Έπεσε χιόνι. Μεθυσμένος από πορφυρό κρασί εγκαταλείπεις μετά τα μεσάνυχτα τη σκοτεινή περιοχή των ανθρώπων, την κόκκινη φλόγα της γωνιάς τους. Ώ τα σκοτάδια!
Μαύρη παγωνιά. Σκληρή είναι η γης, πικρός αγέρας. Κακά σημάδια προμαντεύουν τα άστρα σου.
Με πετρωμένα βήματα προχωρείς ποδοκροτώντας προς το ανάχωμα, με μάτια στρογγυλά, σα στρατιώτης που χιμάει σ’ ένα μαύρο οχυρό. Avanti!
Χιόνι και φεγγάρι!
Ένας κόκκινος λύκος που τον πνίγει ένας Άγγελος. Τα πόδια σου αντηχούν προχωρώντας σα γαλάζιος πάγος κι ένα χαμόγελο γεμάτο θλίψη και περηφάνια πέτρωσε το πρόσωπό σου και το μέτωπο χλομιάζει μπροστά στην ηδονή της παγωνιάς˙
ή σκύβει βουβά πάνω απ’ τον ύπνο ενός φύλακα που έγειρε μες στην ξύλινη καλύβα του.
Παγωνιά και καπνίλα. Ένα λευκό πουκάμισο άστρων καίει τους ώμους που το φορούν και οι γύπες του Θεού κατασπαράζουν τη μεταλλική καρδιά σου.
Ώ ο πετραδερός λόφος. Ήσυχα και λησμονημένα λιώνει το κρύο κορμί μες στο ασημένιο χιόνι.
Μαύρος είναι ο ύπνος. Το αυτί ακολουθάει ώρα τα μονοπάτια των άστρων στον πάγο.
Με το ξύπνημα αντήχησαν οι καμπάνες του χωριού. Από την ανατολική πύλη πρόβαλε ασημένια η ρόδινη μέρα.
Μετάφραση: Δημ. Στ. Δήμου
Πηγή: https://www.monocleread.gr/2018/01/15/georg-trakl-xeimwniatikh-nyxta/
...........................................................................................................................................................
Έπεσε χιόνι. Περασμένα μεσάνυχτα, με πορφυρό κρασί μεθυσμένος, εγκαταλείπεις των ανθρώπων τη σκοτεινή επικράτεια, την κόκκινη φωτιά του τζακιού τους. Ω, το σκοτάδι!
Μαύρη πάχνη. Σκληρή είναι η γη, πίκρας γεύση ο αέρας έχει. Άσκημα σημάδια τ’ άστρα σου λένε.
Με πετρωμένα βήματα πατάς, περπατάς στο ανάχωμα της πλατφόρμας του τρένου, με μάτια ολοστρόγγυλα, σαν τον στρατιώτη που εφορμά σε μαύρο χαράκωμα. Αβάντι!
Χιόνι πικρό και φεγγάρι πικρότερο!
Κόκκινος λύκος, τον στραγγαλίζει άγγελος. Τα πόδια σου, εκεί που πηγαίνεις, σαν γαλάζιος πάγος σκληρίζουν, και χαμόγελο όλο θλίψη και έπαρση έχει πετρώσει την όψη σου, και χλομιάζει μπρος στου παγετού τη λαγνεία το μέτωπό σου· ή γέρνει αμίλητο επάνω από τον ύπνο κάποιου φύλακα, που μες στο ξύλινό του καλύβι εβούλιαξε.
Παγωνιά και κάπνα. Λευκό πουκάμισο με αστέρια τους ώμους καίει που το φοράνε, και του Θεού γυπαετοί σπαράζουν τη μεταλλική την καρδιά σου.
Ω, ο πετρόλοφος. Γαλήνη λειώνει – λησμονημένο κείται το κρύο κορμί στο ασημένιο χιόνι.
Μαύρος ο ύπνος. Και για ώρα το αφτί ακολουθεί των αστεριών τα μονοπάτια στον πάγο.
Ξυπνάς κι ακούς του χωριού τις καμπάνες. Από την ανατολική πύλη πέρασε με τ’ ασήμια της όλα η τριανταφυλλένια μέρα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου