Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Σοφία Φίλντιση-Αν μου δίνανε

Αν μου δίνανε μονάχα
Ένα γέλιο από παιδί
Κι ενός γέρου τη σοφία
άλλη θα `φτιαχνα τη γη

Και θα γέμιζα τον κόσμο περιστέρια
Και στα σύνορα θα φύτευα παρτέρια

Αν μου δίνανε μονάχα
Στάλα πίστη από τυφλό
Και τα μάτια ενός κουρσάρου
Σ’όλους θά `βαζα μυαλό

Και θα γέμιζα τον κόσμο περιστέρια
Και στα σύνορα θα φύτευα παρτέρια

Αν μου δίνανε μονάχα
Ένα χτύπο από καρδιά
Και σημαία ενός πολέμου
Χίλια θά’ντυνα παιδιά

Και θα γέμιζα τον κόσμο περιστέρια
Και στα σύνορα θα φύτρωναν παρτέρια

Δίσκος: Σταθμός 0 (1974)

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Robert Frost-Αφοσίωση

Αδύνατο η καρδιά να βρει
κάπου αφοσίωση πιο πολλή
απ’ όση έχει ο γιαλός στο κύμα·

χρόνια και χρόνια ακίνητος
ατέλειωτα και πληκτικά
ν’ ακούει την ίδια πάντα ρίμα.

Robert Frost

μετάφραση: Κώστας Βαλεοντής

Robert Frost - The Road Not Taken

The Road Not Taken

Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both
And be one traveler, long I stood
And looked down one as far as I could
To where it bent in the undergrowth;

Then took the other, as just as fair,
And having perhaps the better claim,
Because it was grassy and wanted wear;
Though as for that the passing there
Had worn them really about the same,

And both that morning equally lay
In leaves no step had trodden black.
Oh, I kept the first for another day!
Yet knowing how way leads on to way,
I doubted if I should ever come back.

I shall be telling this with a sigh
Somewhere ages and ages hence:
Two roads diverged in a wood, and I—
I took the one less traveled by,
And that has made all the difference.

Ο δρόμος που δεν πήρα

Ήταν δυο δρόμοι που αποκλίναν μες στο δάσος.
Μα δεν μπορούσα να τους πάρω και τους δύο
Χωρίς να γίνω ο ίδιος δύο∙ λυπημένα
Ακολουθούσα με το βλέμμα μου τον ένα
Για να τον χάσω μες στη χλόη σ’ ένα σημείο.

Πήρα τον άλλον κι έμοιαζε καλά να κάνω∙
Ίσως και να ’χε ένα δικαίωμα παραπάνω
Όντας πιο θαλερός, λιγότερο φθαρμένος,
Μ’ όλο που ως προς αυτό σχεδόν δεν διαφέραν∙
Ήταν κι αυτός περίπου εξίσου πατημένος.

Κι οι δυο ξετυλιγόνταν σκεπασμένοι ακόμη
Φύλλα πρωινά, ίδιοι απαράλλαχτοι, όμως
Κράτησα εγώ τον πρώτο για μιαν άλλη μέρα∙
Αν κι οδηγώντας σ’ άλλους δρόμους κάθε δρόμος
Επιστροφή δεν έχουν όσο ξέρω οι δρόμοι.

Θα λέω με στεναγμό σαν θα ’μαι πολύ γέρος,
Βρήκα δυο δρόμους που αποκλίναν σ’ ένα μέρος
Και πήρα αυτόν που ’χε περπατηθεί πιο λίγο
Κι άλλαξε αυτό για πάντα τη ζωή μου.

(Μετάφραση - Νίκος Φωκάς)

Robert Frost-"The road not taken"



Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both
And be one traveler, long I stood
And looked down one as far as I could
To where it bent in the undergrowth;

Then took the other, as just as fair,
And having perhaps the better claim,
Because it was grassy and wanted wear;
Though as for that the passing there
Had worn them really about the same,

And both that morning equally lay
In leaves no step had trodden black.
Oh, I kept the first for another day!
Yet knowing how way leads on to way,
I doubted if I should ever come back.

I shall be telling this with a sigh
Somewhere ages and ages hence:
Two roads diverged in a wood, and I—
I took the one less traveled by,
And that has made all the difference.

Robert Frost

Robert Frost-''The Secret Sits''



We dance round in a ring and suppose,
But the Secret sits in the middle and knows.

Εμείς χορεύουμε γύρω-γύρω όλοι και κάνουμε υποθέσεις
Όμως το Μυστικό κάθεται στη μέση και γνωρίζει.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Τ.Κ. Παπατσώνης- «If only»

Ω, αν μόνο κάποτε έρθει ο καιρός,

η μόνωση πλησίον μιας παραλίας μακρινής

να πληροί όλα τα φοβερά κενά της ζωής

και των νυχτών της, όλους τους αγώνες

με το Άγνωστο και το Μαύρο, — τούτο μόνο

θ' αρκούσε, όλα να 'ταν λυμένα

τα μυστήρια τ' αγωνιώδη.


Αν μόνο η θέα ολοσκέπαστου ουρανού

του φθινοπώρου, που δίνει νέα διαφάνεια

στα βότσαλα της θαλάσσης,

(εκείνη την ανοιχτά πράσινη των ματιών της Νεράιδας)

έφθανε να καλύψει τη ζωή στο σύνολό της,

— ετούτο μόνο, θα 'ταν κιόλας ευτυχία.


Όταν μια σου στιγμή,

άνθρωπε, που 'χεις ξεφύγει το πλέγμα των θορύβων,

αισθανθείς άυλος πια και κατασταλαγμένος,

— τούτο, αν ήσουν βέβαιος πως θα 'ταν και το διαρκές·

πως σε μιαν ώρα μέσα, στο πλευρό σου

δεν θα βρισκόταν η Σειρήνα, να σου ταράξει

τη διαφάνεια των βοτσάλων, — και τούτο μόνο

θα 'ταν κιόλας η ευτυχία.


Αλλά έρχεται ήδη η φωνή της, από Βορρά, από Νότου,

από Ανατολικά κι' από Δυσμών. Βουάνε

όλοι οι ορίζοντες από δαύτη. Έρχεται ολούθε

με την ουσία της βροχής ή των ανέμων. Με τους αφρούς

των κυμάτων. Το σύμπαν, κι' η ψυχή του ανθρώπου,

είναι γεμάτα απ' αυτή τη φωνή. Ας έρθει. Δεν είναι ακόμη

ερχόμενος ο καιρός του Θανάτου.


[πηγή: Τ.Κ. Παπατσώνης, Εκλογή Α'. Ursa Minor. Εκλογή Β' , Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 252]

William Butler Yeats-Οι φιλόλογοι

Scholars

Bald heads forgetful of their sins,
Old, learned, respectable bald heads
Edit and annotate the lines
That young men, tossing on their beds,
Rhymed out in love’s despair
To flatter beauty’s ignorant ear.
All shuffle there; all cough in ink;
All wear the carpet with their shoes;
All think what other people think;
All know the man their neighbour knows.
Lord, what would they say
Did their Catullus walk that way?

William Butler Yeats (13 Ιουνίου 1865, Δουβλίνο - 28 Ιανουαρίου 1939)

.............................................................................................................................................

Οι φιλόλογοι

Φαλάκρες σεβαστές που λησμονούν τις αμαρτίες τους,
γέρικα και σεβάσμια, σοφά κεφάλια,
διορθώνουν, κι εξηγούν, και σχολιάζουν στίχους
που κάποιοι νεαροί, στο στρώμα ξάπρυπνοι
ταιριάξανε μες στην απόγνωση του έρωτά τους
για να χαϊδέψουνε της ομορφιάς το άμαθο αυτί.

Σέρνονται όλοι εκεί· όλοι βήχουν μελάνι·
με τα στραβά παπούτσια τους λιώνουνε το χαλί·
όλοι νομίζουν ό,τι και οι άλλοι·
όλοι τους είναι με γνωστούς γνωστών γνωστοί.
Μα, Θεέ μου, τί θα έλεγε το έρμο τους κεφάλι
ο Κάτουλλος αν είχε τη γεροντική περπατησιά τους;
Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος



Πηγή: W.B. Yeats, 70 ερωτικά, ενότητα: «Οι αγριόκυκνοι στο Κουλ (1919), εκδόσεις Εστία, 2008.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Τίτος Πατρίκιος-«Οικονομική Ανάπτυξη»

Αποτέλεσμα εικόνας για πατρικιος"

Πληθαίνουν τ’ αυτοκίνητα
αυξάνουν οι ξένες επενδύσεις,
όλο και περισσότεροι μεταναστεύουν,
οι εφημερίδες λένε πως ο τόπος
μπήκε σε νέα φάση ανάπτυξης
διατηρώντας όμως τα ιδανικά του.
Πατροπαράδοτα ιδανικά πάντα συνδυασμένα
με σοφές αστυνομικές πιέσεις.

Τίτος Πατρίκιος. Από τη συλλογή «Χρόνια της Ασφάλτου», 1956.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Αγγελική Ελευθερίου-Από το «ΑΡΓΑ Τʼ ΑΠΟΓΕΥΜΑ», Καστανιώτης, 1990

Αποτέλεσμα εικόνας για Αγγελική Ελευθερίου


Η άσπρη κόλλα είναι σάβανο.
Οι λέξεις πάνω της οι νεκροί μας.
Τα σώματά τους.
Χελιδόνια που πέθαναν από το κρύο
Πριν να προλάβουνε να αποδημήσουν.
Κι ύστερα γίνονται χάπια οι λέξεις.
Ποτέ δεν είναι τα σωστά. Γιατί ξεχνάς.
Και όλο τα αλλάζεις.
Και το γραφτό τρελό και αλλοπρόσαλλο
Σηκώνει αέρα φοβερό
Μπαίνουν οι κόχες του στα μάτια και τα σκίζουν.
Θυμάσαι.
Σκιές τα πρόσωπά σου περνούν και παρατάσσονται
Μέλη της αόρατης χορωδίας
Που έφερνες απʼ τους ναούς
Όταν αγρίευε το δέρμα σου.
Μετατοπίζονται αργά μέσα σʼ ομίχλη
Πληθαίνουνε και λιγοστεύουν χωρίς ήχο
Ώσπου να μείνει Ένα μόνο.
Αυτό που παραμέλησες

*

Τα σώματά σου
Που θυσίασες
Τα πήρες πίσω.
Τώρα που φλούδες ξεκολλούν
Απʼ τη ζωή
Τα χρόνια σου.
Και που τις καρτ-ποστάλ
Απʼ τα ταξίδια σου
Χαρίζεις.
Και άλλα
Πιο πολύτιμα ενθύμια
Πετάς
Γιατί δε βρίσκεις
Να τα δώσεις.
Έφτασες ως εκεί που ʽχες προβλέψει
Και θάλασσα δε φαίνεται
Και πουθενά τʼ αρχαίο θέατρο

ΑΡΓΑ Τʼ ΑΠΟΓΕΥΜΑ», Καστανιώτης, 1990

Πηγή:http://www.poiein.gr/2015/10/26/aaaaeeec-aeaoeanssio-oa-dhieciaoa/

Κατερίνα Παπαδoπούλου-Nανούρισμα Σμύρνης

Όσα άστρα είναι στον ουρανό, μαργαριταρένια μου,
και λάμπουν ένα ένα, και λάμπουν ένα ένα,
τόσες φορές τα μάτια μου, μαργαριταρένια μου,
δακρύσανε για σένα, δακρύσανε για σένα.

Άιντε, καλέ μάνα, αγάπα με κι εμένα,
κούνει, καλέ μάνα, το παιδί για μένα...
Αναστενάζω, δε μ’ ακούς, μαργαριταρένια μου,
κλαίω, δε με λυπάσαι, κλαίω δε με λυπάσαι.
Άιντε, καλέ μάνα, αγάπα με κι εμένα,
κούνει, καλέ μάνα, το παιδί για μένα...
Δεν είσαι μάνας γέννημα, μαργαριταρένια μου,
ούτε Θεό φοβάσαι, ούτε Θεό φοβάσαι.
Άιντε, καλέ μάνα, αγάπα με κι εμένα,
κούνει, καλέ μάνα, το παιδί για μένα...
Άιντε, καλέ μάνα, αγάπα με κι εμένα,
κούνει, καλέ μάνα, το παιδί για μένα...

Άντον Τσέχοφ – Περιπτώσεις “Mania Grandiosa”

Υπόψιν της εφημερίδος «Ο Ιατρός»

Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, το γεγονός ότι ο πολιτισμός συνεπάγεται για την ανθρωπότητα, εκτός από οφέλη, και φοβερές συμφορές. Περί τούτου μας βεβαιώνουν οι γιατροί, οι οποίοι βλέπουν — όχι αβάσιμα— στην πρόοδο τα αίτια μιας σειράς διαταραχών του νευρικού συστήματος που τόσο συχνά σημειώνονται κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.

Σε Αμερική και Ευρώπη θα συναντήσετε, σε κάθε σας βήμα, όλες τις μορφές νευρικών παθήσεων, από τις απλές νευραλγίες μέχρι τις βαρείας μορφής ψυχώσεις. Συνέβη σ’ εμένα τον ίδιο να παρατηρήσω περιπτώσεις βαρέων ψυχώσεων, οι αιτίες των οποίων πρέπει να αναζητηθούν αποκλειστικώς και μόνο στον πολιτισμό.

Γνωρίζω κάποιον απόστρατο λοχαγό, πρώην υποδιοικητή της χωροφυλακής. Αυτός ο άνθρωπος είχε την ψύχωση απαγορεύονται αι συγκεντρώσεις. Μόνο και μόνο επειδή απαγορεύονται αι συγκεντρώσεις, έκοψε ολόκληρο το δάσος που υπήρχε στο κτήμα του, σταμάτησε να γευματίζει με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του, δεν επιτρέπει να μπαίνουν στη γη του τα κοπάδια των χωρικών κ.ο.κ. Μια φορά που τον κάλεσαν στις εκλογές, έβαλε τις φωνές:

«Μα δεν ξέρετε πως απαγορεύονται αι συγκεντρώσεις;».

Ένας απόστρατος ενωμοτάρχης της χωροφυλακής που τον είχαν διώξει απ’ το σώμα για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του ή ίσως για δωροληψία (δε θυμούμαι τώρα για τι ακριβώς) έχει την ψύχωση κάτσε λιγάκι, βρε αδερφέ! Έχει κάτι σεντούκια στα οποία βάζει μέσα γάτες, σκυλιά ή κότες και τα κρατάει κλειδωμένα για ορισμένο διάστημα. Βάζει σε μπουκάλια κατσαρίδες, κοριούς και αράχνες. Κι όποτε έχει λεφτά, γυρνάει στο χωριό για να βρει κάποιον που θα δεχτεί να συλληφθεί επί πληρωμή.

«Κάτσε λιγάκι, βρε αδερφέ!» εκλιπαρεί. «Τι σε πειράζει; Αφού θα σ’ αφήσω! Κάνε μου τη χάρη!»

Έτσι και βρει εθελοντή, τον κλειδαμπαρώνει, τον φυλάει μέρα νύχτα και δεν τον αφήνει ελεύθερο ούτε στιγμή πριν από τον προκαθορισμένο χρόνο.

Ο θείος μου, που δουλεύει στην επιμελητεία του στρατού, τρέφεται με μουχλιασμένα παξιμάδια, βάζει στα παπούτσια του σόλες από χαρτί και ανταμείβει γενναιόδωρα όσους από τους υπηρέτες του ακολουθούν το παράδειγμα του.


Ο γαμπρός μου, εφοριακός υπάλληλος, έχει την ψύχωση μεγάλο πράγμα η ελευθεροτυπία! Κάποτε τον κατηγόρησαν μέσω των εφημερίδων για εκβιασμό, κι αυτό στάθηκε η αιτία να διαταραχθεί η ψυχική του ισορροπία. Είναι συνδρομητής σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες της πρωτεύουσας — όχι όμως για να τις διαβάζει. Μόλις λάβει κάποιο φύλλο, ψάχνει να βρει οτιδήποτε το «κατακριτέο». Ό,τι βρει το υπογραμμίζει με κόκκινο μολύβι και το μουντζουρώνει. Αφού γεμίσει μουντζούρες όλη την εφημερίδα, τη δίνει στους αμαξάδες του να στρίψουν τσιγάρα και είναι ευτυχής μέχρι την παραλαβή του επόμενου φύλλου.

***
Αντόν Τσέχωφ – “Διηγήματα και Μονόπρακτα” . Πρώτη έκδοση στο περιοδικό Αποσπάσματα, 1883.

Ο Αντόν Τσέχωφ (29 Ιανουαρίου 1860 – 15 Ιουλίου 1904) ήταν Ρώσος ιατρός, δραματουργός και συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς διηγημάτων στην ιστορία.Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας.

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ Η άρνηση της Ιφιγένειας

Αχνοφαίνονται τα πλεούμενα, Ιφιγένεια.
Λιβάνι στρώθηκαν τα σκαλοπάτια
προς τη θάλασσα.
Το βήμα σου, το φόρεμα και τα μαλλιά
αποσταλμένοι του ανέμου.

Έρχονταν μια μια δυο δυο οι νύχτες
στις ρώγες των δακτύλων σου
και στην κορφή της πλάτης
αβασίλευτος πάντα ένας ήλιος.

Ανήμπορη να μετρήσεις τους αμπελώνες
τα χωράφια και τους ελαιώνες σου
χανόσουν σε καλοκαιριάτικο όνειρο.

Εκεί στο ξύλινο μπαλκόνι σου
θέριευαν τα γεράνια
μεγάλωναν τα σπιτικά πουλιά
κι έπαιζες τα δειλινά με χαϊμάλια
και ιστορίες αγάπης.

Βασιλοκόρη
ξέχναγες τα ωραία σάνταλά σου
όταν ο λιονταρογέννητος ουρανός
σε γυναικεία του στιγμή
ακουμπούσε στα γόνατά σου.

Ιφιγένεια, κάθε καΐκι κι ένας άγριος Απρίλης
κάθε γοργόνα πλώρης
κι ένα γιορτερό ακρογιάλι.

Γέροντες σοφοί
πριν απ’ την αρχή των δέντρων
γέροντες πολύξεροι
είχαν διηγηθεί —
πριν ακόμα γεννηθεί η Αφροδίτη
πίσω απ’ τα σύννεφα—
την ιστορία της κοπέλας
που φιλική ήταν στους ανέμους.
Κι εσύ
—μάρμαρο το φως
δέσμια κρατά την κεφαλή σου—
μίλησες στη θάλασσα την Παναγιά
γλυκά σκυμμένη
στο γιο της το Σεπτέμβρη
για τους πολεμιστές
και τις κακές τους σκέψεις.

Δεν πιστεύουν οι πολεμιστές.
Ταύροι είναι
με ήλιους ζωγραφιστούς στις πανοπλίες
και τις κνήμες
βαριά φυτεμένες στο χώμα.
Δεν πιστεύουν στους καρπούς της αναμονής
στις θάλασσες που επιστρέφουν
όλο και πιο πλούσιες —
αναγεννιούνται κι οι βυθοί.

Χρειάζεται ο καιρός του πουλαριού
των ψηλών κάκτων
της νεροφίδας
και των αστεριών ώς να ξαναφανούν.
Χρειάζεται η αιωνιότητα της εμπιστοσύνης.

Μιλάνε για τη μάχη
τη θρέφουν μαζί με τ’ άλογα
και τις αγριοπέρδικες.
Όλα είναι έτοιμα λένε.
Τα αιχμηρά όπλα, τα ηνία
η γη ανασκαμμένη για τα σώματα
ο θυμός, οι φωνές των γυναικών.
Κι ο άνεμος;
Φάνηκαν τα πρώτα δελφίνια, Ιφιγένεια.
Τα πουλιά και τα καράβια ακολουθούν.
Κλαρί λεμονανθού άνθιζ’ η καλοσύνη
στο περβόλι σου.
Κι όμως ο λαιμός σου προσφέρεται
αόρατο μονοπάτι του κακού.

Θόρυβος στ’ ακρογιάλι.
Στις πλάκες του λιμανιού
πατήματα ανδρών, τρεξίματα
μαντάτα πρόσωπα.
Αρνήθηκε είπαν.

Αρνήθηκε η Ιφιγένεια.
Για την αγάπη έλεγε
για τη γλυκιά καρδιά
για ειρηνικές πολίχνες
να φροντίσουμε τα καρποφόρα
τις βροχές να δεχτούμε στην ώρα τους
για τις βοσκές
για τους Αγγέλους.

Αρνήθηκε.

Να μη φτάσουν οι πολεμιστές·
να ομορφύνουν τα κάστρα
απ’ τον κισσό
να τρανέψουν τα παιδιά.
Για τη χαρά είπε
κι ανέβηκε στους ουρανούς.

Έκπληκτοι οι στρατιωτικοί
ανέβαλαν τον πόλεμο
και την Ελένη βρήκαν ταπεινή
να ετοιμάζει το δείπνο.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. 1963. Λύκοι και σύννεφα. Αθήνα: Ζάρβανος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. 1999. Ποιήματα (1963–1977). Αθήνα: Καστανιώτης.

Γιάννης Σκαρίμπας-Ημιολόκληρον

Να είσαι απλός
και περιττός,
αυτό ’ναι κάτι.

Να μη ’σαι τίποτα
(ούτε απαραίτητος)
επίσης είναι.

Να κλεις με νόημα
(βλακείας ένεκεν)
το ’να σου μάτι.

Κάνε το κι έσο
ημιβέβαιος
και μείνε.

Μείνε ημιόχις
ημιναινές
- κράτα ημιπόζα.

Έσο ημίβλεπτος
ημιαν-φάς
και -τότε- τέλεια

η φήμη θάρτει σου
σαν μια Κυρία
ημιμιμόζα

λίγον τι κρύα
και λίγον μπλαβή
από τα γέλια...

(Γιάννης Σκαρίμπας – Βοϊδάγγελοι (1968)
από τη συγκεντρωτική συλλογή “Άπαντες Στίχοι 1936-1970”, εκδόσεις Νεφέλη)

Γιάννης Σκαρίμπας-Ο δρόμος



Οι άνθρωποι είχαν ηττηθεί
διότι η επέλαση αποκρούστηκε

Μάταια οι σάλπιγγες τους πρόσταζαν
την επάνοδο στο αίμα
-αυτοί φεύγαν σαν τα πρόβατα
στην προσέγγιση του τραίνου

Ηττημένοι και δειλοί
(οι πριν άτρομοι)
τον σωστό 'χαν εύρει δρόμο...

|Γιάννης Σκαρίμπας – από τη συλλογή Βοϊδάγγελοι (1968)|

Μίλτος Σαχτούρης- Η αγρύπνια

Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος θεός
μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τη μαύρη πίκρα.

Μίλτος Σαχτούρης, Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια, 1998


Λευτέρης Πούλιος-Όραμα Επίκληση Προφητεία (απόσπασμα)

…Θεέ
Όχι εσύ των παπάδων
Όχι εσύ των φαρισαίων
Όχι εσύ των αποκαμωμένων γραφών
Θεέ του ζώου που πέφτει ανύποπτο στο ηφαίστειο της δημιουργίας
Του αλήτη με την τρύπια κάλτσα
Του εργάτη με τα βλάστημα χείλη
Θεε δικέ μου έξω απ’το χρόνο έξω από συνήθεια και λογική
Θεέ μ’ένα σπασμένο κομμουνιστικό κόμμα στην άκρη της μύτης σου
Μ’ένα ντρίλινο παντελόνι που κατουράει στο πάρκο
Μ’ένα καπέλο γιομάτοβροχή
Με το περίστροφο του Μαγιακόβσκι στην τσέπη του σακακιού σου
Με τα δάχτυλα σου καμένα από πυρηνικές εκρήξεις
Με σαγόνι στραβό από χτυπήματα σφυριών
Με τσέπες δίχως πεντάρα
Με παπούτσια βουλιαγμένα στη λάσπη της αποτυχίας
Με μυαλά χτυπημένα από ηλεκτροσόκ
Με πλευρά φυματικού συρμένα σε μπουντρούμια φυλακών
Με την πείνα της Μπιάφρα στο στομάχι σου
Με καρφιά σ’όλο σου το σώμα
Θεέ με το θανατό σου γεμάτο λουλούδια
Και την αναστασή σου εν μέσω χιλιάδων τοξικομανών αγγέλων
Αόρατε και παντοτινέ

Τραγούδησε να πεις στη φτωχή σου ανθρωπότητα
Ένα “Γεννηθήτω φως”.
Ω ακαταπόνητε εργάτη του χάους αγρύπνα, αγρύπνα
μέσα στην ψυχή και μέσα στο σπέρμα
πάνω στης οικουμένης το τιμόνι
και μέσα μου αγρύπνα
δίδαξε μας γαλήνη
εσύ που σοφά μ’έχεις πλάσει χωρίς ποτέ να μάθω το λόγο…

Απόσπασμα από “ΟΡΑΜΑ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ”( Ο ΓΥΜΝΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ)

Κώστας Μόντης-Μια λέυκα στην Κακοπετριά



Αυτή η λεύκα στη ρεματιά
που λέει ''όχι'' και λέει ΄΄ναι΄΄
και λυγίζει και δε λυγίζει
και γυρνά εδώθε και μας κλείνει το μάτι για τον άνεμο,
και γυρνά στον άνεμο και του κλείνει το μάτι για μας
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσσια στη θάλασσα,
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσσια στις βουνοκορφές
κ' ερωτεύεται
και γαργαλιέται
και σπαρταρά απ' τα γέλια
που λες θα της πέσουν τα φύλλα,
κι' αναταράζεται να φύγουν τα γαρδέλια
και γέρνει πίσω και κάνει χωνάκι
΄΄ελάτε τώρα, ελάτε τώρα''!
Αυτή η τρελλή λεύκα
που θα κρεμαστή το χειμώνα απάνω της η ελπίδα της χαράδρας,
αυτή η τρελλή λεύκα
που θ' απογυμνωθή το χειμώνα
για να μπορή να λέη ''όχι'' στους χιονιάδες του Τροόδους,
που θ' αποβάλη τον έρωτα και τα συναφή
και θα μείνη γυμνή ψυχή,
και θα μείνη γυμνή κάθετη ψυχή
για να πη τ' ''όχι''
τώρα που είν' ανάγκη να το πη,
τώρα που δεν υπάρχουν πια περιθώρια για παιγνίδισμα,
για να πη τ' ''όχι''
τώρα που το χρειάζεται η χαράδρα.

(Και τότ' εν ειναλίη Κύπρω... , Λευκωσία 1974)

Τίτος Πατρίκιος- «Η άλλη εκδοχή»

Δεν μένουν πολλά
για νέα ποιήματα,
ίσως να έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει μονάχα ο θάνατος
για τον καθένα μας
ανείπωτος.

Μένουν πολλά
για νέα ποιήματα
κι ας έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει η υπόλοιπη ζωή
για τον καθένα μας
απρόβλεπτη κι ανείπωτη.

Η ηδονή των παρατάσεων

Γιώργος Σεφέρης-΄Ενας λόγος για το καλοκαίρι

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρισαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένειγεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδιαστο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε5στην εποχή των ματιών που κοιτάζουνστον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φωςσφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοιστις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριέςκαθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν10χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμεστη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρούτο διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου15που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσατην παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστουςαπαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,20σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντάσε βούρλα και σε καλάμια νησιάπου είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει25ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντάστη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μουσαν είμαι κουρασμένος — δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρικαι τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό30τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώταμάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίριλίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου35λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχήσκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνωμιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανάφέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή40με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδησφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδεςσε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένασκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο λιγοστεύουνκολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια45τα πρόσωπα της άλλης φυλής.
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνοδοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμούχτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μαςπήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε50βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουνμας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνέςάδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοισκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.55Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρικύματα της άμμου φεύγοντας ώς τον τελευταίο κύκλοένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτοςμάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιοχέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό60χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχήςχαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά·τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.
Φθινόπωρο, 1936
Γιώργος Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Ενότητα:«Σχέδια για ένα καλοκαίρι»

Γιάννης Σκαρίμπας-Ούλοι μαζί κι ο έρωτας

Ούλοι μαζί κι ο ερωτάς ήσαν πράγματα πολύ αμφίβολα, απίθανα. Παραλίγο να μην ήσαν καθόλου.

Ενώ αυτός ήταν ένας άνθρωπος καλότατος, μιά ψυχή προζύμι. Είναι βέβαιο.

Έβλεπε όνειρα κωμικά και ωραία–ήσυχα σαν στη γυάλα νεράκι, ενώ αυτούνου, πάντα η σκέψη του εγελούσε...

Κουφός –και μουγκός– καθώς ήταν, έβλεπε ούλα τα πράγματα –τους ανθρώπους, τ' αντικείμενα– σαν στο βάθος μιας σκηνής τοποθετημένα, να παίζουν το καθένα το ρόλο του, κάτι ρόλους κωμικούς φασουλήστικους, έτσι να κάνουν το καθένα τις δουλειές του, κάτι δουλειές δίχως νόημα –δίχως φωνή– και χωρίς σκέψη.

Ούλα τα πράγματα (στην ίδια σειρά) δίχως όνομα –οι ανθρώποι, τα ζώα, τα πράγματα– δίχως άλλο γνώρισμα πάρεξ μόνο το σχήμα και (προς απόκου) το βάρος τους, ήσαν τόσο κοινά και γελοία μπροστά του –τόσο κατώτερα– που έφτανε ως και να τα λυπάται στην ψυχή του, ως και να παίζει ακόμα, έφτανε, με την ακυβερνησία τους, με την ευπιστία που είχανε, μ' αυτήν την κυριαρχία που αυτός μπορούσε και εξασκούσε απάνω τους, κάνοντας από μακριά να σταματάνε οι άνθρωποι (ή τα ζώα) χωρίς αυτός διόλου να τ' αγγίξει μπορώντας να τους αλλάξει ακόμα και το δρόμο τους –δεξιά αριστερά όπως ήθελε– να τους κάνει νάρχονται απάνω του.

Τί μαγική δύναμη που στην είχε! Και τόξερε. Τόξερε ότι της φύσης ήταν αυτός προνομιούχος κ' ευνοούμενος, ο «άνθρωπος-θαύμα !» – κατά που λέμε...

Έκρουε τα χέρια του ή φύσαε με τη μύτη κ' οι άλλοι ταράζονταν, ανησυχούσαν, κοίταζαν ξωπίσω τους, στέκονταν.

Τα μάτια τους, τα χείλη τους κινιώσαν. Χειρονομούσαν μπροστά του, μη μπορώντας να μαντέψουν τη σκέψη του, μη ξέροντας τί έπρεπε να κάμουν, έτσι αμήχανοι, κουτοί, αξιολύπητοι κι αστείοι.

Χα, χα, τί ωραία !...

Τα τραίνα, τα κάρρα τούς τάραζαν, τους έκαναν να σκεπάζουν με τις απαλάμες τους τ' αφτιά τους. Η αστραπή τούς χαντάκωνε –ενώ γι' αυτόν ούλα αυτά– ήσαν όμορφα και διάβαιναν σαν ζουγραφιές λαφριά κι ανάηχα, χωρίς κακία, χωρίς θορύβους, χωρίς βάρος.

Αυτοί, τί διάλο επάθαιναν και λάκαγαν ; Τί κάθε τόσο ανοιγόκλειναν το στόμα;

Τα χέρια τους, τα χέρια αυτά τα πολύτιμα, τα δάχτυλα που με δαύτα αυτός θα μπόραε να παραστήσει ούλα τα πράγματα, το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, το πιο σκληρό ως το πιο τρυφερότερο, απ' το χνούδι του δαμάσκηνου ως του βάτραχου το μούδιασμα, τα λουλούδια και τη θάλασσα, τ' άστρα και το φεγγάρι, αυτοί –ώ αυτοί– τ' άφιναν να κρέμονται άπραγα σαν ξύλα.

Σαν ξύλα ορέ τα δάχτυλα, ενώ απ' την άλλη μεριά σκοτώνονταν να συνεννοηθούνε μεταξύ τους, να μπουν στην έννοια των πραγμάτων, να μεταδώσουν τις γνώμες τους στους άλλους.

Υπολείπονταν τόσο, που λιγάκι ακόμα και θα τους έπαιρνε αντάμα του το τίποτα. Δεν θάσαν – δε θα ύπαρχαν.

Δούλευαν τα χείλη τους –επί ώρες ολόκληρες– σαν νάταν δυνατό να παραστήσουν μ' αυτά το δαχτυλίδι, το ψάρι, το άρωμα, να δώσουν την ιδέα του σωστού ή του λειψού, του καλού ή του κακού, του πόθου ή του έρωτα, την ίδια την υφή προσώπων, των αντικείμενων, το σχήμα, ή την καρικατούρα του Προέδρου.

Ως φαίνεσται κάποιο ελάττωμα θάχε το κακόμοιρο μυαλό τους και δεν ένιωθαν τ' ήταν μπορούμενο και πρέπο, πώς να βρουν το ντόρο της σωτηρίας τους, πώς να μπουν στο απλούστατο νόημα του βίου.

Μα ήσαν για γέλια.

Έχοντας χωρίς άλλο μεγάλη ατέλεια του νου έκαναν κάτι πράματα κωμικά και ακατανόητα.

Γρατσουνάγαν κάτι κούφια ξύλα με χορδές, ξεμαγουλιάζονταν φυσώντας σε χωνιά με κάτι τρύπες ! Παίζανε τα δάχτυλα, κρούανε τα χέρια. Θεέ μου, κάτι πράματα! Σιγά σιγά τρεμολυγιόντουσαν στις θέσεις τους. Σπασμοί και γκριμάτσες τους παραμόρφωναν τα μούτρα τους !

Τότες –Θεέ μου τί αστένεια– κάποια τρέλλα, σαν μανία τους ασήκωνε. Πιάνονταν ούλοι μαζί χέρι με χέρι και γυρνόφερναν στον τόπο. Ξέφρενοι γίνονταν και μάνιαζαν. Ανοιγόκλειναν –σα να ξεψύχαγαν– τα στόματα και γλάρωναν τα μάτια. Πήδαγαν σαν να πατούσαν ξυπόλυτοι στα κάρβουνα, χτύπαγαν με το χέρι τους τις φτέρνες. Τί λύπη! Τί λύπη!

Μη έχοντας όμως άλλον όμοιον του, είχε κι αυτός έναν φίλο από δαύτους.

Κι αυτόν –όπως όλους τους– τον τρώγανε τ' αφτιά του.

Έσγουβαν στ' αυτί του και κουνούσαν πα σε δαύτο τις χειλάρες τους. Τον έβλεπες τότε να θωρεί ομπρός του, να γελάει. Τί να γίνονταν μέσα του; Κρίμα!

Τέτοιον μουρλόν, σκαρταδιασμένον κι αυτόν, αξιολύπητον, τον έκανε παρέα. Κι ας τ' άρεσε να τον πειράζει. Ποιός; Ένας μουρλός!

Πάντα και την ίδια ιστορία τ' αρχινούσε.

Κούναε τα χείλη του, ίδρωνε να του παραστήσει τις ιδέες. Έπαιρνε το μολύβι και όλο του τάγραφε. Πάνω στο στράτσο τού τα σκέδιαζε, με χαρακιές και παραστάσες... Βλέπεις τα δάχτυλα τάχε για ομορφιά! Και δόστου νάχει:

Έκανε ένα σπιτάκι πρώτα, με μπαλκονάκι και σκαλίτσα. Μιά πορτίτσα πάνω, μιά πορτίτσα κάτω. Έπειτα από δυό παραθυράκια δεξά κι αριστερά στην κάθε μιά. Έκανε ένα δεντράκι, κι απ' όξω έκανε μιά κόρη –τόση δα– τάχα πως στέκει στην πορτίτσα.

Έτσι αυτός το γνώριζε ευτύς. Ήταν το σπίτι τού παπά και η κόρη του –τάχατες– στην πόρτα.

Τότες αυτός καταλάβαινε κ' έφευγε. Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.

Σκέφτονταν ούλη μέρα ως που νύχτωνε κι ως που έπεφτε για ύπνο· σκέφτονταν ακόμα.

Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα, την κόρη.

Έτσι μικροσκοπικά όπως του τα παράσταινε στο χαρτί με το μολύβι ο φίλος του, έτσι τοσαδούτσικα ούλα, μικρουλάκια, νινίστικα, κουκλίσια.

Τάβλεπε!

Δίχως άλλη αποδείξη της ύπαρξης τους εξόν απ' την ανάμνηση, χωρίς φωνή, μ' ελαττωμένο –στην συνείδησή του– το βάρος των πραγμάτων, ήσαν αυτά ούλα βουβά κι αλαφρά κ' επίπεδα, σαν οι φωτογραφίες και το ψέμα. Σχεδόν σαν ένα τίποτα...

Η σκέψη του φαιδρή –δίχως την αίστηση του κρότου– ανύποπτη, παιγνιδιάρα και απλή, ενεργούσε ελεύτερα μέσα σε κόσμον άφωνο, πολύ ευχάριστον να πούμε.

Και σκέφτονταν.

Νάταν κι αυτός ελαττωματικός –μουρλός– σαν τον άλλον, τον φίλο του, τί καλά που θα 'ρχόντουσαν. Άχ τί καλά.

Να θ' ανέβαινε.

Πατώντας κι αυτός στα νύχια (!) –όπως έκανε κι ο φίλος του– σκαλί το σκαλί θ' ανέβαινε τη σκαλίτσα, σκαλάκι το σκαλάκι θα κατέβαινε και κείνη. Ώ εκείνη!

Κι όταν θα φτάναν ο ένας απέναντι στον άλλον, πρόσωπο με πρόσωπο –ψυχή μου!– έχοντας κι αυτός τα χέρια του χωμένα μες στις τσέπες του, θάνοιγε και θάκλεινε το στόμα του.

Τρεις φορές, χάμ χάμ χάμ ίσον : σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ. Κ' ευτύς άλλες τρεις, χάμ χάμ χάμ. Κι άλλες τρεις κι άλλες τρεις. Όποιος καθήσει με γκαβούς θα γκαβίσει. Μπορεί νάταν μάγια. Όμως αυτός θα μπόραε το «σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ», να της τόδινε, με τη μαεστρία των δακτυλώ του θεία φχιαγμένο... Αχ, τί νάκανε; Να πήγαινε;

Ποιός ξέρει.

Μπορεί, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του να πείθονταν αυτή – ώωω ήταν βέβαιο! Έτσι κι ο φίλος του δε θάκανε;

Μηγάρις τα μωρά δεν ξεγελιούνται με κουμπιά και με γυαλάκια; Μηδά με μιά φούσκα αηβασιλιάτικη δεν κάνεις τους πιτσιρίκους να πηδάνε;

Αυτό θάκανε. Κι ας με τα δάχτυλα του αυτός θα μπόραε να της διατυπώσει σαν μπούρμπουλας τους πόθους του να τους της κάμει αραχνοΰφαντους σαν κείνους της Ίσιδας τους πέπλους. Μόνο;

Να της παραστήσει τις γαρδένιες, τους ανέμους και την πάχνη. Τις πεταλούδες που ασηκώθηκαν ούλες μαζί ένα βράδυ απ' τα γεράνια. Την ψιχάλα που λάμπει στον αέρα όταν σκάζει το κύμα. Την χρυσόσκονη που αφήνει η πεταλούδα πα στα τζάμια. Τις τριχούλες που κατσαρώνουν στ' αφάλι του ροϊδιού.

Μα τί, αυτή έτσι, δεν θα πείθονταν. Τόξερε.

Θα τον φασκέλωνε –όπως πάντα– και θα τον έφτυνε κι απέ θάφευγε λιγωμένη στα γελάκια...

Ενώ έτσι, χάμ χάμ χάμ, τί θα μπόραε να κάμει; Ορίστε; Τίποτα.

Ελκυσμένη, μαγεμένη, ανάστατη θαρχόταν καταπάνω του.

Θα της βάφονταν κόκκινα τα μαγουλά της, θα λάμπαν και τα μάτια της σαν άστρα.

Ένα ένα τα σκαλάκια θα κατέβαινε, δυό-δυό θα τ' ανέβαινε και δαύτος.

Κι όταν θα φτάναν –πρόσωπο με πρόσωπο– θ' ανοιγόκλεινε κι αυτή το στόμα της – ποιός ξέρει τί θέλοντας ακριβώς να παραστήσει. Ακριβώς, όπως ίσως, έκανε στον φίλο του. Χάμ χάμ χάμ, τρεις φορές. Κ' ευτύς άλλες τρεις. Κι άλλες τρεις.

Τότε αυτός θα την αγκάλιαζε! Θα την έσφιγγε περίποθα στα μπράτσα του. Θάχωνε το χέρι του στον κόρφο της. Στο σβέρκο θα τη δάγκωνε ! Χα, χα τί ωραία !...



*

*  *



Κ' έτσι έκαμε!

Μα –παράξενο πράμα– αυτή δεν πείστηκε.

Τον φασκέλωσε –όπως έκανε πάντα– και τον έφτυσε κι απέ έφυγε λιγωμένη μες στα γέλια!

Κι αυτός τότε κατάλαβε.

Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.

Σκεφτόταν ούλη μέρα ως που νύχτωσε κι ως που έπεσε για ύπνο. Μα πού ύπνος.

Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα και την κόρη.

Έτσι μικροσκοπικά, ως του τα σκέδιασε, σε κείνο το χαρτάκι, ο χάμ χάμ χάμας. Τοσαδούτσικα, ούλα μικρουλάκια, κουκλίστικα. Κ' επίπεδα, σαν φωτογραφίες και σαν ψέματα. Σκεδόν σαν ένα τίποτα...

Γιάννης Σκαρίμπας, καϋμοί στο γρυπονήσι

Πηγή:https://www.mikrosapoplous.gr/extracts/gryponisi/8.html

Georg Trakl-Παιδική ηλικία

Καρπούς η κουφοξυλιά γεμάτη· ήρεμα ζούσε η παιδική ηλικία
στη μπλε μέσα σπηλιά. Σε μονοπάτι αρχαίο,
όπου αγέλαστα τ’ αγριόχορτα τώρα πια βρυάζουν,
το ήρεμο σύγκλαδο στοχάζεται· το θρόισμα των φύλλων

το ίδιο, όποτε μελωδούν τα γαλανά νερά στο βράχο.
Απαλός του κοτσυφιού ο θρήνος είναι. Κάποιος βοσκός
άναυδος ακολουθεί τον ήλιο, που κατρακυλάει στον
φθινοπωριάτικο λόφο.

Μόνο μια στιγμή γαλάζια είναι τώρα πλέον ψυχή.
Στις παρυφές του δάσους σκιαγμένο ξεμυτάει αγρίμι και ειρηνικά
αναπαύονται στο χώμα οι παλιές καμπάνες και τα χωριουδάκια τα δύσθυμα.

Με μεγαλύτερη γνωρίζεις ευλάβεια των σκοτεινών χρόνων το νόημα,
ψύχος και φθινόπωρο σ κάμαρες μέσα μόνες κι έρημες·
και με πανίερη κυανότητα ακούγονται συνέχεια βήματα
ολόφωτα που όλο ξεμακραίνουν.

Απόσιγα τρίζει κάποιο παράθυρο ανοιχτό· συγκίνηση και δάκρυα
σου φέρνει η θέα του ερειπωμένου νεκροταφείου στο λόφο,
εξιστορημένων θρύλων ανάμνηση· μα κάποτε φωτίζεται η ψυχή,
ανθρώπους σαν συλλογιέται χαρούμενους, μέρες της άνοιξης
αμαυρόχρυσες.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου- Ελεεινόν θέατρον

Πέρασαν χρόνια σύντροφοι
Υποσχέσεις βούλιαξαν στην πέτρα
Φάνηκαν φτηνός πλούτος οι λέξεις, η γλώσσα, τα αισθήματα
Υπερίσχυσε εγκέφαλος ερπετού που πήρε τρεις στροφές ακόμη
Τα μυστικά σχέδια στάθηκαν πιο δυνατά απ’ το σώμα της πατρίδας

Νύχτα μαζεύτηκαν τα κουφάρια των καταδικασμένων
Απαγόρεψαν τον θρήνο για το δημόσιο συμφέρο.

Μετά την έξαψη των πρώτων ημερών
Τους όρκους και τις επικλήσεις
Με τα μούτρα πέσαμε στα παχιά κρέατα
Στα πλούσια και εύθυμα τραπέζια
Ωραία τα κρασιά, τρυφερές οι γυναίκες
Στην αγορά λίγο πολύ καλά πήγαν οι δουλειές
Του ποδοσφαίρου η κουβέντα σίγουρη
Λαχνοί εξαγοράζουνε το μέλλον
Πού τώρα διεκδικήσεις κι αγώνες

Λοιπόν
ας βγάλουν άλλοι το φίδι απ’ την τρύπα.

Από τη συλλογή Το δόντι της πέτρας (1975)

Πηγή:https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8468.30

Βασίλης Τσιτσάνης-Πέφτουν της βροχής οι στάλες

                                                       Πρόδρομος Τσαουσάκης-Πέφτουν της βροχής οι στάλες

                                       Σωτηρία Μπέλλου-Πέφτουν της βροχής οι στάλες

Νίκος Καζαντζάκης -Ασκητική (αποσπάσματα)

Ασκητική (Πρόλογος)

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή. Ταυτόχρονα με το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει, σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές, μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει. φυτά, ζώα, ανθρώπους, στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ' όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές και με τ' όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.
.....................................................................................................................................................................
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν’ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν’ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.
Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στερεά από το κλαρί, κ’ είτε σα φύλλο, είτε σαν ανθός, είτε σαν καρπός, να σαλεύει μέσα σου, ν’ ανανεώνεται και ν’ αναπνέει ολάκερο το δέντρο.
.........................................................................................................................................................................
Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ' αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία. Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου. Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.
Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.
-"Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!" Τ' όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει. Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί. Πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.


Τάσος Γαλάτης-Γκελ Μπουρντά

Τι να σου κάνω
που δεν μπορώ να σου μιλήσω με τη γλώσσα του Αισχύλου
τι να σου πω, τι να σου ανιστορήσω
πώς βρέθηκα στις Θερμοπύλες, πώς στη Σαλαμίνα,
στα Σούσα, στην Περσέπολη, με τον Πώρο στον Ινδό
κι έναν καιρό Σανδράκοτος.

Τι να σου πω, ποια γλώσσα να μιλήσω
μονάχα γκελ μπουρντά, γιαβάς-γιαβάς
μονάχα μπουγιουρούμ και οσγκελντίν
ποτέ, ποτέ μου πια στα χρόνια που μου μένουν
και στους αιώνες που θα ’ρθούν
«Ίτε, ίτε παίδες Ελλήνων».

ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ
Νυχτερινή οξυγραφία, 2013

Αργύρης Χιόνης - Βροχή δωματίου


Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο.
Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω.
Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών.
Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου;
Είναι βροχή δωματίου.

Πηγή: Λεκτικά τοπία, εκδόσεις Καστανιώτη, 1983


Χάρης Κατσιμίχας - Χρήστος Θηβαίος - Βροχή δωματίου

Ιωάννης Κονδυλάκης-Πώς ερώμιεψε το χωριό

Πολλάκις είχεν ακούσει από τον πατέρα του την ιστορίαν διά την οποίαν εξεπούλησεν από το Μόδι και μετώκησεν εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου. Η αφορμή ήταν ένας Τούρκος με συμπάθιο και ένας χοίρος με συχώρεσι, ως έλεγε δια να εκφράσει το μίσος του κατά του Τούρκου εκείνου ιδιαιτέρως και κατά των Τούρκων εν γένει. Το Μόδι ήτο τότε ακόμη τουρκοχώρι. Είχεν ολίγους Χριστιανούς, αλλά ήσαν ταπεινοί κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδή καλλιεργηταί των τουρκικών κτημάτων με απολαυήν ενός ποσοστού από το εισόδημα. Σχεδόν δούλοι. Ο μόνος όστις είχε κάποιαν ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, διότι είχε και αρκετήν περιουσίαν ώστε να μη δουλεύει τους αγάδες, ήτο ο πατέρας του ο Μιχάλης Αλεφούζος. Αλλά ακριβώς διότι είχεν ανεξαρτησίαν φρονήματος και η σπονδυλική του στήλη δεν ελύγιζεν εύκολα, δεν τον εχώνευεν ο Κερίμ αγάς, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος Τούρκος εις το Μόδι, άνθρωπος φανατικός και τυραννικός, ο οποίος ήθελε τους Χριστιανούς να συναισθάνονται ότι ζουν μόνον κατ’ ανοχήν των Τούρκων. Δια τούτο όταν διέβαινεν ο Αλεφούζος και τον εχαιρέτα μ’ ένα απλούν «καλή ’σπέρα, Κερίμ αγά», έσειε την κεφαλήν και τον παρηκολούθει με απειλητικόν βλέμμα απομακρυνόμενον. Μίαν ημέραν δε είπε προς άλλον Τούρκον παριστάμενον:

– Αυτός, μωρέ, βαλλαή, ο Αλεφούζος, είναι ασής[1]˙ εσήκωσε κεφαλή, δεν είναι ραγιάς αυτός.

Όταν η αιγυπτιακή κυριαρχία έφερε κάποιαν ανακούφισιν εις την κατάστασιν των Χριστιανών της Κρήτης, ο Αλεφούζος, ενθαρρυνθείς, έκαμε μέγα τόλμημα. Ηγόρασεν ένα χοίρον και τον έτρεφε δια τα Χριστούγεννα. Χοίρο στο Μόδι! Χοίρο στο χωριό του Κερίμ αγά, δίπλα μάλιστα στο κονάκι του! Φτου! Ανασινί σικτιγήμ ο γκιαούρης!


Τα πρώτα γρυλλίσματα του γουρουνιού διέχυσαν φρίκην εις το τουρκοχώρι και πολλών Τούρκων οι τρίχες ανωρθώθησαν. Έγινε συμβούλιον των αγάδων εις του Κερίμ αγά και απεφασίσθη να εκδιωχθεί από το χωριό ο αντάρτης Αλεφούζος ή να δολοφονηθεί. Αλλά προ πάσης άλλης ενεργείας να φονευθεί ο χοίρος. Δεν ήτο κατάστασις αυτή. Την περασμένην ημέραν, ενώ ο Κερίμ αγάς εκάπνιζε το τσιμπούκι του εις την αυλήν του, είδε κι επρόβαλε το ρυπαρόν του μούτσουνο από την ημίκλειστον αυλόπορταν. Φτου! Ντινινί σικεΐμ!

– Κιαμιάν ημέρα, βαλλαή, θα μας έρθει και ’ς το τζαμί να μάσε πει καλημέρα! είπεν άλλος αγάς. Αυτός τρυπώνει όπου βρει ανοικτά, μου! μου!

– Πρέπει να το σκοτώνει, ωρέ αγάδες, εγώ το ντομούζι, είπεν ο Τουρκαλβανός μπουλούμπασης, είδος ενωμοτάρχου, ο οποίος αντεπροσώπευεν εις το χωριό πάσαν εξουσίαν. Επεδοκίμασε δε καθ’ όλα τας ληφθείσας αποφάσεις.

Κατά την επιούσαν διερχόμενος προ της οικίας του Αλεφούζου έσυρε την πιστόλαν κι εφόνευσεν το γουρουνόπουλον.

– Γιατί δεν το δένετε, ωρέ, μέσα αυτό το ζουλάπι, φτου, αλλά μπελλιά σινί βερσίν, παρά το αφήνετε και τρυπώνει μέσ’ τα πόδια μας; είπε προς την γυναίκα του Αλεφούζου, ήτις ακούσασα την πιστολιάν ενεφανίσθη εις την θύραν ανήσυχος.

Ο Αλεφούζος ήτο πεισματάρης και μετά μίαν εβδομάδα έφερεν άλλον χοίρον, μεγαλύτερον, από τον Πλατανιάν.

– Μωρέ, για το Θεό, το σκοτωμό σου γυρεύεις, Μιχάλη; του είπεν εις των ομοχωρίων Χριστιανων. Μην τωνε μπαίνεις στα ρουθούνια, γιατί θα σε σκοτώσουνε!

– Δε με σκοτώνουνε, απήντησεν ο Αλεφούζος αταράχως˙ η γιανιτσαριά επέρασε.

Αλλά ο γιανιτσαρισμός δεν είχε περάσει όσον υπέθετεν. Ο μπουλούμπασης εφόνευσε και τον άλλον χοίρον, προφασισθείς τώρα ότι του ανέτρεψε τον ναργιλέ του. Ενόησε δε ο Αλεφούζος ότι, εάν εξηκολούθει προς πείσμα ν’ αγοράζει χοίρους, θα εβοήθει τον Τουρκαλβανόν να εξασκείται εις την σκοποβολήν.

Ο δε Καρίμ αγάς, ο οποίος έπνεε μένεα, εξεθύμανεν επί τέλους μίαν ημέραν, όταν συνήντησε καθ’ οδόν τον Αλεφούζον:

– Ειντά ’ναι, μωρέ, τα εντεψισλίκια που κάνεις! Χοίρους, μωρέ γκιαούρη, θα μάσε φέρνεις στο χωριό;

– Δεν ειν’ εντεψισλίκι, Κερίμ αγά, απήντησε με τόνον ευλαβή, αλλ’ευσταθή ο Αλεφούζος. Η πίστις μας λέει να τρώμε χοιρινό, με συμπάθειο…

– Η πίστις σας! Να… την πίστη σας!

Και συγχρόνως ύψωσε το τσιμπούκι και το κατέφερε κατά του Αλεφούζου. Αλλ’ ούτος, αποφυγών το κτύπημα, εκράτησε τον βραχίονα του αγά.

– Σ’ εμένα, μωρέ, σήκωσες χέρα, σκυλόπιστε! ανεκράυγασεν ο Κερίμ αγάς και ήρχισε να τον κτυπά λυσσωδώς. Άλλοι Τούρκοι προσέτρεξαν και ο Αλεφούζος μετ’ ολίγον ωδηγήθη εις το σπίτι του αναίσθητος και αιματοβαμμένος. Μετά ένα δε μήνα, εξελθών μίαν νύκτα δια να ταγίσει τα βόδια του, επυροβολήθη παρ’ αγνώστου και πληγωθείς εις τον ώμον διέτρεξε μέγαν κίνδυνον και επί πολύ έμεινε κατάκοιτος. Βεβαιωθείς δε ότι οι Τούρκοι είχαν απόφασιν να τον ξεκάμουν, ηναγκάσθη να ξεπουλήσει και να καταφύγει εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου.

Ο υιός του Σταμάτης, είχεν ακούσει πολλάκις παρά του πατρός του αυτήν την ιστορίαν και από της παιδικής του ηλικίας εμάζευε μίσος εις την ψυχήν του εναντίον των Τούρκων και ιδίως των Μοδιανών και ονειροπόλει εκδίκησην. Ο Κερίμης είχεν αποθάνει, είχε αποθάνει και ο γέρος Αλεφούζος˙ ας κάμουν καλά αυτοί οι δύο εις τον άλλον κόσμον, όπου βεβαίως απεκόμισαν και το μίσος των. Αλλ’ όπως ο Αλεφούζος είχε αφήσει υιόν, είχεν αφησει υιόν και ο Κερίμης τον Αρίφ αγάν. Αυτοί οι δύο θα έλυαν τους οικογενειακούς λογαριασμούς. Ο Αρίφης ήτο όλως διάφορος του πατρός του. Αγαθός άνθρωπος, αγαπών το κρασί και τας διασκεδάσεις, τα είχε καλά με Χριστιανούς και Τούρκους, και εμοίραζεν τον καιρόν του μεταξύ του Μοδιού, όπου είχε σύζυγον και τέκνα, και των Χανιών, όπου είχε ερωμένας και συμπότας. Το μόνον έργον του ήτο να διασκεδάζει και να δανείζεται ή να πουλεί, όταν το εισόδημα δεν επήρκει εις τα ανάγκας του.

Ο Σταμάτης είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του την φιλεργίαν και την ιδιαιτέραν κατά των Μοδιανών Τούρκων μνησικακίαν. Ήτο της αυτής περίπου ηλικίας με τον Αρίφην, νέος τριανταπέντε ετών, ηράκλειος την κατασκευήν, με γενειάδα ξανθήν και τραχείαν, με μάτια γεμάτα ζωηρότητα και πονηρίαν.

Μίαν ημέραν έμαθαν οι Μοδιανοί έξαφνα ότι ο Σταμάτης Αλεφούζος εξηγόρασε τα πατρικά του κτήματα και μετ’ ολίγας ημέρας εγκατεστάθη εις το πατρικόν του σπίτι δίπλα εις το κονάκι του Αρίφη. Μία δε από τα πρώτας του φροντίδας ήτο να φέρει εξ Ακαράνου μίαν γουρούναν με 6-7 γουρουνόπουλα, τόσον θορυβώδη και αεικίνητα, ώστε ενόμιζες ότι εγέμισε χοίρους το χωριό. Και πράγματι εγέμισε, διότι και όσοι εκ των Χριστιανών Μοδανιών δεν είχαν ηγόρασαν, και όσοι τους είχαν δεμένους τους άφηναν ελεύθερους να περιφέρωνται εις το χωριό και εις τους πέριξ αγρούς, να επισκέπτωνται ενίοτε το τουρκικόν καφενείον, να εισέρχωνται εις τας τουρκικάς αυλάς, προς μεγάλην αγανάκτησιν και φρίκην των χανουμισσών, και ν’ αναστατώνουν τους λαχανοκήπους των αγάδων.

Τώρα πλέον μπουλούμπασης δεν υπήρχε και η εποχή του γιανιτσαρισμού είχεν απομακρυνθεί τόσον, ώστε εκινδύνευε να λησμονηθεί. Το Μόδι από τουρκοχώρι, μετεβάλλετο εις χριστιανοχώρι, διότι κατά την τελευταίαν επανάστασιν πολλοί των Τούρκων εφονεύθησαν ή εκόλλησαν εις τα Χανιά˙ τους  Τούρκους δε διεδέχοντο Χριστιανοί εκ των ορεινών χωρίων, μιμηθέντες το παράδειγμα του Σταμάτη και αγοράζοντες τα πωλούμενα τουρκικά κτήματα. Όσον δε έβλεπε τον χριστιανικόν πληθυσμόν του χωρίου αυξάνοντα και τον τουρκικόν ελαττούμενον, ο Σταμάτης εθριάμβευε. Και μίαν ημέραν είπε προς τον Αρίφην με μειδίαμα πειρακτικόν:

– Αϊ, Aρίφ αγά, να ’ζιε ο ραμετλής[2] ο μπαμπάς σου να ’δει το χωριό ετσά που γίνηκε!

Ο Αρίφης εσκυθρώπασε.

– Πώς εγίνηκε; είπε με φωνήν πνιγμένην.

– Να, ρωμέικο, λω δα! Γιάδε, γιάδε!

Και με θριαμβευτικήν χειρονομίαν του έδειξε κοπάδι γουρουνόπουλα, τα οποία ήρχοντο ακολουθούντα την βραδυπορούσαν μητέρα των. Ο Αρίφης όμως παρετήρησε τα γουρουνόπουλα χωρίς να πτύσει ή να βλασφημήσει, ως ο πατέρας του.

– Αν έζιε ο μπαμπάς σου, προσέθηκεν ο Σταμάτης, θα ’σκαζε.

Αλλ’ όσον έβλεπεν ότι ο Αρίφης, αντί να θυμώνει, εφαίνεται μάλλον λυπούμενος από τα πειράγματά του, του Σταμάτη το πείσμα εμετριάζετο. Και εγκατέλειψε μίαν εκδίκησιν την οποίαν εσχεδίαζε προ πολλού˙ να στείλει την ημέραν του Μπαϊραμιού ως δώρον προς τον υιόν τού Κερίμ αγά το καλύτερόν του χοιρίδιον.

Αλλ’ ουδέποτε ίσως η ψυχή του Σταμάτη εχάρη όσον κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων, ότε το Μόδι αντελάλησεν από κραυγάς χοίρων σφαζόμενων. Δια να εντείνει την αγαλλίασίν του αυτός επανέλεγε γελών κι από τ’ αυτιά, κατά το λεγόμενον:

– Σήμερο μόνον το κατάλαβα πώς το Μόδι ερώμιεψε.

Πάντοτε δε είχε την ιδέαν ότι, μεθ’ όλην την απάθειαν την οποίαν εδείκνυεν ο Αρίφης, ενδομύχως έσκαζε. Δεν ήτο και μικρό να του σφάξει δύο χοίρους μπρος την πόρτα τους! Αλλά μετά τινάς ημέρας ο Αρίφης, επιστρέφων από τα Χανιά, εσταμάτησεν έφιππος προ της θύρας του Σταμάτη.

– Καλησπέρα, γείτονα, είπε προς τον εμφανισθέντα Σταμάτην. Φέρε κρασί να με κεράσεις… Είμαι στα κέφια μου απόψε.

Ο Σταμάτης εκινήθη δια να φέρει κρασί, αλλ’ο Αρίφης τον εσταμάτησε.

– Κι ένα καλό μεζέ.

Έπειτα έσκυψεν εκ του εφιππίου και είπε χαμηλοφώνως:

– Ένα κομμάτι.. λουκάνικο!
........................................................................................................

[1] Ασής = αντάρτης

[2] Ραμετλής = μακαρίτης


Μανόλης Αναγνωστάκης-Ο Ουρανός

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου

Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου

Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος

Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα

Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει

Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα

Να τα συλλαβίσουμε μαζί

Να τα μετρήσουμε ένα-ένα

Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.


Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.


Δεν περνούν από δω ξυλοκόποι.


Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο Στόχος

Georg Trakl-Ανάληψη


Όταν βραδιάζει
σ’ εγκαταλείπει ανεπαίσθητα όψη γαλάζια.
Στην ταμαρινιά λαλεί μικρό πουλί.

Ιερομόναχος μειλίχιος, πράος
τ’ αποθανόντα χέρια του σταυρώνει.
Και στη Μαριάμ κομίζει άγγελος λευκός το καλό το μήνυμα.

Νύχτιο στεφάνι φτιαγμένο
με μενεξέδες, στάχυα και σταφύλια βαθυπόρφυρα
είν’ η χρονιά εκείνου που κοιτάει και βλέπει.

Στα πόδια σου
ανοίγονται των νεκρών οι τάφοι,
όποτε κρατάς το μέτωπο μέσα στ’ ασημένια χέρια.

Αθόρυβα, ήρεμα διαμένει
στο στόμα σου η φθινοπωρινή σελήνη,
άσμα σκοτεινό μεθυσμένο με αφιόνι·

άνθος κυανόχρωμο,
που μελωδεί ανάκουστο σε ξασπρισμένα λιθάρια επάνω.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Ἡ-Γυφτοπούλα-μέρος-I-1884 (απόσπασμα)

 Ἡ ἰδέα ζῇ ἐν τῇ ψυχῇ, ὡς λύχνος καιόμενος. Αὕτη κατοπτρίζει τὸ θεῖον κάλλος, αὕτη γεννᾷ τὴν εὐδαιμονίαν. Ὁ ἔρως ἠράσθη τῆς ψυχῆς, ἡ ἕνωσις αὐτῶν παρήγαγε τὴν ἀνθρωπότητα. Εὐτυχία, ἀπόλαυσις, γλυκασμός, τρυφή, ἡδυπάθεια, πάντα ἐν τῷ ἔρωτι. Ὁ θεῖος ἔρως δὲν εἶναι γήινος, καὶ ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι πηλίνη. Τὸ ἄυλον ἐν τῷ ἀΰλῳ, τὸ ἰδεῶδες ἐν τῷ ἰδεώδει. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ σκότος, ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ ἀκτίς. Ἀκτὶς τοῦ ἀιδίου, τοῦ ἀπείρου, τοῦ ὑπερτελείου φωτός. Τὸ μηδενὸς ἐπιθυμεῖν, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀπάθεια, τοῦτο θεῖον. Τὸ ὄμμα σου, ὦ θεῖε ἄνερ, ἦτο ὄμμα ἀετοῦ, ἡ διάνοιά σου ἦτο τῆς θείας διανοίας κοινωνός. Καὶ εὐτυχῶς ἐπέστη ἤδη ὁ χρόνος, ὅπως τὰ δόγματά σου βασιλεύσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς. Αἱ δυστυχίαι τῆς ἀνθρωπότητος, ἐπὶ δεκατέσσαρας αἰῶνας, ἦσαν ἡ τιμωρία αὐτῆς, διότι σὲ παρεγνώρισε. Δὲν παραπονοῦμαι δι᾽ ὅσα ὑπέφερα, ἀρκεῖ ὅτι θὰ ἴδω τὸν θρίαμβον τοῦ δόγματος. Εἰς σὲ ἀφιερῶ τὴν κόρην ταύτην, ἀξίωσον αὐτὴν τῆς δόξης καὶ τῆς ἀθανασίας. Τὸ μέγιστον δῶρον, ὅπερ δύναται θνητὸς νὰ προσφέρῃ εἰς θνητόν…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Ἡ-Γυφτοπούλα-μέρος-I-1884

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου - ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Ι



Γυμνά παιδιά τρέχουν προς τη θάλασσα
Βουτάν με το κεφάλι σαν άστρα στο νερό
Αστράφτει το βρεγμένο κορμί παίζει
Με τα μικρά ψάρια όλο χρυσάφι στα πλευρά
Τσιμπολογάει τη σάρκα τ’ ανοιχτό στόμα της σαρδέλας
Κωλοτούμπες ο ξιφίας με τις τσίμπλες στα βλέφαρα

Βρέχει κι ο ένας καβάλα στον ώμο του άλλου
Κατακόρυφα πιάνουν τη βροχή μες στα χέρια
Σφυρίζουν και βγαίνει απ’ τα σπλάχνα τους ζεστή ανάσα
Ώσπου γκρεμίζεται η κλίμακα με ηχηρό παφλασμό
Στο βαθύ γαλάζιο που τους καίει τα χείλη

Αύριο απ’ την αρχή — η θάλασσα δεν χάνεται
Θα χορτάσει το κορμί την κούραση που του ανήκει

Πηγή:https://thepoetsiloved.wordpress.com/

Κάρολος Μπωντλαίρ, XII. Τα πλήθη.[απόσπασμα]

'..Ο μοναχικός και στοχαστικός περιπατητής αντλεί μια μοναδική μέθη από αυτή την συμπαντική κοινωνία. Αυτός εδώ που μ’ ευκολία παντρεύεται το πλήθος, γνωρίζει απολαύσεις πυρετικές, από τις οποίες είναι δια παντός αποκλεισμένοι ο εγωιστής, κλειστός σαν το σεντούκι, και ο τεμπέλης, θαμμένος σαν το μαλάκιο. Υιοθετεί σαν τα ήταν δικά του όλα τα επαγγέλματα, όλες τις χαρές, κι όλες τις αθλιότητες που του παρουσιάζουν οι περιστάσεις.
Αυτό που ο πολύς κόσμος ονομάζει έρωτα είναι αλήθεια πολύ μικρό, πολύ περιορισμένο και αδύναμο, αν συγκριθεί με τούτο το ανεκδιήγητο όργιο, την άγια αυτή πορνεία της ψυχής, που δίνεται ολόκληρη, ποίηση και έλεος, στο απρόοπτο που προκύπτει, στον άγνωστο που περνά.
Αξίζει να μάθουν κάποτε οι ευτυχείς του κόσμου τούτου, ίσως και μόνο για να ταπεινωθεί έστω για λίγο η αλαζονεία τους, πως υπάρχουν ευτυχίες ανώτερες από τη δική τους, ευρύτερες και πιο εκλεπτυσμένες. Οι ιδρυτές αποικιών, οι ταγοί των λαών, οι ιεραπόστολοι που ζουν εξόριστοι στην άκρη του κόσμου, δίχως αμφιβολία κάτι γνωρίζουν από τούτη τη γεμάτη μυστήριο μέθη ˙ και από τους κόλπους της ευρείας οικογένειας που το πνεύμα τους έχει δημιουργήσει, θα πρέπει κάποτε να γελούν με εκείνους που τους οικτίρουν για την εξαιρετικά άστατη τύχη τους και την τόσο αγνή τους ζωή.'

"Η μελαγχολία του Παρισιού, μικρά πεζά ποιήματα, μτφρ. επίμετρο, Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ. Bibliothèque, 2019*

Nick Cave - Are you the one that I've been waiting for


Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Nym - Et Moi


Besame Mucho- Cesaria Evora


Θεόδωρος Στασινόπουλος, Ζωφόρος


Αποτέλεσμα εικόνας για Θεόδωρος Στασινόπουλος, Ζωφόρος

Ι
α
Μέσα μου η Μνήμη της Θάλασσας
μαύρες πλεξούδες και κόκκοι της Άμμου
Ζωή που ζυμώσαμε μα δε γευθήκαμε
β
Μελέτη των Σημείων των Άστρων
στους Καιρούς των Ομοιόμορφων Πινάκων,
είμαστε πρόσφυγες χωρίς διαπιστευτήρια.

ΙΙ
Μέσα στο πλήθος
με τη μαυρομάλλα αγκαλιά
αιρετικά άσματα απαγγείλαμε
προσεγγίζει η ηχώ:
αφορισμών και μετάλλων
ΙΙΙ
Εσύ,
φυλακισμένη Αγιογραφία
σε Άυλον του Νου Ναόν
Ανταύγειες των Λύχνων
από την πλευρά της Κρύπτης
Συσσωρευτές του Χρόνου
πεπέρασαν το Χρόνο.
IV
Αράχνης Ιστοί στους λεπτοδείκτες
των Ενδόξων Σταθμών
στις έρημες Αίθουσες αναμονής
τα σκονισμένα Αμπέχωνα.
πλάθω με τον Νου
τη βοή των χαμένων Ανέμων
V
Στην Ομίχλη κινούμενοι ίσκιοι
θραύσεις Αγγείων Σπονδικών
στοίχισις στίχων εν στίχοις
Έλλειμμα Σίτου
περίσσια Μετάλλου
Τρωάδες!!!
VI
Προηγούμαι του φθινοπώρου τους κήπους
συλλέγω τα θραύσματα
τα αποκαΐδια των κωδίκων
Γυναικεία Στήθη
και τρίγωνα ηβικά
στο χλευασμό των Ιερόσυλων
VII
Νυχτερινές επισκέψεις
λιπόσαρκων μορφών
οσμές αιθάλης
Πολιορκούμε τις φρουρές
με τους διάφανους λίθους
των Λόγων μας,
την ξηρασία των Τοπίων
καταργήσαμε
VIII
Μετά την καταιγίδα
απομείναμε μόνοι
η αφεντιά μου,
της εξόριστης Αγαπημενης η μορφή
και το Κρανίο του Άμλετ
Κάτω από τα Φώτα της Πόλης
η παράσταση συνεχίζεται
Παραμένω αθώος
IX
Ευωδία των Ροδανθών
κατά το υγρό πρωινό
στο Σχεδιαστήριο
το διάφανο κορμί σου
σημείο Στίξης
μιας αρμονίας συμπαντικής
Λευκά Γλυπτά στα βάθη
των μεγάλων Οριζόντων
X
Συνυγραίνονται
χείλη Ανθρώπων και Προτομών
μεταβολή χρωμάτων στις Λυχνίες
Καταρρέουσες του Αστυάνακτος οι Οπτασίες
διελύθησαν των Τηλεβόων οι μεμβράνες
ΔΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ
Ο ΣΙΣΥΦΟΣ ΑΠΕΔΡΑΣΕ!!!

Θεόδωρος Στασινόπουλος, Ζωφόρος, Εκδόσεις Κέλωρ, Καλαμάτα 2013.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Τα αντικείμενα, οι πόλεις γερνάνε οργανικά· η αποσάθρωσή τους είναι εμφανής κι έντιμη, όχι σαν των ανθρώπων, όπου ποτέ δεν γνωρίζεις ποιος πράγματι τσακίζεται και πώς".

Νικήτας Σινιόσογλου

Κική Δημουλά-Φωτογραφία 1948

Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά ότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει προφθάσει ακόμα να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να 'χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας
θα πει πως όπου να 'ναι έρχεσαι.
Φαίνεται απ' τη ζωή μου
ζωή πέρασες κάποτε.

Από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου (1971)

                                         
Κική Δημουλά φωτογραφία 1948

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Νανά Ησαΐα, Επιστροφή

Επιστρέφοντας
για να βρω μερικές σκέψεις.
Λέξεις που δεν σκέφτηκα να σου πω.
Απογεύματα σιωπής στη λεωφόρο.
Επιστρέφοντας μ’ ένα παράθυρο τρένου
για να δω τον κόσμο.
Ξέρω ότι θα βρω στη θέση τους
θρησκευτικά τα αντικείμενα
του χωρισμού.
Την επιστροφή στη θέση της φυγής μου.
Στα χέρια μου όμως δεν θα υπάρξει
καμιά ύλη προσώπων
και τελευταίων στιγμών.
Ομοιώματα μόνο των λυγμών.
Και κάποια ελάχιστη στάχτη από τη ζωή.
Σαν άχρηστη λύπη.

Από τη συλλογή Στην τακτική του πάθους (1982) της Νανάς Ησαΐα


Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Αναδημοσίευση από:https://thepoetsiloved.wordpress.com/category/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7/%CE%B7%CF%83%CE%B1%CE%90%CE%B1-%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AC/

Νανά Ησαΐα - Επιτύμβια

Και τώρα ούτε ξέρω πια
γιατί δόθηκε η χαμένη μάχη.
Για ποιο καλοκαίρι σκοτεινού φωτός.
Ποια σκληρή αντίληψη λάμψης.
Από τα χέρια μου περνούν σύννεφα.
Από τα μαλλιά μου στάζουν βροχές.
Λες κι έρχομαι από κάποια
αστείρευτη εποχή δακρύων.
Σε ιερογλυφικούς ήχους
θα σε άκουγα να μου μιλάς.
Επιτύμβια σχεδόν.
Ή σχεδόν σαν Σφίγγα.
Αν και χωρίς τη λύση του αινίγματος.
Της μάχης που δόθηκε για να χαθεί.
Γιατί στ’ αλήθεια;

Από τη συλλογή Στην τακτική του πάθους (1982) της Νανάς Ησαΐα


Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)

Αναδημοσίευση από:https://thepoetsiloved.wordpress.com/category/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7/%CE%B7%CF%83%CE%B1%CE%90%CE%B1-%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AC/

Νανά Ησαΐα-Βόλτα

Αν θες να πας μια βόλτα
έξω από την κόλαση μπορείς είπα.
Δες αυτή τη λεωφόρο προς το Βορρά.
Το τυποποιημένο αυτό πάρκο στη λήθη.
Τα διάχρυσα φύλλα του έχουν αποφύγει
τη διάρκεια της εποχής.
Το φως δύοντας έχει αποφύγει τη δύση.
Αν θα επιστρέψεις
μ’ ένα θραύσμα φωτός
θα είναι ό,τι χρειάζεται
για την έρημο των συνεπειών.
Τώρα που ό,τι και αν θα συμβεί
θα είναι μια στιγμή μετά τη ζωή μου.
Όπως κι εσύ θα έχεις διαφύγει
μετά τη δική σου φυγή.
Και αυτή θα είναι η κόλαση.
Και αυτή η πλήξη

Νανά Ησαΐα

Πηγή:Από τη συλλογή Συναίσθηση λήθης (1982) της Νανάς Ησαΐα
Πηγή: ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970) του Ανέστη Ευαγγέλου (εκδ. Παρατηρητής, 1994)
Aναδημοσίευση από:https://thepoetsiloved.wordpress.com/category/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7/%CE%B7%CF%83%CE%B1%CE%90%CE%B1-%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AC/

Νανά Ησαΐα-Εραστές


 Στο Νίκο Καρούζο



Ας βγούμε έξω λοιπόν.
Δεν έχομε χρήματα.
Έχομε όμως τον εαυτό μας.
Ίσως ακόμα να βρούμε
Και μια αγάπη
Στο σημείο ανάμεσά μας
Που εκκρεμεί κάποιο κενό.
Το είδος της αγάπης
Που υποπτεύομαι ότι δεν υπάρχει.
Υπέροχα μαζί
Αν και ο καθένας μας
Κάποιος άλλος.
Ποιος;
Θα το δούμε αυτό.
Πριν απ’ όλα πρέπει
Να υπερνικήσομε μια ολόκληρη πόλη.
Όχι ακριβώς προορισμένη για μας.
Αλλά για τους εραστές
Ενός υπαρκτού κόσμου.

Πηγή:https://www.bibliotheque.gr/article/44458