Κυριακή 31 Μαρτίου 2024
Δημήτρης Αρμάος -Ηλιοστάσιο
Μάριος Μαρκίδης - Ποιήματα
*
Ο καθένας με την ομπρέλα του.
Ομως εγώ
δεν μπορώ
χωρίς
τη βροχή σου.
*
< <…μετράς μια μέρα το επί του συνόλου
και βλέπεις,τρομάζοντας,
πόση ζωή άφησες απ΄έξω…>>
*
Οιονεί ποίημα
Λαθρεμπόριο, γιατρέ μου, ιδεών
λαθρεμπόριο αισθημάτων.
Έκλεισα τα εξήντα κι είμαι παρών:
έτοιμος προς εκποίησιν των τραυμάτων.
Ξόδεψα τη νοσταλγία των ουρανών
βγήκα με ψευδώνυμο στο κυνήγι.
Διαπρεπής στοχαστής, σώφρων,
πλην όμως η πελατεία μου λίγη.
*
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ
Εμείς πουλάμε στην άλφα τιμή,άλλοι πουλάνε στη βήτα.
Δικαίωμά τους,δικαίωμά μας.
Βαραίνει οπωσδόποτε στην αγορά το όνομά μας
-ζήτημα σχετικό η νίκη και η ήττα.
Η ήττα μάλιστα σήμερα ¨τραβάει¨:
Τί ραγισμένοι δρόμοι,τί ασβεστωμένα συνθήματα,
Τα πιο καλά είναι τα γκρινιάρικα ποιήματα
κι ο Σεφέρης που δεν μου απαντάει.
Το ουσιώδες είναι ότι όλοι μας πουλάμε.
*
NANOYΡΙΣΜΑ
Ἔλα ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά καί πάρε το
ἔλα γριά μέ τά φριχτά δόντια καί πάρε το
ἔλα Τζών Σίλβερ
ἔλα ἄσπλαχνε Ἰαβέρη
ἔλα Φοῦ Μανσοῦ, Ἐμπενέζερ Σκρούτζ, σερίφη τοῦ Νόττιγκχαμ
λυσσασμένοι λύκοι, στρίγκλες, τέρατα
ἐλάτε γαμῶτο καί πάρτε το
καί μήν τό ἀφήσετε μέχρι τό πρωί.
*
Ιδιωτικό μνημόσυνο
Ο καλύτερός μου φίλος έφυγε
χωρίς προειδοποίηση
είχα βέβαια κι εγώ τις δουλειές μου, τα συμφέροντά μου να φροντίσω,
εν ενί λόγω τις σκοτούρες μου.
Μάθαινα πως είχε κι αυτός τις δικές του.
Κάνεις έτσι τα δάχτυλά σου
μετράς μια μέρα το επί του συνόλου και βλέπεις τρομάζοντας
πόση ζωή
άφησες απέξω.
Φυσικά, δεν είπε ποτέ (τόσα χρόνια φιλίας!) μια καλή κουβέντα
για τα ποιήματά μου.
Φυσικά, έπαιζε καλύτερη μπάλα.
Τον βλέπω να διαλέγει με αντικειμενικά κριτήρια την ενδεκάδα του
κι εμένα να με βιδώνει στην κερκίδα.
Τέτοιο κωλόπαιδο μού έτυχε να έχω φίλο παιδιόθεν.
Ούτε ένα σήμα, ούτε ένας υπαινιγμός ότι φεύγοντας με σκέφτηκε
ότι του άρεσαν κάποιες ντρίπλες μου
ότι συμβούλευε -έστω κι αργά- να με συμπεριλάβουν στην ομάδα.
Καθ’ όσον με αφορά δεν άφησε πίσω του διαθήκη.
Αν όχι για τη θέση τού εξτρέμ, ούτε για τη θέση τού μπακ διατύπωσε γνώμη.
Δεν είχα σταθερότητα, δεν με εμπιστευόταν στο γήπεδο.
Τέτοιο κωλόπαιδο μού έτυχε να έχω φίλο
Άντε να πνιγείς εκεί που πας, όπου κι αν πας, δεν σε χρειάζομαι
δεν έχω κατ’ ελάχιστον την ανάγκη σου
μπορώ να τα βγάλω πέρα και μόνος μου με τον διαιτητή
βλέπω ολοκάθαρα το γκολπόστ.
Κι όμως, για κάποια αδιευκρίνιστη στα ποιήματά μου αιτία,
για κάποιο μυστηριώδη λόγο που σε έκανε μέχρι τούδε αειθαλή
παρά την επαίσχυντη αναχώρησή σου
συμβαίνει
να μου λείπεις.
*
Νανούρισμα
Ἔλα ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά καί πάρε το
ἔλα γριά μέ τά φριχτά δόντια καί πάρε το
ἔλα Τζών Σίλβερ
ἔλα ἄσπλαχνε Ἰαβέρη
ἔλα Φοῦ Μανσοῦ, Ἐμπενέζερ Σκρούτζ, σερίφη τοῦ Νόττιγκχαμ
λυσσασμένοι λύκοι, στρίγκλες, τέρατα
ἐλάτε γαμῶτο καί πάρτε το
καί μήν τό ἀφήσετε μέχρι τό πρωί.
*
Επίγονοι
Οι ομοιοκαταληξίες δυναστεύουν τα αδύνατα πνεύματα
Ντεκαντάνς, γράφω το όνομά σου ανορθόγραφα.
Τι άτεχνα τα μεταθανάτια σονέτα!….
Ο Μαβίλης θα μας κρεμάσει ανάποδα.
Συνελόντι ειπείν
είμαστε οι βραδυφλεγείς επίγονοι του σπλην.
*
Ο ΣΎΝΤΡΟΦΟΣ Μ.Π .
Από τον ύπνο του έδυσε τʼ αστέρι,
και τʼ όνειρό του έχει αμετάκλητα κριθεί.
Α! Δεν έχει πια τίποτα να φοβηθεί
κανείς σʼ αυτά τα μέρη.
Κατά βάθος ασφαλώς το ξέρει:
Το κόμμα κρέμεται από μια κλωστή.
Η ψήφος του όμως έμεινε πιστή
κι αυτή η ψήφος θα το φέρει
αύριο και πάλι τιμημένο στη Βουλή.
Η πάλη για το μέλλον, φίλε, είναι επιστήμη
κι αν είναι εμπόδιο η μνήμη, κάνουμε και δίχως μνήμη.
Βάλε το λοιπόν μακρύ μανίκι, κρύψε την ουλή
και πάψε το τροπάρι με την εξορία.
Απόψε πρόταση μομφής: Προβλέπεται ολονυχτία. . .
*
Aγανάκτησις Καίσαρος Εμμανουήλ
Κυρία τηλεόρασις θα σταματήσεις
να μας κόβεις τη χολή με τας ειδήσεις;
*
Μου φαίνεται πως δεν με χωνεύω-
*
Εποχή των βροχών
σεβάσου μωρή αν έχεις τσίπα
την μετεωρολογική εκδοχή περί των εποχών.
*
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
Το γεγονός ότι το Πάσχα
με κάνει
να αισθάνομαι καλύτερος
δεν αποδεικνύει
την ύπαρξη
του Θεού.
*
Πες μου τώρα κάτι, ρε γαμώτο
άνοιξε το στόμα σου
μίλησε,μίλα μου:
Πες ό,τι θέλεις τώρα.
Ό,τι και να μου πεις
εγώ θα το πιστέψω.
*
Λυπάμαι που δεν έγραψα ποτέ
τα ωραία ποιήματα
που είμαι βέβαιος
ότι θα μπορούσα να γράψω.
*
ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ
Δικαίωμά τους,δικαίωμά μας.
Βαραίνει οπωσδόποτε στην αγορά το όνομά μας
-ζήτημα σχετικό η νίκη και η ήττα.
Η ήττα μάλιστα σήμερα ¨τραβάει¨:
Τί ραγισμένοι δρόμοι,τί ασβεστωμένα συνθήματα,
Τα πιο καλά είναι τα γκρινιάρικα ποιήματα
κι ο Σεφέρης που δεν μου απαντάει.
Το ουσιώδες είναι ότι όλοι μας πουλάμε.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
Το γεγονός ότι το Πάσχα
με κάνει
να αισθάνομαι καλύτερος
δεν αποδεικνύει
την ύπαρξη
του Θεού.
Πηγή: https://www.poiein.gr/2012/12/18/iuneio-ianessaco-aieieuaei-adhssiaoni-aocissia-icniaeuiic/
Κωνσταντίνος Τέλιος - Ποιήματα
ΕΦΙΑΛΤΗΣ
Ντίνος Σιώτης - Λεπτομέρεια
Αυτός ο άνθρωπος
με την απόπειρα
της αισιοδοξίας
στο πρόσωπό του
ζει
απ' ό,τι αφαιρεί
της ζωής του.
Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου - Το σπάνιο πουλί
Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος - Ανείπωτη χαρά
Τού ‘λεγαν πως μεγάλωσε πια,
πως πρέπει να προσγειωθεί,
να πατήσει γερά τα πόδια του στη γη,
να πάψει να πετά στα σύννεφα οικτρός αιθεροβάμων.
Αυτός επέμενε να γλυστρά πίσω από τα όνειρα,
κλαίγοντας κάτω από διάφανα καλύμματα στίχων.
Απορούσε με τους άλλους που δεν ένιωσαν
ή που μπορεί ακόμα να ξεχάσαν
εκείνη την ανείπωτη χαρά
να σε πετούν ψηλά τα μπράτσα του πατέρα,
να μένεις μετέωρος στις κορυφές των δέντρων και των βουνών,
ψηλά να στροβιλίζεσαι στου λούνα παρκ τη Ρόδα.
Για τέτοια ανείπωτη χαρά
έπρεπε τώρα πια μεγάλος να λυπάται.
Πηγή: Πληγές χωρίς αίμα, Διογένης: Αθήνα 1992.
Σάββατο 30 Μαρτίου 2024
Ανδρέας Εμπειρίκος - Τόπος τοπείου
Από ένα σημείο που το ορίζει, δεξιά, ογκώδης και απορρώξ βράχος, και αριστερά, μιά μικροτέρα και ηπιωτέρα βραχώδης προεξοχή, χαίνει ένα διάστημα, εις τα κράσπεδα του οποίου γεννιέται και κατόπιν επεκτείνεται, κατά τρόπον πράον και εις σειράν αρμονικών πτυχώσεων του εδάφους, μιά ελαφρά κατωφέρεια, εν είδει κλιτύος, που σε πολλά σημεία είναι χλοερά, ενώ, σε άλλα, μοιάζει να αποψιλούται, διά να επενδυθή περαιταίρω πάλι, με χλόη και θάμνους πυκνούς ή φουντωτά δενδρύλλια.
Εις τα γυμνά μέρη, το χώμα είναι αλλού μεν παχύ και κοκκινωπό, αλλού δε λεπτότερο, σχεδόν σπειρωτό και σε απόχρωσιν ώχρας. Οι πτυχώσεις όμως δεν ποικίλλουν μόνο στο χρώμα, ααλά και στην διαμόρφωσι και στο σχήμα. Και έτσι, άλλοι μεν γήλοφοι ορθούνται σαν σφικτοί μαστοί, άλλοι δε παρουσιάζουν μιά παχουλή προπέτεια σφύζοντος εφηβαίου. Τόσον τα σύγκλινα και τα αντίκλινα, όσον και οι εναλλαγές των χλοερών και ακαλύπτων εκτάσεων, που δείχνουν εδώ γυμνή τη γη και εκεί ντυμένη, δίνουν μιά χάρη κυματισμού εις το τοπείον, που οφείλεται, αφ' ενός, στην διάπλασιν του εδάφους, και, αφ' ετέρου, εις την μετάπτωσην από την χλοερά στην αργιλώδη υφή, καθώς και στις εδώ και εκεί αυξομειώσεις της εντάσεως των χρωμάτων. Τούτο συμβαίνει τόσο πολύ, που, προς στιγμήν, μπορεί να νομίσει κανείς, ότι βλέπει σε μία ριπή οφθαλμού, όχι μόνο το διαρκές και συγκεκριμένο θέαμα του τοπίου, μα και μιά φεγαλέα και αόριστη εικόνα χορεύτριας, με πλατύ και βαθύπτυχο φουστάνι, του οποίου ο ποδόγυρος διαγράφει ένα κυματιστό περίγραμμα πτυχώσεων, σε λικνιζόμενο ρυθμικά στρόβιλο περιστροφών χορού . 'Η, ακόμη, μπορεί να νομίσει κανείς, ότι αντικρύζει κύματα βαθύκολπα, κύματα που δεν σκάνε, μα που αποτελούν λείες, άνευ αφρού καμπυλωτές διογκώσεις και βαθουλώματα αλλεπάλληλα, σε μιά αλληλουχία, όπου το υγρόν στοιχείον έγινε ύλη στερεά, σαν τμήμα πελάγους πολύχρωμα αποκρυσταλλωμένου, σε στιγμήν γαληνεύσεως θαλάσσης κατόπιν ισχυράς τρικυμίας. Η εντύπωσις που δίνει το μέρος τούτο του τοπείου, είναι εντύπωσις κατευνασμού - ενός κατευνασμού, που διεδέχθει μίαν άκρως ταραχώδην περίοδον, ή μίαν οργιώδη και ευεργετικήν καταιγίδα, της οποίας, τα βασικά, τα ζωτικώτερα στοιχεία, δεν διελυθησαν, μα εξακολουθούν να υπάρχουν, εις τρόπον ώστε, να καθίσταται η γαλήνη, μιά σφριγηλή και δονουμένη αιθρία, καθώς ανάπαυλα εραστών ευρισκομένων μεταξύ δύο συμπράξεων, σε στιγμάς που συναντάται εις μεταίχμιον ευτυχίας, η ικανοποίησις ενός προγενεστέρου πόθου, με την παρακευήν και την ωρίμανσιν μιάς νέας, επερχομένης διεγέρσεως, προς επανάληψιν της συμπράξεως και επίτευξιν της ηδονής.
Η αιθρία εις την οποία εμβαπτίζεται ολόκληρο το τοπείον, συμπίπτει εντελώς με την αιθρίαν της παρομοιώσεως. Είναι δε τόσον διαυγής, που αντηχεί σαν ήχος καθαρής καμπάνας, και δύο-τρία νέφη ελαφρότατα, που πλέχουν στο γαλανόν στερέωμα, λες και αυξάνουν το απύθμενόν της βάθος.
'Ενα άλλο στοιχείον, που αποτελεί παράγοντα σημαντικόν του τοπείου, είναι το δένδρον, το οποίον υψούται εις μικράν απόστασιν και ολίγον χαμηλότερα από την αριστερά κειμένη βραχώδη προεξοχή, εις την ακμήν της ελαφράς κατωφερείας. Το δένδρον αυτό είναι τόσον μεγάλο, και το φύλλωμά του τόσον πυκνό, που μπορεί κανείς να το εκλάβη, εκ πρώτης όψεως, ως συστάδα περισσοτέρων δένδρων. 'Ενας εκ των χαμηλωτέρων κξάδων, κύπτει προς την γη, και τα έσχατα φύλλα του εμβαπτίζονται απαλότατα εντός ρυακίου, το οποίον φαίνεται μέχρι τινός, έπειτα χάνεται πίσω από μία από τις γυμνές πτυχές του εδάφους, και επανεμφανίζεται περαιτέρω, ελισσόμενον ήρεμα, εις το μέσον μιας εκ των χλοερών εκτάσεων.
'Aπλετο φως καταυγάζει τους θυσάνους του φυλλώματος, αλλά με δυσκολίαν εισδύει εις την εσωτερικήν πυκνότητά του, εις τρόπον που να εμφανίζεται η κάτω από την φουντωτή επιφάνεια απόχρωσις τόσον βαθεία, ώστε να αποτελεί άλλο χρώμα. Η άμιλλα μεταξύ του ανοικτού και του σκοτεινού πρασίνου είναι τόσον οξεία, που όχι μόνον βλέπομε την διάσταση των χρωμάτων, αλλά αισθανόμεθα, εν τω άμα, και την θαλπωρή του ηλίου, και την δροσιά της σκιάς. Και ενώ, εις την εξωτερική επιφάνεια του δένδρου, μέλπει και ενίοτε κραυγάζει το φως, σε παφλάζουσαν έξαρσιν έρωτος πασιφανούς, εις τα βάθη του φυλλώματος συσπειρούται η σκιά, σιωπηλή συλλέκτρια μυστικών και απορρήτων.
Και ιδού που η ενατένισις της εξωτερικής επιφανείας του φυλλώματος, ισοδυναμεί με συμμετοχήν μας εις αναπέτασιν σημαίας, εις έκρηξιν αλαλαγμού χαράς, ή εις αιφνιδίαν αναπήδησιν, εκ βαθέων, ορμητικής πηγής, κάθε φορά που το παιχνίδισμα του ηλίου επί των φύλλων απλώνει απανωτές μαρμαρυγές φωτός. Και ιδού που η διείσδυσις του βλέμματος εις την σκιάν της εσωτερικής, της βελουδένιας πυκνότητος του φυλλώματος, ισοδυναμεί με συμμετοχήν μας εις διείσδυσιν εντός σπηλαίου γιομάτου σταλακτίτες, εντός λαβυρίνθου εναγωνίου εξομολογήσεως, ή εντός καθεδρικού ναού, όπου αντηχεί το θρόισμα των προσευχών και ακούονται οι στεναγμοί ανθρώπων τεθλιμμένων.
Εντός αυτού του διπλού κλίματος, που εκπορεύεται από το δένδρο και το περιβάλλει, θα μπορούσε κάλλιστα να αναπνεύσει μια νεανίς, βαίνουσα ανεπιφυλάκτως, εν τη ελευθέρα αποδοχή του αισθήματός της, προς συνάντησιν φλογερού μνηστήρος, καθώς και μια μιχαλίς, οδεύουσα αγχωδώς και με χίλιες προφυλάξεις, προς συνάντησιν αμφιταλαντευομένου εραστού, εν πνεύματι ενοχής και φόβου.
Εις τα πέριξ μέρη του τοπίου αυτού, που δεν φαίνεται καθόλου να ευρίσκεται πλησίον του Ισημερινού, ή εντός μιάς διακεκαυμένης ζώνης, η χλωρίς ενθυμίζει, εν τούτοις, βλάστησιν τροπικήν. Εδώ, θα μπορούσε κάλλιστα να συναντήσει ένας εξερευνητής, μίαν αγέλη από αντιλόπες, που εις το άκουσμα βηχός, ή ξαφνικού τριξίματος ενός ξύλου ξηρού, που το σπάζει ένα πόδι, θα ετρέπετο σε γοητευτική φυγή, μέσα σε μιά αλληλουχία ποικίλων σκιρτημάτων, εξ εκείνων εις τα οποία ο τρόμος, που συνεχώς κατέχει τα λεπτοφυή αυτά ζώα, προσδίδει πάντοτε μία επιπλέον χάρι, αλήθεια εξαίσια. Και ο εξερευνητής αυτός, εμβαπτιζόμενος ολοένα περισσότερον εις το συναίσθημα που θα του γεννούσε η συμμετοχή του στο τοπείον, θα μπορούσε κάλλιστα να γράψη ή και να πη το ποίημα που περιλαμβάνω εις αυτό το κείμενον, ως αναπόσπαστο μέρος του τοπείου:
«Το δάσος φρίσσει στα περιπλοκάδια των όφεων που το συσφίγγουν και ο ισημερινός ζεσταίνει τις χαραμάδες μιάς πρόχειρης καλύβας. Μία κρεολή λιάζεται στο δώμα και σιγά-σιγά ασπρίζει και γίνεται γυναίκα λευκή που θέλει να μαυρίση.»
ΓΡΑΠΤΑ Ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Ανδρέας Εμπειρίκος - Ο Ανδρέας Μπρετόν
Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης
Στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλαΐων
με στιλβηδόνα και με σθένος και με πάθος
καταμεσής στον βράχο της σποριάς σου.
Ηρωικό πουλί της οικουμένης
Που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων
Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φενάκη,
Μα την φωνή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία.
Φανατικό πουλί της οικουμένης
Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία
Όρθιο μεσ’ στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι.
Ανδρέας Εμπειρίκος - Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μία πόλι, 1985
Ανδρέας Εμπειρίκος - Αι γενέαι πάσαι
Δεν λησμονώ ποτέ τον Λέοντα Τολστόϊ
Τον πρώτο δάσκαλό μου
Επάνω από τα κύματα των επελάσεων
Μέσα στα θρύψαλα της καθημερινής ζωής
Και στις ανατινάξεις των οπτασιών και των ονείρων
Μέσα στο άγχος των πολέμων –ευτυχώς-
Των αρχαγγέλων ο εσμός.
Ειρήνη ειρήνη και πυκνά πλεμάτια
Κατά του στίφους των ακρίδων
Κατά του πλήθους των σκορπιών και των ερίδων
Η χαίτη της καθεμιάς βουίζει
Και δάσος πλήρες από έντομα γιγάντια
Κ’ αίφνης οι πίδακες των ιδικών μας απαντήσεων
Με την ευχή της μάνας μας
Ενάντια στα μαχαίρια των πογκρόμ
Ενάντια στα κνούτα της Οχράνα
Με τις κραυγές που απ' τις ψυχές μας ξεπετιούνται
Για την κλοπή των ινδαλμάτων
Για την καταβαράθρωσι των οραμάτων
Για εκείνο το χνούδι των παιδιών που σαν ψιμύθιον διεσκορπίσθη
Με όλα τ’ αρώματα και την χρυσή βροχή του σίτου
Μπρος στα χαντάκια των φρουρών και των δημίων
Μπρος στα καλάθια που άδεια απόμειναν στον ήλιο.
Ειρήνη ειρήνη το φιορίνι ας χαθή
Κρωγμοί γυπών να μην ακούωνται πλέον
Στους κήπους τα μικρά παιδιά να παίζουν
Αμέριμνα πασίχαρα δοσμένα
Στους θρύλους των καλών καιρών που φέρνουν
Των ενορμήσεων την ευλογίαν
Σε ξέσπασμα αγαλλιάσεως που σημαίνει
Ειρήνη ειρήνη με τον φλόκο της Ειρήνης
Μέσα σε φως απίστευτο να πλαταγίζη
Με την οκτάπηχη την λόγχη μας μπηγμένη
Κατάστηθα στο στήθος των πολέμων
Αγάπη αγάπη θρόϊσμα βαθύφυλλο του Πάνα
Λέων Τολστόϊ βελανιδιά τετράψηλη προφητική
Στη Γιάσναγια Πολιάνα.
Ανδρέας Εμπειρίκος - Αργώ ή Πλους αεροστάτου (1980)
Αι τελευταίαι προετοιμασίαι είχαν συμπληρωθή και η ογκώδης, ολοστρόγγυλη και πλήρης υδρογόνου σφαίρα, προσδεδεμένη σε μίαν δωδεκάδα σχοινίων, επί ενός αναπεπταμένου πεδίου, πλησίον των προαστείων της πρωτευούσης, ανέμενε την ώραν της απογειώσεως.
Πλήθος μέγα περιεστοίχιζε το αερόστατον, και ηκούοντο πανταχόθεν πολύτονες αναφωνήσεις, που σκάζαν κάθε τόσον, σαν ώριμα μπουμπούκια υπό την επήρειαν ηλίου φλογερού. Συνωθούμενοι μεταξύ των αναριθμήτων θεατών, πολλοί μικροπωληταί διελάλουν και προσέφεραν αντί ευτελούς αντιτίμου, διαφόρους κονκάρδας και ταχυδρομικά δελτάρια, εικονίζοντα το αερόστατον, ή τους αεροναύτας, ή το αερόστατον μαζύ με τους αεροναύτας, καθώς και άλλα δελτάρια, εικονίζοντα τον αθλοθέτην του μεγαλειτέρου αεροπλοϊκού επάθλου, τον αμερικανόν Γκόρντον Μπέννετ, ως και ταχυδρομικά δελτάρια εικονίζοντα τον πρόεδρον της Δημοκρατίας της Κολομβίας.
Εις τα κράσπεδα της μεγάλης κοσμοσυρροής, ολίγοι πλανόδιοι μουσικοί και σαλτιμπάγκοι, προσεπάθουν να ελκύσουν την προσοχήν των ακραίων θεατών, με άσματα, ή με ταχυδακτυλουργικάς και ακροβατικάς επιδείξεις. Ουδείς όμως παρηκολούθει τους πλανοδίους αυτούς καλλιτέχνας, παρ΄ όλον ότι, τινές εξ’ αυτών, δεν εστερούντο ποιητικότητος και ταλέντου, διότι, και οι πλέον μεμακρυσμένοι από το κέντρον της συναθροίσεως, είχαν την προσοχήν των εστραμμένην προς την τεραστίαν σφαίραν, ήτις διεκρίνετο από παντού. Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μια ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίαν νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή, ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν δε, ενώ περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέρα, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριον σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.
Ενώ ταύτα ελάμβανον χώραν επί του ανάπεπταμένου πεδίου, οι αεροναύται (τρεις εν όλω), φέροντες ειδικάς στολάς εξ αδιαβρόχου υφάσματος, εξήταζαν διά τελευταίαν φοράν την λέμβον και απαντούσαν εις τας ερωτήσεις των ανταποκριτών των εφημερίδων. Όσοι μεταξύ των παρευρισκομένων ήσαν καλλίτερα πληροφορημένοι, θα ηδύναντο να αναγνωρίσουν αμέσως τους αεροναύτας, όχι μόνον από τας ενδυμασίας των, αλλά και από τα χαρακτηριστικά των, διότι είχε δημοσιεύσει επανειλημμένως ο παγκόσμιος τύπος, τόσον ο ημερήσιος όσον και ο περιοδικός, τας φωτογραφίας των, αναφερόμενος εις την εξέχουσαν προσωπικότητα ενός εκάστου και εις την διακεκριμένην και ενίοτε ηρωικήν των δράσιν. Ο πρώτος εξ΄ αυτών, ήτο ο Άγγλος λόρδος, Ώλμπερνον, καθηγητής της αστρονομίας εις το πανεπιστήμιον του Εδιμβούργου, και συγγραφεύς πολλών επιστημονικών έργων περί των ουρανίων σωμάτων, εκ των οποίων δύο, εθεωρούντο ήδη ως συγγράμματα κλασσικά.
Ο δεύτερος, ήτο ο πρώην αντισυνταγματάρχης του γαλλικού στρατού, Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ, εξερευνητής της Κεντρώας Αφρικής και συγγενής ενός εκ των ηρώων του επεισοδίου της Φασόδα. Ο τρίτος, ένας άνδρας γιγαντιαίου αναστήματος, με μακράν ξανθήν γενειάδα και διαυγέστατα γαλάζια μάτια, ήτο ο Ρώσσος ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ, πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Γεωγραφικής Εταιρείας της Πετρουπόλεως και εις εκ των ελαχίστων, εν Ρωσσία, πνευματικών φίλων του Ισλάμ.
Η πελωρία σφαίρα εταλαντεύετο ως μέγα εναέριον κήτος υπεράνω των κεφαλών του πλήθους και όλος ο κόσμος έκαμνε προβλέψεις. Ο καιρός ήτο αίθριος. Μόνον εις ελάχιστα σημεία του ουρανού, ολίγα ελαφρότατα νέφη, έμοιαζαν να περιμένουν και αυτά την ανύψωσιν του μπαλλονίου, σαν μικρά σκάφη πλοηγών που αναμένουν υπ’ ατμόν επικειμένην αναχώρησιν ογκώδους ατμοπλοίου. Τέλος κατέφθασε και ο δήμαρχος της πρωτευούσης, όστις, αφού εξεφώνησε λογύδριον πλήρες εμφάσεως και στόμφου, ενεχείρισε εις τους τρεις αεροναύτας πιστοποιητικά της εγγραφής των, τιμής ένεκεν, ως πολιτών της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, εις τα μητρώα της πόλεως. Κατόπιν, τιθέμενος εις το πλευρόν των τριών αεροναυτών, ο δήμαρχος απεκρυσταλλώθη μαζύ των εις οριστικήν στάσιν, ενώπιον μιας προ ολίγου μόλις στηθείσης επί τρίποδος φωτογραφικής μηχανής. Ο δήμαρχος, όστις ήτο ανήρ εξαιρετικά μικρού αναστήματος και φαλακρός, παρουσίαζε οξυτάτην αντίθεσιν πλησίον των τριών αεροναυτών, ιδίως εν συγκρίσει με τον Βλαδίμηρον Βιερχόυ, προ του οποίου εστάθη. Ο αγαθός ναύαρχος, αντιληφθείς την γελοίαν θέσιν του Κολομβιανού επισήμου, έκαμε εν πλάγιον βήμα προς τα εμπρός και έλαβε θέσιν δίπλα του, διά να αμβλύνη κάπως την οξείαν και αυτόχρημα κωμικήν αντίθεσιν. Αλλά το μόνον που επέτυχε, ήτο να τον θέση τοιουτοτρόπως, άθελά του, εις έτι γελοιωδεστέραν θέσιν. Το πλήθος παρ’ ολίγο να εκσπάση εις γέλωτας, αντιλαμβανόμενον όμως, ότι, ούτω, θα διεπόμπευε εν τω προσώπω του δημάρχου ολόκληρον τον πληθυσμόν της πρωτευούσης, συνεκρατήθη μεν, αλλά μετά μεγίστης δυσκολίας.
Ο φωτογράφος έκυψε υπό το μαύρο πανί της φωτογραφικής συσκευής, και ήρχισε να περιστρέφη τον ρυθμίζοντα την απόστασιν κοχλίαν. Έπειτα, προβάλλων κατέρυθρος κάτω από το πανί, ωρθώθη εκ νέου και εζήτησεν απόλυτον ακινησίαν. Οι φωτογραφιζόμενοι συνεμορφώθησαν αμέσως΄ ο λόρδος Ώλμπερνον, με το βλέμμα του επί του έναντι ισταμένου, μεταξύ των επισήμων θεατών Πέντρο Ραμίρεθ΄ ο Λαρύ- Νανσύ επί του στήθους μιας ωραίας μοιχαλίδος, που εστέκετο εις το πλευρόν του καθηγητού της ιστορίας, ενώ ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ, αγκάλιαζε, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, ολόκληρο το πλήθος. Με μίαν απότομον αλλά συνάμα χαρίεσσαν κίνησιν της χειρός του, ο φωτογράφος αφήρεσε το εσωτερικώς βελούδινον και εξωτερικώς δερμάτινον κάλυμμα του προεξέχοντος εν είδει πέους ή τηλεβόλου φακού και εμέτρησε, γεγωνυία τη φωνή, κρατών το πώμα εις τον αέρα τελετουργικώς: «Ένα…δύο…τρία…». Κατά τα ολίγα αυτά δευτερόλεπτα, εγένετο άκρα σιωπή πέριξ της πελωρίας σφαίρας, εντός της οποίας, οι προφερόμενοι αριθμοί, έπιπταν από τα χείλη του εξ επαγγέλματος φωτογράφου, σαν ξόρκια παραδόξου μαγγανείας, ή σαν χρησμοί λακωνικοί, μπηχτοί, αρσενικής Πυθίας, ενώπιον κατεχομένου από αγωνίαν ακροατηρίου. Πριν, όμως, προφέρη ο φωτογράφος τον τελευταίον αριθμόν της πόζας, μία κραυγή που εξεπήδησε από το στόμα μιας δεκαπενταέτιδος κόρης πελιδνοτάτης, που εστέκετο πλησίον της ωραίας μοιχαλίδος και του υψηλού Ντον Πέντρο, εξέσχισε την σιωπήν και ετάραξε τα βάθη της μέχρι του απωτάτου σημείου της κοσμοσυρροής.
«Θεέ!…Μη τους σκοτώσετε…Μη τους σκοτώσετε…Είναι αθώοι!…» εφώναξε η ωχρά νεάνις και κατέπεσε σφαδάζουσα επί του εδάφους.
Ανδρέας Εμπειρίκος - Δυο άλογα του Giorgio de Chirico
Ανδρέας Εμπειρίκος - Jungfrau ή Η ηχώ των ωραίων
Ανδρέας Εμπειρίκος - Πουλιά του Προύθου
1