Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Τίτος Πατρίκιος-Η πύλη των λεόντων


Τα λιοντάρια είχαν χαθεί από χρόνια

ούτε ένα δεν βρισκόταν σ’ όλη την Ελλάδα

ή μάλλον ένα μοναχικό, κυνηγημένο,

κάπου είχε κρυφτεί στην Πελοπόννησο

χωρίς ν’ απειλεί πια κανέναν

ώσπου το σκότωσε κι αυτό ο Ηρακλής.

Ωστόσο η θύμηση των λιονταριών

ποτέ δεν έπαψε να τρομάζει

τρόμαζε η εικόνα τους σε θυρεούς και ασπίδες

τρόμαζε τ’ ομοίωμά τους στα μνημεία των μαχών

τρόμαζε η ανάγλυφη μορφή τους

στο πέτρινο υπέρθυρο της πύλης.

Τρομάζει πάντα το βαρύ μας παρελθόν

τρομάζει η αφήγηση όσων έχουν συμβεί

καθώς τη χαράζει η γραφή στο υπέρθυρο

της πύλης που καθημερινά διαβαίνουμε.


Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, IV (1988-2002), Αθήνα, Κέδρος, 2007

Λένα Παππά- [Ιούλιος-Αύγουστος]

Ο ηλιοφόρος Ιούλιος λίγος,
ο εύγευστος Αύγουστος ελάχιστος
και πότε κι όλας ο σιγαλός Σεπτέμβριος.

Προς το κενό καλπάζοντας
να κρατηθείς, από πού
να φύγεις,
κλειδί—κλαδί δεν έχει ο χρόνος λείος, απότομος
κάθε στιγμή του γκρεμός — πώς να σώσεις
την αστραπή τη ζωή σου
—μ' ένα ποίημα, μ' ένα παιδί,
μ' ένα άγαλμα στο μουσείο;

Μία, δύο και τρεις φορές κι εκατοντάδες
κι αν έρθει ο Ιούλιος
κι ο Αύγουστος αν έρθει πάλι
στο θάνατό σου θα σ' εγκαταλείψουν
που λίγο-λίγο, καθημερινώς σ' έχει κερδίσει, όσα
φιλιά κι όσα φτερά
μέσα τους κι αν επρόφτασες να θησαυρίσεις.

Λένα Παππά (1932)

Σπύρος Κοκκίνης (Επιμ.),  Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης: Από Τα Άνθη Ευλαβείας έως τις μέρες μας (1708-1989), Αθήνα: Εστία 2008.

Πηγή:http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/papa_ioulios.html

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Νίκος Καρύδης -Στοιχεία ταυτότητας


Mπορείτε να γράψετε, κύριε αστυνομικέ,

ότι πατρίδα μου εμένα είναι

ο φίλος μου ο Σάκης Mανουηλίδης

που σκοτώθηκε στα βουνά της Aλβανίας

ο συμμαθητής μου Aλέξανδρος Kαΐρης

που εξετέλεσαν οι Γερμανοί ξημερώματα

στο Σκοπευτήριο

και ο Nίκος Mαθάς που

πέθανε από τις κακουχίες στην Kατοχή.


Aν αυτά δεν σας λένε τίποτα, κύριε αστυνομικέ,

τότε μπορείτε να γράψετε

ότι πατρίδα μου εμένα είναι

οι λεμονιές στον κάμπο της Σπάρτης

οι ελαιώνες της Mυτιλήνης

η Παναγιά η Oρφανή στο λαγκάδι

του Mυλοπόταμου

η Aγία Mόνη στο βουνό του Tσιρίγου.


Eγώ υπογράφω.


Έως την Eίσοδο, Ίκαρος 1980.

Νίκος Καρύδης-Η κόρη της θάλασσας


Ψάχνω μες σε κλειδωμένα συρτάρια,

ψάχνω μέσα σε ξεχασμένες κασέλες,

ψάχνω μέσα στα μάτια μου,

σαν μοναξιά ψηλού βουνού,

σαν ρίζα εκατόχρονου δέντρου,

σαν αγέρας παλιός, πελαγίσιος,

ο καιρός που σ’ αγαπώ ίδιος.

Κορίτσι της θάλασσας που γελά,

ο σημερινός, ο αυριανός,

δε μπορεί, κάποιος ήλιος

ταξιδευτής θα σε φέρει,

αλτάνα με τα είκοσι γαρύφαλλα

σε κάποιον ήλιο θα σε κερδίσω,

θα σε κερδίσω.

Ο καιρός που σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, ξεκινά

μέσα από τα Κρητικά περβόλια,

αγκαλιασμένος με γαρύφαλλα,

τραγουδημένος με μαντινάδες,

ξεκινά μέσα από τα πρώτα πετράδια

ζωγραφισμένος με πράσινα

και κίτρινα χρώματα.


Νίκος Καρύδης (1917-1984)


Πηγή: http://www.poiein.gr/archives/14087/index.html

Νίκος Καρύδης-[Θα ξαναβρεθούμε καπότε]

 Θα ξαναβρεθούμε κάποτε

πρωινό ξανθό καλοκαίρι

πικραμένη θάλασσα του Γενάρη

κάποτε

όταν δαμάσουμε αυτόν τον άνεμο

που μας κυνηγά και τον κυνηγάμε

που μας φέρνει πάνω απ' τα

ασπρισμένα σπίτια των νησιών

και κάτω απ' τους ίσκιους των νεκροταφείων

που μας παγώνει τα χέρια

και μας καίει τα μαλλιά

όταν νικήσουμε αυτόν τον άνεμο

θα ξαναβρεθούμε.


[...]

Χαθήκαμε

και δεν έχει πια καράβια δεν έχει καΐκια

δεν έχει βάρκες

κι οι βαρκάρηδες έχουνε πεθάνει

πριν από χιλιάδες χρόνια.

Όλες οι θάλασσες είναι μεγάλες

όλα τα βουνά είναι ψηλά

πού θα γείρουμε να κοιμηθούμε

πού θα σταθούμε για να κλάψουμε;


Όμως

εσύ και γω

θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.


Νίκος Καρύδης, Τα ποιήματα: 1944 - 1984, εκδόσεις Ίκαρος.


Αργύρης Χιόνης, “Το ωραίο καλοκαίρι”


Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι

ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα ‘φτιαξε με τον ήλιο

κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες

σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο

τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα

ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο

όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες

σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός

αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε

πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πιρούνι

και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο

ακίνητο ένα καλοκαίρι

φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά

δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε

κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι

ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

κανείς δεν ξέρει

ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι

κανείς δεν ξέρει


Αργύρης Χιόνης, Λεκτικά τοπία, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1983

Leο Tolstoy-Περί Τρέλας (απόσπασμα)


Here Are Tolstoy's 17 'Rules of Life'

Και οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια πυρετώδη υπερένταση, σε μια συνεχή βιασύνη και ανησυχία, καταβάλλουν ολοένα μεγαλύτερο μόχθο προκειμένου πάντα να πετύχουν στόχους μάταιους

ή ολοφάνερα επιζήμιους, και παράλληλα τους διακρίνει ένας ακλόνητος ναρκισσισμός,

ώστε όχι μόνο δεν βλέπουν,

δεν θέλουν και δεν μπορούν να δουν την τρέλα τους, αλλά είναι και περήφανοι γι' αυτήν, προσδοκούν από τούτο τον παραλογισμό να τους προσφέρει κάθε λογής σπουδαία αγαθά, και με τις προσδοκίες τους αυτές, μεθούν όλο και πιο πολύ και καταπιάνονται με καινούργια και συνθετότερα εγχειρήματα,

αποβλέποντας σ' έναν και μοναδικό σκοπό:

ν' αποξεχαστούν!..


 Leο Tolstoy (28/8/1828 - 7/11/1910)

Περί τρέλας, μτφρ.: Βιργινία Γαλανοπούλου, εκδόσεις Ροές

Ηλίας Σιμόπουλος-«Πρωτομαγιά 1944»



“Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.

Το τραγούδι τους πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.

Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό

κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.

Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν

τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.

Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!

Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι. Συντρόφισσες στο πόδι.

Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,

συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε

το βλέμμα σας προς την Καισαριανή ”

τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.

Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα….

Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά

και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια

διαβάσαμε το μήνυμα: Η άνοιξη πως φτάνει!

Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο.

Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας

και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα,

να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά

κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία

ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος, ίσαμε κει μακριά στη Θράκη

ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό και να χορέψουνε τον τσάμικο,

που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι.

Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.

Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι

όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.

Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,

να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.

Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο,

πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε.

Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα.

Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν, διακόσια παλικάρια…


Ηλίας Σιμόπουλος(1913-2015)

Ηλίας Σιμόπουλος-Η ανατολή του ήλιου


Τίποτα δε ματώνει πια. Θερμή κι ωραία

Στόλισε με δαντέλλες φως η αυγή τον κόσμο όλο.

Ένας λαός ανηφορίζει τα έλατα.

Καλημέρα σας δέντρα

Γιγαντιαία λουλούδια της πλαγιάς, καλημέρα σας !

Δεν έχουμ’ έγνοιες τώρα να κρεμάσουμε στους κλώνους σας

Μον’ φέρνουμε ένα δυναμίτη από χαρά

Ν’ ανατινάξουμε την πίκρα όλου του κόσμου.

Χιλιάδες χρόνια σε προσμέναμε

Και πάντα αργούσες να ’ρθεις !

Οι κάμποι του Μάη

Τα’ ανυπόμονα στάχυα, οι νερατζιές

Τα δωδεκάχρονα παιδιά κι οι λυγερές κοπέλλες

Τα γιορτινά τους φόρεσαν για να σε περιμένουν.

Ρωτήσαν: Γιατί πέθανε ο πατέρας μας;

Ρωτήσαν : Γιατί σκότωσαν τα’ αδέρφια μας;

Ρωτήσαν : Γιατί κάψαν τα καλύβια μας;

Και πήραν την απόκριση:

- Για ν’ ανατείλει ο Ήλιος !


Από τη Συλλογή Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές, εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ 1961, σ.44.

Χεμινγουέι: Τα ουρλιαχτά στην προκυμαία της Σμύρνης

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 13.09.19 ]


 «Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία.»

Με τα παραπάνω λόγια ένας αξιωματικός πολεμικού πλοίου των ΗΠΑ αγκυροβολημένου στη Σμύρνη, περιγράφει στον πολεμικό ανταποκριτή της καναδικής εφημερίδας “Toronto Star”, Ε. Χεμινγουέι, την τραγωδία. Το απόσπασμα είναι το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο με τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης» από τη συλλογή διηγημάτων «Στην εποχή μας» (In Our Times), που εξέδωσε ο αμερικανός συγγραφέας το 1925.


«Στην προκυμαία της Σμύρνης» ο Χεμινγουέι γράφει:

«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε... Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα... Το παράξενο ήταν, είπε [ο αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα.  Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν. ...».


Αλλά γιατί οι γυναίκες «έκλαιγαν τα μεσάνυχτα»; Όχι, δεν ήταν κάποιο έθιμο πένθους. Ήταν φωνές για βοήθεια.  Η μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου αφηγείται:


«Χιλιάδες κόσμος, απελπισμένος και εξαθλιωμένος, με μάτια άδεια απ’ τα όσα είχαμε δει και την ψυχή ματωμένη απ’ τον πόνο της απώλειας των αγαπημένων μας. Κάρα άδειαζαν πεθαμένους δίπλα μας, όπου έβρισκαν. Το βράδυ, όταν οι Τούρκοι άρχιζαν να βιάζουν και να κακοποιούν όποια γυναίκα έβρισκαν, οι Αμερικανοί άναψαν τους προβολείς των πλοίων και τους έριξαν πάνω μας, για να σταματήσει κάπως το κακό.» Οι φωνές και τα ουρλιαχτά, λοιπόν, ήταν λόγω των επιθέσεων και των βιασμών από τους Τούρκους. Και οι τελευταίοι σταματούσαν όταν έπεφτε πάνω τους το «φως» για να μην αποκαλυφθούν!  


 Στην έκδοση του βιβλίου της 20ής Οκτωβρίου 1922 ο Χεμινγουέι σημειώνει:

«Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά... Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».

Και ακόμα «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη».

Σε μια άλλη ανταπόκρισή του στη «Σταρ» γράφει:

«Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται.... Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. …Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροιμία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)


«Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).

Πηγή:http://artinews.gr/%CF%87%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%AD%CE%B9-%CF%84%CE%B1-%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%87%CF%84%CE%AC-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%BA%CF%85%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%82%CE%BC%CF%8D%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%82.html?fbclid=IwAR3BAuSmNaqca51c1JF9Qvnue8KosceMZE39_850T-iNG_tX7Hhmx3WX7Vg

Σε ένα από τελευταία του άρθρα από την Τουρκία στην Τορόντο Σταρ ο Χεμινγουέι καταλήγει:

«Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή που ελπίζω να φτάσει και ως τον Καναδά: «Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!».ΓΧΠ

Πάνος Θασίτης-Μορφή

Μείναν τα χέρια μου πάνω από σένα


καθώς τα γεφυρότοξα πάνω απ’ το πόταμι


που έσβησε.


Μήτε ο χάρτης δείχνει το ποτάμι πια


μήτε η μνήμη μου εσένα.


Όμως τα χέρια μου, μόνο τα χέρια μου ονειρεύονται


το πέρασμά σου ακόμα


κρατούν της τρίσβαθης σου αφής το είδωλο ακόμα


που έπλεε στιγματισμένο αστερισμούς και πλέει ακόμα


κάτω απ’ τη μαύρη ζώνη τους που δε σ’ άγγισε ποτέ


κάτω απ’ τον ουρανό και τον ουρανό που σε πήρε.


Πηγή:https://ologramma.art/to-poiima-tis-imeras-20-8-2018/?fbclid=IwAR2YlLnqwPZlFyscK6O-aovNp04rEXqJg2mPi4HZ70fkR_Kyjb7kKncurw4

Lee Hazlewood & Nancy Sinatra Some Velvet Morning


 

Philip Glass - Truman Sleeps (Extended Version


 

Δώρος Λοΐζου- Και μένα μη μου μιλάς


Και μένα,

μη μου μιλάς 

για χλωμά φεγγαροπερπατήματα,

μελιστάλακτα όνειρα,

φτερωτούς άγγελους,

εύκολες ευτυχίες,

αρρωστημένα συναισθήματα…


Βρές κάποιον άλλον.

Εγώ ξέρω…

Είμαι πικρός.


Αν το νομίζεις 

ότι πρέπει να μου μιλήσεις

μίλα μου 



με πύρινα δάκρυα…
με ρίγος κι αγωνία…

μίλα μου

με φωτιά και κεραυνούς…
με μουγγρητά κι αίματα…

Μα μη μου γεμίζεις τ’αυτιά

 με παράτονους άχρηστους ήχους…


Δώρος Λοΐζου (23 Φεβρουαρίου 1944 - 30 Αυγούστου 1974)


Πηγή: Δώρος Λοΐζου, Ψωμί και Ελευθερία, Αθήνα, Κέδρος 1974, 39.

Δώρος Λοΐζου-Το τραγούδι του λεύτερου



Θα ρίξω τα μαλλιά μου πίσω

θα φορέσω το πρόσωπο ανάποδα

και θα βγώ στους δρόμους και στις πλατέες

με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα…


Να ρεζιλέψω τους οπαδούς του συρματοπλέγματος…


Να βάλω φωτιά στην Πρεσβεία του Θανάτου…


Θαρθούν οι γνωστικοί να μου βάλουν τρικλοποδιά,

γιατί τους διώχνω τους πελάτες από τα μαγαζιά…


Θαρθούν οι «ειδικοί αστυνομικοί» να μου σπάσουν τα πλευρά,

γιατί βάζω οργή και φωτιά στα παιδιά…


Θαρθούν οι κόκκινοι να μου κοκκινίσουν το μούτρο,

γιατί είμαι πιο κόκκινος απ’αυτούς…


Θαρθούν οι λευκοί να μου μαυρίσουν το μάτι,

γιατί είμαι πιο λευκός απ’αυτούς…


Θαρθούν οι φωτισμένοι να μου αλλάξουν τα φώτα,

γιατί είμαι πιο φωτισμένος απ’αυτούς…


Θαρθούν

οι γελοίοι, οι σοβαροί…

Οι ανατολικοί, οι δυτικοί…

Οι προτεστάντες, οι καθολικοί…

Οι δικοί, οι οχτροί…

Οι διαόλοι, οι θεοί…


Τελοσπάντων όλοι, εκείνοι κι αυτοί

που παίρνουν τη ζωή σαν καπρίτσιο της στιγμής…


Μα εγώ θα ξαναρίξω τα μαλλιά μου πίσω

θα ξαναφορέσω το ματωμένο πρόσωπο ανάποδα

και θα βγώ στους δρόμους και στις πλατέες

με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα…


Να διεκδικήσω Ψωμί και Ελευθερία!


Δώρος Λοΐζου (23 Φεβρουαρίου 1944 - 30 Αυγούστου 1974) Κύπριος ποιητής, καθηγητής και πολιτικός. Σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1974 στη Λευκωσία από ένοπλους φασίστες της ΕΟΚΑ Β'.

Nina Simone - Sinnerman


 

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

John Williams-Αύγουστος (απόσπασμα)



Ο νέος άντρας, που δεν ξέρει το μέλλον, βλέπει τη ζωή σαν επική περιπέτεια· φαντάζεται πως σαν τον Οδυσσέα θα ταξιδέψει σε παράξενες θάλασσες και άγνωστα νησιά, όπου θα δοκιμάσει και θ’ αποδείξει τις δυνάμεις του -και θα βρει έτσι την αθανασία του.


Ο άντρας ο ώριμος, που έχει ζήσει το μέλλον που κάποτε ονειρευόταν, βλέπει τη ζωή σαν τραγωδία· γιατί έχει μάθει ότι η δύναμή του, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν μπορεί να τα βάλει με τις δυνάμεις της τύχης και της φύσης, τις οποίες ονομάζει θεούς -έχει μάθει ότι είναι θνητός.


Αλλά ο άντρας ο γέροντας, αν καταφέρει να παίξει σωστά το ρόλο του, πρέπει να βλέπει τη ζωή σαν κωμωδία. Γιατί οι θρίαμβοι και οι αποτυχίες του γίνονται ένα, δεν έχει ούτε να καμαρώνει για τους πρώτους ούτε να ντρέπεται για τις δεύτερες· και δεν είναι πια ούτε ο ήρωας που οφείλει να αναδειχθεί νικητής από τη σύγκρουση με τις δυνάμεις της ζωής, ούτε ο πρωταγωνιστής που καταστρέφεται εξαιτίας τους.

 John Williams ,29 Αυγούστου 1922 - 3 Μαρτίου 1994.

 Αύγουστος, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Gutenberg.

Ανέστης Ευαγγέλου-Υπεραστική συνδιάλεξη

Εχτές το βράδυ μου τηλεφώνησε
ο πατέρας μου.
Στείλε μου μερικά
πενηνταράκια ούζο, μου είπε,
και καναδυό κούτες τσιγάρα
σέρτικα, να κάθουμαι τα βράδια
να σας συλλογιέμαι.
Και –να μην
το ξεχάσω– και πεντέξι δίσκους
φωνογράφου μ’ εκείνα τα παλιά, ξέρεις,
ποντιακά τραγούδια, τα λυπητερά.

Εδώ στα ξένα δύσκολα περνούν οι μέρες
και πού να βρεις τσιγάρα, ούζο και τραγούδια
της πατρίδας, στα μαγαζάκια τ’ ουρανού.

Από τη συλλογή: Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)

Paul Elyard-Χαράματα πως σ’ αγαπώ

 Χαράματα πως σ’ αγαπώ στις φλέβες μου όλ’ η νύχτα ρέει

Που την πέρασα να σε κοιτώ

Ανεξήγητα μου φαίνονται όλα

Ξέρω μόνον τα σκοτάδια

Είναι αυτά που μου δίνουν τη δύναμη

Να σε κρατάω στο στήθος μου σφιχτά

Στο στήθος μου το ασάλευτο να σε τραντάζω

Να σ’ αποκαλύπτω

Να σ’ ελευθερώνω να σε χάνω

Φλόγα μέσα στο φως αόρατη

Κι αν κάνεις ότι φεύγεις να: που η θύρα βγάζει μες στο φως

Κι αν κάνεις ότι φεύγεις να: που η θύρα βγάζει επάνω μου.


Paul Elyard , μετάφραση - μεταγραφή Οδ. Ελύτης

John Williams- Ο Στόουνερ (απόσπασμα)

The Man Who Wrote the Perfect Novel — John Williams and Stoner | Financial  Times

Στην αιχμή της νεότητάς του, ο Στόουνερ είχε περάσει μια εποχή που πίστευε ότι ο έρωτας είναι μια απόλυτη κατάσταση της ύπαρξης, στην οποία πρόσβαση έχουν όσοι είναι τυχεροί• ωριμάζοντας είχε καταλήξει ότι είναι ο παράδεισος μιας απατηλής θρησκείας, που θα πρέπει να την αντιμετωπίζει κανείς με χιούμορ και δυσπιστία, με φιλική συγκατάβαση αλλά και με αμήχανη νοσταλγία. Τώρα, στη μέση ηλικία, μάθαινε πια ότι δεν ήταν ούτε θεία χάρη ούτε ψευδαίσθηση• τώρα τον έβλεπε σαν ένα γίγνεσθαι, μια κατάσταση που πλάθεται και μεταπλάθεται λεπτό το λεπτό, μέρα με τη μέρα, από τη βούληση και τον νου και την καρδιά.


 John Williams (29 Αυγούστου 1922 - 3 Μαρτίου 1994)


Ο Στόουνερ, μτφρ.: Αθηνά Δημητριάδου | εκδόσεις Gutenberg.



Κική Δημουλά-Πέρασα

             Because these wings are no longer wings to fly
                                                                        T.SELIOT

Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ’ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει πλατύς ο χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

"Το λίγο του Κόσμου",1971

Κλείτος Κύρου- Το λίγο του χρόνου

Κάτι βαθιές σιωπές παράξενες ηχούν

Παραμερίζεις τα κλαδιά βλέπεις τώρα τα πράγματα πιο σφαιρικά ωστόσο πάλι δεν κατανοείς τα σημαίνοντα του κόσμου ετούτου τελικά δεν ήμασταν γι’ αυτήν εδώ τη ζωή σίγουρα μας κράτησαν λάθος τραπέζι

Τώρα πλέον έχεις κατανοήσει
Το λίγο του χρόνου έχεις κατανοήσει
Σε ποια οριακά σημεία βρίσκονται
Τα φιλιά
Και τα λόγια

Από τη συλλογή Ο πρωθύστερος λόγος (1996)

Ενότητα: Επιμύθιο

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Γιώργος Σεφέρης «Η τέχνη και η εποχή»


... Το ερώτημα ήταν: τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς που είχαν εξαπολύσει οι πολιτικές ορθοδοξίες του καιρού. Οι άνθρωποι που αποκρίθηκαν μπορούν να χωριστούν, νομίζω, σε δυο κατηγορίες: α) Σ’ εκείνους που προτίμησαν ν' αφιερωθούν στο έργο τους πιστεύοντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, πως το έργο τους θα απαντούσε καλύτερα από τους ίδιους. Μερικοί από αυτούς έτυχε να βρεθούν καταδικασμένοι σε θάνατο και από τους δυο αντίμαχους φανατισμούς, και β) σ’ εκείνους που προτίμησαν, εννοώ πάντα ως τεχνίτες και όχι ως πολιτικά όντα (το πολιτικό χρέος δεν αφορά τη συζήτησή μας), να διαλέξουν τα στρατόπεδα της κοινωνικής πάλης. Οι καλύτεροι, καθώς πιστεύω, ανάμεσα στους τελευταίους τούτους έκαναν την πράξη αυτή με απόλυτη συνείδηση του τι έκαναν. Είπαν δηλαδή καθαρά: «Σήμερα έχουμε πόλεμο, και όλα πρέπει να υποταχθούν στις προσταγές του πολεμάρχου μας. Αύριο, σαν τελειώσουμε. θα συζητήσουμε για την Τέχνη.» Υπό τον όρο αυτό έχω το χρέος να προσθέσω ότι τους σέβομαι απόλυτα, γιατί οι μόνες συζητήσεις που μ' ενδιαφέρουν είναι εκείνες όπου οι διαλεγόμενοι δεν προσπαθούν να θολώνουν τα νερά με δημαγωγικά τσακίσματα.
Και πραγματικά δεν είναι λογικό να ρωτούμε αν η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη –η αυτονομία της Τέχνης είναι αξίωμα– αλλά αν πρέπει ο καλλιτέχνης, στην τυραννισμένη και κομματισμένη εποχή μας, ν' αποφασίσει πως η Τέχνη είναι δευτερεύουσα υπόθεση και να την εξαρτήσει από τα κριτήρια και την επιτυχία μιας πολιτικής σκοπιμότητας. Βλέπετε, στην Τέχνη, όπως και στις άλλες τίμιες ανθρώπινες δουλειές, δεν είναι βολετό να δουλεύει κανείς δυο αφεντάδες, ή αν προτιμάτε ν' αναφέρω τον Auden που υπηρέτησε ωστόσο εθελοντής στην Ισπανία:

Να γίνει η Τέχνη δεν μπορεί
της κοινωνίας η μαμή.

Αν ο τεχνίτης προτιμήσει την πολιτική σκοπιμότητα, δεν έχω τίποτε να πω. Για εκείνους όμως που θα προτιμήσουν την Τέχνη, θα ήθελα να προσθέσω ακόμη δυο λόγια.
Όταν λέω Τέχνη, δεν εννοώ διόλου τη θεωρία που πρέσβευε «η τέχνη για την τέχνη». Η διδασκαλία αυτή, που δε χρησιμεύει πια σε τίποτε, κατάντησε να σημαίνει τη δουλειά ενός ανάπηρου ανθρώπου που φτιάνει αδειανά κομψοτεχνήματα κλεισμένος μέσα σ' ένα αποστειρωμένο δωμάτιο. Εννοώ μόνο την πνευματική τάξη που δημιουργούν τα καλά έργα της τέχνης, περασμένα ή σημερινά, εκείνα που νομοθετούν, εκείνα που θα μας διδάξουν. Αν κοιτάξουμε λοιπόν τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτά τα έργα, θα ιδούμε πως δεν είναι διόλου ξένα από τους αγώνες και τους πόθους της εποχής τους. «Ο μεγάλος καλλιτέχνης», όπως είπαν, «δεν είναι της εποχής του, είναι αυτός ο ίδιος η εποχή του.» Και αληθινά, η ζωή του ποιητή: αυτό το σύνολο των εντυπώσεων, αισθήσεων, αντιδράσεων που είναι το υλικό του έργου του, είναι συνάμα ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που τον περιστοιχίζει με τους καημούς της, τους πόνους της, το μεγαλείο της, τους εξευτελισμούς της. Όσο περισσότερο «όμοιος εαυτώ» είναι ο καλλιτέχνης –και θα ήθελα τούτο να νοηθεί όχι με την έννοια μιας επιφανειακής συνείδησης, αλλά μιας γνώσης που ανατρέχει στα πιο βαθιά και αγνοημένα στρώματα της ανθρώπινης ύπαρξης– τόσο πιο πλέρια μεταγγίζει την εποχή του στο έργο του. Ο δεσμός του ποιητή με την εποχή του δεν είναι ο διανοητικός ή και ο αισθηματικός ακόμη δεσμός που συνδέει τους ανθρώπους σε μια πολιτική διαδήλωση, αλλά ένας ομφάλιος λώρος, όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, ένας δεσμός καθαρά βιολογικός.

Είμαστε όλοι κληρωτοί της εποχής μας

έλεγε ο ίδιος ποιητής που ανάφερα παραπάνω. Πώς να γίνει αλλιώς. Από την καραβάνα της θρεφόμαστε. Κι αυτό εξηγεί το γιατί βλέπουμε ξαφνικά έναν αληθινό ποιητή που έχει τις πιο παράλογες ή «ξεπερασμένες» πολιτικές δοξασίες (η ταπεινή μου γνώμη είναι πως η ποιητική πολιτική, όπως και η ποιητική πρόζα, είναι από τα χειρότερα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο) να παρουσιάζει ένα έργο που, εκτός από τις ουσιαστικές αρετές του, οδηγεί, ακόμη και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες.
Αλλά για να μπορέσει να δουλέψει ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ελεύθερος. Κι έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω, πως ένας από τους σκοπούς αυτού του πολέμου που με τόσον ηρωισμό και με τόσες θυσίες έκανε ο λαός μας ήταν και αυτού του είδους η ελευθερία· για να μην πέσει δηλαδή ο κόσμος και ο τόπος μας σε μια κατάσταση καταληπτικής ηλιθιότητας. Κι αν τύχει, δουλεύοντας έτσι σαν ελεύθερος άνθρωπος ο ποιητής, να φτιάξει κανένα έργο «προπαγάνδας», όπως λένε (ας πούμε πως το ποίημά του λέγεται Οι Πέρσες), δε θα είναι σπορά κακίας αλλά ένα έργο που μοιραία, και αναπόφευκτα, και υποχρεωτικά, θα πρέπει να το χειροκροτήσουν και οι εχθροί του.
Και για να τελειώνω. Υποστηρίζοντας αυτή την άποψη που νομίζω, όσο μπορώ να ξέρω, πως είναι η σωστή, δεν εννοώ διόλου πως ο ποιητής είναι ένας ανεύθυνος που κατρακυλά στο φύσημα της έμπνευσης ή της ιδιοτροπίας του. Απεναντίας, η ιδέα μου είναι πως ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης. Σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου. Από την ανθρωπότητα που μαίνεται ή σωπαίνει τριγύρω του τι θα διασώσει; Τι μπορεί να διασώσει; Τι πρέπει ν' απαρνηθεί από την άμορφη ανθρώπινη ύλη, που είναι ωστόσο τρομακτικά ζωντανή, που τον παρακολουθεί ως μέσα στα όνειρά του; «Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα...».

[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Ίκαρος, 1984, 5η έκδοση, σελ. 264-267

Τάσος Πορφύρης-Αναφιλητά για την Ελένη

 Αναφιλητά για την Ελένη


Πώς να σε τραγουδήσω; Τα φωνήεντά σου

Βορά στων ποιητών τ’ ασκέρι

Από τον Όμηρο ώς τον Σεφέρη.


Μη σε ξεγελά το χαμόγελό μου

Όπου κι αν μ’ αγγίξεις πληγές.


Φόρεσε σκούρα γυαλιά

Τα μάτια σου με σφάζουν.


Τάσος Πορφύρης. 1996. Τα λαβωμένα. Αθήνα: Έρασμος.

Γιώργος Θέμελης-« Σε ποια θάλασσα»


Σε ποια θάλασσα

Ποιος ουρανός

Σ’ έχει φιλήσει

Τα μαλλιά σου τρυπούν

Την καρδιά του ανέμου

Σαν τα δέντρα και σαν τα ταξίδια

Το χέρι σου χαμόγελο

Φωνή σαν του νερού

Σαν κοριτσιού κάτασπρη ντάλια

Όπου κι αν κοιτάξεις

Προβάλλει το πρόσωπό σου

Κατεβαίνει το βλέμμα σου

Από χίλια

Λουλούδια

Κοίταξε κάλλιο τον ίσκιο που πέφτει

Τον καβαλάρη της βροχής

Το χαμογέλιο του καλού

Θεού


Γιώργος Θέμελης (23 Αυγούστου 1900 – 1976)

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)

Maurice Maeterling-Σκοτεινή προσφορά


Τ’ ολέθριο έργο μου προσφέρω

Όμοιο με ινδάλματα νεκρών,

Φωτάει τη θύελλα η σελήνη

Στων τύψεων τη ζούγκλα εμπρός:


Τα ιόχρωμα φίδια του ονείρου

Στον ύπνο μου περισφιγμένα,

Γύρω απ’ τους πόθους μου ρομφαίες,

Λιοντάρια στον ήλιο πνιγμένα,


Μες των νερών τα βάθη κρίνα

Και χέρια για πάντα κλεισμένα,

Και μίσους πορφυρά στελέχη

Στα πένθη του έρωτα ανοιγμένα.


Κύριε, τα λόγια μου λυπήσου!

Κάμε η πικρή μου προσευχή

Και το φεγγάρι εκεί στη χλόη

Τη νύχτα να θερίσει αυτή!


Μωρίς Μαίτερλινγκ

Μετάφραση: Μηνάς Δημάκης

- από τη Νέα Εστία, τχ. 837

15 Μαϊου 1962


Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, Βάκχος. Θεός του οίνου. Θεός των αρχαίων


 image269

Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, ΒάκχοςΘεός του οίνου. Θεός των αρχαίων (Θεόφιλος. Ζωγραφικοί πίνακες, Δήμος Μυτιλήνης - Μουσείο Θεοφίλου)

Νίκος Καζαντζάκης- [Ο γιος]

 


Τα αποσπάσματα που ακολουθούν ανήκουν στο Δ' κεφάλαιο του πολύ γνωστού μυθιστορήματος του μεγάλου Κρητικού λογοτέχνη Αναφορά στον Γκρέκο. Το έργο αυτό κυκλοφόρησε το 1961, μετά το θάνατο του συγγραφέα, και αποτελεί τη λογοτεχνική αυτοβιογραφία του.


Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας· αυτός φέρνει, μαθές*, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια· τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου· όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη· τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ' ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω στα μεριά τα 'χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα. Όμως κάτι του 'λείπε· μα τι; Τον κοίταξα καλά καλά και του 'βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα, γιατί το μαντίλι που φορούσεο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.


Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να 'ρθει, να τρυγήσει τ' αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ —πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί· μονάχα ο Αγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα: Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό. Τι 'ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε; Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.


Τον Αύγουστο ξάπλωναν και στους οψιγιάδες* τα σταφύλια, να τα ξεράνει ο ήλιος να γίνουν σταφίδα. Μια χρονιά είχαμε πάει στο αμπέλι μας και μέναμε στο εξοχικό μας σπιτάκι· ο αγέρας μύριζε, η γης καίγουνταν, τα τζιτζίκια καίγουνταν κι αυτά, σα να κάθουνταν απάνω σε κάρβουνα αναμμένα.


Τη μέρα εκείνη, της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δε δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε· είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι, που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους, κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι. Φαίνουνταν στενοχωρημένοι. Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια σ' ένα συννεφάκι που 'χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό, και προχωρούσε. Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου και κοίταζα το σύννεφο· μου άρεσε· σκούρο μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί, πότε σα γεμάτο ασκί, πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο και πότε σαν τον ελέφα που είχα δει ζωγραφιά· κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν' αγγίξει κάτω της γης. Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν. Ένας γείτοναςπετάχτηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.


—  Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!


—  Δάγκασε τη γλώσσα σου, του 'καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δε θα το αφήσει η Παναγιά· σήμερα είναι της χάρης της.


Ο πατέρας μου έγρουξε*, μα δεν έβγαλε άχνα· πίστευε στην Παναγιά, μα δεν πίστευε πως η Παναγιά μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.


Εκεί που μιλούσαν, ο ουρανός σκεπάστηκε· οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν. Τα σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.


—  Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια!


Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς· κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα. Γέμισαν τ' αυλάκια, πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί, φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι. Άλλοι βλαστημούσαν, άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί, να βάλει το χέρι της, και στο τέλος θρήνος ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι.


Ξέφυγα από το σπιτάκι, έτρεξα μέσα στη νεροποντή, παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι.


Είχα φτάσει ως το δρόμο, δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός, και στάθηκα και κοίταζα: Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές τα μεσοξεραμένα σταφύλια, ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε, μερικές γυναίκες είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στα νερά και μάχουνταν να περισώσουν λίγη σταφίδα· άλλες, όρθιες στην άκρα του δρόμου, είχαν βγάλει τις μπολίδες τους* και συρομαδιούνταν*.


Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο· πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν* να κρύψω τη χαρά μου· βιάζουμουν να δω τι θα 'κανε ο πατέρας μου· θα 'κλαίγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε; Περνώντας από τον οψιγιά είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει.


Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.


—  Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!


—  Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε· σώπα!


Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη· θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα· αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε μήτε παρακαλούσε μήτε έκλαιγε· ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.


 μαθές: βέβαια * στους οψιγιάδες (ο οψιγιάς): στα χωράφια δίπλα στα αμπέλια. Μετά από ειδικό καθάρισμα άπλωναν σ'αυτά και ξέραιναν τις σταφίδες *έγρουξε (γρούζω): γόγγυξε * τις μπολίδες τους (η μπολίδα): τα τσεμπέρια τους, τα μαντίλια που έδεναν το κεφάλι τους * συρομαδιούνταν (συρομαδιέμαι): τραβούσαν τα μαλλιά τους * μάχουμουν (μάχουμαι=μάχομαι): προσπαθούσα

Γιώργος Σεφέρης - Fog

Say it with a ukulele

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»γρινιάζει κάποιος φωνογράφος·πες μου τί να της πω, Χριστέ μου,τώρα συνήθισα μονάχος.

5Με φυσαρμόνικες που σφίγγουνφτωχοί μη βρέξει και μη στάξειόλο και κράζουν τους αγγέλουςκι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους10μα χάμω χνότισαν ομίχλεςδόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναντις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια— Έτσι ζεις; — Ναι! Τί θες να κάνω·15τόσοι και τόσοι είναι οι πνιμένοικάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλιαπου κάπου ξέχασαν το χρώματα κάρα μοιάζουν με καράβια20που βούλιαξαν και μείναν μόνα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;Αγάπη, πού ’ναι η εκκλησιά σουβαρέθηκα πια στα μετόχια.

25Α! να ’ταν η ζωή μας ίσιαπώς θα την παίρναμε κατόπιμ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθηπρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποιά είν’ η κόχη; Ποιός την ξέρει;30Τα φώτα φέγγουνε τα φώταάχνα! δε μας μιλούν οι πάχνεςκι έχουμε την ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;Η μέρα φόρεσε τη νύχτα35όλα ειναι νύχτα, όλα ειναι νύχτακάτι θα βρούμε ζήτα ζήτα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»Βλέπω τα κόκκινά της νύχιαμπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν40και τη θυμάμαι με το βήχα.

ΛονδίνοΧριστούγεννα 1924
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /ΣΤΡΟΦΗ /ΚΟΧΥΛΙΑ, ΣΥΝΝΕΦΑ 


Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=1&text_id=3041

Μανόλης Μητσιάς-Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι

Cream- White Room


 

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Cesare Pavese-Είσαι η ζωή και ο θάνατος.



Ήρθες Μάρτιο στην γυμνή γη - το ρίγος σου διαρκεί.

Αίμα της ανοίξεως - ανεμώνη ή σύννεφο -

το βήμα σου ελαφρύ έχει βιάσει τη γη.

Ξαναρχινά η οδύνη.

Το βήμα σου ανάλαφρο. ξανάνοιξε την οδύνη.

Ήταν κρύα η γη κάτω από φτωχό ουρανό,

ήταν ακίνητη και κλειστή σε ναρκωμένο όνειρο,

σαν κάποιος που πλέον δεν υποφέρει.

Ακόμη κι ο πάγος ήταν γλυκός

μέσα στην βαθιά καρδιά.

Ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο

η ελπίδα σιωπούσε.

Τώρα έχει μιά φωνή κι ένα αίμα

κάθε πράγμα που ζει.

Τώρα η γη κι ο ουρανός

είναι ένα δυνατό ρίγος,

τα λυγίζει η ελπίδα,

τα ανατρέπει το πρωϊνό, τα πλημμυρίζει το βήμα σου,

η εωθινή σου ανάσα.

Αίμα της ανοίξεως, όλη η γη τρέμει

από τρόμο αρχαίο.

Έχεις ξανανοίξει την οδύνη.

Είσαι η γη και ο θάνατος.

Πάνω στην γυμνή γη

πέρασες ανάλαφρη σαν χελιδόνι ή σύννεφο

και ο χείμαρρος της καρδιάς

ξαναρχίζει και εισβάλει

και καθρεφτίζεται στον ουρανό

και καθρεφτίζει τα πράγματα -

και τα πράγματα, στον ουρανό και την καρδιά,

υποφέρουν και συστρέφονται

περιμένοντάς σε.

Είναι το πρωϊνό, είναι η αυγή,

αίμα της ανοίξεως,

έχεις βιάσει τη γη.

Η ελπίδα λυγίζει

και σε προσμένει, σε καλεί.

Είσαι η ζωή και ο θάνατος.

Το βήμα σου είναι ανάλαφρο.


 Cesare Pavese (1908-27 Αυγούστου 1950)

Μετάφραση:Γιάννης Φαρμακίδης

Γιώργος Θέμελης-Η κοιμωμένη


Τις νύχτες μελετάει το σώμα της,

στ’ άφεγγα πλέκει τα μαλλιά της.

Κι όταν σημάνει η αμφιλύκη των λουλουδιών,

Κινάει κι ανοίγει την κάμαρα με τους καθρέφτες

Και με τους κρυσταλλένιους πολυέλαιους που δεν ανθίζουν.

Στολίζουν τον ύπνο μεγάλων πουλιών,

Φυλάγουν άλιωτα παλικάρια που τα σκεπάζει μια πάχνη,

Σπαθιά που κείτονται γυμνά σα λυπημένα κορίτσια.

Εκεί λυγάει ο δείχτης της καρδιάς.

Εκεί γέρνει και πάει κατά την έλξη της στοργής

Χτυπώντας ηχηρά διαστήματα, αιμόφυρτα δειλινά,

Γεμίζοντας τους χάρτες των θαλασσών με ρόδινα σήματα,

Στιλπνά πρωινά, που κύλησαν στον ουρανό…..»


Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα I (1969)

Γιώργος Θέμελης -Μεσουράνιο φεγγάρι


Σ’ αναζητώ, σ’ αγγίζω, σ’ αφουγκράζομαι,

Το είναι σου αφουγκράζομαι τη σιωπή σου.

Περνώ μέσα στη νύχτα σου την πορφυρή.

Την πολύφωτη νύχτα σου, σα θάλασσα,

Θάλασσα κλειστή μες στις ακτές σου.

Θάλασσα διάφανη, βαθιά.

Όπου πλανιέται σιωπηλά το μεσονύχτιο φως,

Το μεσουράνιο κυρτό φεγγάρι σου, το φεγγερό μυστήριο.


Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελης, Ποιήματα II (1970)

Αλέξανδρος Μπάρας - Τα εσπέρια

OMNIA - Baras Alexandros

Βράδυ.

Ελαιώδη τα νερά του προλιμένος,

βαριά, σαν υδραργυρικά, με κάτι

κυανά σαξωνικά, με κάτι ιώδεις

αποχρώσεις, κάτι θαμπούς

μεταλλισμούς κι αποχαυνώσεις ρόδινες…


Ναι, κάτι τέτοιες

ευδαιμονικές βραδιές,

ανώδυνες,

περιπλανώμενες βραδιές

μέσα στα θέρη,

διστακτικές να σβήσουν,

διστακτικές να καταλύσουν

την ονειροκρατία προς δυσμάς

μετά το πέσιμο του ήλιου,

— ενώ μια θεία μεσοβασιλεία

χωρίζει πια το φως που μας δυνάστευε

απ’ την ερχόμενη του σκότους μοναρχία

ναι, κάτι τέτοιες βραδιές,


στα ελαιώδη νερά του προλιμένος,

μετακινείται κύκνεια

ένα μεγάλο πλοίο,

μετακινείται παίρνοντας

κατεύθυνση προς τ’ ανοιχτά,

μ’ εκείνο το περιφρονητικό του μεγαλείο

των μακρινών αναχωρήσεων…


— Κι ίσως δεν είναι πλοίο,

ίσως είναι το παν που φεύγει,

όλα που φεύγουν — Όλα.


Αλέξανδρος Μπάρας (πραγματικό όνομα: Μενέλαος Αναγνωστόπουλος, Κωνσταντινούπολη, 1906 - Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1990)
Πηγή: Αλέξανδρος Μπάρας, Άθροισμα: Ποίηση 1933-1983. Κέδρος: Αθήνα 1983, σ.67-68.

Κική Δημουλά-Στο πλοίο



Μικρόσωμο νεαρό ζευγάρι.

Εκπατρισμένη των ματιών η καταγωγή.

Κάπου στην επιβίωση θα δουλεύουν

– φημίζεται για την αξιοσύνη της

η υποταγή.


Με άδεια καλοκαιρινή.

Ελεύθερα τώρα τα χέρια νοικοκυρεύουν

τα παραμελημένα χάδια τους.


Θαυμάζω τι επιδέξια ξαπλώνουν τα δάχτυλα

στου παιχνιδιού τους το κρεβάτι

σφιχτά δεμένα

σα να πλέκουν γελαστά καλαθάκια

με πόθου συστροφή τα γεμίζουν

τα ξηλώνουν κι απ’ την αρχή τα πλέκουν


σα να κουράστηκε τώρα ο νέος

ίσως απ’ την πολλή ελευθερία της πλοκής

λίκνιζε χαρούμενα και το πλοίο

γέρνει κι αποκοιμιέται

πάνω στο αριστερό του σκουλαρίκι


ξύπνια εκείνη ακόμα

κοιτάζει για λίγο το κοιμισμένο χέρι του

κι αργά προσεκτικά μην το ξυπνήσει

στον ώμο της το φέρνει

κι επάνω του γέρνοντας

γλυκά κι αυτή αποκοιμιέται.


Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη

κατάλληλο

για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα

για κάθε ηλικίας όνειρα

για κάθε είδους νύστα

απαραίτητο

για το σπίτι

για το στοχασμό

για το λεωφορείο

για το πλοίο και για ό,τι

μας πνίγει!...



Από τη συλλογή, Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007)

Χούλιο Κορτάσαρ - Μπολέρο



Τι ματαιότητα να φαντάζομαι

πως μπορώ να στα δώσω όλα,

τον έρωτα και τη μαγεία,

διαδρομές, μουσική, παιχνίδια.

Η αλήθεια είναι πως είναι έτσι:

όλα τα δικά μου στα δίνω, είναι αλήθεια,

αλλά όλα τα δικά μου δεν σου αρκούν

όπως εμένα δεν μου αρκεί να μου δίνεις

όλα τα δικά σου.

Γι' αυτό δεν θα είμαστε ποτέ

το τέλειο ζεύγος, η ταχυδρομική κάρτα,

αν δεν είμαστε ικανοί να δεχτούμε

πως μονάχα στην αριθμητική

το δύο προκύπτει από το ένα συν ένα.


Εδώ γύρω ένα χαρτάκι

που μονάχα λέει:

Πάντα ήσουν ο καθρέφτης μου

θέλω να πω πως για να με δω

έπρεπε να σε κοιτάξω.


 Χούλιο Κορτάσαρ | 26 Αυγούστου 1914 - 12 Φεβρουαρίου 1984 |

H ΣΥΝΘΛΙΨΗ ΤΩΝ ΣΤΑΓΟΝΩΝ, Εκδόσεις:BIBLIOTEQUE 2015

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Αναστάσιος-Μιλάνος Στρατηγόπουλος-Το Κάστρο της Καλαμάτας

[...]Με νύχια ατσάλι και φτερά, με φλόγα την ανέσα, 

Πάνω απ' τ'Αδρία τα κύματα, σε νέφη ονείρου μέσα

Άλλος αϊτός στο Νέδοντα φτάνει, -καθώς το γράφω-

Για να γεννήσει λευτεριά απ' της Λευτεριάς τον τάφο!

Κι αρχίζει χτίζοντας φωλιά καινούργια, ω Κάστρο απά σου,

Και βάνει θέμελα φριχτού σκοπού τα θέμελά σου,

και δίχτυα γύρω πλέχει της του Δόλου τα μεγάλα

Τα λόγια, τα φανταχτερά δίχως μια αλήθειας στάλα: 

Ω Φράγγοι! Πόσο στου Σταυρού τόνομα η Γη σκλαβώθη!

Γλυκό τ' αγέρι των Φαρών φυσάει κει π' άγριοι πόθοι

Την ησκιερή σημαία σας ορμητικά ανεμίζουν

Απά σε πύργους διάφανους δόξας παλιάς· σκορπίζουν

Ελπίδων μυστικόπαθων και πόθων μαύρων γέλια

Κει που τραγούδαγε η Ζωή με της Ψυχής τα τέλια.

Κει π' ο άνθρωπος πατριαρχικά στον θάνατον εκύλα·


[]Στις σωριασμένες πέτρες σου φυτρώσαν χόρτα.

Χάσκουν, σα στόματα νεκρών, οι θόλοι σου κ' η πόρτα,

όπου ο σκοπός ο νυχτερνός εβόλταρε αγρυπνώντας.

Στον ύπνο τ' άγριου αφέντη του και σιγοτραγουδώντας,

Τον πόνο από τον έρωτα της μακρινής πατρίδας,

Στην κρύα καρδιά τ' αγωνιστή μόνες στιγμές ελπίδας.


Βύθιζε η Νύχτα γρήγορα· μπρος στης Αυγής τη θύρα

Αποκοιμιόταν τ' Όνειρο και σώπαινε η Μαγεία·

Ξανακοιμόσουν, άνθρωπε, και ξύπναες Βενετία:

Απ' την πλακόστρωτη έβγαιναν την πύλη αρματωμένοι

Πηδώντας στ' άτια ανήσυχα-ποιος και ζει και ποιος πεθαίνει

Ως την ερχούμενην αυγή; Κ' εσκόρπα ο Γήλιος χάρη,

και τ' Άγιου Μάρκου βρύχιζε και πάλι το Λιοντάρι;


Α! τέτοια εκείνη η Εποχή -σταμνί κομματιασμένο,

Με το κρασί απ' τ' αχόρταγο το χώμα ρουφηγμένο-

Κι ακόμα πόσες πέρασαν, ω κάστρον, από σένα-

Απ' τα έρμα χαλάσματα τα αιματοποτισμένα!

Τώρα, τ' Ανέμου ακούγοντας στις κόχες σου το κλάμα,

Αιώνια το πέρνω δήγηση ζωής- θανάτου αντάμα·

Και πέρνω τα όρνια, πάνω σου που κάθονται το βράδυ,

Για τις ψυχές πού όπ' έζησαν και ξαναζούν ομάδι...[]


Αναστάσιος-Μιλάνος Στρατηγόπουλος (1887-1950)


Ύμνοι και Ωδές


Πηγή: Νίκος Καράμπελας, Μοραΐτικη Ποιητική Ανθολογία 1708-1958, Εισαγωγή: Γιάννης Σφακιανάκης, Καλαμάτα: Εκδόσεις Νέστωρ 1958, σσ. 480-481.



Το φρούριο της Καλαμάτας τη δεκαετία του 1930 - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Online

Το Κάστρο (φρούριο για τους παλαιούς Καλαματιανούς) της Καλαμάτας τη δεκαετία του 1930

Πηγή:  https://eleftheriaonline.gr/local/politismos/history/item/173825-to-froyrio-tis-kalamatas-ti-dekaetia-tou-1930



Θανάσης Μαρκόπουλος-Των ροδάκινων



Εποχή της συγκομιδής κι ανέβαινα

τον ανήφορο του κορμιού σου

το φέρετρο του τελάρου με δέος κρατώντας

Τρεις μαστόροι καλούπωναν το μεσημέρι

με χέρια από καουτσούκ

να μην καούνε

Το φως τρέμιζε ένα γύρο

σαν τον αρσιβαρίστα τη στιγμή του ρεκόρ

Κι όπως ήταν σκυμμένοι

τις παλάμες καρφώνοντας

ένιωσαν απ’ τη σκιά την πομπή να στέκει

σε στάση προσφοράς

Και τον ουρανό στα μάτια σηκώνοντας

άγγιξαν τα ροδάκινα με ευλάβεια

κι έγιναν κλωνάρια τα χέρια τους πράσινα


Τότε ήταν που πίστεψα για πρώτη φορά


(Ανοιγμένη φλέβα, 1991)

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

César Vallejo-Ποίημα για να διαβαστεί και να τραγουδηθεί

 

Ξέρω πως είναι κάποιος

που με ψάχνει μέσα στο χέρι του νύχτα-μέρα,

και με βρίσκει, κάθε λεπτό, μες στα παπούτσια του.

Δεν ξέρει πως η νύχτα είναι θαμμένη

με σπιρούνια πίσω από την κουζίνα; 


Ξέρω πως είναι κάποιος καμωμένος από τα μέλη μου,

που τον ολοκληρώνω όταν το ανάστημά μου

καλπάζει στο ακριβές του πετραδάκι.

Αγνοεί πως στο χρηματοκιβώτιό του

δε θα επιστρέψει νόμισμα που βγήκε απ’ το πορτρέτο του;


Ξέρω τη μέρα,

αλλά μου έχει ξεφύγει ο ήλιος

ξέρω την παγκόσμια πράξη που έκανε το κρεβάτι του

με ξένο κουράγιο κι εκείνο το χλιαρό νερό,

που η φαινομενική συχνότητά του είναι ένα ορυχείο.

Είναι, ίσως, τόσο μικρός εκείνος ο άνθρωπος

που τον πατούν τα ίδια του τα πόδια;


Μια γάτα είναι το σύνορο ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εμένα,

ακριβώς πλάι στο κύπελλό της με το νερό.

Τον βλέπω στις γωνίες, ανοίγει, κλείνει

το κουστούμι του, μάλλον μια ερωτηματική φοινικιά…

Τι άλλο μπορεί να κάμει παρά ν’ αλλάξει κλάμα;


Αλλά με ψάχνει και με ψάχνει. Τι ιστορία!


César Vallejo (1892-1938)

Poemas Ηumanos


Mετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Θανάσης Κωσταβάρας-Η γοητεία του απλού ποιήματος ή ταπεινή προσευχή την ώρα που βραδιάζει

Θεέ της ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα.
Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα.
Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα.
Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα.
Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας
ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού.
Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται
και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα.
Κι έτσι παίρνει δρόμο πίσω
γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του
και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία
πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος
σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο
το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.

Από τη συλλογή: Στο βάθος του χρώματος, 1993

Jorge Luis Borges--Είναι τα ποτάμια


Ο χρόνος είμαστε. Είμαστε η αεικίνητη

παραβολή του σκοτεινού Ηρακλείτου: νά μας!

Νερό είμαστε· δεν είμαστε ο σκληρός αδάμας:

αυτό που απόλλυται, όχι αυτό που ακινητεί.

Είμαστε το ποτάμι και ο Έλληνας που μες

στον ποταμό κοιτιέται, κι η αντανάκλασή του

τού αλλάζει στο ύδωρ τού κατόπτρου τη μορφή του,

στο κρύσταλλο που αλλάζει ως φλόγα στις πυρές.

Το μάταιο είμαστε ποτάμι που όλο τρέχει

στη θάλασσά του, κι ο ίσκιος πάντα το κατέχει.

Μισεύουν όλα, τίποτα δεν μας κρατιέται.

Η ανάμνηση δεν κόβει πια το νόμισμά της.

Κι αν κάτι σίγουρα έχει και κρατά σιμά της

είν’ κάτι σίγουρα που της παραπονιέται.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Γιώργης Παυλόπουλος-Η θάλασσα

Στον Σάκη Καράγιωργα

Μ’ έσπρωξαν μέσα ξαφνικά
και κλείσανε τη σιδερένια πόρτα.
Κάποιος απ’ το σκοτάδι είπε:
Πρώτα θα χάσεις τα μάτια σου.
Δεν πρέπει να βλέπεις. Όχι.
Θα βλέπεις τα πάντα μέχρι το τέλος.
Στάσου εκεί να με κοιτάζεις.
Να κοιτάς το θάνατό σου.
Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.
Θα σου μπήξω το ξύλο τούτο στην κοιλιά
και θα σ’ το βγάλω από το στόμα.
Θέλω να ιδώ το αίμα σου
να χύνεται στις πλάκες
και τα σκυλιά μου να το γλείφουν.
Τραβήξου πέρα κάθαρμα
να μη λερώσεις τη στολή μου.
Εμένα στο νου μου η Θάλασσα .
Μπορώ να κάψω τον αέρα
για να μην ανασαίνεις πια.
Σιγά σιγά θα χάνεσαι
και θα σε περιμένω.
Ξέρω την ώρα τη στιγμή
που θα τα παραδώσεις.
Πρώτα θα σπάσεις. Μετά θα με παρακαλάς.
Μετά θα θέλεις να πεθάνεις.
Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.
Όμως θα σε πετάξω από τη σκάλα
και θα σε ρίξω στο πηγάδι.
Είναι μια τρύπα μες στη γη
τσιμέντο και σκοτάδι.
Πάνω από το κεφάλι σου
θα βάλω σιδερένια σχάρα.
Εκεί θα μείνεις και θα τρελλαθείς.
Το προτιμώ να τρελαθείς.
Μα πριν θα μαρτυρήσεις.
Εμένα στο νου μου η ΘΑΛΑΣΣΑ.


Γιώργης Παυλόπουλος, «Το σακί», ΠΟΙΉΜΑΤΑ 1943-1997, Νεφέλη, 'Αθήνα 2001, σσ. 78-79.

Federico Garcia Lorca-Φθινοπωρινό τραγούδι

 Σήμερα, νιώθω στην καρδιά μου

ένα κύμα τρεμάμενο από αστέρια,

το μονοπάτι μου όμως χάνεται

μες στην καρδιά της ομίχλης.

Το φως μου κόβει τα φτερά

και της θλίψης μου ο πόνος

τις αναμνήσεις μου υγραίνει

μες στην πληγή της ιδέας.


Όλα τα ρόδα λευκά ΄ναι,

τόσο λευκά, σαν τον πόνο μου,

και δεν είναι τα ρόδα λευκά

πάνω τους γιατί έχει χιονίσει.

Πρωτύτερα ως ίριδα λάμπαν.

Και στην ψυχή πάνω χιόνισε.

Το χιόνι της ψυχής έχει

νιφάδες φιλιών κ΄ εικόνων

που στον ίσκιο βυθίζονται

ή μέσα στης σκέψης το φως.


Το χιόνι πέφτει απ΄ τα ρόδα,

μα αυτό, της ψυχής, απομένει,

και των χρόνων τα κάγκελλα

ένα σάβανο κάνουν με δαύτα.


Τάχα, θα λειώση το χιόνι,

ο θάνατος όταν μας πάρη;

Ή θα΄χουμε, μετά, άλλο χιόνι

κι άλλα, τελειότερα, ρόδα;


Θα ΄ναι η ειρήνη μαζί μας,

όπως ο Χριστός μας διδάσκει;

Ή του προβλήματος δε θα ΄ναι

ποτέ δυνατή η λύση;


Κι αν ο έρωτας μας απατήση;

Ποιος τη ζωή μας θα ενθαρρύνη,

αν μας βυθίσει το σούρουπο

μες στην αληθινή γνώση

του Καλού, που ίσως δεν υπάρχει,

και του Κακού, που πάλλει τριγύρω;


Αν σβήση η ελπίδα

κι αρχίση η Βαβέλ,

ποιος πυρσός θα φωτίση,

πάνω στη γη, τους δρόμους;


Αν όνειρο είναι το γαλάζιο,

η αγνότητα τι θα ΄ναι;

Αν ο Έρωτας δεν έχη βέλη,

τι θα ΄ναι η καρδιά;


Αν ο θάνατος είναι ο θάνατος,

με τους ποιητές τι θα γίνη

και τα κοιμώμενα πράγματα

που κανείς πια δεν τα θυμάται;

Ω, ήλιε των ελπίδων!

Νερό καθάριο! Νέα σελήνη!

Των αγοριών καρδιές!

Σκληρή ψυχή της πέτρας!

Σήμερα, νιώθω στην καρδιά

ένα κύμα τρεμάμενο από αστέρια

κ΄ είναι όλα τα τριαντάφυλλα

τόσο λευκά, σαν τον πόνο μου.


Μετάφραση: Αρη Δικταίου

Γιάννης Πουλόπουλος-Μικρέ Διαβάτη Που Έκανες Τη Νύχτα Σου Μέρα

 Μέσα στην νύχτα περπατάς

μόνος και ξεχασμένος

έχεις τα μάτια χαμηλά

η σκέψη σου είναι ψηλά

μοιάζεις σαν λαβωμένος


Μικρέ διαβάτη που έκανες

την νύχτα σου ημέρα

βγάλε την θλίψη απ’ την καρδιά

πάρε του ήλιου την θωριά

για να τα βγάλεις πέρα


Γιάννης Πουλόπουλος, Τετράδιο 1971

Γιάννης Πουλόπουλος-Πως Να Ξεχάσει Κανείς Την Αυγή



 Λυσσομανάει ο αγέρας τα φύλλα πέφτουν

παντού συντρίμμια ρημώσαν τη γη

και τα πουλιά ακόμη δε στέκουν

στην ερημιά αυτή τη σκληρή


Πως να ξεχάσει κανείς την αυγή

μέσα απ’ το χιόνι προβάλει ένα χέρι

ένα γερμένο κεφάλι πιο κει

φιλούσε τη γη


Φριχτή θυμάμαι εκείνη τη νύχτα

οι σφαίρες πέφταν σαν να ‘ταν βροχή

δεν πέφτουν φύλλα κάτω απ’ τα δένδρα

πέφτουν αμέτρητα κορμιά καταγής


Γιάννης Πουλόπουλος, Τετράδιο (1971) 

Αλκίνοος Ιωαννίδης - Τ' Αη Γιωρκού

 


Δευτέρα ήτουν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν
Μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εφτομάδαν
Τζαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν
Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν μεσά στην χώραν τούτην

Ψουμίν νερόν είχεν πολλύν κατω μακρά στο πλάτος
Τζειμέσα εκατώκησεν ένας μεάλος δράκος
Τζαι δεν τ' αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει
Ταΐνιν του εκάμνασιν 'π' οναν παιδίν να φάει
Να ξαπολύσει το νερό, στην χώραν για να πάει

Άλλοι είχαν έξι και οκτώ τζι επέμπαν του τον έναν
τζι ήρτεν γυριν τ' αφέντη μας, τ' αφέντη βασιλέα
Είχεν μιαν κόρην μοναχήν τζι είχεν να την παντρέψει
Θέλοντας τζαι μη θέλοντας του δράκου να την πέψει.

Παντήσκει κόρη εν άγιος, Χριστός τζι απάκουσεν την
Τον Άη Γιώρκην να σου τον 'που πάνω κατεβαίνει
τζαι με την σέλλαν την γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν

Στέκεται συλλοΐζεται πώς να την σιαιρετήσει
-Για να την πω μουσκοκαρκιά, μουσκοκαρκιά έσιει κλώνους
Για να την πω τρανταφυλλιά, τρανταφυλλιά έσιει αγκάθια
Άτε ας τη σιαιρετήσουμε σαν σιαιρετούμεν πάντα

-Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζαι γειά σου
Μουσκούς τζαι ροδοστέμματα στα καμαρόφρυα σου
τζι είντα γυρεύκεις Λυερή στου δράκου το πηγάδιν
Του δράκοντα του πονηρού, να βκεί τζαι να σε φάει

-Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω δεν φτάνω
Άθρωποι 'που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον
Έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήτουν το γραφτό μου
Μες στην τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου

Να σου ποτζεί τον δράκοντα 'που κάτω τζι ανεβαίνει
τζι όταν τους είδε τζι ήταν τρεις κρυφές χαρές παθαίνει
-Μπουκκωμαν τρώω τον άδρωπον, το γιομαν την κοπέλλαν
τζαι ως τα λιοβουττήματα άππαρον με την σέλλαν

Μιαν χατζιαρκάν του χάρισεν τζι η πόλις ούλλη εσείστην
τζαι το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζι ετσακκίστην
Βκάλλει 'που το δισσάτζιν του μεάλον αλυσίδιν
τζι έπκιασεν τζι εχαλίνωσεν τζειν' το μεάλον φίδιν

-Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις
Για να το δουν αβάφτιστοι να παν να βαφτιστούσιν
Για να το δουν απίστευτοι να παν να πιστευτούσιν

Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
-Ποιός ειν' αυτός που μου 'καμεν τούτην την καλοσύνην
Να δώκω το βασίλειον μου τζι ούλλον τον θησαυρόν μου
Να δώκω τζαι την κόρην μου τζαι να γενεί γαμπρός μου

Τζι επολοήθην Άγιος τζαι λέει τζαι λαλεί του
-Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου
Μιαν εκκλησιάν να χτίσετε, μνήμην τ' Άη Γιωργίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου