Εκεί, προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
περήφανο ως λικνίζονταν το πλοίο
με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
φώτα χρυσά – η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,
στο χέρι εμελαγχόλει… Τι θεία ώρα
στα βαλς που η σάλα αντήχει κι είχεν έβγει
μισή φωτιά, η σελήνη!… Και τι φιόρα
οι έξωμες μηλαίδες και τα ζεύγη,
που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια αιώρει!
Και η Κυρία –ωωω! … που εκράτει πάντα
εκείνο το βιβλίο… Το βαπόρι
στο πέλαο που αγάλι έκανε κ ρ ά τ ε ι…
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
με πάντα το βιβλίο - τώρα – ω νάτη-
κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι ειν’ ωραία,
μα ωχρή… Ενώ το πλοίο πλέει( ή δεν πλέει;)
τον πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα…», του λέει.
- Μα βέβαια, βυθιζόμεθα Κυρία!…
"Άπαντες στίχοι 1936-1970" σελ.58 ,Εκδόσεις Νεφέλη
(Από την συλλογή :"Εαυτούληδες" 1950
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου