Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Τζένη Μαστοράκη - Α, τι νύχτα ήταν εκείνη...

Ι.

Και λέει, μόνο να πεθάνω ήθελα, και πώς γυρίσαν όλα κι
ανατρέχουν, κύκλο τον κύκλο τ’ αφρισμένα στο νερό,
κύκλο τον κύκλο οι ζωές των ξένων, με ηλικίες αλλόκοτες
ξανάβρισκαν—

στο άγριο των οραμάτων ο βυθός, και στον ασάλευτο αέρα
που άδειαζε, ώ της ερήμου αρμάδες, ώ φτερά, κι ο θρήνος
τα λιωμένα γλείφοντας.

Οι πόλεις, ράκη αστροφεγγιάς, πνέουν, το κόκκινο λειρί τους
στην αντάρα, ζωές των ξένων, η ώρα μία της νυκτός προφτά-
νοντας με το συρμό των καταιγίδων—

κι εγώ που μόνο ήθελα, εγώ

Απόκοτη, όπως ταίριαζε, και χλιαρή από το πλήθος των
αιμάτων, έτσι πεσμένη, πριν κριθεί, εχάθη

στης πικροθάλασσας το κύμα, στ’ ανοιχτά.

Κι αερική, σαν πέρασμα καραβανιών, τρελών θιάσων,
φάρμακο που αρδεύει, αργό, ρούχο αργό των ίσκιων,
που της ταίριαζε,

σαράντα οργιές σκορπίζει στ’ ανοιχτά, σαν οπτασία που
ανθεί στα ξένα, σαν λυπημένο αγρίμι σκόρπιζε, στο κύμα
που φιλεί, και στ’ αξημέρωτα, όπου κοκόρι δεν σημαίνει,
σε ράχη ολόμαυρη,

το χέρι της φυλλοβολεί.
 Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν είναι πια
πρωί, βορράς να φεύγουν, όσοι μονάχα εμποδισμένοι
και νυχτερινοί.
 
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή, τι σκοτεινό ανα-
τρίχιασμα, στους λάκκους, σημάδια που άλλοτε μικρός
περιηγητής,
 
δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή, παρέκει θρόισμα τε-
λειώνει τ’ ακριβά του ρούχα.
 
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας, πίσω απ’
τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που ζυγίστηκε
ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά—
 
τρελό φεγγάρι.
 
Θα ’ρθούνε χρόνοι κοπετών, μαγείας, ξανά η άπιστη σε
φονική αγκαλιά, κι η βλάστηση, ξανά, διαβρώνοντας
τις χαμηλές ρωγμές των τοίχων, τα φορέματα, όπλα που
επήραν τις ζωές ανδρείων,
 
κι απ’ τα ονόματα των άστρων που έφεγγαν, μήτε η λέξη
εωσφόρος, μήτε αλί—
 
Και θα σωπαίνεις πιο καλά, για να μ’ ακούς, φωνή αγνώ-
στου μέσα στο σκοτάδι, το αχ του τιμωρού που ρίχνει
τ’ άρματα, το πότε πια,
 
το πείσμα του αγγελιοφόρου, που αναπλέοντας με κίνδυ-
νο σε κοίλους χώρους, το στόμα του εσφράγισε και
περιμένει.
 
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε γεια,
καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές, τ’
ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας απύθμενης
υπνολαλίας,
 
κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι
αυτό τούς σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστημα,
μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν—
 
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό των αρω-
μάτων σε κλεισμένους χώρους, τον ταπεινό αιγιαλό,
 
τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο των
ονείρων.
 
 Αφού το φίλημα στις σκάλες, ο αποχωρισμός, τα πλοία,
το δαιμονικό, η ολέθρια δούλη, κι αφού το ζάλισμα, λευ-
κός αέρας και πανιών θυμός,
 
άδικα το χρυσάφι, τόσο, τα μαλλιά πού χύνονταν.
 
Η αναγνώριση, ξανά, γιατί θα ’ρθεί, να γίνει αυγή, δάγκωμα
κόβοντας στα δυο τον κόσμο, τα θαύματα, και τα νερά.
 
Να τρέμουν όσοι αγαπήθηκαν, και πώς, το αλάφιασμα, η
άγρια γύμνια, φτάνει, κι εδώ καθηλωμένοι, πώς, να γίνει
πάλι να χαθούν, και πώς, σαν ουρλιαχτό,
 
σαν ουρλιαχτό πέφτει το αίσιο τέλος και—

Για πάντα δεν είναι κανείς, ούτε διαρκεί, κανείς δε θά ’ρθει
απ’ την άλλη όχθη, στις εκβολές βραδυπορώντας με φωτιές.
 
Κι ανίσως το βραδάκι, στα σβηστά, με αδειανό σακούλι
ξεπεζεύει, πάλι απόξενος, δεν εννοεί, και λιποτάκτης δεν
μπορεί ούτε γνωρίζει.
 
Σαν ένας, λέει, που πλοηγώντας θα ξυπνά στη μαύρη λίμνη,
κι όπως παντού η σιγαλιά κι η άπνοια σκιάζει, στις φλέβες
του αφουγκράζεται το αιμοβόρο ψάρι,
 
και γύρω χόρτα πνίγουν τα περάσματα, των ναυτικών τα
ίχνη,
 
τα έια μάλα.
 
 
Μικρό μου, μήτε απ’ τα πουλιά και μήτε—
 
Ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην πεις, και μη
ρωτάς, που κλείδωσαν, απ’ τα ψηλά της παραθύρια γκρέ-
μιζε τα λόγια αλλιώς,
 
μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,
 
το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό μετέωρο
βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή αγνάντεψε τα χαμηλά της
φώτα, την κάπνα πόλης που σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι
άλλο μην πεις, μην τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,
 
απ’ τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ’ τα πουλιά και
μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,
 
μικρό μου—

ΙΙ.

Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά, για πάντα
εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για πάντα το κακό σημάδι
του, παραφροσύνη δίχως γυρισμό, φοβέρα σκιάζει,
 
μια ιερή σαρκοφαγία που εξαντλεί.
 
Κι ό,τι πονά, κι αν λησμονιέται την αυγή, μια νύχτα άλλη,
πλανήτης βάσκανος, ραγίζει η ανατολή, κι ανάρια λάμποντας
το πέρασμά του στο σκοτάδι, σαν ερπετό, μεγάλη σαύρα
που βουτά, θα ’ρθεί, μετά την αγωνία στα στενά, σώμα καμένο
και χλωρό κεφάλι, θα ’ρθεί, κατάχλωρος απ’ τη φωτιά, κι
ό,τι εξαντλεί, σαΐτα, βόλι και κακό φιλί,
 
ο μάγος έρωτας, ο τρόμος έρωτας το φέρνει πάλι.
 
 Ξύπνα, φωνάζει, και μην κλαις, της φώναξε, το χέρι που
τιμώρησε και φεύγει, ξανά μουσκεύει στα παλιά του
αίματα, καιρός που λησμονεί,
 
κι ανάδρομα κυλώντας το φαρμάκι, χλόισε τα χείλη
πρώτα, το κατάσπρο φόρεμα—
 
Σαν το ναυάγιο, που κάποτε αναδύεται, με τα βαριά πανιά,
τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα,
 
κύμα αντρειωμένο το γυρίζει με θυμό, σκίζει το στρώμα,
τα στιλπνά γεμίσματα, λίκνο πλωτό, φυσάει τρελή νοτιά,
 
ξύπνα, κι η νύχτα καταργεί τα εγκλήματα. 
 
 
Τζένη Μαστοράκη
 
 
[απ’ το βιβλίο  Μ’ένα Στεφάνι Φως, 1989, εκδόσεις Κέδρος]



Θάνος Μικρούτσικος - Ο τόπος έχει αλλάξει 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου