Λησμονημένος ταξιδευτής.
Οδοιπορώντας μες από νύχτες κι ασάλευτους ποταμούς
ήρθες το φλογερό ξημέρωμα, που τ' άναψαν.
μες στου χειμώνα την καρδιά εντάφια περιστέρια.
Πικρός κι αλύγιστος.
Μιλούσες μια γλώσσα κατάστικτη σαν τα σπασμένα μάρμαρα
και δε φορούσες παρά μονάχα μαύρα-το πένθος της μοναξιάς.
Αγνάντευες ψηλά τα ηώα κάγκελα και πήδαγε η καρδιά σου
από κορφή σε κορυφή, από ένα βουνόν εις άλλο,
και γύρευε να πλήξη με κλαγγή γενναίου πουλιού τα σύγνεφα.
Καστάλιε κύκνε!
Μοναχικέ κι απρόσιτε μες στην κλειστή σου θλίψη,
ποιά οδύνη σού έσκαφτε το στήθος και τόκανε να ηχή
όχι σαν ήχος λυπημένου αυλού, σαν πτερωτή βροντή;
Θανάσιμε τοξότη, που σκοπεύεις μ' εύστοχον χείρα!
Εραστή του καθαρού γαλάζιου και του ψηλού γκρεμού,
άσε ν' αγγίσω την καμπύλη σου σαν ένας βέβηλος-
κι ας μου καούν τα δάχτυλα, κ' η γλώσσα ας μου κοπή!..
Δεν ήσουνα για να πατής στη γή'
να τριγυρνάς ήσουν μ' αετούς και λέοντας στους κήπους των Πιερίδων!
Εκεί που φέγγει ερατεινή η πρώτη αρχή της μέρας
και που καπνός δεν έθλιψε ποτέ το γαλάζιο των αιθέρων.
Και να χτυπάς και να συντρίβης,
μίαν προς μίαν της λύρας τις χορδές όλες,
και να ξυπνάη η Μούσα η Αρετή μες απ' την κλίνη των ανέμων
αμάργαρη κι ολόγυμνη, και να σε παίρνη απάνω
μέσα εις το χάος αμέτρητον των ουρανίων ερήμων.
Μυρτιά φέρνω και κλαδιά κυπαρίσσου.
Μα που να βρω τον ίσκιο σου, την ταπεινή σου οθόνη,
που σφιχτοκλεί της στάχτης σου εις ξένην γην τον ύπνο;
Ίσως να την επήρε ένας βοριάς και να την έχη γκόλφι,
ίσως να την επήρε πίσω η γη σε πέτρινο κρεββάτι,
κάτω από τα ήσυχα παγωμένα πτερά της βαθιάς νύχτας,
να μη ακούη τ' αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας,
τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα!
από την Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη
εκδ. Τα Νέα Ελληνικά, 1972
Οδοιπορώντας μες από νύχτες κι ασάλευτους ποταμούς
ήρθες το φλογερό ξημέρωμα, που τ' άναψαν.
μες στου χειμώνα την καρδιά εντάφια περιστέρια.
Πικρός κι αλύγιστος.
Μιλούσες μια γλώσσα κατάστικτη σαν τα σπασμένα μάρμαρα
και δε φορούσες παρά μονάχα μαύρα-το πένθος της μοναξιάς.
Αγνάντευες ψηλά τα ηώα κάγκελα και πήδαγε η καρδιά σου
από κορφή σε κορυφή, από ένα βουνόν εις άλλο,
και γύρευε να πλήξη με κλαγγή γενναίου πουλιού τα σύγνεφα.
Καστάλιε κύκνε!
Μοναχικέ κι απρόσιτε μες στην κλειστή σου θλίψη,
ποιά οδύνη σού έσκαφτε το στήθος και τόκανε να ηχή
όχι σαν ήχος λυπημένου αυλού, σαν πτερωτή βροντή;
Θανάσιμε τοξότη, που σκοπεύεις μ' εύστοχον χείρα!
Εραστή του καθαρού γαλάζιου και του ψηλού γκρεμού,
άσε ν' αγγίσω την καμπύλη σου σαν ένας βέβηλος-
κι ας μου καούν τα δάχτυλα, κ' η γλώσσα ας μου κοπή!..
Δεν ήσουνα για να πατής στη γή'
να τριγυρνάς ήσουν μ' αετούς και λέοντας στους κήπους των Πιερίδων!
Εκεί που φέγγει ερατεινή η πρώτη αρχή της μέρας
και που καπνός δεν έθλιψε ποτέ το γαλάζιο των αιθέρων.
Και να χτυπάς και να συντρίβης,
μίαν προς μίαν της λύρας τις χορδές όλες,
και να ξυπνάη η Μούσα η Αρετή μες απ' την κλίνη των ανέμων
αμάργαρη κι ολόγυμνη, και να σε παίρνη απάνω
μέσα εις το χάος αμέτρητον των ουρανίων ερήμων.
Μυρτιά φέρνω και κλαδιά κυπαρίσσου.
Μα που να βρω τον ίσκιο σου, την ταπεινή σου οθόνη,
που σφιχτοκλεί της στάχτης σου εις ξένην γην τον ύπνο;
Ίσως να την επήρε ένας βοριάς και να την έχη γκόλφι,
ίσως να την επήρε πίσω η γη σε πέτρινο κρεββάτι,
κάτω από τα ήσυχα παγωμένα πτερά της βαθιάς νύχτας,
να μη ακούη τ' αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας,
τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα!
από την Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη
εκδ. Τα Νέα Ελληνικά, 1972
Κώστας Ψαράκης-Ελεγείο μοναχικό του Ανδρέου Κάλβου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου