Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Κώστας Βάρναλης-Ο Οδηγητής

Η Αριστέα πέφτει χάμου και κυλιέται σπαράζοντας αγκαλιά με τη μαϊμού. Αφροί κόκκινοι βγαίνουν απ’ τα βαμμένα χείλια της. Κι ουρλιάζουνε κι οι δυο τους σα δαιμονισμένοι.
Ο αγέρας έχει κόψει ολότελα. Μια βαθιά σιωπή καταπίνει τα ουρλιάσματά τους.
Άξαφνα μια πολύβοη αντάρα από νεανικές φωνές περιζώνει ολούθε τη γης. Κι ένας φωτεινός κύκλος αρχίζει να χαράζει ολόγυρα στον ορίζοντα εκεί, που δένεται ο ουρανός με τα βουνά και με τη θάλασσα.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο δυνατή, που σκεπάζει όλες τις άλλες.
·

Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.


Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.


Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές—
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.


Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φουρτούνες
κι άγριος ενάντια μου καιρός.


Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.


Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί—
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.


Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμα με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.

Δε δίνω λέξες παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.


Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.


Ω! πώς τον παίρνουν οι αγέρες
και πώς φωνάζουνε μετά
άβυσσοι μαύροι, τάφοι μαύροι,
ποτάμια γαίματα πηχτά!

Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.


Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το ’να βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.


Κώστας Βάρναλης, Το Φως Που Καίει, Μέρος Τρίτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου