάει στά ρουθούνια σου, ἡ φωτογραφία ἐξακολουθοῦσε νά φαντάζει στά μάτια σου ὡραία, σχεδόν ρομαντική. Τά λειριά τῶν πουλιῶν, τῶν πετεινῶν ἰδίως, ἁπλωμένα πάνω στά λευκά πούπουλα τῶν ὀρνίθων, πού κάτασπρες καί ἀποκοιμισμένες σάν κουρασμένες νύφες, μέ σφιχτό ἀτλαζένιο στηθόδεσμο, ὅπου εἶχαν γείρει οἱ ἀποκαμωμένοι γαμπροί, συνέθεταν τήν ὀμορφιά καί τίς ἀντιθέσεις τῆς φωτογραφίας.
Πῆρες νά φαντάζεσαι καί νά ἀνακαλεῖς ὡραῖες εἰκόνες θανάτου, πού ἔχεις τύχει στή ζωή σου καί πόσο μπερδεύτηκαν μέ τή ζωή σου αὐτές.
Δέν εἶσαι ρομαντικός, σίγουρα, μά δέν εἶσαι καί ἀναίσθητος μπροστά στά ὅσα βλέπεις νά συμβαίνουν. Τά ἀποκεφαλισμένα λουλούδια, πού εἶχες ἀντικρίσει κάποτε, ἔχουν σαπίσει ἀπ' τό πολύ νερό καί τά ἄλλα ὑγρά πού πέρασαν ἀπό σένα. Ἤσουν πολύ μικρός, ἴσως δέν εἶχες πάει ἀκόμη στό σχολεῖο, ὅταν ἀντίκρισες τόν σωρό τῶν ξεριζωμένων φυτῶν καί τῶν κομμένων λουλουδιῶν μέσα σέ κεῖνο τό πάρκο, μπροστά στήν Ἀχειροποίητο. Ἤσουν μαζί μέ τή γιαγιά σου, πού σέ περνοῦσε πάντα ἀπό κεῖ, γιατί καταλάβαινε πώς τό παρκάκι ἐκείνο μέ τά πολύχρωμα λουλούδια του, τά κόκκινα ψάρια στή χαβούζα1 του, τίς φωταψίες τῶν νερῶν του μέ τά χρωματιστά γυαλιά κατά τίς μεγάλες γιορτές, ἦταν γιά σένα ἕνα πραγματικό παραμύθι, πού θά σέ συνόδευε παρηγορητικά γιά πάντα.
Πρέπει νά ἦταν ἀπομεσήμερο βαριᾶς φθινοπωρινῆς μέρας, καθώς πήγατε νά περάσετε μέσα ἀπό τό πάρκο, γιά νά πᾶτε σέ ἕναν δυτικό συνοικισμό, ὅπου μέσα στή σκόνη καί στά χώματα κατοικοῦσε μιά γνωστή τῆς γιαγιᾶς σου ἀπ' τήν πατρίδα. Ἀμέσως ὅμως μπαίνοντας ἀντίκρισες τά λουλούδια σου, ὅλα κομμένα, ἀποκεφαλισμένα, καί μαζεμένα σέ μοσκοβολιστούς σωρούς ἐδῶ κι ἐκεῖ. Τώρα ξέρεις ὅτι τά εἶχαν κλαδέψει ἤ ξεριζώσει οἱ κηπουροί, γιά νά προετοιμάσουν τήν ἑπόμενη ἄνοιξη, μά τότε ταράχτηκες γιά τήν καταστροφή, πού δέν διέκρινες, βέβαια, τήν αἰτία της καί τήν πίστευες ὁριστική καί πλήρη.
Κάθισες ἀπάνω ἀπ' τούς σωρούς καί πῆρες νά διαλέγεις τά λουλούδια, νά τά πρωτοπιάνεις, νά τά πρωτομυρίζεις, γιατί, βέβαια, τόν προηγούμενο καιρό δέν σέ ἄφηναν οὔτε νά τά ἀγγίξεις. Αὐτό σέ παρηγόρησε ἀρκετά, σέ ἔκανε νά δεῖς τήν ὀμορφιά τους, ἔτσι κομμένα κατά σωρούς, ὅπως στή φωτογραφία μέ τίς νεκρές λευκές κότες μέ τά κόκκινα λειριά — σέ ἔκανε, προπαντός, νά τά προσέξεις ἀπό κοντά, νά δεῖς τήν ὕφανσή τους καί τίς ποικιλίες της.
Ἐκεῖνο πού εἵλκυσε τήν προσοχή σου καί ἔκανε νά ἀναδέψει τό ἄγνωστο μέσα σου ἦταν ἕνα λουλούδι, πού πρώτη φορά ἔπιανες μέ τό χέρι σου καί πρωτοπαρατηροῦσες ἀπό κοντά. Τό λουλούδι ἦταν σέ χρῶμα βυσσινί, μέ ἐλαφρά μαβιές ἀνταύγειες, καί ἔμοιαζε πολύ μέ βελοῦδο. Ἤτανε δηλαδή σάν τό λειρί τοῦ πετεινοῦ καί στήν ὕφανση σάν τό χοντρό βελοῦδο.
Παράτησες ὅλα τά ἄλλα, πού σοῦ φαίνονταν πιά κάπως ἐλαφρά, καί μάζευες μόνο λειριά πετεινοῦ, προτιμώντας μάλιστα τά βαθυκόκκινα. Τό περίεργο εἶναι πώς τά ὀνόμασες ἀμέσως «λειριά», μολονότι τούς πετεινούς μόλις πρό ὀλίγου τούς εἶχες γνωρίσει. Τώρα, μετά ἀπό τόσα χρόνια, καί τόσες ποικιλίες πετεινῶν, ἐξακολουθεῖς μέ τήν ἴδια λέξη νά τά ὀνομάζεις, ὅταν σπανίως πέφτουν στά χέρια σου. Τό λουλούδι ἐκεῖνο δέν ἦταν μόνον σάν τό λειρί τοῦ πετεινοῦ σας, μά ἔμοιαζε καί μέ τό βελοῦδο, μέ τό ὁποῖο ἦταν στρωμένα τά καινούργια ἔπιπλά σας καί πού ἡ μάνα σου τά ἔντυνε μέ κάτι σκεπάσματα γιά τή σκόνη.
Πῆρες τά λουλούδια καί τραβούσατε μέσα ἀπό δρόμους μέ ψιλή ψιλή σκόνη, πού τή στροβίλιζε ὁ ἀέρας πρίν ἀπό τή βροχή. Ἦταν ὅλα ξανθά, ξερά, ξανθωπά καί χωματένια, καί μέσα στούς δρόμους φύτρωνε ποῦ καί ποῦ χορτάρι. Περάσατε ἀπ' τά «Καμένα»,2 ὅπου ὅταν μποροῦσες κυνηγοῦσες ἀκρίδες, πού τίς ἔπαιρνες μετά σπίτι καί τίς ἔβαζες μέσα σέ κουτιά μέ ψωμιά καί ζάχαρες γιά νά τρῶνε, ὅπως νόμιζες, κι ἔνιωθες ἔτσι ἀσφαλής καί πλούσιος — καί μέ τίς συγκινήσεις αὐτές βγαίνατε πιά ἀπ' τά Καμένα καί ἀνηφορίζατε πρός τό Διοικητήριο, ὅπου βρίσκονταν περίπου τά ὅρια τοῦ κόσμου σου.
Τά σύννεφα πού χαμήλωναν ἔδειχναν ὅτι κάποια στιγμή θά ἔπρεπε νά σταθεῖτε κάπου, ὄχι τόσο γιά νά μή βραχεῖς ἐσύ, ἀλλά νά μή βραχοῦν τά ροῦχα σου καί τά παπούτσια σου, γιά τά ὁποῖα ὰγρυπνοῦσε μέ ζῆλο ἡ γιαγιά σου, μετρώντας τά ξεφλουδίσματα καί λαβαίνοντας ἀμέσως σκληρά μέτρα. «Ὅλο στά μπαΐρια3 κοιτάζεις», φώναζε, ὅταν ἄκουγε, θαρρεῖς, μέ πόνο στά σωθικά της, νά χτυπᾶς μέ τά παπούτσια τίς πέτρες.
Τέλος πάντων, ἡ βροχή σᾶς ἔπιασε ἔξω ἀπό μιά ὡραία κεραμιδιά ἐκκλησία, ἴδια μέ κάστρο βυζαντινό. Μπήκατε μέσα, ἐνῶ ξεσποῦσαν οἱ βροντές, οἱ ἀστραπές καί οἱ κρουνοί τοῦ οὐρανοῦ περιέλουαν τό κέλυφός σας. «Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη»,4 εἶπε ἡ γιαγιά σου καί σταυροκοπήθηκε. Ἀνάψατε κερί καί μή ἔχοντας τί νά κάνετε περιεργαζόσασταν μιά μιά τίς εἴκόνες. Το λειρί του πετεινού το ένιωθες ζεστό και ζωηρό στην τσέπη.
Σέ κάποια εἰκόνα ὑπῆρχε ἕνα κεραμιδένιο κάστρο. Μιά ἀρχοντική κόρη ἔστεκε στήν πόρτα τοῦ κάστρου. Ἕνα παλικάρι πάνω σέ ἄλογο κάρφωνε μέ τό κοντάρι ἕνα μεγάλο καταπράσινο θεριό, κάτι πού ἔμοιαζε μέ τεράστια σαύρα.5 Στά πλευρά τοῦ θηρίου, κι ἀπ' τίς δυό μεριές, ἁπλωνόταν κάτι σάν λειρί κατακόκκινο. Χάιδεψες τότε τό λειρί, πού εἶχες στήν τσέπη, καί εἶδες καί τή χαίτη τοῦ ἀλογου νά εἶναι σάν λειρί, καί τό παλικάρι νά ἔχει στό κεφάλι του ἕνα λειρί καί ἡ κόρη νά φοράει ἕνα λειρί σάν στέμμα. Φαντάστηκες ὁλόκληρη τήν ἐκκλησία νά εἶναι στρωμένη ἀπό μέσα μέ ἕνα στρώσιμο σάν λειρί· νά εἶναι βαθιά κατακόκκινη κι ἀπέξω νά βρέχει.
Ἡ βροχή δυνάμωνε ἀντί νά λιγοστεύει. Ἡ γιαγιά σου σέ ἕνα στασίδι εἶχε περιπέσει σέ συλλογή. Βγῆκες λιγάκι στήν πόρτα τοῦ κάστρου. Ἐκεῖ στεκόταν ἕνα ὡραῖο ξανθό παλικάρι, πού σέ χάιδεψε στά μαλλιά ἤ μᾶλλον στό λειρί σου. Κι ἐσύ, πάλι, μή ἔχοντας τόν τρόπο νά τόν χαϊδέψεις στό δικό του λειρί, ἔπιασες τό λειρί τοῦ πετεινοῦ μέσα στήν τσέπη σου, νιώθοντας μιά ἄφατη γλύκα. Σκέφτηκες, ὅτι θά 'ναι τό παλικάρι, πού ἀφοῦ γλίτωσε τήν Ἁγία Αἰκατερίνη ἀπό τό ἑρπετό, θά πάρει τώρα ἐσένα πάνω στ' ἄλογό του καί θά φύγετε. Θά σέ γλίτωνε ἀπ' τή γιαγιά σου.
Ἡ πόλη εἶχε νοτίσει καί σκουρύνει ἀπ' τή βροχή. Ὅλα ἦταν χωματένια, ἕτοιμα νά διαλυθοῦν καί νά ξαναενωθοῦν. Χάιδευες ἐπίμονα μέσα στήν τσέπη σου τό λειρί τοῦ πετεινοῦ, πού ὁλοένα ζωήρευε, σκεπτόμενος μέ δέος τήν ἐπίσκεψη στήν ὁποία ἐπρόκειτο νά σέ σύρει ἡ γιαγιά σου. Ἤθελες νά βρεθεῖς τό γρηγορότερο στό σπίτι, γιά νά κάνεις συγκρίσεις τοῦ λουλουδένιου λειριοῦ τοῦ πετεινοῦ μέ τό λειρί τοῦ ἀληθινοῦ πετεινοῦ σας, καθώς καί μέ τό βελοῦδο τῶν ἐπίπλων σας.
Τό βραδάκι, ταϊσμένος μέ γλυκά κουταλιοῦ καί κουλουράκια, γυρίζατε μέσα ἀπ' τή χωματένια πολιτεία, ἐνῶ πίσω σας ἄστραφτε καί ἔκαμνε νά γυαλίζουν τά νερά στίς λακκοῦβες. «Πρόσεχε, πρόσεχε!», μουρμούριζε διαρκῶς ἡ γριά καί ἐννοοῦσε τά καινούργια σου παπούτσια. Ἐκεῖνες τίς στιγμές τή φανταζόσουν καταπράσινη μ' ἕνα διπλό κατακόκκινο λειρί καί στά δυό πλευρά της.
Τό σπίτι πού μένατε βρισκόταν πίσω ἀπ' τήν Ἀχειροποίητο σ' ἕνα στενό, πού λεγόταν ὁδός Κοζάνης. Ἐπρόκειτο γιά τό πιό τερπνό «ἀδιέξοδο», πού ἔχεις κλειστεῖ στή ζωή σου. Ὁ πετεινός κοιμόταν, βέβαια, στό κοτέτσι κι ἔτσι τό θέμα του ἔμεινε γιά τό πρωί. Μά ἐσύ ἀνασήκωσες τό ντύμα τῶν ἐπίπλων καί ἔκαμνες συγκρίσεις ἀνάμεσα στό λειρί τοῦ πετεινοῦ καί στό βελοῦδο τῆς πολυθρόνας. Ναί, εἶχαν μεγάλη ὁμοιότητα. Καλά εἶχες σκεφτεῖ νά στρώσεις ὅλη τήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ἀπό μέσα μέ τό λειρί τοῦ πετεινοῦ.
Τώρα ἔνιωθες σέ ἀσφάλεια, καθώς οἱ λάμπες τοῦ πετρελαίου σέ περιέλουαν καί σέ προστάτευαν μέ τό ἥμερο φῶς τους. Ναί, ἔμοιαζαν πολύ. Τά ἔπιπλά σας, λοιπόν, τά ὁποῖα τόσο πολύ μισοῦσες μέχρι τώρα, ἦταν στρωμένα μ' αὐτό τό λουλούδι.
Τό πρωί ἔκανες τή σύγκριση καί μέ τό λειρί τοῦ ζωηροῦ πετεινοῦ. Ἦταν ὅμοιο, λιγάκι πιό ἀνοιχτό στό χρῶμα. Ἀργότερα ἔμαθες πώς οἱ πετεινοί ἔχουν διαφόρων εἰδῶν λειριά. Ὁ δικός σας ἔτυχε νά 'χει κοντό λειρί, κοντό καί χοντρό, σάν τό ὡραῖο λουλούδι. «Ἔχει ἕνα λουλούδι στό κεφάλι του», σκέφτηκες.
Τό λουλούδι πῆρε νά μαραίνεται καί κάποια μέρα ἐξαφανίστηκε ἀπ' τό βάζο. Τό εἶχαν πετάξει. Ὁ πετεινός σφάχτηκε τά Χριστούγεννα καί τό κεφάλι του πετάχτηκε στίς γάτες. Τά ἔπιπλα ἀλλάχτηκαν σέ λίγα χρόνια, γιατί τό βαθυκόκκινο χρῶμα τους παραέδειχνε τή σκόνη. Τό πάρκο καταστράφηκε ὁλότελα ἀπό τόν Δῆμο καί μόνο ἡ χαβούζα του ἀπόμεινε, γεμισμένη — ὤ, τῆς ἀθλιότητος! — μέ χῶμα. Οἱ δρόμοι δέν ἔχουν πιά ξανθωπή σκόνη, πού ὅταν βρέχει γίνεται σκουρότερη. Εἶναι ὅλοι τους στρωμένοι μέ ἄσφαλτο. Ἡ γιαγιά σου καί ἡ φιλενάδα της ἔχουν γίνει πρό πολλοῦ κι αὐτές σκόνη. Καί μοναχά οἱ βροχές ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν. Οἱ βροχές, ὁ ἀέρας, οἱ κεραυνοί καί ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, ὅπου μάταια στήν πόρτα της περιμένει ἕνα ξανθό παιδάκι μέ λειρί στό κεφάλι νά τό γλιτώσουν ἀπ' τή γιαγιά του.
Τώρα, συχνά, ὅταν μετά ἀπό βροχή τρέχεις στόν ὕπνο σου σέ κεῖνο τό σπίτι τῆς ὁδοῦ Κοζάνης, στό ὁποῖο δέν μπορεῖς νά πᾶς ἀλλιῶς, γιατί οὔτε αὐτό, οὔτε κάν ὁ δρόμος ὑπάρχει — «Κασταλλίας» τόν ἐπονόμασαν οἱ γελοῖοι! — σιγοψιθυρίζεις τό ἀκριτικό τραγούδι, πού ἔμαθες ἀργότερα:
Ἐψές ἀργά ψιχάλιζε κι ὁ Γιάννης ἐτραγούδα.
Τοῦ πῆρε ὁ ἀέρας τή φωνή στοῦ Δράκοντα τήν πόρτα...
6
Καί λέγοντας αὐτά φτάνεις στό σπίτι σας, ἐνῶ βροντολογάει τό πορφυρό Βυζάντιο πάνω ἀπ' τή Σαλονίκη.
( Ἡ πρωτεύουσα τῶν προσφύγων, 1984)

1. χαβούζα· δεξαμενή νερού.
2. τα «Καμένα»· η σημερινή «πλατεία των Δικαστηρίων» στη Θεσσαλονίκη. Είχε ονομαστεί έτσι λόγω της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917. (βλ. Γ. Ιωάννου, «Στα Καμένα», Για ένα φιλότιμο, 1964).
3. μπαΐρι· ο λόφος· στα μπαΐρια κοιτάζεις· (πιθανώς μεταφορική έκφραση): κοιτάζεις ψηλά, δεν βλέπεις μπροστά σου.
4. Αγία Αικατερίνη· κομψός ναός της εποχής των Παλαιολόγων στη Θεσσαλονίκη. Αγνοείται το βυζαντινό όνομά του. Η χρονολόγησή του τοποθετείται στα τέλη του 13ου έως αρχές του 14ου αιώνα. Είναι σταυροειδής, εγγεγραμμένος, με κλειστή περιμετρική στοά που απολήγει σε δύο συμμετρικά παρεκκλήσια. Στα χρόνια του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β ' (1481-1512) μετατράπηκε σε τζαμί.
5. Ένα παληκάρι πάνω σε άσπρο άλογο... τεράστια σαύρα· πρόκειται για την τυπική απεικόνιση του Αγίου Γεωργίου.
6. Το δίστιχο ανήκει στο ακριτικό τραγούδι «Γιάννης και Δράκος» (Βλ. Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Βασική Βιβλιοθήκη, σειρά πρώτη, τόμος Α ', 1958 — Παράλληλα Κείμενα σσ. 381-382).

Πηγή: http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2712/Neoelliniki-Logotechnia_G-Lykeiou-AnthrSp_html-empl/index_2_10.html



Γιώργος Ιωάννου-Παναγία ἡ Ρευματοκρατόρισσα


Στή μισοβυθισμένη μές στά χώματα Ἀχειροποίητο,1 σέ μιά γωνιά τοῦ νάρθηκα, βρίσκεται σχεδόν παραπεταμένη ἡ Παναγία ἡ Ρευματοκρατόρισσα. Κατεβαίνω ἀρκετά συχνά καί τήν κοιτάζω πικροχαμογελώντας γιά τήν κοινή κατάντια μας. Δέ μοιάζει, βέβαια, μέ προσκύνημα αὐτό πού κάνω καί τό ξέρω καλά. Εἶναι πιό πολύ σάν ἐπίσκεψη σέ μιά παλιά φιλενάδα τῆς γιαγιᾶς μου καί τῆς προγιαγιᾶς μου, ὅπου πάω γιά νά χαϊδευτῶ καί νά κλαυτῶ, μιά κι ἔχουν λείψει προπολλοῦ ἐκεῖνες. Τό κερί τ' ἀνάβω ἁπλῶς γιά νά βλεπόμαστε καλύτερα. Κρυφοκοιταζόμαστε ὥσπου νά λιώσει κι ὕστερα τή φιλῶ στά πεταχτά καί φεύγω. Τά συναισθήματά μας πάντοτε τά καταπιέζουμε στό σπίτι. Ὧρες ὧρες θαρρῶ πώς κάτι θέλει νά μοῦ μιλήσει. Αὐτό καί νά γίνει δέν πρόκειται νά τό θεωρήσω γιά θαῦμα.
Πολλές ἱστορίες, πολλά ἀνέκδοτα καί μυστικά, θά πρέπει νά ξέρει γιά τούς προγόνους μου. Αἰῶνες τήν προσκυνοῦσαν καί τήν ἐμπιστεύονταν στήν πατρίδα. Ἐκεῖ, ἦταν ἀρχόντισσα, εἶχε παλάτι δικό της, αὐτοκρατορικό. Ἐδῶ, μόλις καί τῆς ἐπιτρέπουν νά κουρνιάζει σ' αὐτόν τό νάρθηκα. Πάλι καλά πού δέν τήν ἔστειλαν ἀκόμα σέ κανένα μουσεῖο. Ἡ προσφυγιά κι αὐτηνῆς κι ἡ δική μας οὔτε ἔληξε οὔτε πρόκειται ποτέ νά λήξει. Χάσαμε τά σπίτια μας, τά παλάτια μας, κι ἤρθαμε ἐδῶ νά παλεύουμε μέ τούς σκληροτράχηλους ντόπιους, πού ἀμέσως μᾶς ὅρμηξαν.
Τή Ρευματοκρατόρισσα τή φέραν οἱ παππούληδές μου ἀπό μιά πολιτεία τῆς ΙΙροποντίδας. Τήν ἅρπαξαν μιά Κυριακή πρωί καί φύγαν πάνω στ' ἄλογα. Ὁ δεσπότης δέν πρόλαβε νά βγάλει τ' ἄμφιά του, σάν ἦρθε ἡ εἴδηση πώς ἔφταναν οἱ τσέτες.2 Πρόσταξε μοναχά τόν κόσμο νά πάρει ἀμέσως τά βουνά, κι αὐτός, ἀφοῦ τέλειωσε ὅπως ὅπως τή λειτουργία, ἀνέβηκε στό ἄλογο καί καλπάζοντας μές στά χρυσά τούς πρόφταξε. Οἱ γέροι καί τά γυναικόπαιδα ἔτρεχαν τό κατόπι, γύρω τριγύρω ἔφερναν κύκλους τά παλικάρια, καί δίπλα στό δεσπότη ἕνας παλίκαρος μέ τήν εἰκόνα ἀγκαλιά πήγαινε πάνω στ' ἄλογο. Κρύφτηκαν σ' ἕνα σπήλαιο βαθύ καί γλίτωσαν ἀπ' τούς τσέτες, πού πέρασαν ἀπ' τό διπλανό μονοπάτι. Στά μωρά εἶχαν δώσει μόκο, ἀφιόνι3 δηλαδή, κι ἔτσι δέν κλαῖγαν. Ἦταν ἔμπειροι σ' αὐτά καί ἀπό καιρό γιά ὅλα προετοιμασμένοι. Τή νύχτα κατέβηκαν κρυφά τά παλικάρια καί πῆραν κι ἄλλα πράγματα. Ὅμως τόν Ἅγιο Γιώργη τόν Ἀράπη4 κανένας δέν τόν πρόλαβε, τόν εἶχαν κάψει οἱ τοῦρκοι. Ἔκλαψε ὁ δεσπότης σάν τό ἔμαθε καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά τούς ὁδηγήσει πιά στήν ἐλεύθερη πατρίδα. Σέ δυό τρεῖς μέρες, τραβώντας συνεχῶς κατά τά δυτικά, ἔφτασαν στόν Ἕβρο καί διάβηκαν σά λιτανεία τό ρεῦμα. Ἡ Ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε καί πάλι τό πολύ νερό.
Στή Σαλονίκη τούς πιό πολλούς τούς στρίμωξαν στήν Ἀχειροποίητο ἤ ἐκεῖ γύρω. Οἱ τοῦρκοι εἶχαν μετατρέψει γιά αἰῶνες τήν τεράστια ἐκκλησιά σέ τζαμί κι ἔτσι τήν εἶχαν μαγαρίσει.5 Μποροῦσαν λοιπόν νά τή μαγαρίσουν λιγάκι κι οἱ ἀνοικονόμητοι πρόσφυγες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἔστησαν τήν εἰκόνα τους στή θέση τοῦ ἱεροῦ, χώρισαν μέ κουβέρτες καί σεντόνια χώρους σά δωμάτια κι ἄρχισαν νά ζοῦν. Ἔρωτες, καβγάδες, ξυλοδαρμοί, γλέντια, χαρές καί γεννητούρια, γίνονταν πίσω ἀπ' τά κρεμασμένα σεντόνια, πού τότε μόνο σηκώνονταν ὅλα, ὅταν ἦταν ἰδιαίτερα μεγάλης σημασίας τό γεγονός. Στά καρναβάλια καίγονταν τό πελεκούδι. Ὥς κι οἱ μπαγιάτηδες σαλονικοί προσπαθοῦσαν νά λάβουν μέρος. Ὕστερα ἀπ' ὅλα αὐτά, ἦταν βέβαια περιττό νά ξαναγιαστεῖ ἡ ἐκκλησία, πράγμα ὅμως πού ἔγινε μεγαλοπρεπῶς, μόλις πέταξαν ἀπό μέσα τούς πρόσφυγες. Ἡ εἰκόνα, φυσικά, ἀπόμεινε αἰχμάλωτη τῶν ξένων παπάδων.
Τίς ἱστορίες αὐτές τίς ἔμαθα πολύ ἀργότερα ἀπό ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, πού μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο ἔχει πλέον ἐκλείψει. Ἐκτός ἀπ' τήν εἰκόνα, σχεδόν τίποτε ἄλλο δέν ἀπομένει ἀπό κείνη τή γενιά. Ὅσο τήν κοιτάζω, τόσο θαρρῶ πώς βλέπω στό πρόσωπό της τή γιαγιά μου. Ἔτσι θά ἦταν, βέβαια, καί ἡ προγιαγιά μου. Οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν στίς δικές τους περιοχές. Εἶναι ὅμως νέα ἡ εἰκόνα καί ὄμορφη καί στό δέρμα κεραμιδιά, σάν νά βουτήχτηκε, πράγμα διόλου ἀπίθανο, σέ αἱμάτινο ποτάμι. Πολλές σφαγές θρυλοῦνται στά παλιά τά χρόνια. Ὁ παππούς μου εἶχε μάθει ἀπ' τόν προπαππού μου καί πάντα κοίταζε τήν πλάτη τοῦ ἀρνιοῦ,6 προβλέποντας τά αἵματα, τίς πεῖνες καί τίς δίψες. Πήγαινε τότε κρυφά καί τό 'λεγε καί παρακαλοῦσε γονατιστός τή Ρευματοκρατόρισσα. Ὅταν ἕνα λατρευτό μου πρόσωπο ἔκαμνε συνέχεια αἱμοπτύσεις βαριές τρέχοντας σάν τρελός γιά γιατρούς, πέρασα μιά στιγμή καί τό 'πα στήν εἰκόνα. Μά, ἦταν ἀργά πιά. Ἔτσι τρέχω πάντα στίς δύσκολες ἤ τίς χαρούμενες στιγμές καί τῆς τά λέω ὅλα. Κι ὄχι πώς περιμένω καμιά βοήθεια. Τί νά σοῦ κάνει κι αὐτή ἐνάντια στήν παντοδύναμη μοίρα; Ἁπλῶς νιώθω τή βαθιά ἀνάγκη νά τά ἐμπιστευτῶ σ' ἕνα δικό μου πρόσωπο, πού ξέρει τή ρίζα μου καί τή φύτρα μου κι ἀνησυχεῖ ἴσως γιά ὁρισμένα καμώματά μου. Στούς γάμους, τίς κηδεῖες καί τά βαφτίσια πάντα τούς συγγενεῖς δέν πρωτοθυμᾶται κανένας;
Μιά μέρα, τώρα τελευταῖα, καθώς τῆς παραπονιόμουν νοερά γιά τήν ἀφόρητη πιά ἐρημιά μου, ἄκουσα μέσα μου σάν ἀπάντηση ἕνα ποντιακό τραγούδι μέ ὡραῖο σκοπό:

Τυραννίουμαι καί κλαίω
καί κανέναν δέν τό λέω.
Σ' ἕνα ν-ἔμορφον κορτσόπλον7
τά παράπονα μ' θά λέω.


Τήν εἶδα σά νά μοῦ ἔγνεφε ἐνθαρρυντικά — ἴδια ἡ γιαγιά μου, πού ὥς τά τελευταῖα της ἔλπιζε γιά δισέγγονα. «Δίκιο ἔχεις, ψιθύρισα. Καιρός καί γιά κορτσόπλον, πράγματι. Θά σβήσει τό ρέμα μιᾶς γενιᾶς ὁλόκληρης ἀπάvω μου, ἔτσι ὅπως πάω».

Ἡ σαρκοφάγος, 1971)

1. Αχειροποίητος· Μεγάλη Παλαιοχριστιανική βασιλική εκκλησία της Θεσσαλονίκης αφιερωμένη στην Παναγία Θεοτόκο. Η επωνυμία «Αχειροποίητος» εμφανίζεται για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1320 και σχετίζεται με την εικόνα της Παναγίας δεομένης που υπήρχε στο ναό. [αχειροποίητος· αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από ανθρώπινα χέρια].

2. Τσέτες· Τούρκοι αντάρτες.

3. αφιόνι· ναρκωτικό που παράγεται από το ποώδες φυτό μήκων η υπνοφόρος· κοιν. παπαρούνα.

4. τον Άγιο Γιώργη τον Αράπη· εικόνα του Αγίου Γεωργίου στην οποία ο Άγιος παρίσταται μαύρος. Μια τέτοια εικόνα βρίσκεται στη Νέα Ηράκλεια Χαλκιδικής (την μετέφερε κάποιος πιστός από την Αβησσυνία).

5. μαγαρίζω· μολύνω, λερώνω.

6. ...πάντα κοίταζε την πλάτη του αρνιού· πρόκειται για ωμοπλατοσκοπία, έναν από τους τρόπους πρόγνωσης του μέλλοντος. Η εξέταση της πλάτης των αρνιών του Πάσχα επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Ανάλογος τρόπος πρόβλεψης του μέλλοντος ήταν κατά την αρχαιότητα η εξέταση των σπλάχνων των σφαγίων, συνήθεια που απαντάται και στον Όμηρο.

7. κορτσόπλον· (ποντιακά) το κορίτσι.

Πηγή: http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2712/Neoelliniki-Logotechnia_G-Lykeiou-AnthrSp_html-empl/index_2_07.html


Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει το κείμενό του «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα», ένα από τα είκοσι εννέα σύντομα πεζογραφήματά του από τη συλλογή Η Σαρκοφάγος (1971).

Γιώργος Ιωάννου- Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

 Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο· σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ’ τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.

Η αλήθεια πάντως είναι πώς στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί. Όπου κι αν είμαι, τον Πόντιο, ας πούμε, τον διακρίνω από μακριά· κι από μια γραμμή του κορμιού του μονάχα. Δεν είναι ανάγκη ν' ακούσω την ομιλία του, ούτε να διαπιστώσω την αλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως να πέσω έξω. Από κοντά όμως είμαι ολότελα αλάνθαστος. Το ίδιο και με τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες απ’ τις ακτές, τους άλλους απ' τά βάθη, τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ' την καρδιά της Πόλης, κι απ' το Γαλατά. Οι Θρακιώτες όμως έρχονται πιο καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα. Εξάλλου σα να έχουν χάσει την ιδιαίτερη προφορά τους ή ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ' αυτούς πού ήρθαν απ' τη Ρωμυλία. Αυτό συμβαίνει κι ανάμεσα στους Ηπειρώτες και στους άλλους απ' τις περιοχές του Μοναστηρίου.

Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.

Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σού 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου· μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός πού μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει· εκτός κι αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται απ' αυτά πού τρώει και πίνει, οπότε πράγματι είμαι από δω. Και πως εξηγείται τότε όλη αυτή ή λαχτάρα;

Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταΐοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.

Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει ή ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητα τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.

Κάθε φορά πού φεύγω από κει, με αποχαιρετούν χωρίς να δείξουν παραξένεμα, αν και άγνωστοι μου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.

Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει το κόκκινο και σταματούν τα' αυτοκίνητα, μού φαίνεται για μια στιγμή πώς παύει εντελώς κάθε θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν. Κι όμως βλέπω πώς το πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταματώ πολλές φορές στη μέση τού πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες. Τώρα που δεν εμποδίζουν οι μηχανές, ακούω χιλιάδες βήματα στο πλακόστρωτο. Μού 'ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια αυτό τα ποτάμι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.

Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι' αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν καν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν τύχει να σού μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να 'ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, ή τελευταία λέξη τού πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονα σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες.

Γι' αυτό ζηλεύω αυτούς πού βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήμουν σ' ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.

 

Νεοελληνική λογοτεχνία, γ΄ λυκείου θεωρητική κατεύθυνση, ΟΕΔΒ, 2008, σελ. 247-251

Γιώργος Ιωάννου-Στου Κεμάλ το σπίτι

Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε χρονιά, την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια αρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημά της: "Ο Θεός να σας ανταποδώσει το μεγάλο καλό". Ποιο μεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαμε.

Καθόταν ήσυχα για ώρα πολλή στο κατώφλι της αυλής, κι αντί να κοιτάζει κατά το δρόμο ή τουλάχιστο κατά το πλαϊνό σπίτι του Κεμάλ, αυτή στραμμένη έριχνε κλεφτές ματιές προς το δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε έκλεινε τα μάτια και το πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα παράξενα. Εμείς, πάντως, δεν παραλείπαμε να της δίνουμε μούρα απ' την ντουτιά, όπως άλλωστε δίναμε σ' όλη τη γειτονιά και σ' όποιον περαστικό μας ζητούσε. Η ξένη τα έτρωγε σιγανά, αλλά με ζωηρή ευχαρίστηση. Δε μας φαινόταν παράξενο που της άρεζαν τα μούρα μας τόσο πολύ. Το δέντρο μας δεν ήταν από τις συνηθισμένες μουριές, απ' αυτές που κάνουν εκείνα τα άνοστα νερουλιάρικα μούρα. Το δικό μας έκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σα βύσσινα, και πολύ κόκκινα στο χρώμα. Ήταν ένα δέντρο παλιά και τεράστιο, τα κλαδιά του ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ένα κακό είχε∙ τα φύλλα του ήταν σκληρά και οι μεταξοσκώληκές μου δεν μπορούσαν να τα φάνε. Ήταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ' όλο το Ισλαχανέ κι ακόμα πιο πέρα.

Την πρώτη φορά που είχε καθίσει η άγνωστη γυναίκα στο κατώφλι μας, δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα, όμως σε λίγο μας ζήτησε η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγε χαρούμενη.

Τη δεύτερη φορά, θα ήταν κατά το τριάντα οχτώ, δυο χρόνια, πάντως, μετά την πρώτη, δεν έβαλε μούρα στο χαρτί. Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα στο κατώφλι. Φαίνεται πως ο σπόρος απ' τα προηγούμενα είχε αποδώσει, αλλά για να δώσει και μούρα έπρεπε, βέβαια, να περάσουν χρόνια. Το δέντρο αυτό, όπως όλα τα δέντρα που μεγαλώνουν σιγά, ζει πολλά χρόνια και αργεί να καρπίσει.

Η γυναίκα ξαναφάνηκε και τον επόμενο χρόνο, λίγο πριν απ' τον πόλεμο. Όμως τη φορά αυτή της προσφέραμε νερό απ' τη βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό. Μόλις το έφερε στο στόμα, μας κοίταξε στα μάτια και μας έδωσε πίσω το γεμάτο ποτήρι. Επειδή την είδαμε ταραγμένη, θελήσαμε να της εξηγήσουμε. Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι. "Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι", μας είχε πει. Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της. Για να την παρηγορήσουμε της δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που την έκανε να τιναχτεί: "Θα σου τα έβαζα σ' ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά". Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά είδαμε, πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο. Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ' τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ' αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι. Και τα επόμενα λόγια μας έδειχναν πως η καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως από συμπάθεια κι ελπίδα. Είχαμε κι εμείς αφήσει σπίτια και αμπελοχώραφα εκεί κάτω.

Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας. Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: "η τουρκάλα!" Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω στο σπίτι - τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς να καταφέρει να το γκρεμίσει.

Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε - δεν ήρθε, άγνωστο. Άλλωστε και να 'ρχότανε δε θα 'βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ' τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.

Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος. Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ' το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ' την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γρια να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».


Από τη συλλογή διηγημάτων Η μόνη κληρονομιά (1974)

Νεοελληνική λογοτεχνία, γ΄ λυκείου θεωρητική κατεύθυνση, ΟΕΔΒ, 2008, σελ. 265-268.


Κωνσταντίνος Χατζόπουλος-Άσ' τη βάρκα



Άσ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει το αέρι, τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια - άκρη ο κόσμος δεν έχει·
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί!
Η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα· ας το φέρει
όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι...

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός·
είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση,
είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις·
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ’ αράξεις!..

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις;
Κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;
δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ’ ό,τι ρωτάς;
Κι ότι σ’ έχει μαγέψει, κι ό,τι σου έχει γελάσει,
το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;..


Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
άσ’ τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά·
κι αν τριγύρω βογγά, κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά·
κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει,
πάντα κάπου κρυφή μια χαρά την προσμένει!..

Από τη συλλογή, Απλοί τρόποι, 1920

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος- Ο οβολός

Η μάνα μου σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.

— Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.

— Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.

— Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.

Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.

— Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.

Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μού δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.

Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.

— Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.

Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο και ακολουθούσαμε εμείς.

Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.

Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή — και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.

Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.

Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.

Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δυο τενεκέδες να ξεδιψάσει.

Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.

Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στην τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:

— Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.

Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:

— Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

[1999]

[πηγή: Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο οβολός και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2004, σ. 115-120]

Fernando Pessoa- Η μάσκα πίσω από τις μάσκες

 Λένε;
Ξεχνούν.
Δε λένε;
Θα πουν.
Κάνουν;
Μοιραίο.
Δεν κάνουν;
Το ίδιο είναι.
Γιατί
Να ελπίζουμε;
Όλα
Όνειρο είναι.

Πηγή:Φερνάντο Πεσσόα - Κ.Π.Καβάφης: Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, μτφρ.: Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Μεταίχμιο.

Γιώργος Γεραλής-[Αν ό,τι σκέφτηκες]



Αν ό,τι σκέφτηκες τον μακρινό καιρό,
βαθιά το είχες σκεφτεί, θα σε κουράζει
κάθε φορά που κάτι φεγγερό,
μια ελπίδα ή μια χαρά, θα σου χαράζει.
Κι όπως θα ψάχνεις μέσα στα θολά
της ύπαρξής σου, σαν ανατριχίλα
για μια στιγμή διαβαίνοντας, δειλά
θα σου αναδεύω της καρδιάς τα φύλλα.


Γιώργος Γεραλής (29 Νοεμβρίου 1996)

Μπάμπης Νίντας-Τα θηρία


Αυτές τις ημέρες θα έρθουν τα θηρία.
Μαζέψτε τα παιδιά, τα παιδιά!...
Πάρετε ό,τι μπορείτε
και προχωρήτε προς την έξοδο.
Η πόλις θα γεμίση θηρία...
Αν πάμε στο σπίτι μας
και κλείσουμε τις πόρτες καλά,
νομιζω πως θα είμαστε ασφαλείς.
Ας πάη όπου θέλει ο κόσμος ο πολύς.
Εμείς θα μείνουμε εδώ.
Και εμείναμε, δεν θυμούμαι τώρα πόσο· 
ούτε θυμούμαι αν ήρθαν τα θηρία.
Το μόνο που έμεινε απ' αυτή την ιστορία
είναι το όραμα της έρημης πόλεως
με τους ευθείς άδειους δρόμους
και με τα σπίτια κατάκλειστα, σιωπηλά-
το οραμα μονο.
Στην πραγματικότητα η ζωή κυλά
όπως συνηθως, χωρις θηρια-
κατά το φαινόμενο τουλάχιστον.

Μπαμπης. Νιντας, Εφημεριδα Η Βραδυνη 1/ 2/ 1956.

Κρίτων Αθανασούλης-Τραγούδι για μπουζούκια


Κάτω απ' το φανάρι, στη γλυκειά τη νύχτα, κάτω απ' το φανάρι

καρτερούσα ώρες νάβγει το φεγγάρι, νάρθεις να σε δω,

κατω απ' το φανάρι ο νόμος με μπλοκάρει,

την ταυτότητά σας, σάς παρακαλώ.


Κάτω απ' το φανάρι, βγήκε το φεγγάρι μερικές στιγμές

για να φέξει ακόμα πιότερο στο νόμο

την ταυτότητά μου να επιθεωρησει

μηπως είμαι κείνος που ζητάει για κρίση.


Έστριψεν ο νόμος δεξιά γωνιά,την ταυτότητά μου

πίσω μού έχει δώσει, μα καθώς γυριζω μέσα μου να δω

κάτι μού έχει λείψει. Ε, κυρ-νόμε κράζω

την ελευθερία μου, σε παρακαλώ.


Κριτων Αθανασουλης, Δυο ανθρωποι μεσα μου, 1957.

Σαρλ Μπωντλέρ - Ο Άνθρωπος κ' η Θάλασσα


Πάντα τη θάλασσα, άνθρωπε λεύτερε, θ' αγαπάς!
Αυτή είν' ο καθρέφτης σου· κοιτάζεις τους βυθούς σου
στο κύλισμα τ' ατέλειωτο του κύματος, κι ο νους σου
κλείνει κι αυτός την πίκρα τής αβύσσου τής βαθιάς.

Σ' αρέσει να βυθίζεσαι στο πέλαο που σου μοιάζει·
να κλείσεις στην αγκάλη σου θες τον ωκεανό,
και της καρδιάς σου η τρικυμία καμιά φορά ησυχάζει,
τον άγριο του κι αδάμαστο ακούοντας στεναγμό.

Είστε κ' οι δυο σας σκοτεινοί κι απόκρυφοι· κανείς,
ω άνθρωπε, δε μέτρησε την άπατη άβυσσό σου·
κανείς δεν ξέρει, ω θάλασσα, τον πλούτο τον κρυφό σου,
τόσο με ζήλια κρύβετε τα μυστικά σας σεις!

Κι όμως, νά που αναρίθμητους αιώνες στη ζωή,
ο ένας τον άλλον άφοβα κι ανήλεα πολεμάτε,
τόσο κ' οι δυο σας τη σφαγή, το θάνατο αγαπάτε,
ω πολέμαρχοι αιώνιοι, ω αμείλικτοι αδερφοί!

Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης
Απ' το βιβλίο: Σαρλ Μπωντλέρ - Τα Άνθη τού Κακού, εκδόσεις γράμματα, σελ. 51

Νίκος Εγγονόπουλος- Στα όρη της Μυουπόλεως [I]

Ο

δρόμος προς την

αγάπη

είναι σπαρμένος

μάτια γατιών

μεσ' στο σκοτάδι

και τη σιωπή

π' απλώνεται γύρω

σα δίχτυ χαράς


Ο δρόμος προς

την αγάπη

είναι νυχτερινός


πηγαίνει ψηλά

και φτάνει

εκεί όπου

το μπλε

του κοβαλτίου

κι ακόμη και το κίτρινο

– του καδμίου –

δεν είναι πια τα χρώματα

με τα οποία

βάφω

τις ζωγραφιές μου

αλλά λεπτές

μουσικές

άρπας,

κινύρας

και

σείστρων

φυγής!


Σείστρων

φυγής,

σιγής,

γης


Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής

θως Δημουλάς-Θησεύς



Για τους Λαβύρινθους χρειάστηκες
ένα κουβάρι νήμα. Και κάποιον
να το κρατάει στη είσοδο — όπου
μπορούσες να το δέσεις κιόλας,
αποφεύγοντας έτσι τους έρωτες
που επιτείνουνε τα λάθη.
Για τους Μινώταυρους χρειάστηκες
τη δύναμή σου.
Και θ’ αρκούσε,
θ’ αρκούσε μόνο ν’ αλλάξεις τα πανιά
για να επιζήσει και ο Αιγέας.

Άθως Δημουλάς. 1972. Ο αγρός της τύχης. Αθήνα: Τυπ. Κουλουφάκου. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Άθως Δημουλάς. 1986. Τα ποιήματα (1951–1985). Αθήνα: Στιγμή.

Κώστας Καρυωτάκης - [Όλα τα πράγματά μου...]

Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος,
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς.
Όλα τα πράγματά μου αναθυμούνται
μιαν ώρα που περάσαμε μαζί,
σ' εκείνη τα βιβλία μου λησμονούνται,
σ' εκείνη το ρολόι ακόμα ζει.
Ηταν ευτυχισμένη κείνη η ώρα,
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.
Εχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα,
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.
Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δε μπαίνει.
Το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί
στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει,
αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί.

Δεν ξέρω δω ποιός είναι τώρα ο τόπος, δεν ξέρω ποιός χαράζει τους σταυρούς, κι όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως να ’χω πεθάνει πριν από καιρούς.


ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
( Ελεγεια και Σατιρες - 1927 )

Giuseppe Ungaretti-[Δεν έχω διάθεση]


Δεν έχω διάθεση
να βουτηχτώ
σ' ένα κουβάρι
δρόμων

.
Σέρνω τόση
κούραση
πάνω μου
.
Αφήστε με έτσι
σαν ένα
πράμα
ακουμπισμένο
σε μια
γωνιά
και λησμονημένο
.
Τζουζέπε Ουγκαρέτι
μτφ.: Φοίβος Πιομπίνος
Ίκαρος, 2001.

Κική Δημουλά-Oι λυπημένες φράσεις


Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,

με ημέρα τελειώνει.

Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός

να μη λυθούν οι εβδομάδες.

Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο

και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί

και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.

Λίγο να σταθείς στ' ανοιχτά παράθυρα

και να κοντοσταθείς σ' αυτά που δεν συμβαίνουν,

περνάει η ώρα.

Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα

ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,

σιγά-σιγά η Kυριακή μεσουρανεί

σαν τρομαγμένη απορία.


Στις γειτονιές

περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,

ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,

δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα, ριζικά.

Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν' αρκουδάκι

δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια

στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Mονρόε...

Mη γελάς. Bρέθηκε κάποτε νεκρή η Mονρόε.

Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.


Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,

πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες

στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές.


Nα είχαμε μιαν άνοιξη.

Mη γελάς.

Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.

Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια

πως είναι Aπρίλης.

Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.

Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί

κάθε που αλλάζει ο καιρός,

κάθε που δεν αλλάζει.

Mη γελάς.

Έαρ δεν γίνεται

με ρίμες

ήλιοι-Aπρίλιοι,

ήλιοι-Aπρίλιοι,

ομοιοκατάληκτες στιγμές,

χρόνος χρωμάτων,

στρέμματα φωτός,

χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.

Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα

ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,

και όλα τ' άλλα τρόποι

για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.


Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος

των τραγουδιών η αγωνία

ποια γυναί- ποια γυναί-


Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,

στους δρόμους τους εμπορικούς,

τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.


(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)

Παύλος Ζάννας- Ιστορία και τέχνη στον "Ιβάν τον Τρομερό" του Αϊζενστάιν (απόσπασμα)


Τα περασμένα δεν τα ορίζουμε πια, δεν μπορούν ν’ αλλάξουν. Μπορούμε όμως να δούμε τα τωρινά μέσα από τα περασμένα, να προσπαθήσουμε να τα εξηγήσουμε μέσα στη μεταβλητή τους κίνηση, να προσπαθήσουμε ν’ αλλάξουμε ό,τι περνά από το χέρι μας.

Παύλος Α. Ζάννας (28 Νοεμβρίου 1929 - 6 Δεκεμβρίου 1989)
Πηγή: Ιστορία και τέχνη στον "Ιβάν τον Τρομερό" του Αϊζενστάιν, εκδόσεις Κέδρος.

Φώντας Λάδης-Η Ελιά



Τουτ' η ελιά που χάλασες, έχει κακές τις ρίζες.
Κι αν την σκεπάσεις σίδερο, κι αν τηνε χτίσεις πέτρα,
θε ν' ανασαίνει μες στη γη, θε να μαζεύει πόνο,
θε να μιλά μερόνυχτα, μέχρι να την ακούσουν.

***

Κι αν χτίσεις φάμπρικα τρανή, θ' ακούσουν οι εργάτες.
Κι αν χτίσεις ταρσανά βαθύ, θ' ακούσουν οι μαστόροι.
Κι αν την αφήσεις ξέσκεπη, μπροστά σου θα 'ναι πάντα.
Τουτ' η ελιά που χάλασες, αυτή θα σε χαλάσει.

         Φώντας Λάδης ( 1943 -)

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Νικηφόρος Βρεττακος-Κυριακή


Ήμουν ντυμένος όμορφα σήμερα.

Βγήκα πρωί, διπλωμένος με την

ψυχή σου στην πόλη. Ήμουνα κι’ όμορφος.

Είχα λουστεί χτες βράδυ με τη

μουσική της φωνής σου –

Κρατούσα

την πένα στο χέρι μου κι’ όπου

έβρισκα ήλιο, βουτούσα την άκρη της

κ’ έγραφα στίχους.

Από το «Το βάθος του κόσμου: Παιχνίδια με τα χρώματα», 1961

Γιάννης Μαγκλής-Θώρης ο Στενόκαρδος (απόσπασμα)



"..... Πάλι πέρασε ο χειμώνας κι ήρτανε τα καίκια. Τα καφενεία γιομίσανε ξανά ετοιμοθάνατους. Η βόχα έτρεξε ασυλλόγιστα κι απ' όλα τα στόματα η θλιβερή ευχή ακουγόταν. "Εβίβα παιδιά. Πολλά σφουγγάρια και ρηχά." Λέγανε τούτο ένεκα που τα νερά της Ντέρνας είναι τα πιό βαθιά από όλη την κουστέρα της Αφρικής. Σαν τέλος πάντων οι καπεταναίοι ετοιμάσανε τα χαρτιά μπήκαμε στα τρεχαντήρια και μπαρκάραμε. Τις πρώτες μέρες η δουλειά πάει σιγά, ως να συνηθίσουν τα πλεμόνια. Μα στις δέκα ημέρες απάνω παύουν οι κουβέντες, ο καπετάνιος είναι αγέλαστος, σκληρός κι όλη μέρα βλαστημά. Μιά λύσσα, ο συναγωνισμός, μας καβαλικεύει κι ορκιζόμαστε : γιά σφουγγάρι, για τομάρι.

Αφήκαμε πλιά τ' άσπρα νερά και μπήκαμε στα πράσινα, δηλαδή πιάσαμε τις τριάντα οργιές, μα πάνω στο μήνα αφήκαμε τα πράσινα και μπήκαμε στα γαλανά, πιάσαμε τις σαράντα-σαρανταπέντε. Στο βάθος αυτό όπως θα ξέρεις, ο δύτης δεν πρέπει να μένει παραπάνω από τρία λεφτά στην κάθε βουτιά, μ' αυτός που κρατά το ματζαρόλι (χρονόμετρο) είναι άνθρωπος του καπετάνιου και τόνα λεφτό άμα του βαστά το κάνει δυό. έτσι κάθε φορά που νοιώθεις το ανατριχιαστικό στρούφιγμα της περικεφαλαίας, κάνεις δειλά τον σταυρό σου και με καρδιοχτύπι αναρωτιέσαι: Είναι για τούτη τη βολά ή για την άλλη; Και πάλι σαν τα καταφέρεις και βγεις γερός άλλος φόβος σε συνεπαίρνει. Απλώνεις στην κουβέρτα την απόχη, βλέπεις κατάματα τον καπετάνιο και τον κολαουζέρη και πασκίζεις ν' αρπάξεις απ' την ματιά τους την αστραπή για να καταλάβεις αν είναι φχαριστημένοι. Μα που τέτοια χάρη. Πάντα βλαστημούν και πολλές φορές ο καπετάνιος σηκώνει τη χέρα και την κατεβάζει στα μούτρα του δύτη. Έτσι, μέρα με τη μέρα η σάρκα του κορμιού μας ήρτε και αδυνάτισε από το ανθρακικό οξύ. Λιώσανε τα ξύγκια και τα νεύρα και τότες είπαμε να πιάσουμε στεριά, να κάτσουμε δυό τρεις μέρες και ν' ανασάνουμε.

........................................................................................................................................................................................................

Την άλλη μέρα, συνέχισε, από τ' άγρια μεσάνυχτα βρισκούμασταν πάλι στην κουβέρτα. Ο πουνέντης κατέβαινε ορμητικός από το ανοιχτό πέλαγο και σήκωνε τα κύματα. Και σαν πάρει εκεί να φυσήξει ξέρεις τι γίνεται; "Της Μπαρμπαριάς τα κύματα, της Μπόμπας το κανάλι..." Ωστόσο, που λες, εμείς σαλπάραμε κι ανοιχτήκαμε, μα τα κύματα όλο μας πόδιζαν και μας έσπρωχναν κατά την ξέρα. Ο καπετάνιος πήρε το καγκαβί και τόριξε στη θάλασσα. Για λίγο ακόμα τα κύματα μας έσυραν, ώσπου το σουβλερό καγκαβί ζάτησε σε πέτρα, κόρδισε το σκοινί και το τρεχαντήρι στεριώθηκε. Ο ήλιος μόλις είχε φανεί, όμως κάτι πράσινα και σκούρα νέφη το ζώναν και του κόβαν το χαμογέλιο. Τα πάντα είχανε νεκρική χλωμάδα. "Άντε Θωρή, κάνε την αρχή", φώναξε ο κολαουζέρης, ξεσκύβοντας απ' το καίκι. Κάθε φορά την αρχή λέει ο νόμος της μηχανής την κάνει πάντα αυτός πούχει πατέρα και μάνα στη ζωή. Κι εγώ δεν είχα κανένα. Ας είναι είπα και σκέφτηκα: "Το νου σου Θωρή". Άρπαξα το φόρεμα και το φόρεσα. Ο κολαουζέρης έκανε τον άγριο: "Άντες μωρέ και μας νύχτωσες, φράφκικο αντίδερο". Στυλώθηκα μπροστά του και τον εσκέπασα με το κορμί. "Δάγκωσε την γλώσσα σου, του λέω, μην σου την κόψω. Θαλασσινός είσαι ρε συ ή τυροκόμος;". Αυτός ζορίστηκε κι άπλωσε τη χέρα ν' αρπάξει κάνα ξύλο, μα πλάκωσε ο καπετάνιος και τον άρπαξε. Μετά γύρισε σε μένα με το ήμερο: "Άντες Θωρή λεβέντη μου, να βγάλουμε τα χασομέρια. Άντες γιέ μου". Τα λόγια του καπετάνιου με γλύκαναν και μ' έφεραν στο φιλότιμο. Αρπώ την περικεφαλαία και την χώνω στο κεφάλι.

Σαν πιάστηκα στην σκαλίτσα για να πέσω στη θάλασσα, μου 'ρθε ξαφνικά στο νού το τραγούδι: "Η μηχανή 'ναι η μάνα μας κι η ρόδα η αδελφή μας, και στον κολαουζέρη μας κρέμεται η ζωή μας". Και για πρώτη φορά δείλιασα. Ν' ανεβώ; σκέφτηκα, μα πάλι ντροπιάστηκα να δω τον καπετάνιο στα μάτια. Τι θάλεγε ο άνθρωπος; Έπεσα λοιπόν και βυθίστηκα. Σαν πάτωσα, καμπούριασα κομάτι κι άρχισα να περπατώ πάνω στα γλιστερά φύκια αναγυρεύοντας σφουγγάρια. Και ξαφνικά ακούω ένα βρόντο. Φουρνέλο ή δυναμίτης; Κι αμέσως άλλος... άλλος... Σηκώνω τα μάτια και τι να δω; Μιλιούνια και μιλιούνια οι καλόγριες, μαύρες, μικρούλικες να τρέχουν τρομαγμένες. Σκυλόψαρο, είπα και λεφτόδρωσα. Κάθισα στη λάσπη κι αγνάντευα. Και στο μινούτο φάνηκε το θηριό. Πέρασε από πάνω μου και σκέπασε την καρίνα της τρεχαντήρας. Ρουφούσε μέσα του το νερό και τόφτυνε με τέτοιο κρότο σα νάτανε σπηλιά πούπεφτε μέσα της το κύμα και βρόνταγε. “Αμάν θεέ μου”, είπα, χάθηκα. Λίγο ν’ εγγίξει το μαρκούτσο τόκανε κομάτια κι ο Θωρής θα μείνει στον πάτο αμανάτι. Και τώρα σαν ηχώ της σκέψης μούρθαν τα λόγια του τραγουδιού….. “ Και στον κολαουζέρη μας κρέμεται η ζωή μας”. Πανάθεμα, είπα, για επάγγελμα. Αρπώ στα χέρια το σκοινί και τραβώ πολλές φορές απανωτά: “Ψάρι, λάσκα να μείνω”.

Αφού πέρασε κανά λεφτό πάλι τραβώ το σκοινί τρεις βολές τραβηχτά και πολλές γλήγορα: “Ανοίχτε τα μάτια σας, κίντυνος – θάνατος”. Ζήταγα ζωή από το δήμιο μου. Τέτοιος είναι ο άνθρωπος. Άμα χάσει τη δύναμη του χάνει και την ψυχραιμία του. Ωστόσο το σκυλόψαρο έκοβε βόλτες ολόγυρα. Στρόφιζε την μαύρη του ουρά σαν έλικας βαποριού και μια βρισκόταν απάνω απ’ το κεφάλι μου και μια πέρα μακριά. Ολοένα είχε ανοιχτό το φουρνίσιο στόμα, ρουφούσε και ξερνούσε δέρνοντας και φτύνοντας τα νερά. Ο λάρυγγας του κατακόκκινος, σα σφαμένο ζωντανό, και τα σουβλερά, κάτασπρα δόντια τουάστραφταν και σου φέρνανε σύγκρυο. Το κεφάλι του χοντρό, σαν καζάνι, πλατσωτό από πάνω και σουβλερό από μπροστά και το σταχτί του κορμί χοντρό σαν τον κορμό βελανιδιάς. Από πάνω χτυπάνε τρεις βολές: “Τι κάνεις; έβγα πάνω”. Που εγώ. Λιγάκι να ξεμύτιζα θα μ’ έκοβε σαν αγγούρι. Γιατί, ξέρεις, το σκυλόψαρο μόνο από κάτω σ’ αδράχνει. Όσο στέκεσαι στο βυθό είσαι καλά. Το στόμα του είναι κατεβασμένο και δεν μπορεί να σε πειράξει. Η ώρα πέρναγε. Οι ροδάδες γύριζαν απάνω την ρόδα δρωμένοι κ’ εγώ ρουφούσα το καφτερό οξυγόνο κι ολοένα το καταραμένο το τραγούδι κλωθογύριζε στο νου και με βασάνιζε… “και στον κολαουζέρη μας κρέμεται η ζωή μας”. “Θωρή, σκεφτόμουνα, πάνε τα ψέμματα. Αντίο νιάτα, αντίο Ελίζα, αντίο μαστέλο”. Και θυμήθηκα όλα, όλα Γιώρζη…. Τη φιλία μας, τα λόγια μας, τις επιθυμίες μας, όλα Γιώρζη, τα μικροέργατα, ως και τη συκαμινιά και τις κλωτσιές που σου τραβούσα για να ξυπνήσεις, Γιώρζη, είπε σιγά κ’ η φωνή του είχε κάτι το κλαψάρικο. Τα δάκρυα μου ‘ρθανε στα μάτια και δύο ποταμάκια κυλήσανε απ’ τα ρουθούνια.

Κοίταξα λοξά το Θωρή. Αυτός είχε γυρισμένο το λιγνό, κίτρινο μούτρο και τα βλέφαρα του πεταλούδιζαν. Ο περήφανος Θωρής έκρυβε τα δάκρυα.

-- “ Μα ως πόση ώρα μπορεί να μείνει ο μηχανικός στη θάλασσα;” ρώτηξα εγώ για να κόψω τη θλιφτική σιγή.

-- Ξέχασα να σου πω, είπε ρουφώντας τα νερά που τρέχαν απ’ τη μύτη του, πως ήτανε ρηχά, ως δώδεκα – δεκαπέντε οργιές. Κι άμα τα νερά είναι ρηχά ο δύτης μπορεί να μείνει κάτω πολλές ώρες. Καθόμουνα λοιπόν κ’ έβλεπα ολοένα το φως του ήλιου να δυναμώνει, να φωτίζει κάτω και τα πιο μικρά πραματάκια και σιγά – σιγά πάλι να ξεφωτίζει, να σβήνει τη χαρά και το χαμογέλιο από παντού. Ο ήλιος έγερνε στο σπήλιο του. Το ψάρι, τόρνα – ξετόρνα, γύριζε απάνω μου μ’ ολοένα μεγαλύτερους κύκλους, ώσπου σβηστήκανε πιά όλα τα καντήλια και βρέθηκα σα νεκρός στον τάφο του. Καθόμουνα πότες τσιδά, πότε αλλιώς τεντώνοντας τα χέρια και τα πόδια να ξεμουδιάσω. Με τον καιρό ξεθάρεψα, το πήρα στο αστείο κι άρχισα το τραγούδι: “Να ‘χα μαχαίρι Κρητικό να τρύπαγα τον τοίχο…

-- ” Θυμητικό, είπα και γέλασα ξεπίτηδες δυνατά για να φέρω λίγη χαρά.

-- Και μόνο αυτό ! Θυμόμουνα σου λέω Γιώρζη πράματα και πράματα. Και ξαφνικά τ’ είταν εκείνο; διαμαντικά που χυνόντουσαν; αστραπές π’ αστράφτανε; τα στοιχειά της θάλασσας γλεντοκοπούσαν και ρίχνανε βεγγαλικά; Το θηρίο κοντοζύγωνε πάλι και το ρούφημα και το φτύμα του νερού τόκανε να φωσφορίζει και να γυαλοκοπά. Ζάρωσα τρομαγμένος και μονομιάς μου κόπηκαν συλλοές και τραγούδια… Κι άλλες βολές με σταύρωσε ψάρι, μα δεν με κράτησε παραπάνω από δύο ώρες. Όμως αυτό ήταν άλλο πράμα, λες κι ήταν βαλμένο από τον κολαουζέρη, είπε κι ανακάθησε νευρικά.

-- Πως τα κατάφερες τέλος πάντων και ξεγλύτωσες; ρώτησα περίεργα.

-- Ε, ως εκεί είτανε. Βολτάρησε ακόμα κανά δυό βολές κ’ ύστερις ησυχία και σκοτάδι. Ούτε κρότος ξανακούστηκε, ουδέ φωσφόρισμα φάνηκε. Άρπαξα το σκοινί και χτύπησα συνθηματικά κλείνοντας εφτύς τη βαρβάρα. Το φόρεμα φούσκωσε και πετάχτηκα πάνω.

Οι άνθρωποι ως μέδανε, βάλανε χαρούμενες φωνές και γέλια. Άλλοι μ’ αγκάλιαζαν κ’ άλλοι μ’ αρώταγαν απανωτά και μόνο ο κολαουζέρης μας είταν αγέλαστος σαν κολιός. Ο καπετάνιος σίμωσε χαμογελαστός, άπλωσε το χέρι στον ώμο μου κ’ είπε μισοκοροιδευτικά: “Ε, τι χαμπάρια Θωρή, απ’ τον κάτω κόσμο;” Τέτιο χάδι πρώτη βολά τόκανε σε δύτη. Καλός άνθρωπος ο καπετάνιος, καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται. Ποτές δεν μου κακομίλησε. Να, μόνο κομάτι αχαμνός έπεφτε, τον έσερνε ο κολαουζέρης απ’ τη μύτη. Αν δεν ήτανε κι έτσι, είπε κρυφοστενάζοντας ύστερ’ από λίγη ώρα, και δεν άφηνε το κουμάντο στον κολαουζέρη θάμουνα κ’ εγώ τώρα αλλιώς.

-- Θυμάσαι που σούλεγα να μην πας δύτης;

-- Δεν μπορούσα να μην πάω, μ’ έκραζε το αίμα μου. Θα μου πεις: Μετάνοιωσες, έτσι ‘ναι τώρα καλά που βρίσκεσαι σακάτης; Μετάνοιωσα, ξεμετάνοιωσα δεν έχει. Άμα γιάνω πάλι δύτης θα πάω. Σου λέω, με τραβά το αίμα μου. Εγώ τώρα όσο και να γιάνω, λέει πάλι λυπημένα, θα κουτσαίνω και τα πόδια μου ολοένα θα τρεμουλιάζουν. Μονάχα κάτω στη θάλασσα, που το ρέμα κ’ η πίεση σβήνουνε το πιάσιμο θα περπατώ άνετα. Και τότε ποιος θα μ’ εμποδίσει να νιώσω τη χαρά της λεύτερης περπατηξιάς; φώναξε δυνατά και με κοίταξε με γουρλωμένα και χαρούμενα μάτια. “ Κακόμοιρος ο άνθρωπος” σκεφτόμουνα ακούγοντας τον. Όσο είναι γερός κρατιέται απάνω στη δύναμη του και δεν λογαριάζει τίποτις κι ούτε νοιώθει τίποτις. Κι άμα αποχαμνήσει και σπηλιώσει, γίνει δηλαδή κουφάρι άψυχο αδράχνεται απ’ την ελπίδα και δώστου ο νους του κάνει ολοένα χαρούμενα όνειρα και παιγνιδίσματα.

Πάλι βυθιστήκαμε στα όνειρα και μας πλάκωσε η θλίψη.

-- Και λοιπόν, του κάνω για να φέρω την κουβέντα, πως πιάστηκες δε μούπες.

-- Θα σου πω, είπε, θα σου πω με τη σειρά. Σαν περάσανε λοιπόν τα ρωτήματα και οι εντύπωσες ο καπετάνιος μας είπε: “Άντε τώρα παιδιά να φάμε, γιατί μια που η νύχτα είναι σκοτεινή κ’ η λεωνάδα καργάρει, κάλιο να μείνουμε ράντα να μην πάθουμε καμιά αβαρία”. Φουντάραμε λοιπόν και την άλλη άγκυρα, γιατί η λεωνάδα, που στο ηλιόγερμα είχε μαγγάρει, δυνάμωνε πάλι τώρα και ξεφύσαγε στα γιομάτα. Καθήσαμε στο σουφρά και φάγαμε αμίλητοι το συνηθισμένο καβουρμά και τη μπαζίνα κι ύστερα στοχαστικοί και κουρασμένοι καπνίζαμε το τσιγαράκι μας. Ο καπετάνιος πούτανε πλάι μου λέει: “Μην πέσεις στη θάλασσα αύριο Θωρή, ως να συνέρτεις κομάτι”. Μ’ έπνιξε το φιλότιμο. “Τι να συνέρτω του κάνω, μπας κι είναι η πρώτη βολά που θα μ’ αρεστάρει το ψάρι;” Όμως τόνιωθα πως τούτη τη βολά δεν είτανε το ίδιο. Καταλάβαινα τον εαυτό μου κουρασμένο και νευρικό. Τέλος πάντω, σαν ξημέρωσε ο θεός τη μέρα, μ’ αφρούς και καπνιστά, σαλπάραμε και σηκώσαμε το πανί μουδαρισμένο κι αφού σκατζάραμε ανοιχτά και φύγαμε απ’ τον ψαρότοπο, για να ξεφοβηθούν οι άνθρωποι, είπαμε πάλι να δοκιμάσουμε το φόρεμα. Οι κουπάδες γυρίσανε την πλώρα κατά το ρέμα και με τα κουπιά αναβαστούσανε το τρεχαντήρι. Οι ροδάδες αρχίσανε να δίνουν αγέρα και τότε ο δύτης φοράει την περικεφαλαία και πέφτει. Ο άνθρωπος του κολαουζέρη καθισμένος στο γράδο αρχίζει να φωνάζει: “Είκοσι τέσσερις, είκοσι πέντε…” δηλαδή οργιές. Τώρα μπορεί νάτανε και τριανταπέντε, μα ποιος έχει το δικαίωμα να κοιτάξει και ν’ αντιμιλήσει; Μόνο ο κολαουζέρης και ο καπετάνιος, αμ’ αυτώνε συφέρο τους είναι να βουτάει ο μηχανικός πιο βαθιά και να τους φέρνει πιο πολλά. Ας είναι, αυτό είναι άλλη κουβέντα. Η ώρα περνά, βιράρουν, ανεβαίνει ο δύτης με την απόχη αδειανή. Τόνε βλέπει ο κολαουζέρης κι αφρίζει σαν τον πουνέντε. “Την ψυχή σου, το καντήλι σου, κερατά, αχαίρευτε. Άντες σκάντζα ν’ ανοιχτούμε”. “Σκάντζα ν’ ανοιχτούμε” φωνάζει σαν ηχώ ο καπετάνιος.

Ανοιγούμαστε ως μισή ώρα και ξαναδοκιμάζουμε. Τα νερά σκουρογάλαζα. Θάτανε 40 – 45 οργιές. Και πάλι ο άνθρωπος στο γράδο τραγουδάει: “Τριανταδύο με τριαντατρείς, τριαντατρείς…” Κερατάδες, λέω μέσα μου, μας πήρατε για ψοφίμια. Ωστόσο οι άνθρωποι του κουμάντου είχαν και το δίκιο τους. Τρεις ολόκληρες μέρες καθησιό και τρεις αδουλεψιάς. Κι όσο η τύχη πάει κόντρα, τόσο ο πλεονέκτης αγριεύει και γκρινιάζει. Κι όσο γκρινιάζει, τόσο η τύχη πάει κόντρα. Ανεβαίνει κι άλλος με την απόχη άδεια. Μόνο στα χέρια κρατούσε ένα μεγάλο σφουγγάρι με μπόλικο κοκκινόξανθο χορτάρι. Αρπάζει ο κολαουζέρης το σφουγγάρι, βλαστημά και το ξετάζει. Κοπάδικο, λεφτορούθουνο και φορμάδο, κοντά οκά, μα απ’ την πάντα, με το τράβηγμα είχε σκιστεί. Άχρηστο δηλαδή για φόρμα, μόνο για μετζάνες θάκανε στον έμπορα. Όσο και να πεις έχανε την αξία του.

-- “Ένα σφουγγάρι ρε έπιασες γρουσούζη”, μουγκρίζει ο καπετάνιος και του κατεβάζει τη σφακελιά στα μούτρα, “ ένα κι αυτό σκισμένο;”

-- “Τι φταίω γω” κάνει κείνος δειλά φχαριστημένος που δεν έφαγε κι άλλες. “Είτανε ζόρικο και σκίστηκε στο τράβηγμα”.

-- “Θάχει μπόλικο πράμα” λέει ο κολαουζέρης στον καπετάνιο, “κοίταξε το κατσαρόβρυο” και του δείχνει το χορτάρι.

-- “ Βέβαια και θάχει” λέει ο καπετάνιος “αφού έχει κατσαρόβρυο. Ρίξε το καγκαβί να μην χάσουμε τον μπάγκο”.

-- “Αντε Θωρή, τράτα” λέει πάλι ο κολαουζέρης και με βλέπει τάχατες φιλικά, “άντε να μας αποφανερώσεις λεβέντη μου”. Το φίδι έκρυβε το φαρμάκι του.

-- “Ας το Θωρή” λέει ο καπετάνιος, “βάλε άλλον”.

-- “Τι, για χατήρια είμαστε τώρα” μουρμουρίζει ο κολαουζέρης, “δεν βλέπουμε τα χάλια μας. Αν πάλι είμαστε για χατήρια να το ξέρω”.

Σηκώνουμαι πάνω κι αρπάζω αμίλητος το φόρεμα. Έτρεμα απ’ το κακό μου. “Παλιόσκυλο θα σε συγυρίσω εγώ…” μουρμουρίζω. Και να που τα ‘φερε ο διάολος και με συγύρισε για καλά, είπε ξανά σε λίγο.

Εγώ με την ιδέα πως δεν θα βούταγα, είχα καφαρτίσει και το στομάχι μου βάραινε. Χώρια αυτό, απ’ το πρωί ολοένα κάπνιζα και μου ερέθιζε τα πνευμόνια. Ετοιμάζουμαι και πέφτω. Κατεβαίνω, κατεβαίνω, και τελειωμό δεν έχει. Μια φορά είπε κι έσωσε. Χαμοσκύβω και ψάχνω. Τ’ είτανε κείνο! Όπως στο μποστάνι φυτρώνει το καρπούζι έτσι σπαρμένο το σφουγγάρι. Αρπώ ένα – ένα, το ξεριζώνω και στην απόχη. Ήρθε και γιόμισε η απόχη και ξεχύλισε. Αρπώ το σκοινί και τραβώ τέσσερις φορές καθαρά και δυνατά. “Βγάλτε με απάνω”. Αυτός ο άτιμος αντί να μ’ ανεβάσει μου κατεβάζει κι άλλη απόχη. Τι να κάνω; Ξαναχτυπώ άλλες τέσσερις βολές και περιμένω. Τίποτις. Βρε, λέω, πεσκέσι θα μείνω και κόχλασα από λύσσα. Το αίμα μου πήγε κι ήρτε και με ζάλισε. Κλείνω τη βαρβάρα κι ότι θέλει ας γίνει. Πετιέμαι απάνω. Σα μου βγάλανε την περικεφαλαία και τα βαρίδια μονομιάς ρίχτηκα στον κολαουζέρη.

-- “ Κερατά, πληρώθηκες να μου φας το μάτι;” του φωνάζω και τον αρχίζω στο ξύλο. Πέσανε από το πλήρωμα και μας χώρισαν. – “Τι έγινε;” ρωτά ο καπετάνιος.

-- “ Τι, τι έγινε; Του χτυπώ δυό – τρεις βολές: Βγάλε με απάνω. Κι αυτός μου κατεβάζει την απόχη”.

-- “ Μ’ αυτός παραπονιότανε που αργούσες. Του χτύπαγες λέει μια και τρεις και σου κατεβάζει άλλη απόχη.

-- “ Τον σκατοψεύτη… θέλει να με ξεβγάλει. Μα το Θωρή τον φοβάται η θάλασσα. Θα του δείξω εγώ.”

Αυτό πρόλαβα να πω βγάζοντας το φόρεμα. Και ξαφνικά ένας δυνατός πόνος με δάγκωσε μπρος-πίσω. Μονομιάς μέσα μου κάτι γκρεμίστηκε και κυλίστηκα κουλουριασμένος. Μαχαίρι κοφτερό χωνόταν και μ’ έσκιζε κι άθελα μου κυλιέμαι μουγκρίζοντας σα βόδι που το σφάζουν.

-- “ Οξυγόνο… οξυγόνο”, φωνάζει ο καπετάνιος, κι απ’ την λύπη του τάχε χαμένα.

Πέφτει το τσούρμο απάνω μου, με τεντώνουν, μου ξαναβάζουν το φόρεμα και με ρίχνουνε στην θάλασσα. Εκεί ανάμεσα στα ρέματα, έμενα κοντά μια ώρα. Κι όταν με τράβηξαν απάνω, πάλι τα ίδια. Ο πόνος που μου μαχαίρωνε τα νεφρά δυνάμωνε και με κουβάριαζε.

-- “ Αυτά είναι”, είπε και σώπασε. Πάλι σε λίγο ξαναμίλησε ανόρεχτα. “ Τ’ άλλα τα ξέρεις. Σαλπάραμε και φτάξαμε στη Ντέρνα. Εκεί με πήγανε στο νοσοκομείο μου δώκανε κιν-κίνα και καθάρσιο κι άρχισα να βγάζω αίμα κοντά εικοσιτέσσερις ώρες. Στο νοσοκομείο κάθησα έξι μήνες… και τι τράβηξα… αστα να πάνε στο διάολο…

Πέρασε κάμποσος καιρός και κανένας δεν μίλησε. Κείνος βυθίστηκε στις σκέψεις του κ’ εγώ αμίλητος έκλαιγα το φίλο καταπίνοντας τα δάκρυα μου.” ………….

Οι Κολασμένοι της Θάλασσας

Πηγή: https://www.shipfriends.gr/forum/topic/2841-%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B8%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%83%CF%83%CE%B1%CF%82-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1/

Γιάννης Μαγκλής- Οι Κολασμένοι της Θάλασσας (απόσπασμα)


''Οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες περνούσαν. Οι σφουγγαράδες ανοιχτά στο πέλαγος βουτούν ολημερίς πεινασμένοι, διψασμένοινα μη βαραίνουν την καρδιά, τα πλεμόνια, το στομάχι.

Το μόνο που τους επιτρέπεται είναι λίγη γαλέτα, σαν την μισή απαλάμη τους, που καφαρτίζουν μόλις ξυπνήσουν με τον αυγερινό
ή κανένα ωμό σκόρδο που ανοίγει τα πλεμόνια. Αλλά κόλαση τους το νερό. Πως να δροσίσουν το στεγνό, ξεγδαρμένο λαρύγγι
και το καφτό σίδερο που τσουρουφλά τα μέσα τους και το κορμί τους, σαν ολημερίς δεν έχουνε δικαίωμα να πιούνε μια γουλιά νερό.

Κι ακόμα εκείνες οι πρώτες βουτιές που τους σπάζουν τα ρουθούνια και τ' αυτιά και που το αίμα τρέχει άφθονο με πόνους μεγάλους,
ενώ από ψηλά οι κάθετες, φλογερές αχτίδες του ήλιου τους μαστιγώνουν αλύπητα.

Όμως σιγά-σιγά, με την αδάμαστη θέληση τους συνήθιζαν σ' όλα: στην πείνα, στην δίψα, στην κάψα και τ' αυτιά πια κ' η μύτη δεν πονούσαν.

Ο καπετάνιος χωμένος στην κόμιζα της βάρκας, σκυμένος ολημερίς, τσακισμένος στα δύο με το γυαλί στο χέρι, ανιχνεύει την θάλασσα.
Ένα - δύο - τρία - τέσσερα σφουγγάρια σε βάθος είκοσι, τριάντα και σαράντα οργιές. Τα δείχνει στο δύτη κι εκείνος κρατώντας το
σκαντάλι δυνατά στα δύο τεντωμένα χέρια του, παίρνει βαθιά την ανάσα του και βουτά. Σ' έξη - εφτά δευτερόλεπτα είναι κάτω.
Σφίγγει το σκαντάλι στην αμασκάλη, για να μην ανασηκώνεται από το ρέμα της θάλασσας και προχωρεί.

Κάθε σφουγγάρι που θα δει τ' αρπάζει απότομα και το ξεριζώνει, ύστερα το βάζει στην απόχη, πουναι κρεμασμένη μπροστά του
κι ολοένα προχωρεί γυρεύοντας άλλα.

Όταν θελήσει ν' ανέβει αφήνει το σκαντάλι να πέσει κι αυτός δίνοντας στον πάτο δυνατή κλωτσιά με τις πατούσες του, πετιέται απάνω
με όση γρηγοράδα κατέβηκε. Αμέσως ή σειρά του άλλου, του τρίτου, του τέταρτου και πάλι του πρώτου...

Έτσι ως την ώρα του ηλιογέρματος, που ο καπετάνιος με την ήρεμη φωνή του θα διατάξει: ''Ε! φτάνει παιδιά η δούλεψη, αύριο πάλι με το καλό''.
Τότε μονομιάς νιώθουν όλη την δύναμη να τους παρατά, τα νεύρα τους να χαλαρώνουν, τους ποντικούς τους ν' αδυνατίζουν και μόλις βρίσκουνε
την δύναμη να ξύσουν την μαύρη πέτσα των σφουγγαριών και να πατήσουνε για να βγει η μαύρη και γλιτσερή ουσία, που οι σφουγγαράδες
λένε ''γάλα'', να φάνε κουρασμένα, ανόρεχτα και να ξαπλώσουν για ύπνο...

...Και κάτω εκεί μακριά, μια κουκίδα, ένα μικρό νησάκι, η γλυκιά πατρίδα τους περιμένει: οι γυναίκες, τα παιδιά τους κι ότι γλυκό και ιερό
έχουνε στη ζωή, τους περιμένει.

Αχ! Ας είτανε μπορετό να καθίζανε, δέκα λεφτά μονάχα, έξω στο ασβεστωμένο κατώφλι του σπιτιού τους, χωρίς σκοτούρες και βάσανα,
με το μαστραπά στα χέρια γιομάτο κρύο νερό... Τα παιδιά θα παίζανε τον κούκο στο δροσιό της αλαφροίσκιωτης μουριάς κ' η γυναίκα που μόλις
σηκώθηκε απ' τον κράβατο και την αγκαλιά του άντρα, θα σουρτούφερνε ξυπόλητη ραντίζοντας με νερό το πάτωμα για ν' αποδιώξει
την καλοκαιρινή κάψα...

Μα είσανε τόσο μακριά... τόσο μακριά ολ' αυτά τα παιγνιδίσματα του νου, που μένανε τρομερές, απραγματοποίητες λαχτάρες.''


Γιάννης Μαγκλής, Οι Κολασμένοι της Θάλασσας (απόσπασμα)

Πηγή: https://forum.nautilia.gr/showthread.php?72187-%CB%EF%E3%EF%F4%E5%F7%ED%DF%E1-%D0%EF%DF%E7%F3%E7-amp-%CD%E1%F5%F4%E9%EB%DF%E1/page28

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Πρόδρομος Μάρκογλου-Συμβάν


 

Το αίμα τους

Καθώς σπάζουν τα φράγματα  χύθηκε

Προορισμένο κιόλας ν’ αρδέψει τη γη

Σα ρόδι θρυμματισμένο ιρίδισε

Σκορπίζοντας απαστράπτοντα σπέρματα

Για μιαν ανθοφορία

Σε μιαν άλλη άνοιξη που θά’ ρθει-

            Να υψωθεί στον κόκκινο ουρανό

            Ο ρόδακας

            Του πιο κόκκινου ηλιοτρόπιου.

 

                        1974

 

Από τη συλλογή Το δόντι της πέτρας (Θεσσαλονίκη, 1975).

 

Πηγή:https://www.sarantakos.com/istoria/polyt17n/markoglou_sumban.html

The Doors - Wintertime Love


 

Μίλτος Σαχτούρης-Αποστολή



Στον Νίκο Γκάτσο

Κανείς δε θάβει εδώ
τριαντάφυλλα
τουφέκια ρημαγμένα
δίχως φτερά
γυρίζουνε τις κάννες τους
απάνω μας
το βράδυ
όταν σημάνει προσκλητήριο
μαζεύονται οι σημαίες
κι αυτά τ' άλλα πουλιά
με τ' ανθρώπινα στόματα
που είναι σαν καρδιές
και με το αίμα
και μας κοιτάζουν

Η ιστορία αυτή
γίνεται σε μια λίμνη
εδώ και δέκα χρόνια
απαράλλαχτη
κάθε νύχτα
χειμώνα
καλοκαίρι

από τη συλλογή "Με το πρόσωπο στον τοίχο" 1952

Μίλτου Σαχτούρη: Ποιήματα 1945-1971, εκδ. Κέδρος, 1977.

Odetta - The Foggy Dew


 

B.B. King & Eric Clapton - Help the poor


 

Μίλτος Σαχτούρης- Ο ουρανός



Πουλιά μαύρες σαΐτες τής δύσκολης πίκρας
δεν είν’ εύκολο πράμα ν’ αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του

Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα
κοιτάτε τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ’ άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του

Παραλογαίς, 1948

Γιάννης Βαρβέρης- Μικρή συμβολή στη διαιώνιση



Τα βράδια οι άνθρωποι ξαπλώνουνε να κοιμηθούν.
Μόνον αυτοί που ξενυχτούν αγριεύονται
μα δεν τους παίρνεις λέξη το πρωί.
Τα βράδια κάτι γέρικα μωρά πουδραρισμένα
βαριανασαίνουν πίσω από σκισμένα χείλη χάλκινα
φορούν μαύρα κοστούμια μικροσκοπικά
και περιφέρονται στους νοτισμένους δρόμους.
Είναι φρέσκοι νεκροί που τίναξαν με δύναμη
τα χώματα από πάνω τους
μπαίνουν στην πόλη ψάχνουν τα μαιευτήρια
κρυφά τρυπώνυν στις θερμοκοιτίδες
πνίγουν τα βρέφη χώνονται στα κρεβατάκια τους
και το ξημέρωμα προσμένουνε τη διανομή
στις στοργικές κι ανυποψίαστες ρώγες.

«Νύχτα και νικοτίνη», Αναπήρων πολέμου, 1982.

Φιλέας Τετράζης-Εξήγηση


Φίλη μου,
όταν σου λέω "Αγάπη"
μην υποθέτεις
κάτι απέραντο
όπως λόγου χάρη ο ουρανός.
Μόνο στο νου σου βάλε
να σου κρατώ το χέρι τις εσπέρες
την ώρα που θα γέρνει ο ήλιος
και να μου λες
με των ματιών την τρυφερότητα
"είσαι καλός"
όταν οι άλλοι μ' αποπαίρνουν.

Γνωμοδότηση, 1987