Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Ιωάννης Κονδυλάκης-Πώς ερώμιεψε το χωριό

Πολλάκις είχεν ακούσει από τον πατέρα του την ιστορίαν διά την οποίαν εξεπούλησεν από το Μόδι και μετώκησεν εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου. Η αφορμή ήταν ένας Τούρκος με συμπάθιο και ένας χοίρος με συχώρεσι, ως έλεγε δια να εκφράσει το μίσος του κατά του Τούρκου εκείνου ιδιαιτέρως και κατά των Τούρκων εν γένει. Το Μόδι ήτο τότε ακόμη τουρκοχώρι. Είχεν ολίγους Χριστιανούς, αλλά ήσαν ταπεινοί κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδή καλλιεργηταί των τουρκικών κτημάτων με απολαυήν ενός ποσοστού από το εισόδημα. Σχεδόν δούλοι. Ο μόνος όστις είχε κάποιαν ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, διότι είχε και αρκετήν περιουσίαν ώστε να μη δουλεύει τους αγάδες, ήτο ο πατέρας του ο Μιχάλης Αλεφούζος. Αλλά ακριβώς διότι είχεν ανεξαρτησίαν φρονήματος και η σπονδυλική του στήλη δεν ελύγιζεν εύκολα, δεν τον εχώνευεν ο Κερίμ αγάς, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος Τούρκος εις το Μόδι, άνθρωπος φανατικός και τυραννικός, ο οποίος ήθελε τους Χριστιανούς να συναισθάνονται ότι ζουν μόνον κατ’ ανοχήν των Τούρκων. Δια τούτο όταν διέβαινεν ο Αλεφούζος και τον εχαιρέτα μ’ ένα απλούν «καλή ’σπέρα, Κερίμ αγά», έσειε την κεφαλήν και τον παρηκολούθει με απειλητικόν βλέμμα απομακρυνόμενον. Μίαν ημέραν δε είπε προς άλλον Τούρκον παριστάμενον:

– Αυτός, μωρέ, βαλλαή, ο Αλεφούζος, είναι ασής[1]˙ εσήκωσε κεφαλή, δεν είναι ραγιάς αυτός.

Όταν η αιγυπτιακή κυριαρχία έφερε κάποιαν ανακούφισιν εις την κατάστασιν των Χριστιανών της Κρήτης, ο Αλεφούζος, ενθαρρυνθείς, έκαμε μέγα τόλμημα. Ηγόρασεν ένα χοίρον και τον έτρεφε δια τα Χριστούγεννα. Χοίρο στο Μόδι! Χοίρο στο χωριό του Κερίμ αγά, δίπλα μάλιστα στο κονάκι του! Φτου! Ανασινί σικτιγήμ ο γκιαούρης!


Τα πρώτα γρυλλίσματα του γουρουνιού διέχυσαν φρίκην εις το τουρκοχώρι και πολλών Τούρκων οι τρίχες ανωρθώθησαν. Έγινε συμβούλιον των αγάδων εις του Κερίμ αγά και απεφασίσθη να εκδιωχθεί από το χωριό ο αντάρτης Αλεφούζος ή να δολοφονηθεί. Αλλά προ πάσης άλλης ενεργείας να φονευθεί ο χοίρος. Δεν ήτο κατάστασις αυτή. Την περασμένην ημέραν, ενώ ο Κερίμ αγάς εκάπνιζε το τσιμπούκι του εις την αυλήν του, είδε κι επρόβαλε το ρυπαρόν του μούτσουνο από την ημίκλειστον αυλόπορταν. Φτου! Ντινινί σικεΐμ!

– Κιαμιάν ημέρα, βαλλαή, θα μας έρθει και ’ς το τζαμί να μάσε πει καλημέρα! είπεν άλλος αγάς. Αυτός τρυπώνει όπου βρει ανοικτά, μου! μου!

– Πρέπει να το σκοτώνει, ωρέ αγάδες, εγώ το ντομούζι, είπεν ο Τουρκαλβανός μπουλούμπασης, είδος ενωμοτάρχου, ο οποίος αντεπροσώπευεν εις το χωριό πάσαν εξουσίαν. Επεδοκίμασε δε καθ’ όλα τας ληφθείσας αποφάσεις.

Κατά την επιούσαν διερχόμενος προ της οικίας του Αλεφούζου έσυρε την πιστόλαν κι εφόνευσεν το γουρουνόπουλον.

– Γιατί δεν το δένετε, ωρέ, μέσα αυτό το ζουλάπι, φτου, αλλά μπελλιά σινί βερσίν, παρά το αφήνετε και τρυπώνει μέσ’ τα πόδια μας; είπε προς την γυναίκα του Αλεφούζου, ήτις ακούσασα την πιστολιάν ενεφανίσθη εις την θύραν ανήσυχος.

Ο Αλεφούζος ήτο πεισματάρης και μετά μίαν εβδομάδα έφερεν άλλον χοίρον, μεγαλύτερον, από τον Πλατανιάν.

– Μωρέ, για το Θεό, το σκοτωμό σου γυρεύεις, Μιχάλη; του είπεν εις των ομοχωρίων Χριστιανων. Μην τωνε μπαίνεις στα ρουθούνια, γιατί θα σε σκοτώσουνε!

– Δε με σκοτώνουνε, απήντησεν ο Αλεφούζος αταράχως˙ η γιανιτσαριά επέρασε.

Αλλά ο γιανιτσαρισμός δεν είχε περάσει όσον υπέθετεν. Ο μπουλούμπασης εφόνευσε και τον άλλον χοίρον, προφασισθείς τώρα ότι του ανέτρεψε τον ναργιλέ του. Ενόησε δε ο Αλεφούζος ότι, εάν εξηκολούθει προς πείσμα ν’ αγοράζει χοίρους, θα εβοήθει τον Τουρκαλβανόν να εξασκείται εις την σκοποβολήν.

Ο δε Καρίμ αγάς, ο οποίος έπνεε μένεα, εξεθύμανεν επί τέλους μίαν ημέραν, όταν συνήντησε καθ’ οδόν τον Αλεφούζον:

– Ειντά ’ναι, μωρέ, τα εντεψισλίκια που κάνεις! Χοίρους, μωρέ γκιαούρη, θα μάσε φέρνεις στο χωριό;

– Δεν ειν’ εντεψισλίκι, Κερίμ αγά, απήντησε με τόνον ευλαβή, αλλ’ευσταθή ο Αλεφούζος. Η πίστις μας λέει να τρώμε χοιρινό, με συμπάθειο…

– Η πίστις σας! Να… την πίστη σας!

Και συγχρόνως ύψωσε το τσιμπούκι και το κατέφερε κατά του Αλεφούζου. Αλλ’ ούτος, αποφυγών το κτύπημα, εκράτησε τον βραχίονα του αγά.

– Σ’ εμένα, μωρέ, σήκωσες χέρα, σκυλόπιστε! ανεκράυγασεν ο Κερίμ αγάς και ήρχισε να τον κτυπά λυσσωδώς. Άλλοι Τούρκοι προσέτρεξαν και ο Αλεφούζος μετ’ ολίγον ωδηγήθη εις το σπίτι του αναίσθητος και αιματοβαμμένος. Μετά ένα δε μήνα, εξελθών μίαν νύκτα δια να ταγίσει τα βόδια του, επυροβολήθη παρ’ αγνώστου και πληγωθείς εις τον ώμον διέτρεξε μέγαν κίνδυνον και επί πολύ έμεινε κατάκοιτος. Βεβαιωθείς δε ότι οι Τούρκοι είχαν απόφασιν να τον ξεκάμουν, ηναγκάσθη να ξεπουλήσει και να καταφύγει εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου.

Ο υιός του Σταμάτης, είχεν ακούσει πολλάκις παρά του πατρός του αυτήν την ιστορίαν και από της παιδικής του ηλικίας εμάζευε μίσος εις την ψυχήν του εναντίον των Τούρκων και ιδίως των Μοδιανών και ονειροπόλει εκδίκησην. Ο Κερίμης είχεν αποθάνει, είχε αποθάνει και ο γέρος Αλεφούζος˙ ας κάμουν καλά αυτοί οι δύο εις τον άλλον κόσμον, όπου βεβαίως απεκόμισαν και το μίσος των. Αλλ’ όπως ο Αλεφούζος είχε αφήσει υιόν, είχεν αφησει υιόν και ο Κερίμης τον Αρίφ αγάν. Αυτοί οι δύο θα έλυαν τους οικογενειακούς λογαριασμούς. Ο Αρίφης ήτο όλως διάφορος του πατρός του. Αγαθός άνθρωπος, αγαπών το κρασί και τας διασκεδάσεις, τα είχε καλά με Χριστιανούς και Τούρκους, και εμοίραζεν τον καιρόν του μεταξύ του Μοδιού, όπου είχε σύζυγον και τέκνα, και των Χανιών, όπου είχε ερωμένας και συμπότας. Το μόνον έργον του ήτο να διασκεδάζει και να δανείζεται ή να πουλεί, όταν το εισόδημα δεν επήρκει εις τα ανάγκας του.

Ο Σταμάτης είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του την φιλεργίαν και την ιδιαιτέραν κατά των Μοδιανών Τούρκων μνησικακίαν. Ήτο της αυτής περίπου ηλικίας με τον Αρίφην, νέος τριανταπέντε ετών, ηράκλειος την κατασκευήν, με γενειάδα ξανθήν και τραχείαν, με μάτια γεμάτα ζωηρότητα και πονηρίαν.

Μίαν ημέραν έμαθαν οι Μοδιανοί έξαφνα ότι ο Σταμάτης Αλεφούζος εξηγόρασε τα πατρικά του κτήματα και μετ’ ολίγας ημέρας εγκατεστάθη εις το πατρικόν του σπίτι δίπλα εις το κονάκι του Αρίφη. Μία δε από τα πρώτας του φροντίδας ήτο να φέρει εξ Ακαράνου μίαν γουρούναν με 6-7 γουρουνόπουλα, τόσον θορυβώδη και αεικίνητα, ώστε ενόμιζες ότι εγέμισε χοίρους το χωριό. Και πράγματι εγέμισε, διότι και όσοι εκ των Χριστιανών Μοδανιών δεν είχαν ηγόρασαν, και όσοι τους είχαν δεμένους τους άφηναν ελεύθερους να περιφέρωνται εις το χωριό και εις τους πέριξ αγρούς, να επισκέπτωνται ενίοτε το τουρκικόν καφενείον, να εισέρχωνται εις τας τουρκικάς αυλάς, προς μεγάλην αγανάκτησιν και φρίκην των χανουμισσών, και ν’ αναστατώνουν τους λαχανοκήπους των αγάδων.

Τώρα πλέον μπουλούμπασης δεν υπήρχε και η εποχή του γιανιτσαρισμού είχεν απομακρυνθεί τόσον, ώστε εκινδύνευε να λησμονηθεί. Το Μόδι από τουρκοχώρι, μετεβάλλετο εις χριστιανοχώρι, διότι κατά την τελευταίαν επανάστασιν πολλοί των Τούρκων εφονεύθησαν ή εκόλλησαν εις τα Χανιά˙ τους  Τούρκους δε διεδέχοντο Χριστιανοί εκ των ορεινών χωρίων, μιμηθέντες το παράδειγμα του Σταμάτη και αγοράζοντες τα πωλούμενα τουρκικά κτήματα. Όσον δε έβλεπε τον χριστιανικόν πληθυσμόν του χωρίου αυξάνοντα και τον τουρκικόν ελαττούμενον, ο Σταμάτης εθριάμβευε. Και μίαν ημέραν είπε προς τον Αρίφην με μειδίαμα πειρακτικόν:

– Αϊ, Aρίφ αγά, να ’ζιε ο ραμετλής[2] ο μπαμπάς σου να ’δει το χωριό ετσά που γίνηκε!

Ο Αρίφης εσκυθρώπασε.

– Πώς εγίνηκε; είπε με φωνήν πνιγμένην.

– Να, ρωμέικο, λω δα! Γιάδε, γιάδε!

Και με θριαμβευτικήν χειρονομίαν του έδειξε κοπάδι γουρουνόπουλα, τα οποία ήρχοντο ακολουθούντα την βραδυπορούσαν μητέρα των. Ο Αρίφης όμως παρετήρησε τα γουρουνόπουλα χωρίς να πτύσει ή να βλασφημήσει, ως ο πατέρας του.

– Αν έζιε ο μπαμπάς σου, προσέθηκεν ο Σταμάτης, θα ’σκαζε.

Αλλ’ όσον έβλεπεν ότι ο Αρίφης, αντί να θυμώνει, εφαίνεται μάλλον λυπούμενος από τα πειράγματά του, του Σταμάτη το πείσμα εμετριάζετο. Και εγκατέλειψε μίαν εκδίκησιν την οποίαν εσχεδίαζε προ πολλού˙ να στείλει την ημέραν του Μπαϊραμιού ως δώρον προς τον υιόν τού Κερίμ αγά το καλύτερόν του χοιρίδιον.

Αλλ’ ουδέποτε ίσως η ψυχή του Σταμάτη εχάρη όσον κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων, ότε το Μόδι αντελάλησεν από κραυγάς χοίρων σφαζόμενων. Δια να εντείνει την αγαλλίασίν του αυτός επανέλεγε γελών κι από τ’ αυτιά, κατά το λεγόμενον:

– Σήμερο μόνον το κατάλαβα πώς το Μόδι ερώμιεψε.

Πάντοτε δε είχε την ιδέαν ότι, μεθ’ όλην την απάθειαν την οποίαν εδείκνυεν ο Αρίφης, ενδομύχως έσκαζε. Δεν ήτο και μικρό να του σφάξει δύο χοίρους μπρος την πόρτα τους! Αλλά μετά τινάς ημέρας ο Αρίφης, επιστρέφων από τα Χανιά, εσταμάτησεν έφιππος προ της θύρας του Σταμάτη.

– Καλησπέρα, γείτονα, είπε προς τον εμφανισθέντα Σταμάτην. Φέρε κρασί να με κεράσεις… Είμαι στα κέφια μου απόψε.

Ο Σταμάτης εκινήθη δια να φέρει κρασί, αλλ’ο Αρίφης τον εσταμάτησε.

– Κι ένα καλό μεζέ.

Έπειτα έσκυψεν εκ του εφιππίου και είπε χαμηλοφώνως:

– Ένα κομμάτι.. λουκάνικο!
........................................................................................................

[1] Ασής = αντάρτης

[2] Ραμετλής = μακαρίτης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου