Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Alber Camus-Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ (επίλογος)



...«Δε μου λέτε, γιατρέ μου, είν’ αλήθεια πως θα φτιάξουν μνημείο για τους νεκρούς της πανούκλας;»
«Έτσι έλεγε η εφημερίδα. Μια στήλη, ή πλάκα».
«Το ’λεγα εγώ. Και θα βγάλουνε και λόγο».
Ο γέρος χαχάνιζε πνιχτά. «Σαν να τους ακούω τώρα δα: “οι νεκροί μας...” Και δώσ’ του παράτες και γεύματα...»

Ο Ριέ ανέβαινε κιόλας τη σκάλα. Ο απέραντος παγωμένος ουρανός σπίθιζε πάνω απ’ τα σπίτια, και κοντά στους λόφους τ’ αστέρια ήταν σκληρά σαν πυρόλιθοι. Τούτη η νύχτα δεν ήταν και τόσο διαφορετική από την άλλη, τότε που είχε ανεβεί με τον Ταρού σε τούτη την ταράτσα για να ξεχάσει την πανούκλα. Μόνο που τώρα η θάλασσα φουρφούριζε πιο δυνατά γλείφοντας τα βράχια. Ο αέρας ήταν ακίνητος κι ελαφρύς, χωρίς την πνοή της αρμύρας που κουβαλούσε ο υγρός άνεμος του φθινοπώρου. Η βουή της πόλης χτυπούσε στις ταράτσες παφλάζοντας, κύματα κύματα. Μα τούτη η νύχτα ήταν νύχτα απελευθέρωσης κι όχι επανάστασης. Πέρα μακριά, το σκοτάδι κοκκίνιζε σημαδεύοντας τη θέση των λεωφόρων και τις φωταγωγημένες πλατείες. Μέσα στη νύχτα που λευτερωνόταν, ο πόθος αφήνιαζε κι ο αχός του έφτανε στ’ αυτιά του Ριέ.

Από το λιμάνι τινάχτηκαν τα πρώτα βεγγαλικά του επίσημου πανηγυρισμού. Η πόλη τα χαιρέτισε μ’ ένα μακρόσυρτο, πνιχτό επιφώνημα. Ο Κοτάρ, ο Ταρού, όλοι οι άνθρωποι που αγάπησε κι έχασε ο Ριέ, όλοι, νεκροί ή ένοχοι, είχαν λησμονηθεί. Ο γέρος είχε δίκιο, οι άνθρωποι δεν άλλαζαν ποτέ. Κι αυτό ακριβώς ήταν η δύναμη και η αθωότητά τους, κι εδώ, πάνω απ’ όλο τον πόνο, ο Ριέ ένιωθε να γίνεται ένα μαζί τους. Και τότε, μέσα στις κραυγές που διπλασιάζονταν σε ένταση και διάρκεια κι αντιλαλούσαν πάνω απ’ τις ταράτσες, καθώς τα πολύχρωμα φωτεινά σιντριβάνια πλήθαιναν στον ουρανό, ο δόκτωρ Ριέ αποφάσισε να γράψει όλη την ιστορία που τελειώνει εδώ, για να μη γίνει σαν κι εκείνους που σωπαίνουν, για να καταθέσει υπέρ των θυμάτων της πανούκλας, για ν’ αφήσει τουλάχιστον μια ανάμνηση της αδικίας και της βίας που τους έπληξε, και για να πει απλά αυτό που μαθαίνει κανείς μόνο μέσα στη μεγάλη συμφορά, πως οι άνθρωποι αξίζουν πολύ περισσότερο το θαυμασμό παρά την καταδίκη.

Ήξερε όμως ότι το χρονικό αυτό δεν μπορούσε να είναι χρονικό της τελειωτικής νίκης. Θα ’ταν απλώς η μαρτυρία του τι χρειάστηκε να κάνουν οι άνθρωποι, κι ακόμη του τι θα χρειαστεί να ξανακάνουν, ενάντια στον τρόμο και στα ακαταμάχητα όπλα του, ξεχνώντας τον προσωπικό τους σπαραγμό, όλοι οι άνθρωποι που, μην μπορώντας να είναι άγιοι και αρνούμενοι να υποταχθούν στη μάστιγα, πασχίζουν τουλάχιστον να γίνουν γιατροί.

Κι ακούγοντας τις φωνές της χαράς που ανέβαιναν πάνω απ’ την πόλη, ο Ριέ θυμήθηκε πως αυτή η χαρά δεν είναι ποτέ ανέφελη. Γιατί ο Ριέ γνώριζε κάτι που το αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος, κι ας μπορεί κανείς να το βρει στα βιβλία, πως ο βάκιλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε χάνεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια ναρκωμένος στα έπιπλα και στα ρούχα, περιμένοντας υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, τα υπόγεια, τα σεντούκια, τα μαντίλια, τα χαρτιά, και πως θα ’ρχόταν ίσως μια μέρα που η πανούκλα, για να βασανίσει ή για να διδάξει τους ανθρώπους, θα ξυπνούσε και πάλι τα ποντίκια της και θα τα ’στελνε να ψοφήσουν μέσα σε μια ευτυχισμένη πόλη.

Albert Camus

Πηγή: Albert Camus, Η Πανούκλα, μετάφραση: Αγγελική Τατάνη. Αθήνα: Γράμματα 1990.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου