Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Όλγα Βότση - Κύμα του αγνώστου

 Τι ανέμους πέρ’ από τις ακτές σου μου ξεσηκώνεις,

τι μέθη για να βυθίσω ολόκληρη την ψυχή μου!

Έρχεσαι σα μεγάλο πάτημα από τη θάλασσα πάνω

και δεν ξέρω πώς να σε πω,

τεράστιο κύμα του αγνώστου,

μουσική που κινάς απ’ την κρυφή του κόσμου καρδιά

με τα δυο χέρια να με κυκλώσεις,

απ’ τη μυστική σου ευτυχία να μου δώσεις να πιω.


Έφη Αιλιανού - Μόνο στα όνειρα

 Άνθιζαν οι μαργαρίτες στους κήπους της σιωπής.

Τα μεταξένια όμως δεν άντεξαν πέταλα

στην άξαφνη ανεμοριπή.

Στη λάσπη όλα σκορπίσανε του δρόμου.


Μην πατάτε τις λευκές μαργαρίτες

μπορεί κάπου ένας σπόρος να ξέμεινε.

Υπάρχουν ακόμα κλειστοί κήποι

και παραδείσια πουλιά.

Τ’ ακούς μόνο στα όνειρα...


Δημήτρης Αρμάος - Οικείοι τρόποι


Και τα πώρινα λόγια σου
Δεν είναι παρά μέθεξη σε μιά ιερογαμία
Γι’ αυτό και η σιλουέτα σου
Είναι βαριά κι αδόλεσχη
Και μια λοξάδα της συγγνώμη της
Αυτή ’ναι που μυρίζει
Την άατη και αάατη σποδό μου
Κίτρινα παρλιαμέντα  ερείπια
Παλιών σιλό και σιταποθηκών στη Σικελία.



Από την ποιητική συλλογή «Της εκκλησιάς του Έρωτα».
Από το βιβλίο: Δημήτρης Αρμάος, «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2009, σελ. 44.

Δημήτρης Αρμάος - Βασίλεμα


Τη βλέπω τόσο σκεπτική κι έχω χλομιάσει
Άλλονε γυροφέρνει στο μυαλό της η αρμαθιάστρα
Υποψιάζομαι περίπου και τί μέτρησε σε βάρος μου
Κι όταν ακόμα τό ’κανα γνώριζα πού θα βγεί
Και που δεν είμαι βέβαιος ακριβώς  τον ξέρω τον εαυτό μου
Τέτοια μπορώ να κάνω εγώ και να πληρώνω
Τόσο να μ’ ανεχτεί κι εκείνη το μπορούσε

Χαλάλι του όποιου έχει γκουβέρνο τώρα στην καρδιά της
Αν δεν είν’ άντρας ίσως απολαύσει το κρεβάτι της
Ώς τα βαθιά γεράματά του  αν πάλι ναι
Τα προβλεπόμενα και δαύτος θα πονέσει
Και θά ’ρθει εδώ να προστεθεί στη συντροφιά μας.



Από το βιβλίο: Δημήτρης Αρμάος, «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007», ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2009, σελ. 61.

Δημήτρης Αρμάος - Ερωτευμένος άνθρωπος εν μέση αγορά




Βάδιζε ως έγγιστα
Ένα-τριάντα ένα-πενήντα πάνω απ’ το έδαφος
Έπαιζε φως και σκόνη μες στα μάτια του


Η οθόνη πύκνωνε και αραίωνε


Σε αξύπνητο ύπνο εν πτήσει


Σαν το πουλί που τρέμει να κάτσει σε κλαδί


Μην κρεμαστεί
Με το κεφάλι κάτω.

Από το βιβλίο: Δημήτρης Αρμάος, «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007», ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2009, σελ. 13.





Από το βιβλίο: Δημήτρης Αρμάος, «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007», ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2009, σελ. 13.

Ανέστης Ευαγγέλου - Ωδή σε μια γερασμένη μέδουσα


Στα βρώμικα νερά του λιμανιού
μια μέδουσα επιζεί.
Αγκομαχώντας,
με το δυσκίνητο και πλαδαρό κορμί της,
που έχασε το γαλάζιο του και γέμισε
φριχτά σημάδια του αναπόφευκτου,
βούλες του γένους της καταραμένες,
κινείται αργά μεσ’ από κόπρανα
μεσ’ από προφυλαχτικά και πετρελαιοκηλίδες.
Εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε, εδώ έκανε
τα μαγικά ταξίδια της νεότητας
στα πέρατα του κόσμου: στον κυματοθραύστη.
Εδώ ερωτεύτηκε κι ανάστησε με τον καιρό
παιδιά κι εγγόνια για να χάσει, τέλος,
όλες τις αυταπάτες της, μία μία,
για θάλασσες τάχα πιο καθαρές που κάπου
-δεν μπορεί- πρέπει να υπάρχουν.
Κάθε πρωί τη βλέπω δακρυσμένος,
την προσκυνώ
και τη χαϊδεύω με το βλέμμα.
Είναι γριά, είναι άσχημη και μόνη πια
μέσα στο πλαδαρό κορμί της· όμως επιμένει.
Μες στον μεγάλο υπόνομο του κόσμου
συντηρεί το είδος.
[από την ποιητική συλλογή, «Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα», 1987]

Πηγή: https://www.facebook.com/costasreousis/posts/pfbid02LfcNztquNiqzXmLEyVcGy62v6eMuC88KXs2ZaVmK7zDyj59FbXqqSLQaRGhEBpvRl

Σπύρος Λ. Βρεττός - Μεγάλη Εβδομάδα στου Άγιου Λύπιου το ξωκλήσι


Ήταν κραυγή μακρόσυρτη
και ακούστηκε σαν «οίμοι»
σαν της Μεγάλης Τρίτης ήχος πλαγιαστός,
βαθιά κοιμώμενος μες στη φωνή του ψάλτη.
Κι από κοντά κι άλλες φωνές,
παίζοντας τα παιδιά στην εκκλησία•
«οίμοι»
και «οίμοι»
και κάποια σκέτα «οι»
που ένας άγνωστος τα πέρασε για άρθρα
και του ’ρθε και συμπλήρωσε τη γλώσσα:
«οι φοβισμένοι»,
«οι αλαζόνες όχι»,
«οι φοβισμένοι».
Υπήρξε δεν υπήρξε ιερομόναχος
στου Άγιου Λύπιου το ξωκλήσι
που έψελνε δεν έψελνε τα «οίμοι»
και μέτραγε δεν μέτραγε στα δάχτυλα τον κόσμο,
υπάρχει πάντως το άναρθρο
στης Άγιας Αγωνίας τον καιρό
και στην αυλή του τα παιδιά
παίζοντας κρυφτό και άγνωστο.
Ανιστόρητο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999.

Νίκος Καρούζος - Δύο ποιήματα

 Ρωγμές


Πάλι στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα

κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού

τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα

μες στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό

δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν

δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν

είναι θεία ένδον αιθάλη πʼ αλλάζει τις οράσεις

κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα.


Εκέκραξα



Ήλιε πατρίδα μεγάλη
εσύ ο πλωτός Όνειρος και των πτηνών ευτυχία
των δεινών ο ασσύριος
και στην έρημη γη το μεθυσμένο χόρτο
δράστης της ωραιότητας ο ποιητής.

Τα πάθη μʼ έχουν εύρει στην καρδιά
μέρες και νύχτες είμαι ο σωματικός που λιώνει
σε λαμπερά ποτάμια σε μαύρες φωνές
αγγίζοντας την ηλιόλουστη Ελένη
και μʼ ενʼ αγγελικό σπαθί
τον άρτο της χαράς έχω μοιράσει.
Εδώ είναι σκοτάδι κι όνειρο βαθύ
πέρα της άλλης νύχτας τα μαλάματα.


Η Έλαφος των Άστρων (1962)


Ελένη Λιντζαροπούλου - Μεγάλη Δευτέρα


Ξύπνησα με την βεβαιότητα ότι θα Αναστηθεί, όμως όσο περνούσαν οι ώρες και θα διάβαιναν  οι Μεγάλες μέρες, θα με τσάκιζε και πάλι η σκέψη πόσο "έως θανάτου" θα λυπηθεί και θα πονέσει.

                         Στην Βερονίκη Δαλακούρα, επ' ελπίδι Αναστάσεως.

από την υπό έκδοση σύνθεση Προφητικόν, ενότητα «Απένθητα πένθη»

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Alejandra Pizarnik - Δύο ποιήματα

Εραστές

ένα λουλούδι

                  όχι μακριά από τη νύχτα 

                  το σιωπηλό μου σώμα

                  ανθίζει

μπροστά στην επιτακτικότητα της πρωινής δροσιάς


Η καρδιά του Υπάρχοντος

μη με παραδίδετε,

                    θλιμμένα μεσάνυχτα,

στο φθαρμένο λευκό μεσημέρι


Μετάφραση: Στάθης Ιντζές

Γιώργος Κοζίας - Αλαφροΐσκιωτο


Όταν μια μέρα στον κήπο των Τρώων
πάει ο ήλιος, πάει το φέγγος
χάνεται, φεύγει το πνεύμα
πέφτει η σάρκα
και νέους έρωτες αναζητάμε
καθώς το σώμα του Έκτορα νεκρό προβάλλει

Όταν μια μέρα
το σήμερα δεν γίνεται αύριο
Δούρειος ίππος
σε πολιορκεί, δούρειος σε γερνάει
.
Και σαν τη μοίρα που θα σε σύρει
γύρω από των χρόνων σου
τα γκρεμισμένα τείχη
-κι άλλη Τροία δεν θα δεις
κι άλλο βασιλικό κορμί δεν θα αγκαλιάσεις-

Νέο αίμα ευγενικό περνάει, ξένο κι αλαφροΐσκιωτο.
από τη συλλογή Εξάγγελος, εκδόσεις Περισπωμένη 2021.

Κ. Π. Καβάφης - Υστεροφημία


Ω, ναι, τον ήξεραν – τον ήξεραν καλά
τον ποιητή που η πόλη σήμερα τιμά,
ήταν, πώς να το κάνουμε, δικός τους,
γνωστός με τους γνωστούς και τους αγνώστους˙
κυρτός και μάλλον άσχημος, με μύτη
γαμψή και ύφος λίγο σαν να πλήττει,
τον έβλεπαν συχνά στους περιπάτους,
ν’ ανταποδίδει το μειδίαμά τους,
να υψώνει το καπέλο του, να χαιρετά,
την κοινωνία που συσχέτιζε κουτά,
δικός τους, ναι, μα ομολογουμένως
κάπως στρυφνός κι απόμακρος, σαν ξένος,
όχι πως ήταν ακατάδεχτος, μα να,
στα ωραία, μεγάλα μαύρα ή καστανά
μάτια του έπαιζε μια ειρωνεία,
σαν να ‘βλεπε τον κόσμο υπό γωνία,
κι ήξερε ήδη τι κουμάσια ήταν αυτοί
που θα τον έστεφαν δικό τους ποιητή.
Διονύσης Καψάλης, Στον τάφο του Καβάφη

Κ. Π. Καβάφης - Τεχνουργός κρατήρων

 

Εις τον κρατήρα αυτόν από αγνόν ασήμι —

που για του Ηρακλείδη έγινε την οικία,

ένθα καλαισθησία πολλή επικρατεί —

ιδού άνθη κομψά, και ρύακες, και θύμοι,

κι έθεσα εν τω μέσω έναν ωραίον νέον,

γυμνόν, ερωτικόν· μες στο νερό την κνήμη

την μια του έχει ακόμη.— Ικέτευσα, ω μνήμη,

να σ’ εύρω βοηθόν αρίστην, για να κάμω

του νέου που αγαπούσα το πρόσωπον ως ήταν.

Μεγάλη η δυσκολία απέβη επειδή

ώς δεκαπέντε χρόνια πέρασαν απ’ την μέρα

που έπεσε, στρατιώτης, στης Μαγνησίας την ήτταν.

[1921, 1921*]

Κ. Π. Καβάφης - Η αρχή των


Η εκπλήρωσις της έκνομής των ηδονής

έγινεν. Απ’ το στρώμα σηκωθήκαν,

και βιαστικά ντύνονται χωρίς να μιλούν.

Βγαίνουνε χωριστά, κρυφά απ’ το σπίτι· και καθώς


βαδίζουνε κάπως ανήσυχα στον δρόμο, μοιάζει

σαν να υποψιάζονται που κάτι επάνω των προδίδει

σε τί είδους κλίνην έπεσαν προ ολίγου.

Πλην του τεχνίτου πώς εκέρδισε η ζωή.

Αύριο, μεθαύριο, ή με τα χρόνια θα γραφούν

οι στίχ’ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.

[1915, 1921*]

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Νίκος Θέμελης - Η αναζήτηση (απόσπασμα)



Από τις πρώτες μέρες φάνηκε ότι ο κόσμος της Μυτιλήνης, η αγορά, οι μορφωμένοι κι οι επιχειρηματίες, η Λέσχη και οι καφενέδες, γύρναγαν όλοι γύρω από μια λέξη και πως σιγά σιγά άρχιζε επάνω της και γύρω της να χτίζεται ένας καινούριος κόσμος. Την έφερνε και την πήγαινε, την αγόραζε ή την πουλούσε, τη σχεδίαζε ή την πολεμούσε. «Ατμός». Όλοι μιλούσανε για τον ατμό και τις ατμομηχανές. Πως μπήκανε ή πως θα ‘πρεπε να μπούνε στη ζωή τους, πως θ’ άλλαζαν τα πράγματα, οι δουλειές, ο τζίρος, τα έσοδα. Πως θα ‘φερνε ο ατμός τα πάνω κάτω στα λιοτρίβια, στα σαπουνάδικα, στους μύλους και στις θαλασσινές μεταφορές. Πως μίκραιναν οι αποστάσεις, πως άνοιγαν οι αγορές, πως θα μπορούσαν να αλλάξουν όψη τα κάθε είδους εργαστήρια της πόλης που φτάσανε τα τρακόσια τότε. Πως οι τραπεζικές και ασφαλιστικές δουλειές θα παίρναν κι άλλο επάνω τους, πως κάποιοι Λόιντς απ’ το Τριέστι συζήταγαν την ίδρυση της πρώτης Τράπεζας στη Μυτιλήνη, πως νέα προϊόντα θα μπορούσαν πια να πέσουνε στην ντόπια αγορά απ’ τα δικά τους χέρια. Ακόμη, πως στα σχολεία θα ‘πρεπε να μπουν νέα μαθήματα να δείχνουνε πού πάει ο κόσμος και να ετοιμάσουνε σωστά τους κανακάρηδές τους. Και το Στρατή τον απασχολούσε ο ατμός και οι ατμομηχανές, πως άκουγε στην αγορά ότι θα άλλαζε τη ζωή πλούσιων και φτωχών. Στο τέλος πήγα κι εγώ και βρήκα έναν μηχανικό να τον ρωτήσω πώς θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον ατμό και στη δική μας τέχνη, μα σύντομα φάνηκε πως δύσκολα θα μπορούσε να σκεφτεί την όποια χρήση. «Στη γνώση και στη μαστοριά της τέχνης σου ο ατμός δεν έχει θέση», κατέληξε ο Αχιλλέας που είχε γυρίσει μηχανικός από την Αγγλία. «Αλλά να ξέρεις αυτός θα γυρίσει τη ρόδα της ζωής μας, της προκοπής του τόπου μας και των παιδιών μας». Με καθησύχασε από τη μια, μα και με στενοχώρησε από την άλλη που οι δύο τέχνες δεν μπορούσαν να ταιριάξουν.

Νίκος Θέμελης. Η αναζήτηση, Κέδρος

Κική Δημουλά -Γράψε λάθος


Δεν φτάνει που ήσουν ερχομός θερμοκηπίων

ενόχλησες και την ορθογραφία μου.


Κατ’ επανάληψη λες, μ’ έπιασες να γράφω

συνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνει

συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο

τα δυο μαζί ενώνω — το ζω το αφήνουμε έξω

για μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός.


Δεν είναι λάθος φίλε μου.

Είναι μια πρόωρη ανάπτυξη αδυναμίας.

Δείξε μου εσύ ένα ύψιλον

που τα κατάφερε ποτέ σωστά να μας ενώσει.

Συνδυασμοί πολλοί αλλά πόσοι γνώρισαν

τη ρηματική τού ζω απεραντοσύνη.


Απ’ τη σκοπιά του καθενός η ορθογραφία.

Πάρε παράδειγμα

τι κινητά που γράφεται το ψέμα:

όταν εσύ το εξακοντίζεις προς τον άλλον

σωστά το γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.

Όμως όταν εσύ το δέχεσαι κατάστηθα

τότε το γράφεις ψαίμα.

Ρωτάς από πού ως πού

γράφω τη συμπόνοια με όμικρον γιώτα.


Ποιος ξέρει θα με παρέσυρε η άπνοια

ο ανοίκειος το ποίημα η οίηση

το κοιμητήριο η οικουμένη το οικτρόν

και η αοιδός επιθυμία

απ’ την αρχή να ξαναγραφόταν ο κόσμος.


Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνια

πρωτογράφτηκε λάθος από το Θεό.


Από τη συλλογή Χαίρε ποτέ (1988) της Κικής Δημουλά

Κ. Π. Καβάφης - Με τα δικά του λόγια:


«Κατά γενικόν κανόνα οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιηταί έγραψαν τα καλύτερα τους έργα εις ηλικίαν νέαν, προ του γήρατος. Τα ζωηρότερα γεγονότα δεν μοί εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν να ενθυμούμαι και εμπνέομαι.

Πολλοί ποιηταί είναι μόνον ποιηταί. Ο Πορφύρας π.χ. είναι μόνον ποιητής. Ο Παλαμάς όχι. Έγραψε διηγήματα. Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον∙ αλλά αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν. Μα τώρα είναι πια αργά».

Ανδρέας Αγγελάκης - Νεκρολογία

Ένα πουλάκι στο κλαδί εξηγεί την αιωνιότητα ―
το χρώμα της, πόσα ποτάμια την ποτίζουν.
Αυτοί, όμως, που γνώρισαν τον έρωτα,
που ήπιαν οι άφρονες, λαίμαργα απ' το ποτήρι του
δεν μπορούν να εξηγήσουν μια φλογωμένη νοσταλγία
σαν χαραμίζουν το φιλί τους, 
δεν μπορούν να εξηγήσουν τη σύλληψή τους απ' την αστυνομία
επ' αυτοφώρω,
γι' αυτό και βλέπουμε έκπληκτα τα μάτια τους
να μας κοιτούν απ' τις εφημερίδες,
δεν έχουν στην ανάκριση να εξηγήσουν τίποτα,
δεν έχουν άλλοθι
και γράφουν πια μετά το οχτάμηνο
τα πρωινά ή τα μεσημέρια
διάφορα επιτύμβια ή τηλέφωνα
σε λαϊκά και βρώμικα ουρητήρια. 

Η μεταφυσική της μίας νύχτας, Εκδόσεις Γνώση 1982. 

Ανδρέας Αγγελάκης - Οι επισκέπτες μου

 Είμαι γεμάτος ρημαγμένους γέρους,

κορμιά σταφιδιασμένα, στερημένα χάδι,

που ακόμα κι οι αναμνήσεις τους

πνίγονται στο βούρκο,

λίγο μαβί ιδρωμένου φιλιού έχει απομείνει μόνο,

το μαβί της άκρας μοναξιάς,

της θλιμμένης συναλλαγής

και τίποτ' άλλο. 

Κάθε βράδυ μου ψιθυρίζουν ιστορίες,

βγάζουν τα σάβανά τους κι έρχονται στο κρεβάτι μου,

κάθονται άκρη-άκρη χωρίς να βγάζουν λέξη,

πνίγομαι

πνίγομαι

«είναι νωρίς ακόμα, είναι νωρίς,

κοιτάξτε, μα, κοιτάξτε την ταυτότητά μου

κοιτάξτε τα μαλλιά μου, ούτε μια άσπρη τρίχα. 

φοβάμαι πως δεν βλέπετε καλά,

πώς είναι δυνατόν; δεν ήρθε η ώρα μου,

πάρτε τα κουφάρια σας και φύγετε,

έχω ραντεβού, περιμένω κάποιον».

Εκείνοι κάνουν πως περιεργάζονται τα βιβλία,

ευγενικά υπομένουν την υστερία μου,

γδύνονται,

κι έρχονται ανάμεσα σε μένα και στον άλλον

να πάρουν λίγο σάλιο, λίγο φιλί, λίγο ψευδαίσθηση. 


Η μεταφυσική της μίας νύχτας

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Γιώργος Δανιήλ - [άτιτλο]

 Ο χρόνος λέγεται Γιαννάκης

κυλάει το μεθυσμένο του

στεφάνι

εκείνο τραμπαλίζει

στον κατήφορο

και σπαρταρά στην σκόνη

πριν ακινητήσει.


Τα επίθετα

Τάκης Σινόπουλος - Οι λέξεις


Σκυθρωπή περηφάνια που είχαν

εκείνες οι λέξεις,

κρατώντας με πείσμα στον ήχο

ένα κόσμο άδειων σχημάτων.

Εσύ έλεγες ονομάζομαι ουρανός

Εγώ έλεγα τίποτα.


Από την ποιητική συλλογή Πέτρες του Τάκη Σινόπουλου (Κέδρος, 1990)

Μιχάλης Γκανάς - Σούρουπο

 


Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα
και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής

Τα μάτια σου με τον κίτρινο λίβα,
καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.
Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει
τ' αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.

Ήμερο βράδυ
βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,
ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,
σκύλος ή γάτα,
με την τρίχα ορθή
κάτω από τόσους τροχούς.

Τί γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,
μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.
Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια
στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.

Από τη συλλογή Μαύρα Λιθάρια (1980)

[πηγή: Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα 1978-2012, Μελάνι, Αθήνα 2013, σ. 75]

Κλείτος Κύρου - Επιστροφή


Επιστροφή
«… qui ne pouvait pas
croire à la fin du voyage»
J. Supervielle

Το τέλος ενός ταξιδιού μοιάζει πάντοτε με προδοσία
Μοιάζει με τις φυλακισμένες αναμνήσεις
Πως ήμασταν κάποτε νέοι
Και πιάναμε το σφυγμό της γης

Και γέρναμε απρόσεχτα στα κάγκελα της νύχτας
Μια σύντομη εναλλαγή
Κάθε φορά και νέες γνωριμίες
Ξεχνιούνται γρήγορα σαν τις παλιές κινηματογραφικές ταινίες
Τα ξενοδοχεία σού γνέφουν ερεθιστικά
Και φωτίζονται τη νύχτα με υποσχέσεις
Ανηφορίζεις την ανησυχία σου
Και φτάνεις στα τελευταία περίπου σπίτια μιας επαρχιακής πολιτείας
Εκεί ανάβεις την προσδοκία σου
Και ταλαντεύεσαι ανάμεσα στις τρεις αδερφές
Τρεις αδερφές τριπλή χαρά συλλαβίζεις με θλίψη
Σου εξηγούν πως το χιόνι θα στρώσει
Μα οι ματιές αφήνουν αυλάκια πύρινα το κατόπι τους
Νιώθεις απύθμενα ρίγη καθώς το τζάκι γελάει
Σκέφτεσαι την αυγή θα ‘σαι φευγάτος
Κάθε άνθρωπος έστω και ο πιο άσημος θα προδοθεί κάποια μέρα
Πολύ πριν απ’ το σπασμό
Ύστερα από την προσφορά του κυκλάμινου
Κάποιος φίλος ψιθύριζε κλεφτά
Πως κάποτε ένα σούρουπο
Έκλαψε ασυλλόγιστα μες στο μουσείο
Μπροστά στον πίνακα ενός ανώνυμου του 14ου αιώνα
Δεν ξαφνιαστήκαμε
Θρηνήσαμε κι εμείς χειρότερα
Για ακατάληπτα σχήματα
Για μουσικές αγίνωτες
Για έρωτες που εκπληρώθηκαν και για έρωτες που δεν θα ξαναρθούν
Ένα ταξίδι τελείωσε
Τώρα
Στην κορφή του ήρεμου βουνού
Σταυρώθηκαν οι τριάντα μας πόθοι
Κι ολονυχτίς υφαίνουμε τον σάλαγο της φλύαρής μας μνήμης

Από τη συλλογή «Αναζήτηση - Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής», [1949].

Πηγή: Η συγκεντρωτική έκδοση «Κλείτος Κύρου, εν όλω ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ, 1943-1997», εκδ. Άγρα, 2006.


Τάσος Λειβαδίτης - Ήδη όζει...



Αφήστε με, παρακαλώ, μια στιγμή να περάσω. Θα 'μαι

    σύντομος

όπως όλοι οι αληθινά μεγάλοι. Δε με ξέρετε;

Είμαι, λοιπόν, εγώ που φώναξα πριν τόσες χιλιάδες χρόνια

εκείνο το ασύγκριτο, μάταιο "νενικήκαμε".

Εγώ που πρόδωσα τους Έλληνες σ' όλες τις μάχες, και

     τους Πέρσες

σ' όλη την αιωνιότητα. Ακριβώς, το μαντέψατε: είμαι ο

    Λάζαρος.

Εγώ που μου φωνάξανε μια νύχτα, τέσσερις μέρες νεκρός:

Λάζαρε, βγες έξω. Κι ενώ ήξερα πως κανείς δε μπορούσε

    να μ' αναστήσει,

συμπόνεσα τόσο την ανθρώπινη ευπιστία

που σηκώθηκα.


Πηγή: Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση τ. Α', εκδόσεις Μετρονόμος.

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Ρώμος Φιλύρας - Η σελήνη



Ώς πότε θα γυρνάς στ’ ουρανού τα πλάτη αργυρή,
πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή σα δρεπάνι,
σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί
που αργάζει, χρυσή, μια φεγγόρροη στεφάνη;

Προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία,
νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα,
κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία,
φλογερών, μαύρων πλασμάτων αχτίδα.

Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία
και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων
στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία
στα ωκεάνεια πλάτη και στα μήκη των θρύλων.

Έκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη
σα μετέωρο θέλγητρο, σα μέγα μπαλόνι,
φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμμένη
σ’ ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι.

Οπτασία, φευγαλέα ομορφιά, Οφηλία,
γοητεία των άστρων, Σαλώμη, κραιπάλη,
των ηρώων μυθική ερωμένη, ομιλία,
Ήρα, Λήδα, Σεμέλη, Κλεοπάτρα, Ομφάλη.


Από το βιβλίο: Γιάννης Δάλλας (επιμ.), «Ρώμος Φιλύρας», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1999, σελ. 51.

Πηγή: https://alonakitispoiisis.blogspot.com/2008/02/blog-post_53.html

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Μάτση Χατζηλαζάρου - Φαύνος



Φτωχή γη όλο χαλίκι
εσύ μού ᾿μαθες τον ήλιο
και τις σκιές τής σελήνης
και τούς ρεμβασμούς τής ηδονής.

Σε βλέπω ακόμα
τριχωτέ φαύνε με τα σκιστά
μάτια χοροπηδάς κατεβαίνοντας το βουνό
κλωτσάς τούς θάμνους τού Αυγούστου
νιώθω την τραγίλα σου
ανάκατη με τις οσμές τού θυμαριού
α τι αλλοκοτιές αισθητήριες
χαρές τής μοίρας

Πηγή: Από την ποιητική συλλογή 7 x 3 (7 ποιήματα σε τρίγλωσση έκδοση) (1984)

Pablo Neruda - [4]



Είναι το πρωινό γεμάτο θύελλες

μέσα στην καρδιά του Καλοκαιριού.



Λευκά μαντήλια αποχαιρετισμών,

φεύγουν τα νέφη,

τα σπρώχνει ο άνεμος, με χέρια ταξιδιάρικα



Αναρίθμητη καρδιά του ανέμου

που χτυπάει πάνω στην ερωτευμένη μας σιωπή.



Που βουίζει μες στα δέντρα ορχηστικός

και θείος, σα γλώσσα γεμάτη πολέμους

και τραγούδια.



Άνεμος που αρπάζει κλέφτης βίαιος

των φύλλων το σωρό

και ξεστρατίζει των πουλιών τα κραδασμένα βέλη.



Άνεμος που την γκρεμίζει σε κύματα δίχως αφρό

και ουσία δίχως βάρος και επικλίνοντα πυρά.



Σπάει και βυθίζεται η μάζα του φτιαγμένη από φιλιά

νικημένους στη θύρα των ανέμων του Καλοκαιριού.




Από την ποιητική συλλογή «Είκοσι ποιήματα αγάπης και ένα τραγούδι απελπισμένο», Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, εκδ. Μετρονόμος.

 

Κωστής Παπαγιώργης - Μυστικά της επιβίωσης




Με τα χρόνια, ένα από τα πιο νόστιμα που παρατηρεί κανείς στον εαυτό του, και κυρίως στους άλλους, είναι μια διασκεδαστική αδυναμία: ουδείς είναι σε θέση να πει σωστά και ρεαλιστικά την ιστορία του. Φταίει η μνήμη μήπως που αδυνατίζει προϊόντος του χρόνου; Ούτε συζήτηση. Άνθρωποι που είναι οξυδερκέστατοι, όταν πρόκειται για ξένες ζωές, αποδεικνύονται βραδύνοες όταν έρχεται η δική τους σειρά. «Είναι βλάκας ή τυφλός;», σκέφτεσαι με το δίκιο σου. «Πώς είναι δυνατό να μη διαθέτει στοιχειώδη αυτοπαρατήρηση;». Κι όμως, έτσι έχουν τα πράγματα. Ένα από τα μεγάλα μυστικά της επιβίωσης έγκειται σε αυτή τη θλιβερή κατάσταση: είμαστε κουρνάζοι και ανοιχτομάτηδες για τις ξένες ζωές, ενώ όταν πρόκειται για τη δική μας τη ζούμε ελέω Θεού και ανευθυνότητας. Αυτό χαρίζει άνεση και ένα είδος πανίσχυρης αθωότητας. Θες να διασκεδάσεις; Βάλε ένα φίλο να σου μιλήσει «αυστηρά» για τον εαυτό του...

Αθηνόραμα 1995

Γλυκερία Μπασδέκη - Ασυνόδευτες

 Οι φακές δεν χρειάζονται ποιήματα για να βράσουν.

 

Έχουν μάθει να πηδάνε μόνες τους στην κατσαρόλα,

να βρέχονται με το ταπεινό λαδάκι,ίσως και μ’ένα ξερό

δαφνόφυλλο που το’σκασε απ΄τα άπαντα του Καρυωτάκη.

 

Δε θέλουν τίποτε άλλο. Ιδίως απαγγελίες.

 

Ξινίζει και το πούμαρο απ’τις μικροφωνικές που στριγγλίζουν

τις άρτι εκδοθείσες.

 

Γλυκερία Μπασδέκη - Μύλοι Αγίου Γεωργίου


μες στον Μασούτη, άλουστη
λερή
ένα αλεύρι ήθελε, δεν προσδοκούσε
τίποτε, δεν ήξερε, εννιά παρά
στο κλείσιμο
κι όμως
δεν έχει ώρες ο Ανελέητος,
δεν στέλνει μήνυμα πιο πριν, δεν
προειδοποιεί ο Αλήτης
εκεί, μπρος στο αλεύρι
ολικής, μετά τις
ζύμες
παραμόνευε
κι εκείνη άλουστη, λερή,
ένα αλεύρι μόνον
ήθελε
την κάρφωσε, την έλυωσε
πάει στον αγύριστο
κι ακόμα παραπέρα η άλουστη
με το αλεύρι αγκαλιά αιώνες τώρα
Όλες οι αντιδράσει

Octavio Paz - H πέτρα του ήλιου (αποσπάσματα)

Βλέμματα θαμμένα σ’ ένα πηγάδι,
βλέμματα που μας βλέπουν απ’ την αρχή,
βλέμμα μωρό γριάς μάνας
που βλέπει στο μεγάλο γιο έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρας της μοναχοκόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα μικρό παιδί,
βλέμματα που μας κοιτάζουν απ’ το βάθος
της ζωής κι είναι παγίδες θανάτου
– ή μήπως είναι ανάποδα: σ’ αυτά τα μάτια πέφτοντας
είναι σαν να γυρίζεις στην πραγματική ζωή;

............................................................................................................................................
αδέσποτα δωμάτια
ανάμεσα σε πόλεις που ναυάγησαν
δωμάτια και δρόμοι, ονόματα πληγές,
το δωμάτιο με τα παράθυρα που βλέπει
σ' άλλα δωμάτια με το ίδιο ξεθωριασμένο χαρτί
όπου κάποιος με πουκάμισο διαβάζει εφημερίδα
ή μια γυναίκα σιδερώνει. Το φωτεινό δωμάτιο
που τα κλαδιά επισκέπτονται της ροδακινιάς,
το άλλο δωμάτιο: έξω πάντοτε βρέχει
κι υπάρχει αυλή με τρία παιδιά που σκούριασαν,
δωμάτια που είναι πλοία κι αιωρούνται
σ' έναν κόλπο φωτός, δωμάτια υποβρύχια:
η σιωπή απλώνεται σε πράσινα κύματα,
φωσφορίζει ό,τι αγγίζουμε,
μαυσωλεία του λούσου, ήδη φθαρμένα
τα πορτρέτα, τριμμένα τα χαλιά,
παγίδες, κελιά, μαγεμένες σπηλιές,
κλούβες και δωμάτια αριθμημένα,
όλα μεταμορφώνονται όλα πετούν,
κάθε καλούπι σύννεφο και κάθε πόρτα
βλέπει στη θάλασσα, στο χωράφι, στον αέρα,
κάθε τραπέζι και κάθε πανηγύρι· κλειστά σαν αχιβάδες
ο χρόνος ματαίως τα πολιορκεί,
δεν υπάρχει πια χρόνος, ούτε τοίχος: χώρα χώρο,
άνοιξε το χέρι, μάζεψε αυτόν τον πλούτο,
κόψε τα φρούτα, φάε τη ζωή
κρατήσου στη ρίζα των δέντρων, πιες νερό!

Όλα μεταμορφώνονται κι είν' όλα ιερό
κάθε δωμάτιο το κέντρο του κόσμου
 
Μετάφραση: Τάσος Δενέγρης

Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Μτφρ: Τάσος Δενέγρης, Εκδόσεις Ίκαρος, 1993

Θάνος Σταθόπουλος - Θαύμα

 Οι συσπάσεις συνεχίστηκαν για λίγο ακόμα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Η αναπνοή της ξανάγινε κανονική. . . . . . . . . . Εξουθενωμένος ξάπλωσα. . . . . . δίπλα της στο δρόμο. Τη σκέπασα με το σακάκι μου. Δεν ήταν βαριά, γι’ αυτό αποφάσισα να τη σηκώσω στα χέρια. Η στάση των ταξί δεν απείχε πολύ. Η Εντουαρντά έγειρε αναίσθητη στην αγκαλιά μου. Έκανα ώρα για να διανύσω την απόσταση. . . . . . . . . ξαναβρήκε όμως τις αισθήσεις της, κι όταν φτάσαμε, ζήτησε να σταθεί στα πόδια της. . . . . . . . . . . .. Την κράτησα, κι όπως την κρατούσα, ανέβηκε στ’ αυτοκίνητο. Είπε με αδύναμη φωνή: -. . .όχι ακόμα . . .να περιμένει. Είπα στον ταξιτζή να μη ξεκινήσει∙. . . . . . . . . . . . . Καθίσαμε πολλή ώρα χωρίς να μιλάμε, η Μαντάμ Εντουαρντά, ο σωφέρ κι εγώ. . . . .. .λες κι έτρεχε τ’ αυτοκίνητο. Τελικά η Εντουαρντά μου είπε: - Πες του να πάει στη λαχαναγορά! . . . . . . . . . . . . . . Μας πήγε από κάτι σκοτεινούς δρόμους. . . . . και με αργές κινήσεις, η Εντουαρντά έλυσε τα κορδόνια του ντόμινο. . . . . . δε φορούσε πια μάσκα∙ έβγαλε το μπολερό κι είπε με σιγανή φωνή στον εαυτό της: - Γυμνή σα ζώο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πλησίασε τον ταξιτζή σε σημείο που να τον αγγίξει και του είπε: - Δες... δε φοράω τίποτα...έλα. Ασάλευτος ο ταξιτζής κοίταξε το ζώο: είχε ανοίξει τα πόδια της κι είχε σηκώσει το ένα ψηλά για να δει ο άλλος τη σχισμή. . . . . . . . . κατέβηκε απ’ το κάθισμά του. . . . . . . . .. . . . . . . . . . . Η Εντουαρντά τον αγκάλιασε, ρούφηξε τα χείλια του κι έχωσε το ένα χέρι της στο σώβρακό του ψαχουλεύοντας……Στεκόμουν αποσβολωμένος κοιτάζοντας∙ αυτή έκανε κινήσεις αργές και κρυφές που ήταν ολοφάνερο πως της χάριζαν μια υπέρτατη ηδονή. Ο άλλος ανταποκρινόταν στις κινήσεις της, δινόταν μ’ όλο το κορμί του βάναυσα. . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . Η Εντουαρντά, στητή, καβάλα πάνω στον εργάτη, με το κεφάλι προς τα πίσω, τα μαλλιά της να πέφτουν χαμηλά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο οργασμός της Εντουαρντά. . . . . κυλώντας μέσα της με τέτοιο τρόπο που να της σχίζει την καρδιά στα δυο, παρατεινόταν εντελώς παράδοξα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η αγωνία μου μ’ εμπόδιζε να αισθανθώ την απόλαυση που θα ‘πρεπε να θέλω∙ η οδυνηρή ηδονή της Εντουαρντά μου έδωσε την εξουθενωτική αίσθηση ενός θαύματος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .


ΕΝΑΣ ΣΩΡΟΣ ΓΛΩΣΣΑ, Γαβριηλίδης 2007


Γιάννης Κουβαράς - Σόλωνος


μια  χλωρίδα  αθανασίας

διασχίστε την

τα ζεστά μεσημέρια του Απρίλη

καθώς εκχυλίζει ο χείμαρρος

των φοιτητών και φοιτητριών

ναυαγείστε στο ρεύμα  του

ξεπλυθείτε

καθαρίστε  τις αισθήσεις σας

στα ιαματικά ύδατα


Ηλίας Κεφάλας - Όνειρα


Όχι, δεν θέλω όνειρα, έλεγε με παράπονο ο πα-
τέρας μου. Γιατί και μες στα όνειρα είμαι δυ-
στυχής. Και μες στα όνειρα είμαι κουρασμένος.
Άλλωστε τα όνειρα είναι όπως και τα λουλού-
δια. Με διαλεγμένο χώμα και συχνό νερό ανθί-
ζουν κι αστραποβολούν στον κήπο. Μα από έδα-
φος λειψό κι απότιστο τι κήπος θα προκύψει;
Έτσι κι απ' τη φαρμακωμένη μας ζωή, τι όνει-
ρο καλό μπορεί ν' ανθίσει; Όχι, δεν θέλω όνει-
ρα, φρονούσε ο πατέρας μου, πασχίζοντας τους
εφιάλτες της ζωής να σβήσει.
Ηλίας Κεφάλας ( 1951 - )
Πηγή: «Τα μνήστρα της αβύσσου», Εκδόσεις: Γαβριηλίδης - 2003 

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Κρίτων Αθανασούλης - Άδικα φοβάσαι...


 Κρίτων Αθανασούλης, Ποιήματα 1967-1979 Τόμος Β', (1980)

Απ' το προφίλ του Γιάννη Βιτσαρά: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid0y6Anq7Vr9c5tH37Eq9KzBEfsTdFt4CMiT2j6jgzC6YyRKbYcqdDJH2KsjwKJxRA2l&id=100046636266014

Τάσος Λειβαδίτης - Ποιήματα

 ΑΝΑΣΤΑΣΗ

«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.
(Από τη συλλογή "Νυχτερινός επισκέπτης", 1972)
----------
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ
Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης επάνω μου,
ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά του δρόμου
που βγήκα μέσ’ απ’ το καπέλο του.
(Ποίηση - τόμος δεύτερος, 1987)
----------
ΒΡΑΔΥΝΗ ΗΣΥΧΙΑ
Αλλά, σιγά σιγά και με κάποιο φόβο, πρόσεξα πώς κανείς δε μίλησε για τον ξένο, που ήρθε και κάθισε στην άκρη του τραπεζίου, την ώρα που τρώγαμε, μόνο η έγκυος γυναίκα έκανε μια κίνηση, σαν να ‘πρεπε να μείνει στη θέση της, την ώρα που κιόλας τη διώχναν,
ώσπου όταν όλοι αποσύρθηκαν έγινε μια παράξενη ησυχία και δεν ακουγόταν παρά το σιγανό κλάμα της γυναίκας και το μακρινό θρόισμα της έξοχης, σαν κάποιος να παρηγορούσε έναν άλλον, για κάτι που δεν μπορεί πια να επανορθωθεί.
(Από τη συλλογή "Συμφωνία αριθ. 1")
-----------
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ
Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα—
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.
(Από τη συλλογή "Ανακάλυψη", 1978)
------------
ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ
Καμιά φορά πηγαίνεις και στέκεσαι μπρος στον καθρέφτη,
τόσο αδιάφορος,
σα νάσαι απλώς ένα φαρδύ παράταιρο φέρετρο
για ένα νεκρό παιδί.
*****
ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα
πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πως γίνεται;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.
( Από την συλλογή του: Ανακάλυψη, 1977)
------------
ΦΥΛΛΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα
Αλλά καμία φορά η φωνή μιάς γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
Με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
Στον παράδεισο-
Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
Της νιότης μου
Ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλον –
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντας τους μόνο ένα κόσμο,
Κι όταν πεθάνω θα’ θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα
Ημερολογίου
Για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ο,τι μείνει από μας να’ ναι στην άκρη του δρόμου μας
Ένα μικρό μη με λησμόνει
-------
ΕΚΜΥΣΤΗΡΕΥΣΗ
Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: έζησε στα σύνορα
μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που
είδε κάποτε σ’ ένα αβέβαιο όνειρο.
(Από "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου". 1990)


Πηγή: https://www.facebook.com/christos.toumanidis.9/posts/pfbid02cKFdScy8BAnvDpkJtyFg7GWbCqeHpMqdY6Q12LJLfLj5xQcah2Lrk2WzvWBif3kDl

Λι Μπάι - Στο βουνό, διάλογος


«Μα γιατί κρύβεσαι στο πράσινο βουνό», με ρωτούν.
Σωπαίνω, με την καρδιά μου γαληνεμένη. Τους χαμογελώ.
Καθώς κυλάει το νερό και τα παίρνει μαζί του τα λουλούδια της ροδακινιάς
ο κόσμος μου δεν είναι ο κόσμος των ανθρώπων.
Λι Μπάι
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Απόδοση – Επίμετρο: Γιώργος Βέης
ΣΜΙΛΗ

Τάκης Σινόπουλος - Το παράθυρο

Φράξαμε το παράθυρο, ο αέρας φύσαγε απ’ το σκουπιδότοπο, τι πήραμε; τι χάσαμε;

Περπατώντας αμίλητοι σε τούτα τα δύσκολα, τ’ ασυνάρτητα χρόνια.

Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα και το φως φωτίζοντας πότε το πρόσωπο πότε το ψέμα.

Τη στρίψαμε κατά την εποχή της μνήμης.

Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των άμμων.

Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το δέντρο παραμιλώντας με το μισό φεγγάρι.

Μέσα απ’ το όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό φεγγάρι.


(Από τη συλλογή, ΠΕΤΡΕΣ, 1972)

Zbigniew Herbert - «Μετάξι μιας Ψυχής»

 Ποτέ

δεν μίλησα μαζί της

γι’ αγάπη

ή για το θάνατο


μόνο η τυφλή γεύση

κι η βουβή αφή

πέρναγε ανάμεσά μας

όταν απορροφημένοι

πλαγιάζαμε κοντά


πρέπει

να κρυφοκοιτάξω μέσα της

να δω τι φοράει

στο κέντρο της


όταν κοιμήθηκε

με τα χείλη ανοιχτά

κοίταξα


και τι

και τι

νομίζετε

πώς είδα


περίμενα

φυλλώματα

περίμενα

ένα πουλί

περίμενα

ένα σπίτι

πλάι σε μια λίμνη μεγάλη και σιωπηλή


αλλά εκεί

σ’ ένα γυάλινο πάγκο μαγαζιού

είδα ένα ζευγάρι

μεταξωτές κάλτσες



Θεέ μου

θα της αγοράσω αυτές τις κάλτσες

θα της τις πάρω


αλλά τότε τι θα φανεί

πάνω στο γυαλί

αυτή της μικρής ψυχής



θα είναι άραγε κάτι

που δεν θα μπορέσεις να τ’ αγγίξεις

ούτε καν με το δάχτυλο του ονείρου


Μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος

Πηγή: https://www.hartismag.gr/hartis-15/klimakes/zmpigknief-xermpert-metaxi-mias-psyxhs

Νίκος Καρούζος - Ένα αυτόγραφο γράμμα του τριαντάχρονου Νίκου Καρούζου προς το ζεύγος Κουτσίνα από το Ναύπλιο (1956). ———— Αρχεἰο Αφροδίτης Κουτσίνα.

               5 Δεκ. 1956


                                    Αγαπητοί μου Τιτίνα και Φίλιππε


Δεν απολησμόνησα την υπόσχεσή μου να σας γράψω, από εδώ κάτω όπου βρίσκομαι, μόνος εν μόνοις, δυστυχισμένος όπως είμαι από τα χτυπήματα του θεού. Δύο ειλικρινείς φίλοι σαν εσάς δεν λησμονούνται. Το εναντίον, καταγράφονται στα φυλλοκάρδια. Η αγάπη, μονάχα η αγάπη αρχίζει τον κόσμο. Και φαίνεται ότι η αγάπη μας απαιτεί εξ ολοκλήρου. Τουλάχιστον, αυτό είναι το νόημα που κλείνει ο ακόλουθος στίχος μου: «Οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη: δεν αγάπησε (τίποτα πιο πολύ).» Πραγματικά, τι να σας πω, κάποιες στιγμές φλέγομαι από τη θέληση να ξαπλωθώ στη μέση του δρόμου και να φωνάξω: ορίστε, κύριοι, πατάτε! Επειδή όμως αυτή η τελευταία λέξη αφήνει στο μυαλό μας μιαν αντήχηση (αλίμονο, μη με πάρετε για ανόητο λογοπαίκτη…) που συγχέεται με τις πατάτες, η θέλησή μου εκμηδενίζεται. Ιδού, λοιπόν, ότι ο φύλακας άγγελός μου είναι ένα χορταρικό. Το πράγμα περιπλέκεται όταν λάβετε υπ’ όψη σας ότι είμαι χορτοφάγος. Με κάποια μεταφυσική μύτη αγγίζουμε, νομίζω, το ενδεχόμενο μιας ευγνωμοσύνης εκ μέρους μου προς τα χορταρικά. Και τα περίεργα δεν σταματούν εδώ. Ο οργανισμός μου έχει ιδιαίτερη κλίση στο φυτικό βασίλειο. Αλλιώς δεν εξηγείται ένας άλλος στίχος μου, που λέει: «Φίλησε τα χρώματα ω μεθυσμένο χόρτο», υπονοώντας, βέβαια, τον άνθρωπο. Μα και ένας άλλος ακόμη στίχος μου, που λέει: «Τα φύλλα των δέντρων, η πιο αγαπητή μου εικόνα της κτίσεως». Και ακόμη κάποια σπουδαία λεπτομέρεια της ζωής μου: όταν κάθε νύχτα πέφτω να κοιμηθώ η προσευχή μου τελειώνει πάντα με λίγες λέξεις εδώ και πολλά χρόνια. Οι λέξεις είναι του Δαυίδ κατά μετάφραση των Εβδομήκοντα και έχουν ως εξής: Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού. Και έρχεται το ερώτημα: γιατί άραγε έχω προτιμήσει αυτές τις λέξεις, προκειμένου να προσεύχομαι; δεν πρέπει να έχουν κάποια σχέση με τις πατάτες; Ωστόσο, δεν φτάσαμε ακόμη στο τρομερώτερο. Η μητέρα μου διηγείται καμμιά φορά ότι σαν με χτύπησε ο τύφος κάποια χρονιά στην παιδική ηλικία, μεταξύ των άλλων διασκεδαστικών πραγμάτων που έλεγα όταν παραληρούσα, ήταν κι αυτό: «Μητέρα, τι ωραία χόρτα που είναι τα μαλλιά σου και δεν τα φάγαμε ακόμη.» Τι λέτε για όλ’ αυτά φίλοι μου; Αντί απαντήσεως, θα περιμένω να μου γράψετε ανάλογα δικά σας. Είμαι ένας άπελπις άνθρωπος. Ευτύχημα υπήρξε ότι ξέχασα με αυτό το γράμμα τα δεινά μου. Να δώσετε ένα φιλάκι στο αγαπημένο σας κορίτσι και στον εξαίρετο φίλο μας Αντρέα Καραντώνη διαβιβάζετε τους ειλικρινείς χαιρετισμούς ενός μετεώρου.


                                                                                          Με αγάπη


                                                                                                            Νίκος Καρούζος




[Μεταγραφή: Θάνος Σταθόπουλος ]


Πηγή: https://www.hartismag.gr/hartis-24/afierwma/mhtera-ti-wraia-xorta-poy-einai-ta-mallia-soy-kai-den-ta-fagame-akomh

Γεώργιος Βιζυηνός -Επί του τάφου του πατρός μου

 


Ξύπνα πατέρα! χαραυγὴ
τὸν οὐρανὸ χρυσώνει,
κι' ὅλη ξυπνᾷ ἡ μαύρη γῆ.
Ξύπνα καὶ σὺ μὲ τὴν Αὐγή, ν' ἀκούσουμε τ' ἀηδόνι.

Μὲ τὴ μητέρα μιὰ ψυχή,
σὲ κάθε τέτοιαν ὥρα
πετούσετε στὴν προσευχή.
Τὸ σήμαντρό μας ἀντηχεῖ. Γιατί κοιμᾶσαι τώρα;

Εἶναι τὸ ὄνειρο μακρὸ
'ποῦ βλέπεις αὐτοῦ πέρα;
Κοιμήθηκες, κι' ἤμουν μικρό,
κι' ὡς νὰ τελειώσῃ τὸ πικρό, ἐτράνεψα, πατέρα!

Ξύπνα νὰ ἰδῇς, Χλωμὴ, γρῃά,
ἡ δόλια μας μητέρα!
Καὶ τὴ φτωχή μας τὴ γιαγιὰ
'κεῖ κάτου, στὴ χλωρὴ βαϊά... τὴν θάψαμε μιὰ 'μέρα!

Πές μου, πατέρα, τὸ χωριὸ
ποῦ πᾶν οἱ πεθαμένοι
'μπορῶ νὰ 'πάγω νὰ τὸ διῶ;
Δυό λουλουδάκια μόνο, δυό, νὰ πάρω στὴν καϋμένη!

Μὲ εἶπαν – εἶναι ζοφερὴ
ἡ νύχτα πὤχουν σκέπη -
μά 'γὼ τῆς ἔβαλα κερὶ
στὴ δεξιὰ τὴν κρυερή. Τ' ἀνάφτει καὶ μὲ βλέπει.

Θυμᾶσαι; Μ' ἔκλεψες φιλὶ
μιὰ 'μέρα παιχνιδιάρη,
καὶ μ' εἶπες – Ἄφτερο πουλὶ,
χρειάζεσαι καιρὸ πολὺ νὰ γένῃς παλλικάρι. -

Ἦρθ' ὁ καιρός. Νἆμαι τρανό!
Διέ με, καλὲ πατέρα,
σοῦ 'τράνεψα· μὰ... ὀρφανό!!
Στὸ δρόμο, 'ποῦ συχνὰ περνῶ, μὲ εἴπανε μιὰ 'μέρα.

- Περνᾷ τὸ δόλιο τ' ὀρφανό!
- Δὲ γνώρισε πατέρα!
- Τὸν ἔχασε τριῶ χρονῶ!
- Μοιάζει σὰν ἔρημο πτηνό! - Ἂς τὸ χαρῇ ἡ μητέρα!

Πές μου, πατέρα, τὴν αὐγή,
'ποῦ καίει τὸ λιβάνι
ἡ μάνα καὶ μυρολογεῖ,
ἡ μυρωδιὰ περνᾷ τὴ γῆ; 'Μπορεῖ νὰ σὲ ζεστάνῃ;

Τὸ βράδυ πὤρχομαι γοργὸ
κι' ἀνάφτω τὸ κανδύλι
τὸ ξέρεις ποῦ τ' ἀνάφτω 'γώ;
Ξύπνα, πατέρα! θὰ καγῶ, σὰ λυχναριοῦ φυτῆλι!

Μὲ 'φώναζες νὰ κοιμηθῶ
στὸ σπλαχνικὸ πλευρό σου.
- Ἔλα, μικρό, νὰ ζεσταθῶ. -
Κι' ἐγὼ πετοῦσα νὰ χωθῶ στὸν κόρφο τὸ γλυκό σου.

Τώρα, πατέρα, στὴν πικρὴ
τὴ γῆ τὴ χιονισμένη,
στὴν κρύα κλίνη τὴ μικρή,
σ' αὐτὴ τὴ νύχτα τὴ μακρή, πές μου ποιός σὲ ζεσταίνει;...

Θέλεις ἐγὼ ν' ἀποκριθῶ;
Κανείς, καμιὰν ἡμέρα!
Μὰ ἦρθα 'γώ πιὰ νὰ χωθῶ
στὸν κόρφο σου νὰ κοιμηθῶ, νἆσαι ζεστός, πατέρα.



1873 Ἰανουαρίου 14


Νίκος Ξυδάκης - Επί Του Τάφου Του Πατρός Μου