Ήταν παράξενος στρατιώτης.
Περπατούσε σκυφτά πλάι από τοίχους.
Αρνιόταν τον ήλιο με επιμονή.
Τα χείλη του τραβηγμένα
σ’ ένα χαμόγελο πόνου.
Πάντα σφιγμένο το πηγούνι του με πείσμα
ενώ στα μαλλιά του έκρυβε λευκές καταιγίδες.
Κάθε πρωί άναβε
τις επτά ροδιές του στρατοπέδου
και ταχτοποιούσε στο λιόγερμα
τις ακανόνιστες σκιές των κτιρίων.
Μεγάλο του παράπονο
γιατί δεν έχει ένα ποτάμι.
Μου ‘λεγε:
«Κάθε στρατόπεδο πρέπει να ‘χει το ποτάμι του».
Ένα βράδυ το περίπολο
των τρεις με πέντε
του ‘ριξε τις πρώτες σφαίρες,
καθώς προσπαθούσε να βγάλει τα χέρια του
έξω από το συρματόπλεγμα.
Κι η σελήνη έβγαλε μια κραυγή
που πέσαν όλα τ’ άστρα.
Έγειρε σιγά στο γόνατο και τα μάτια του
έμειναν να κοιτάνε πέρα.
Την άλλη μέρα
ένα ποτάμι έσχιζε το στρατόπεδο στη μέση.
Ήταν ένας παράξενος στρατιώτης…
Περιμετρική, 1970
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου