Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Δημήτρης Αρμάος -Ηλιοστάσιο


Στὸν Γιῶργο Μπλάνα

ΒΕΒΗΛΟΙ στίχοι βέβηλοι
Ἀδύνατο νὰ μὴν τὸ ἐμπιστευθῶ
Μὲς στὸ μελάνι ἐκείνη ὠχρή
Ξωθιὰ τῶν περαζούμενων καιρῶν
Ἀλύγιστη ἀναθέρμαινε τὸν πόθο
Κι ὅ,τι ἂν πεῖς
Σωματικὴ
Προπάντων τώρα μόνο
Τὸ τρίξιμο ἄκουγε τῆς πύλης
Οἱ δυό μας ἄντικρυ ὅπως μᾶλλον οὔτε τότε
Μ᾿ ὅλους νὰ ζοῦνε
Μὰ νὰ λείπουν
῍Ας μὴν τολμήσω ἀσέβεια τέχνης πρὸς τὸν ῎Αγγελο
῍Ας πῶ μονάχα πόσο ἐγρήγορα ἤτανε τὰ μάτια
Κάτω ἀπ᾿ τὰ βλέφαρα τὸ σῶμα της
Πῶς κράταγε τὲς αἴσθησες ξυπνὲς
Καὶ πόσο γλυπτικὰ τὸ ντύμα ἐπτύχωνε
Κρουστὸ κι ἀνάλαφρο φουστάνι
Γιατ᾿ ἦταν καλοκαίρι παρατείνονταν
῾Ο θρίαμβος τοῦ ῾Ηλίου
Μέσα στὴ ζέστη.

Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007

Μάριος Μαρκίδης - Ποιήματα

 *

Ο καθένας με την ομπρέλα του.
Ομως εγώ
δεν μπορώ
χωρίς
τη βροχή σου.

*

< <…μετράς μια μέρα το επί του συνόλου
και βλέπεις,τρομάζοντας,
πόση ζωή άφησες απ΄έξω…>>

*

Οιονεί ποίημα

Λαθρεμπόριο, γιατρέ μου, ιδεών
λαθρεμπόριο αισθημάτων.
Έκλεισα τα εξήντα κι είμαι παρών:
έτοιμος προς εκποίησιν των τραυμάτων.
Ξόδεψα τη νοσταλγία των ουρανών
βγήκα με ψευδώνυμο στο κυνήγι.
Διαπρεπής στοχαστής, σώφρων,
πλην όμως η πελατεία μου λίγη.

 

*

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

Εμείς πουλάμε στην άλφα τιμή,άλλοι πουλάνε στη βήτα.
Δικαίωμά τους,δικαίωμά μας.
Βαραίνει οπωσδόποτε στην αγορά το όνομά μας
-ζήτημα σχετικό η νίκη και η ήττα.

Η ήττα μάλιστα σήμερα ¨τραβάει¨:
Τί ραγισμένοι δρόμοι,τί ασβεστωμένα συνθήματα,
Τα πιο καλά είναι τα γκρινιάρικα ποιήματα
κι ο Σεφέρης που δεν μου απαντάει.

Το ουσιώδες είναι ότι όλοι μας πουλάμε.

 

 

*

NANOYΡΙΣΜΑ

Ἔλα ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά καί πάρε το
ἔλα γριά μέ τά φριχτά δόντια καί πάρε το
ἔλα Τζών Σίλβερ
ἔλα ἄσπλαχνε Ἰαβέρη
ἔλα Φοῦ Μανσοῦ, Ἐμπενέζερ Σκρούτζ, σερίφη τοῦ Νόττιγκχαμ
λυσσασμένοι λύκοι, στρίγκλες, τέρατα
ἐλάτε γαμῶτο καί πάρτε το
καί μήν τό ἀφήσετε μέχρι τό πρωί.

*

Ιδιωτικό μνημόσυνο

Ο καλύτερός μου φίλος έφυγε
χωρίς προειδοποίηση
είχα βέβαια κι εγώ τις δουλειές μου, τα συμφέροντά μου να φροντίσω,
εν ενί λόγω τις σκοτούρες μου.
Μάθαινα πως είχε κι αυτός τις δικές του.
Κάνεις έτσι τα δάχτυλά σου
μετράς μια μέρα το επί του συνόλου και βλέπεις τρομάζοντας
πόση ζωή
άφησες απέξω.

Φυσικά, δεν είπε ποτέ (τόσα χρόνια φιλίας!) μια καλή κουβέντα
για τα ποιήματά μου.
Φυσικά, έπαιζε καλύτερη μπάλα.
Τον βλέπω να διαλέγει με αντικειμενικά κριτήρια την ενδεκάδα του
κι εμένα να με βιδώνει στην κερκίδα.

Τέτοιο κωλόπαιδο μού έτυχε να έχω φίλο παιδιόθεν.
Ούτε ένα σήμα, ούτε ένας υπαινιγμός ότι φεύγοντας με σκέφτηκε
ότι του άρεσαν κάποιες ντρίπλες μου
ότι συμβούλευε -έστω κι αργά- να με συμπεριλάβουν στην ομάδα.
Καθ’ όσον με αφορά δεν άφησε πίσω του διαθήκη.
Αν όχι για τη θέση τού εξτρέμ, ούτε για τη θέση τού μπακ διατύπωσε γνώμη.
Δεν είχα σταθερότητα, δεν με εμπιστευόταν στο γήπεδο.

Τέτοιο κωλόπαιδο μού έτυχε να έχω φίλο
Άντε να πνιγείς εκεί που πας, όπου κι αν πας, δεν σε χρειάζομαι
δεν έχω κατ’ ελάχιστον την ανάγκη σου
μπορώ να τα βγάλω πέρα και μόνος μου με τον διαιτητή
βλέπω ολοκάθαρα το γκολπόστ.

Κι όμως, για κάποια αδιευκρίνιστη στα ποιήματά μου αιτία,
για κάποιο μυστηριώδη λόγο που σε έκανε μέχρι τούδε αειθαλή
παρά την επαίσχυντη αναχώρησή σου
συμβαίνει
να μου λείπεις.

*

Νανούρισμα

Ἔλα ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά καί πάρε το
ἔλα γριά μέ τά φριχτά δόντια καί πάρε το
ἔλα Τζών Σίλβερ
ἔλα ἄσπλαχνε Ἰαβέρη
ἔλα Φοῦ Μανσοῦ, Ἐμπενέζερ Σκρούτζ, σερίφη τοῦ Νόττιγκχαμ
λυσσασμένοι λύκοι, στρίγκλες, τέρατα
ἐλάτε γαμῶτο καί πάρτε το
καί μήν τό ἀφήσετε μέχρι τό πρωί.

*

Επίγονοι

Οι ομοιοκαταληξίες δυναστεύουν τα αδύνατα πνεύματα
Ντεκαντάνς, γράφω το όνομά σου ανορθόγραφα.
Τι άτεχνα τα μεταθανάτια σονέτα!….
Ο Μαβίλης θα μας κρεμάσει ανάποδα.
Συνελόντι ειπείν
είμαστε οι βραδυφλεγείς επίγονοι του σπλην.

*

Ο ΣΎΝΤΡΟΦΟΣ Μ.Π .

Από τον ύπνο του έδυσε τʼ αστέρι,
και τʼ όνειρό του έχει αμετάκλητα κριθεί.
Α! Δεν έχει πια τίποτα να φοβηθεί
κανείς σʼ αυτά τα μέρη.
Κατά βάθος ασφαλώς το ξέρει:
Το κόμμα κρέμεται από μια κλωστή.
Η ψήφος του όμως έμεινε πιστή
κι αυτή η ψήφος θα το φέρει
αύριο και πάλι τιμημένο στη Βουλή.
Η πάλη για το μέλλον, φίλε, είναι επιστήμη
κι αν είναι εμπόδιο η μνήμη, κάνουμε και δίχως μνήμη.
Βάλε το λοιπόν μακρύ μανίκι, κρύψε την ουλή
και πάψε το τροπάρι με την εξορία.
Απόψε πρόταση μομφής: Προβλέπεται ολονυχτία. . .

*

Aγανάκτησις Καίσαρος Εμμανουήλ

Κυρία τηλεόρασις θα σταματήσεις
να μας κόβεις τη χολή με τας ειδήσεις;

*

Μου φαίνεται πως δεν με χωνεύω-

*

Εποχή των βροχών
σεβάσου μωρή αν έχεις τσίπα
την μετεωρολογική εκδοχή περί των εποχών.

*

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ

Το γεγονός ότι το Πάσχα
με κάνει
να αισθάνομαι καλύτερος
δεν αποδεικνύει
την ύπαρξη
του Θεού.

*

Πες μου τώρα κάτι, ρε γαμώτο
άνοιξε το στόμα σου
μίλησε,μίλα μου:
Πες ό,τι θέλεις τώρα.
Ό,τι και να μου πεις
εγώ θα το πιστέψω.

*

Λυπάμαι που δεν έγραψα ποτέ
τα ωραία ποιήματα
που είμαι βέβαιος
ότι θα μπορούσα να γράψω.

*

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

Εμείς πουλάμε στην άλφα τιμή,άλλοι πουλάνε στη βήτα.
Δικαίωμά τους,δικαίωμά μας.
Βαραίνει οπωσδόποτε στην αγορά το όνομά μας
-ζήτημα σχετικό η νίκη και η ήττα.

Η ήττα μάλιστα σήμερα ¨τραβάει¨:
Τί ραγισμένοι δρόμοι,τί ασβεστωμένα συνθήματα,
Τα πιο καλά είναι τα γκρινιάρικα ποιήματα
κι ο Σεφέρης που δεν μου απαντάει.

Το ουσιώδες είναι ότι όλοι μας πουλάμε.


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ


Το γεγονός ότι το Πάσχα

με κάνει

να αισθάνομαι καλύτερος

δεν αποδεικνύει

την ύπαρξη

του Θεού.


Πηγή: https://www.poiein.gr/2012/12/18/iuneio-ianessaco-aieieuaei-adhssiaoni-aocissia-icniaeuiic/

Κωνσταντίνος Τέλιος - Ποιήματα

 ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Συντρέχει ο νους
την αίσθηση
και αυτή του σπάει
τα πόδια
*
ΕΠΟΧΕΣ
Ευθυτενής και οπωροφάγος
ο λόγος
έχει κι αυτός
την εποχή του
έχει κι αυτός
τον Γενάρη του
*
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ
Το ειδεχθές που υπήρξαμε
του αδικήματός μας
το σύμμετρο που αντισταθήκαμε
στο πρόσωπό μας
ως φύση που επελαύνει
επιτάσσουν
ας μη γελάσουμε ποτέ ξανά
κάπου στον κόσμο κάποιον
εξοντώνουμε
κάποιος από το γέλιο μας
πεθαίνει
*
ΕΝΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ
Αγαπημένη ωραία κι έγκαιρη ετούτη
η βροχή γλυκά που νανουρίζει το σαρκίο
όμορφα που στιλβώνει τις αμυχές
του βλέμματος και περιθάλπει
στοργικά το νου
ας ήτανε σε μια πλαγιά των χαμηλών
των παιδικών μου λόφων να κείτομαι
το σώμα μου να φθείρεται και να
αναλύεται η ψυχή μου να χάνομαι
να γίνομαι μικρά ορμητικά ρυάκια
ν' ασπρίσουνε με τον καιρό τα γόνατα
και να κυλίσουνε λίγο πιο κάτω
οι αστράγαλοί μου τα χέρια και οι καρποί
μέχρι να γίνω πέτρες

Πηγή: Οι άλλοι δρόμοι, Στιγμή 2017.


Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/giorgos.alpogiannis/posts/pfbid0BFmBomzTEUCZt7y6vKLQU7tpZWb8HjgE9WSFAKJNbhZWghkiaNAS5uAHdqTWa1pAl

Ντίνος Σιώτης - Λεπτομέρεια



Αυτός ο άνθρωπος
με την απόπειρα
της αισιοδοξίας
στο πρόσωπό του
ζει
απ' ό,τι αφαιρεί
της ζωής του.

Πηγή: «Απόπειρα» (1969) στο: Ντίνος Σιώτης, Ποιήματα 1969-1999, Κέδρος 2018.

Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου - Το σπάνιο πουλί


Έψαχνε κι έψαχνε το σπάνιο πουλί, να 'βρει μέρος ν' αφήσει τ' αυγά του. Στα κοτέτσια κουρνιάζανε βολεμένες οι κότες, κι οι διάνοι φούσκωναν, παχουλοί, στα ζεστά. Και το σπάνιο πουλί θα γεννούσε στο χιόνι; Χιόνι θα σκέπαζε τα σπάνια αυγά; Στεκόταν μετέωρο. Συγκεντρωμένο στον εαυτό του, το πιο μικρό φτεράκι του συσπειρωμένο, ξέγραψε μέσα του φωλιές και κόρνια, ξέγραψε απάγκιο και ζεστασιά. Και γέννησε. Και σταθήκαν τ' αυγά στον αέρα. Άνεμος μυστικός τα βαστούσε από κάτω, νύχτες και μέρες ώσπου να βγουν τα πουλιά. Σαν ανεξήγητη βροχή πέσαν τότε τα τσόφλια, πάνω από κότες και διάνους στην παγωμένη εξοχή, υπενθυμίζοντας ότι.
Του Λιναριού τα πάθη- Ο μέγας μυρμηκοφάγος: Μικρά πεζά, Αθήνα: Άγρα 1993.

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος - Ανείπωτη χαρά

 Τού ‘λεγαν πως μεγάλωσε πια,

πως πρέπει να προσγειωθεί,

να πατήσει γερά τα πόδια του στη γη,

να πάψει να πετά στα σύννεφα οικτρός αιθεροβάμων.

Αυτός επέμενε να γλυστρά πίσω από τα όνειρα,

κλαίγοντας κάτω από διάφανα καλύμματα στίχων.

Απορούσε με τους άλλους που δεν ένιωσαν

ή που μπορεί ακόμα να ξεχάσαν

εκείνη την ανείπωτη χαρά

να σε πετούν ψηλά τα μπράτσα του πατέρα,

να μένεις μετέωρος στις κορυφές των δέντρων και των βουνών,

ψηλά να στροβιλίζεσαι στου λούνα παρκ τη Ρόδα.


Για τέτοια ανείπωτη χαρά

έπρεπε τώρα πια μεγάλος να λυπάται.


Πηγή: Πληγές χωρίς αίμα, Διογένης: Αθήνα 1992.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Τόπος τοπείου

Από ένα σημείο που το ορίζει, δεξιά, ογκώδης και απορρώξ βράχος, και αριστερά, μιά μικροτέρα και ηπιωτέρα βραχώδης προεξοχή, χαίνει ένα διάστημα, εις τα κράσπεδα του οποίου γεννιέται και κατόπιν επεκτείνεται, κατά τρόπον πράον και εις σειράν αρμονικών πτυχώσεων του εδάφους, μιά ελαφρά κατωφέρεια, εν είδει κλιτύος, που σε πολλά σημεία είναι χλοερά, ενώ, σε άλλα, μοιάζει να αποψιλούται, διά να επενδυθή περαιταίρω πάλι, με χλόη και θάμνους πυκνούς ή φουντωτά δενδρύλλια.

Εις τα γυμνά μέρη, το χώμα είναι αλλού μεν παχύ και κοκκινωπό, αλλού δε λεπτότερο, σχεδόν σπειρωτό και σε απόχρωσιν ώχρας. Οι πτυχώσεις όμως δεν ποικίλλουν μόνο στο χρώμα, ααλά και στην διαμόρφωσι και στο σχήμα. Και έτσι, άλλοι μεν γήλοφοι ορθούνται σαν σφικτοί μαστοί, άλλοι δε παρουσιάζουν μιά παχουλή προπέτεια σφύζοντος εφηβαίου. Τόσον τα σύγκλινα και τα αντίκλινα, όσον και οι εναλλαγές των χλοερών και ακαλύπτων εκτάσεων, που δείχνουν εδώ γυμνή τη γη και εκεί ντυμένη, δίνουν μιά χάρη κυματισμού εις το τοπείον, που οφείλεται, αφ' ενός, στην διάπλασιν του εδάφους, και, αφ' ετέρου, εις την μετάπτωσην από την χλοερά στην αργιλώδη υφή, καθώς και στις εδώ και εκεί αυξομειώσεις της εντάσεως των χρωμάτων. Τούτο συμβαίνει τόσο πολύ, που, προς στιγμήν, μπορεί να νομίσει κανείς, ότι βλέπει σε μία ριπή οφθαλμού, όχι μόνο το διαρκές και συγκεκριμένο θέαμα του τοπίου, μα και μιά φεγαλέα και αόριστη εικόνα χορεύτριας, με πλατύ και βαθύπτυχο φουστάνι, του οποίου ο ποδόγυρος διαγράφει ένα κυματιστό περίγραμμα πτυχώσεων, σε λικνιζόμενο ρυθμικά στρόβιλο περιστροφών χορού . 'Η, ακόμη, μπορεί να νομίσει κανείς, ότι αντικρύζει κύματα βαθύκολπα, κύματα που δεν σκάνε, μα που αποτελούν λείες, άνευ αφρού καμπυλωτές διογκώσεις και βαθουλώματα αλλεπάλληλα, σε μιά αλληλουχία, όπου το υγρόν στοιχείον έγινε ύλη στερεά, σαν τμήμα πελάγους πολύχρωμα αποκρυσταλλωμένου, σε στιγμήν γαληνεύσεως θαλάσσης κατόπιν ισχυράς τρικυμίας. Η εντύπωσις που δίνει το μέρος τούτο του τοπείου, είναι εντύπωσις κατευνασμού - ενός κατευνασμού, που διεδέχθει μίαν άκρως ταραχώδην περίοδον, ή μίαν οργιώδη και ευεργετικήν καταιγίδα, της οποίας, τα βασικά, τα ζωτικώτερα στοιχεία, δεν διελυθησαν, μα εξακολουθούν να υπάρχουν, εις τρόπον ώστε, να καθίσταται η γαλήνη, μιά σφριγηλή και δονουμένη αιθρία, καθώς ανάπαυλα εραστών ευρισκομένων μεταξύ δύο συμπράξεων, σε στιγμάς που συναντάται εις μεταίχμιον ευτυχίας, η ικανοποίησις ενός προγενεστέρου πόθου, με την παρακευήν και την ωρίμανσιν μιάς νέας, επερχομένης διεγέρσεως, προς επανάληψιν της συμπράξεως και επίτευξιν της ηδονής.

Η αιθρία εις την οποία εμβαπτίζεται ολόκληρο το τοπείον, συμπίπτει εντελώς με την αιθρίαν της παρομοιώσεως. Είναι δε τόσον διαυγής, που αντηχεί σαν ήχος καθαρής καμπάνας, και δύο-τρία νέφη ελαφρότατα, που πλέχουν στο γαλανόν στερέωμα, λες και αυξάνουν το απύθμενόν της βάθος.

'Ενα άλλο στοιχείον, που αποτελεί παράγοντα σημαντικόν του τοπείου, είναι το δένδρον, το οποίον υψούται εις μικράν απόστασιν και ολίγον χαμηλότερα από την αριστερά κειμένη βραχώδη προεξοχή, εις την ακμήν της ελαφράς κατωφερείας. Το δένδρον αυτό είναι τόσον μεγάλο, και το φύλλωμά του τόσον πυκνό, που μπορεί κανείς να το εκλάβη, εκ πρώτης όψεως, ως συστάδα περισσοτέρων δένδρων. 'Ενας εκ των χαμηλωτέρων κξάδων, κύπτει προς την γη, και τα έσχατα φύλλα του εμβαπτίζονται απαλότατα εντός ρυακίου, το οποίον φαίνεται μέχρι τινός, έπειτα χάνεται πίσω από μία από τις γυμνές πτυχές του εδάφους, και επανεμφανίζεται περαιτέρω, ελισσόμενον ήρεμα, εις το μέσον μιας εκ των χλοερών εκτάσεων.

'Aπλετο φως καταυγάζει τους θυσάνους του φυλλώματος, αλλά με δυσκολίαν εισδύει εις την εσωτερικήν πυκνότητά του, εις τρόπον που να εμφανίζεται η κάτω από την φουντωτή επιφάνεια απόχρωσις τόσον βαθεία, ώστε να αποτελεί άλλο χρώμα. Η άμιλλα μεταξύ του ανοικτού και του σκοτεινού πρασίνου είναι τόσον οξεία, που όχι μόνον βλέπομε την διάσταση των χρωμάτων, αλλά αισθανόμεθα, εν τω άμα, και την θαλπωρή του ηλίου, και την δροσιά της σκιάς. Και ενώ, εις την εξωτερική επιφάνεια του δένδρου, μέλπει και ενίοτε κραυγάζει το φως, σε παφλάζουσαν έξαρσιν έρωτος πασιφανούς, εις τα βάθη του φυλλώματος συσπειρούται η σκιά, σιωπηλή συλλέκτρια μυστικών και απορρήτων.

Και ιδού που η ενατένισις της εξωτερικής επιφανείας του φυλλώματος, ισοδυναμεί με συμμετοχήν μας εις αναπέτασιν σημαίας, εις έκρηξιν αλαλαγμού χαράς, ή εις αιφνιδίαν αναπήδησιν, εκ βαθέων, ορμητικής πηγής, κάθε φορά που το παιχνίδισμα του ηλίου επί των φύλλων απλώνει απανωτές μαρμαρυγές φωτός. Και ιδού που η διείσδυσις του βλέμματος εις την σκιάν της εσωτερικής, της βελουδένιας πυκνότητος του φυλλώματος, ισοδυναμεί με συμμετοχήν μας εις διείσδυσιν εντός σπηλαίου γιομάτου σταλακτίτες, εντός λαβυρίνθου εναγωνίου εξομολογήσεως, ή εντός καθεδρικού ναού, όπου αντηχεί το θρόισμα των προσευχών και ακούονται οι στεναγμοί ανθρώπων τεθλιμμένων.

Εντός αυτού του διπλού κλίματος, που εκπορεύεται από το δένδρο και το περιβάλλει, θα μπορούσε κάλλιστα να αναπνεύσει μια νεανίς, βαίνουσα ανεπιφυλάκτως, εν τη ελευθέρα αποδοχή του αισθήματός της, προς συνάντησιν φλογερού μνηστήρος, καθώς και μια μιχαλίς, οδεύουσα αγχωδώς και με χίλιες προφυλάξεις, προς συνάντησιν αμφιταλαντευομένου εραστού, εν πνεύματι ενοχής και φόβου.

Εις τα πέριξ μέρη του τοπίου αυτού, που δεν φαίνεται καθόλου να ευρίσκεται πλησίον του Ισημερινού, ή εντός μιάς διακεκαυμένης ζώνης, η χλωρίς ενθυμίζει, εν τούτοις, βλάστησιν τροπικήν. Εδώ, θα μπορούσε κάλλιστα να συναντήσει ένας εξερευνητής, μίαν αγέλη από αντιλόπες, που εις το άκουσμα βηχός, ή ξαφνικού τριξίματος ενός ξύλου ξηρού, που το σπάζει ένα πόδι, θα ετρέπετο σε γοητευτική φυγή, μέσα σε μιά αλληλουχία ποικίλων σκιρτημάτων, εξ εκείνων εις τα οποία ο τρόμος, που συνεχώς κατέχει τα λεπτοφυή αυτά ζώα, προσδίδει πάντοτε μία επιπλέον χάρι, αλήθεια εξαίσια. Και ο εξερευνητής αυτός, εμβαπτιζόμενος ολοένα περισσότερον εις το συναίσθημα που θα του γεννούσε η συμμετοχή του στο τοπείον, θα μπορούσε κάλλιστα να γράψη ή και να πη το ποίημα που περιλαμβάνω εις αυτό το κείμενον, ως αναπόσπαστο μέρος του τοπείου:

«Το δάσος φρίσσει στα περιπλοκάδια των όφεων που το συσφίγγουν και ο ισημερινός ζεσταίνει τις χαραμάδες μιάς πρόχειρης καλύβας. Μία κρεολή λιάζεται στο δώμα και σιγά-σιγά ασπρίζει και γίνεται γυναίκα λευκή που θέλει να μαυρίση.»

ΓΡΑΠΤΑ Ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Ανδρέας Εμπειρίκος - Ο Ανδρέας Μπρετόν



Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης
Στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλαΐων
με στιλβηδόνα και με σθένος και με πάθος
καταμεσής στον βράχο της σποριάς σου.

Ηρωικό πουλί της οικουμένης
Που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων
Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φενάκη,
Μα την φωνή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία.

Φανατικό πουλί της οικουμένης
Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία
Όρθιο μεσ’ στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι.

Ενδοχώρα (1934-1937)

Ανδρέας Εμπειρίκος - Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μία πόλι, 1985

Και όπως προκειμένου περί του αδάμαντος, πλησιάζοντες εις τους οφθαλμούς μας τον πολύεδρον κρύσταλλον, δυνάμεθα τότε μόνον να συλλάβωμεν την πλήρη αξίαν και καλλονήν του, διά της υπό των οφθαλμών και άλλων εισέτι αισθήσεων επιτρεπομένης κατανοήσεως της συγκροτήσεως του συνόλου του πολυτίμου λίθου, έτσι, νομίζω, ότι προκειμένου περί μιας πόλεως και της ζωής της, διά να κατανοήσωμεν και να απολαύσωμεν τας ιδιομορφίας της και την ιδιαιτέραν γεύσιν της, πρέπει όχι μόνον να βλέπωμεν, όπως από υψηλόν λόφον την πόλιν ταύτην, αλλά και εκ του πλησίον να την βλέπωμεν, απτόμενοι όχι μόνον των σωμάτων, αλλά και των συναισθημάτων των κατοίκων της, απτόμενοι και των πράξεων και των έργων των, ώστε να έχωμεν όχι μόνον θεωρήσει, μα και ζήσει την πόλιν ταύτην, είτε ανήκομεν εις τον μόνιμον πληθυσμόν της, είτε διερχόμεθα από την πόλιν, ως επισκέπται εξ εκείνων που ονομάζονται συνήθως τουρίσται.
Και η πόλις εκτείνεται και αναπτύσσεται ιδιορρύθμως. Και όπως εις μίαν σύνθεσιν συμφωνικήν, ή εις μέγα έργον αντιακαδημαϊκώς ποιητικόν, βλέπομεν να ολοκληρούται και εις την πόλιν ταύτην, ακόμη και εις τας πλέον χαώδεις στιγμάς της ζωής της, η ιδική της αρμονία. Μια αρμονία, μη υπακούουσα, μη υποτασσομένη εις καμμίαν ξένην προς τους βαθυτέρους της ρυθμούς νομοτέλειαν ή επιταγήν. Εναπόκειται εις ημάς, ή εις τους ευαισθήτους εξ ημών, να την κατανοήσωμεν και να την απολαύσωμεν.
Και η πόλις ολονέν, εκτείνεται και αναπτύσσεται και υψούται. Τα κράσπεδά της επεκτείνονται και ανά πάσαν δεκαετίαν φθάνουν μέχρι σημείων πλέον προκεχωρημένων, απωτέρων. Αλλά, όσον και αν απομακρύνωνται από το κέντρον, όσον και αν δημιουργούνται και προστίθενται, εδώ και εκεί, εις διαφόρους συνοικίας, νέα μικρότερα επί μέρους κέντρα, οι παλμοί της καρδίας της μεγαλουπόλεως φθάνουν παντού, προερχόμενοι εκ του μεγάλου κέντρου, του επικέντρου, διότι εκεί σφύζει πρώτον και αενάως το αίμα της, μεταφερόμενον ακολούθως τάχιστα, δι’ όλων [των] αρτηριών, με ίσην δύναμιν προς πάσαν κατεύθυνσιν, έστω και αν η καρδιά αυτή ευρίσκεται και λειτουργεί εδραιωμένη εις ωρισμένον αμετακίνητον και μακρυνόν σημείον, ως γιγαντιαία και θαυμαστή αντλία εκτοξεύουσα εσαεί, παντού, το ζωογόνον αίμα της.
Και ιδού που η τεραστία πόλις σφύζει ως μέγας έμψυχος οργανισμός και ζει και λειτουργεί και αναπτύσσεται, χωρίς να έχουν τόσον σημασίαν οι οιωνοί, όσον τα ανά πάσαν στιγμήν οφθαλμοφανώς γινόμενα εν τω παρόντι και τα αοράτως διά το μέλλον ετοιμαζόμενα, όπως ο σπόρος μέσα εις την γην που κατ’ αόρατον τελείως τρόπον ετοιμάζει την επερχόμενην βλάστησιν και την μελλοντικήν συγκομιδήν.

Αλλά, διά να υπάρξη μέλλον, είναι ανάγκη να προϋπάρξη το παρόν και τα εν τω παρόντι συντελούμενα, που ανά πάσαν στιγμήν καθίστανται ορατά και αισθητά, τουλάχιστον εις τους ευαισθήτους και μη αρκουμένους μόνον εις την επίσκεψιν και την απλήν θεώρησιν των χώρων που υπογραμμίζονται εις τα σοφά περί της πόλεως συγγράμματα, ή εις τους λεγομένους ευχρήστους οδηγούς, τους κυανούς ή ερυθρούς, και εις τους προχείρους χάρτας των περιηγητικών γραφείων.
Ας στρέψωμεν λοιπόν την προσοχήν μας προς την πόλιν, όχι μόνον διερχόμενοι από τας οδούς της αλλά και σταθμεύοντες και εισδύοντες παντού όπου διεγείρεται το ενδιαφέρον μας, είτε από ταπεινά, μηδαμινά, είτε από επιβλητικά και πολύ μεγάλα. Τόσον τα μεν όσον και τα δε, αποτελούν συνθετικά στοιχεία εις την θαυμαστήν διάρθρωσιν μιας πόλεως, της κάθε πόλεως και συνεπώς και της πόλεως αυτής, που εκτείνεται πέριξ ημών και υψώνεται και γιγαντούται.

Ανδρέας Εμπειρίκος - Αι γενέαι πάσαι



Δεν λησμονώ ποτέ τον Λέοντα Τολστόϊ
Τον πρώτο δάσκαλό μου

Επάνω από τα κύματα των επελάσεων
Μέσα στα θρύψαλα της καθημερινής ζωής
Και στις ανατινάξεις των οπτασιών και των ονείρων
Μέσα στο άγχος των πολέμων –ευτυχώς-
Των αρχαγγέλων ο εσμός.

Ειρήνη ειρήνη και πυκνά πλεμάτια
Κατά του στίφους των ακρίδων
Κατά του πλήθους των σκορπιών και των ερίδων
Η χαίτη της καθεμιάς βουίζει
Και δάσος πλήρες από έντομα γιγάντια
Κ’ αίφνης οι πίδακες των ιδικών μας απαντήσεων
Με την ευχή της μάνας μας
Ενάντια στα μαχαίρια των πογκρόμ
Ενάντια στα κνούτα της Οχράνα
Με τις κραυγές που απ' τις ψυχές μας ξεπετιούνται
Για την κλοπή των ινδαλμάτων
Για την καταβαράθρωσι των οραμάτων
Για εκείνο το χνούδι των παιδιών που σαν ψιμύθιον διεσκορπίσθη
Με όλα τ’ αρώματα και την χρυσή βροχή του σίτου
Μπρος στα χαντάκια των φρουρών και των δημίων
Μπρος στα καλάθια που άδεια απόμειναν στον ήλιο.

Ειρήνη ειρήνη το φιορίνι ας χαθή
Κρωγμοί γυπών να μην ακούωνται πλέον
Στους κήπους τα μικρά παιδιά να παίζουν
Αμέριμνα πασίχαρα δοσμένα
Στους θρύλους των καλών καιρών που φέρνουν
Των ενορμήσεων την ευλογίαν
Σε ξέσπασμα αγαλλιάσεως που σημαίνει
Ειρήνη ειρήνη με τον φλόκο της Ειρήνης
Μέσα σε φως απίστευτο να πλαταγίζη
Με την οκτάπηχη την λόγχη μας μπηγμένη
Κατάστηθα στο στήθος των πολέμων
Αγάπη αγάπη θρόϊσμα βαθύφυλλο του Πάνα
Λέων Τολστόϊ βελανιδιά τετράψηλη προφητική
Στη Γιάσναγια Πολιάνα.



Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθές, 1984

Ανδρέας Εμπειρίκος - Αργώ ή Πλους αεροστάτου (1980)


Αι τελευταίαι προετοιμασίαι είχαν συμπληρωθή και η ογκώδης, ολοστρόγγυλη και πλήρης υδρογόνου σφαίρα, προσδεδεμένη σε μίαν δωδεκάδα σχοινίων, επί ενός αναπεπταμένου πεδίου, πλησίον των προαστείων της πρωτευούσης, ανέμενε την ώραν της απογειώσεως.

Πλήθος μέγα περιεστοίχιζε το αερόστατον, και ηκούοντο πανταχόθεν πολύτονες αναφωνήσεις, που σκάζαν κάθε τόσον, σαν ώριμα μπουμπούκια υπό την επήρειαν ηλίου φλογερού. Συνωθούμενοι μεταξύ των αναριθμήτων θεατών, πολλοί μικροπωληταί διελάλουν και προσέφεραν αντί ευτελούς αντιτίμου, διαφόρους κονκάρδας και ταχυδρομικά δελτάρια, εικονίζοντα το αερόστατον, ή τους αεροναύτας, ή το αερόστατον μαζύ με τους αεροναύτας, καθώς και άλλα δελτάρια, εικονίζοντα τον αθλοθέτην του μεγαλειτέρου αεροπλοϊκού επάθλου, τον αμερικανόν Γκόρντον Μπέννετ, ως και ταχυδρομικά δελτάρια εικονίζοντα τον πρόεδρον της Δημοκρατίας της Κολομβίας.

Εις τα κράσπεδα της μεγάλης κοσμοσυρροής, ολίγοι πλανόδιοι μουσικοί και σαλτιμπάγκοι, προσεπάθουν να ελκύσουν την προσοχήν των ακραίων θεατών, με άσματα, ή με ταχυδακτυλουργικάς και ακροβατικάς επιδείξεις. Ουδείς όμως παρηκολούθει τους πλανοδίους αυτούς καλλιτέχνας, παρ΄ όλον ότι, τινές εξ’ αυτών, δεν εστερούντο ποιητικότητος και ταλέντου, διότι, και οι πλέον μεμακρυσμένοι από το κέντρον της συναθροίσεως, είχαν την προσοχήν των εστραμμένην προς την τεραστίαν σφαίραν, ήτις διεκρίνετο από παντού. Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μια ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίαν νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή, ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν δε, ενώ περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέρα, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριον σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.

Ενώ ταύτα ελάμβανον χώραν επί του ανάπεπταμένου πεδίου, οι αεροναύται (τρεις εν όλω), φέροντες ειδικάς στολάς εξ αδιαβρόχου υφάσματος, εξήταζαν διά τελευταίαν φοράν την λέμβον και απαντούσαν εις τας ερωτήσεις των ανταποκριτών των εφημερίδων. Όσοι μεταξύ των παρευρισκομένων ήσαν καλλίτερα πληροφορημένοι, θα ηδύναντο να αναγνωρίσουν αμέσως τους αεροναύτας, όχι μόνον από τας ενδυμασίας των, αλλά και από τα χαρακτηριστικά των, διότι είχε δημοσιεύσει επανειλημμένως ο παγκόσμιος τύπος, τόσον ο ημερήσιος όσον και ο περιοδικός, τας φωτογραφίας των, αναφερόμενος εις την εξέχουσαν προσωπικότητα ενός εκάστου και εις την διακεκριμένην και ενίοτε ηρωικήν των δράσιν. Ο πρώτος εξ΄ αυτών, ήτο ο Άγγλος λόρδος, Ώλμπερνον, καθηγητής της αστρονομίας εις το πανεπιστήμιον του Εδιμβούργου, και συγγραφεύς πολλών επιστημονικών έργων περί των ουρανίων σωμάτων, εκ των οποίων δύο, εθεωρούντο ήδη ως συγγράμματα κλασσικά.

Ο δεύτερος, ήτο ο πρώην αντισυνταγματάρχης του γαλλικού στρατού, Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ, εξερευνητής της Κεντρώας Αφρικής και συγγενής ενός εκ των ηρώων του επεισοδίου της Φασόδα. Ο τρίτος, ένας άνδρας γιγαντιαίου αναστήματος, με μακράν ξανθήν γενειάδα και διαυγέστατα γαλάζια μάτια, ήτο ο Ρώσσος ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ, πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Γεωγραφικής Εταιρείας της Πετρουπόλεως και εις εκ των ελαχίστων, εν Ρωσσία, πνευματικών φίλων του Ισλάμ.

Η πελωρία σφαίρα εταλαντεύετο ως μέγα εναέριον κήτος υπεράνω των κεφαλών του πλήθους και όλος ο κόσμος έκαμνε προβλέψεις. Ο καιρός ήτο αίθριος. Μόνον εις ελάχιστα σημεία του ουρανού, ολίγα ελαφρότατα νέφη, έμοιαζαν να περιμένουν και αυτά την ανύψωσιν του μπαλλονίου, σαν μικρά σκάφη πλοηγών που αναμένουν υπ’ ατμόν επικειμένην αναχώρησιν ογκώδους ατμοπλοίου. Τέλος κατέφθασε και ο δήμαρχος της πρωτευούσης, όστις, αφού εξεφώνησε λογύδριον πλήρες εμφάσεως και στόμφου, ενεχείρισε εις τους τρεις αεροναύτας πιστοποιητικά της εγγραφής των, τιμής ένεκεν, ως πολιτών της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, εις τα μητρώα της πόλεως. Κατόπιν, τιθέμενος εις το πλευρόν των τριών αεροναυτών, ο δήμαρχος απεκρυσταλλώθη μαζύ των εις οριστικήν στάσιν, ενώπιον μιας προ ολίγου μόλις στηθείσης επί τρίποδος φωτογραφικής μηχανής. Ο δήμαρχος, όστις ήτο ανήρ εξαιρετικά μικρού αναστήματος και φαλακρός, παρουσίαζε οξυτάτην αντίθεσιν πλησίον των τριών αεροναυτών, ιδίως εν συγκρίσει με τον Βλαδίμηρον Βιερχόυ, προ του οποίου εστάθη. Ο αγαθός ναύαρχος, αντιληφθείς την γελοίαν θέσιν του Κολομβιανού επισήμου, έκαμε εν πλάγιον βήμα προς τα εμπρός και έλαβε θέσιν δίπλα του, διά να αμβλύνη κάπως την οξείαν και αυτόχρημα κωμικήν αντίθεσιν. Αλλά το μόνον που επέτυχε, ήτο να τον θέση τοιουτοτρόπως, άθελά του, εις έτι γελοιωδεστέραν θέσιν. Το πλήθος παρ’ ολίγο να εκσπάση εις γέλωτας, αντιλαμβανόμενον όμως, ότι, ούτω, θα διεπόμπευε εν τω προσώπω του δημάρχου ολόκληρον τον πληθυσμόν της πρωτευούσης, συνεκρατήθη μεν, αλλά μετά μεγίστης δυσκολίας.

Ο φωτογράφος έκυψε υπό το μαύρο πανί της φωτογραφικής συσκευής, και ήρχισε να περιστρέφη τον ρυθμίζοντα την απόστασιν κοχλίαν. Έπειτα, προβάλλων κατέρυθρος κάτω από το πανί, ωρθώθη εκ νέου και εζήτησεν απόλυτον ακινησίαν. Οι φωτογραφιζόμενοι συνεμορφώθησαν αμέσως΄ ο λόρδος Ώλμπερνον, με το βλέμμα του επί του έναντι ισταμένου, μεταξύ των επισήμων θεατών Πέντρο Ραμίρεθ΄ ο Λαρύ- Νανσύ επί του στήθους μιας ωραίας μοιχαλίδος, που εστέκετο εις το πλευρόν του καθηγητού της ιστορίας, ενώ ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ, αγκάλιαζε, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, ολόκληρο το πλήθος. Με μίαν απότομον αλλά συνάμα χαρίεσσαν κίνησιν της χειρός του, ο φωτογράφος αφήρεσε το εσωτερικώς βελούδινον και εξωτερικώς δερμάτινον κάλυμμα του προεξέχοντος εν είδει πέους ή τηλεβόλου φακού και εμέτρησε, γεγωνυία τη φωνή, κρατών το πώμα εις τον αέρα τελετουργικώς: «Ένα…δύο…τρία…». Κατά τα ολίγα αυτά δευτερόλεπτα, εγένετο άκρα σιωπή πέριξ της πελωρίας σφαίρας, εντός της οποίας, οι προφερόμενοι αριθμοί, έπιπταν από τα χείλη του εξ επαγγέλματος φωτογράφου, σαν ξόρκια παραδόξου μαγγανείας, ή σαν χρησμοί λακωνικοί, μπηχτοί, αρσενικής Πυθίας, ενώπιον κατεχομένου από αγωνίαν ακροατηρίου. Πριν, όμως, προφέρη ο φωτογράφος τον τελευταίον αριθμόν της πόζας, μία κραυγή που εξεπήδησε από το στόμα μιας δεκαπενταέτιδος κόρης πελιδνοτάτης, που εστέκετο πλησίον της ωραίας μοιχαλίδος και του υψηλού Ντον Πέντρο, εξέσχισε την σιωπήν και ετάραξε τα βάθη της μέχρι του απωτάτου σημείου της κοσμοσυρροής.

«Θεέ!…Μη τους σκοτώσετε…Μη τους σκοτώσετε…Είναι αθώοι!…» εφώναξε η ωχρά νεάνις και κατέπεσε σφαδάζουσα επί του εδάφους.

Ανδρέας Εμπειρίκος - Δυο άλογα του Giorgio de Chirico



Δύο άλογα λυρικά, δύο άλογα στυτικά και μέσα στις ψυχές των πλαστικά, δύο άλογα ολοζώντανα και ωστόσο σαν αγαλματένια, δύο άλογα με χαίτες μακριές και με ακόμη πιο μακριές και φουντωτές ουρές – το ένα λευκό (δεξιά) και το άλλο μαύρο (αριστερά) – στέκουν γεμίζοντας το πρώτο πλάνο (το σκούρο, με τα τέσσερα πόδια του στυλωμένα στο έδαφος, και το άσπρο, με το ένα μπροστινό του πόδι σηκωμένο στον αέρα) μπροστά σε μια θάλασσα προκλητική και επίμονη, που σχεδόν εγγίζει, σχεδόν γλείφει τις οπλές των. Τα δύο άλογα φαίνονται ξαφνιασμένα και μοιάζουν σαν να είχαν μαρμαρώσει ξαφνικά, πριν σβήση, πριν ανακοπή, η κατ’ ανάγκην συγκρατημένη τώρα, μα ωστόσο παρούσα πάντοτε, ορμή των.
Στο βάθος, πίσω από μιαν έκτασι πεδινή και ίσως τελματώδη, υψώνεται ένας λόφος με κτίσματα αρχαϊκά. Ποιος ξέρει; Ίσως να έφυγαν τα δύο άλογα εθελουσίως από τα κτίσματα του λόφου. Ίσως να έφυγαν διωγμένα από τους απαισίους κατοίκους, που δεν κατάλαβαν ποτέ μήτε τους πόθους των, μήτε την ομορφιά των. Έτσι που στέκουν τώρα εκεί, μοιάζουν να έχουν σταματήσει εμπρός σε απροσπέλαστο φραγμό, στον φραγμό που βάζει η θάλασσα μπροστά των, στο φράγμα που τόσο συχνά θέτει η πραγματικότητα σε πόθους παμμεγίστους, που όσο πιο ανικανοποίητοι μένουν, αλλά τόσο γεννούν, τρέφουν και διατηρούν ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου μέλλοντος, την νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκημένο δημιουργεί, την νοσταλγία που βλέπουμε τόσο συχνά στα μάτια μιας ρεμβαζούσης γυναικός, ή μιας ονειροπόλου κόρης, όταν ο ίμερος φουσκώνει τα μεστά, και τα ελαφρά ή τα βαριά και τα μπουμπούκια ακόμη στήθη.
Έτσι και οι δύο πώλοι, καίτοι ξαφνιασμένοι στο αθέλητο σταμάτημά των εμπρός στη θάλασσα, έχουν και οι δύο μιαν νοσταλγίαν φανερή στην εκφρασί των, ανάλογα μεγάλη με την μεγάλη δυσκολία που δημιουργεί μπροστά των ο γιαλός, η τάφρος, η αδιάβατη σε αυτούς, που είναι όλο στύσις, όλο σκίρτημα και ώσις, σε αυτούς που θάθελαν (ω, πώς!) να τρέξουν, να πετάξουν, να οχεύσουν, σε αυτούς τους δύο αγγέλους, που η μοίρα εναντιωμένη, ή ένας ζηλότυπος θεός θέλησε να τους παρεμποδίση να ολοκληρώσουν εν ευτυχία την ζωήν των.
Έτσι λοιπόν τ’ άλογα αυτά, τα στυτικά, τα αφαντάστως πλαστικά, είναι και θα μείνουν πάντοτε άλογα, ίπποι, άγγελοι, πώλοι επιβήτορες νοσταλγικοί και ονειροπαρμένοι. Και τώρα, ό,τι και αν γίνη δεν θα επιστρέψουν πια ποτέ στα κτίσματα του λόφου. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού δεν είναι δυνατόν να πάνε πίσω, να ζήσουν με τους κακούς, με τους κουτούς, με τους αναίσθητους ανθρώπους. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού η θάλασσα δεν τους αφήνει να πάνε πάρα πέρα, όπως το μαρτυρεί και η κομμένη κεφαλή ενός άλλου αλόγου που κείται κοντά τους, ενός αλόγου που η θάλασσα το εκαρατόμησε, γιατί προσπάθησε να την νικήση.
Θα μείνουν λοιπόν εδώ, εις τους αιώνας, άλογα όρθια, στύσεις ολόσωμες αποκρυσταλλωμένες, στύσεις ατελείωτες, μπροστά στην θάλασσα μαρμαρωμένες, στην θάλασσα, που ενώ την λένε των πάντων δεκτική, δεν θέλει ωστόσο να δεχθή τον οίστρον των, την ρώμην των και τα ζεστό των σπέρμα.Θα μείνουν λοιπόν εδώ, στην έρημη ακρογιαλιά, την μέρα και την νύκτα, και όταν θα καίη το λιοπύρι στις ανέφελες αιθρίες και όταν θα δέρνουν τις ακτές οι τρικυμίες, όρθια πάντοτε, πάντοτε στητά, πάντοτε σφύζοντα και πλήρη πάθους και ό,τι κι αν λεν γι’ αυτά, ό,τι κι αν κάνουν, όρθια πάντοτε και υπερήφανα, οντότητες μαγικές, υπερπραγματικές, αγάλματα ολοζώντανα πόθων ανέσπερων θα μείνουν – άλογα, πώλοι, άγγελοι εις τους αιώνας των αιώνων.

Οκτάνα, 1980

Ανδρέας Εμπειρίκος - Jungfrau ή Η ηχώ των ωραίων




Στον Αντώνη Βουσβούνη

Οι άνθρωποι των ορέων κατήρχοντο στις πεδιάδες. Το Κουλμ, το Ρίγκι-Κουλμ, το Άλπενμπεργκ και το Σουβρέττα, είχαν αδειάσει. Τα χιόνια στο Μυνχ, στο Γιούγκφραου και στο Άϊγκερ, όπως στο Μάττερχορν και στον Γοτθάρδο, όπως σε όλες τις κορφές της Εγκαντίνας, ερρόδιζαν το πρωί και ερρόδιζαν και το βράδυ. Αλλά η σαιζόν είχε τελειώσει, και τα βουνά, ξελαφρωμένα από το πλήθος των παραθεριστών, ανέπνεαν τώρα ελεύθερα.
Εγώ είχα μείνει τελευταίος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να μείνω τούτη τη χρονιά μοναχός μέσ’ στα όρη, ή να κατέλθω και εγώ στις πεδιάδες ;
Εδίσταζα.
Δεν ήτο εύκολο να πάρω μίαν απόφασι αμέσως.
Κάθε τόσο, εδώ και εκεί, στην ερημιά, πέφταν χιονοστιβάδες. Μέσα στην άκρα σιωπή του Αλπικού τοπείου, το κύλισμα της κάθε μιας ηκούετο σαν μακρυνή βροντή, ή σαν βήμα βαρύ γιγάντων.
Όπως οι πεδιάδες, έτσι και τα βουνά, έχουν την γοητείαν των, έχουν τα μυστικά των. Απόδειξις – η έλξις η ακατανίκητη των κορυφών. Απόδειξις – οι τάφοι των αλπινιστών. Απόδειξις – η απαλότητα του εντελβάϊς, μέσ’ στην τραχύτητα των υψηλών τιτάνων.
Ναι! Ναι! Η γοητεία των κορυφών!
Μα έχουν και οι πεδιάδες την ιδική των γοητείαν. Η άπλα η απέραντη των κάμπων. Το κύμα το πράσινο ή το ξανθό των αχανών σιτοβολώνων. Η θριαμβευτική πορεία των ποταμών. Το μυστήριο των μυστικών περιβολιών. Η αίγλη μιας πόλεως που λιάζεται στον ήλιο. Μια ξαφνική επέλασις αγρίων ίππων. Όλα τα άνθη της πραιρίας.
Δεν ήξερα τι να διαλέξω.
Η θέσις μου ήτο δύσκολη, πολύ δύσκολη.
Τότε απεφάσισα να παίξω το ευγενικό παιχνίδι της ηχούς. Αν η ηχώ ήτο μονή , θα κατέβαινα και εγώ στις πεδιάδες. Αν ήτο διπλή, ή τριπλή, θα έμενα στα όρη, ή μάλλον με τα όρη.
Έμπηξα λοιπόν το άλπενστόκ μου μέσ’ στο χώμα, έβαλα τις παλάμες μου σε σχήμα χωνιού στο στόμα και έκραξα:
«Τυμφρηστός!»
Τότε συνέβη κάτι, που ποτέ δεν θα ξεχάσω.
Απέναντί μου, μέσα στην άκρα σιωπή, επρόβαλε μια κόρη με μακριές ξανθές πλεξούδες, με κάτασπρη μπλούζα και καταπράσινη φούστα, και βάζοντας και αυτή τα χέρια της γύρω στο στόμα, απήντησε τρεις φορές, με παρατεταμένη, καθαρή φωνή:
«Jungfrau…Jungfrau…Jungfrau…»
Έτσι, εκείνη τη χρονιά, παρέμεινα στο όρη.

 Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία


Ανδρέας Εμπειρίκος - Πουλιά του Προύθου

 1

Η κράση της λυσίκομου παιδίσκης
Μεταβιβάζει την αιθρία
Στο πλήρωμα του ταξειδιού.

2
Το βλύσμα της εποχής
Το ράπισμα του περασμένου
Αλληλουχία ποδισμένων καραβιών
Μέσα σε φωτεινές λεκάνες με ανεμώνες.

3
Της φύσεως τα δόρατα
Μπροστά στην σάρκα των ιππέων
Κλώθουν κατάστηθα το μέγα
Βιβλίο της ακηλίδωτης μανίας.

4
Η λήξις είναι μια εσπέρα
Στα χόρτα της το διάστημα στενεύει.

5
Μετά την ομορφιά της
Στέκει και παρατηρεί τους θαυμαστάς.

6
Έμφυτη η κλίσις των γυμνών ανθρώπων
Η οπτασία της σιγής μοιάζει με κάκτους
Που στέκουν εμπρός σε κύπελλο γιομάτο.

7
Χάρτης αμέριμνος
Και σπόγγος εορτής
Πηγαίνουν κ’ έρχονται με τεντομένα τόξα.

8
Φεύγουν οι νουνεχείς δρομάδες
Τα βήματά τους είναι πολίχνες ανομβρίας.

9
Ο σπίνος που μας περιμένει
Είναι συνάμα τρυγητής.

10
Θα πάρω μεσ’ στα δίχτυα μου τη βάρκα
Που θα με φέρει σήμερα κοντά σου.

11
Η θερμή λειτουργεία
Τώρα εκπέμπει τολύπες.

12
Του φλοίσβου τα ψηλά βουνά
Κεχριμπαρένια αλόγατα
Στο βάθος μιας σακκούλας.

13
Υπάρχουν άνθη που μοιάζουνε με χέρια
Τα δάχτυλά τους ψαύουν κι ευωδιάζουν.

14
Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει
Καμιά φορά σηκώνεται κι ουρλιάζει
Μα πάντοτε τα ύδατά της περιμένουν
Θάλασσα της θαλάσσης.

15
Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
Που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα.

16
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλέινω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.

 Ενδοχώρα, 1945