Το μακρύλαιμο λευκό πουλί
είχε πει το τελευταίο του άσμα
κι οι τελευταίες φωτογραφίες
είχαν τακτοποιηθεί στα συρτάρια.
Πάνω στο δέρμα της έμπνευσης
μέτρησα τα σπυριά
πότισα τη μαραμένη τριανταφυλλιά
κι όπως έπαιρνα τη σακούλα
με τ’ άπλυτα εσώψυχά μου
και τράβαγα για το εξοχικό του ουρανού
φάνηκε το «άλλο»
εκείνο που κάνει το «παλιό»
να λάμπει σαν βραχιόλι ακριβό
σε θείο καρπό
και το χρόνο να μοιάζει χωρίς τέλος και αρχή.
Τώρα το πρόσωπο φέρει καθαρό το μήνυμά του
η θλίψη έχει όνομα
και τα βαθιά της μάτια χρώμα.
Παράδεισος είναι πια να ξέρεις
την ταυτότητα αυτού που σε πονά
και να μην περιπλανιέσαι
μέσα στ’ άδειο.
Α, τι ευλογία
όταν αυτό που ’χασες
είναι συγκεκριμένη περιουσία
και δεν κλαις απλά
γιατί είσαι φτωχός
όταν έχει όνομα η απουσία
κι η θλίψη μόνιμη κατοικία.
Όταν έχεις μυρίσει τη μεθυστική μυρωδιά
αυτού που σου λείπει
κι είναι μελωδική η φωνή εκείνη
που ποτέ δεν θα την ακούσεις να σε καλεί…
Ο πόνος ανεβαίνει τότε σαν τραγούδι
η σφαγή γίνεται γιορτή
και λάμπει σαν οπτασία η αλήθεια:
Ναι, η ζωή έχει από μας
άπειρα πιο μεγάλη φαντασία.
Και μεταφράζει σε έρωτα της ζωής το τέλος
Η ύλη μόνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου