Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Κ. Βάρναλης-Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (απόσπασμα)

«Αμ’ οι ποιητάδες; Αρσενικές Πυθίες, που κουβεντιάζουνε με τους Θεούς σαν παλιοί κουμπάροι…Μεσάτοι, κουνιστοί και με κομμένα μάτια, κει που περπατάνε σκορπίζοντας αρώματα και χάχανα καμπανιστά, σταματάνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα μάτια και κοιτάζουνε τ’ άστρα μέρα μεσημέρι. Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν άγγελοι των Θεών και τους καλούνε στον Όλυμπο της Μωρίας!… Εκεί μεθάνε κ’ εδώ χρησμολογούνε. Με τα μάτια των στίχων μας λυτρώνουν από τα δεσμά της ματαιότητας. Αφτοί δίνουν αιωνιότητα σ’ ότι αγγίσουνε με την πνοή τους. Χάρη σ’ αφτούς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ο Θεός!»

[...]
Όταν ο Περικλής μας έλεγε πως η δύναμη και η καλοπέραση της πολιτείας είναι σωτηρία (καλοπέραση και δύναμη) των δυστυχισμένων, δεν ήθελα να παραδεχτώ πως κορόιδευε. Τί εννοούσε λέγοντας πολιτεία; Όλους μας; Όχι βέβαια. Αν όλοι μας εφτυχούμε, δεν έχει κανένας ανάγκη να σωθεί. Εννοούσε καθαρά τους λίγους παραλήδες και πολιτικούς. Μ΄ ένα λόγο τους έξυπνους. Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμε εμείς. Κι όταν αυτοί θησαυρίζουνε, εμείς πλουταίνουμε. Κι όταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιότεροι φτωχαίνουμε εμείς περισσότερο. Κι όταν εκεινών η περιουσία βρίσκεται σε κίνδυνο, χάνουμε εμείς τον ύπνο μας! Ο πρώτος βλέπετε πολιτικός και παραλής της Αθήνας ύψωνε χωρίς ντροπή μπροστά στα μάτια του φλομωμένου πλήθους την ατιμία των ολίγων σε χρέος, μεγαλείο και δόξα των πολλών, της Πατρίδας! Είτανε πόλεμος τότε κι έπρεπε να δώσουμε τη ζωή μας για “τους αρίστους”, αν θέλαμε να σώσουμε την πείνα μας την παντοτεινή και τον ύπνο μας τον μακάριο, για να τον κάνουμε αιώνιο! Καταλάβατε; Και βέβαια! ...........................................................................................................................................................
Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θά λεγα: “Λέφτεροι πολίτες! Αφτός ο τόπος κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο ήλιος ανάμεσα από μαύρα σύννεφα και πάνω σ άλιωτα χιόνια, πάλι θάτανε ο καλύτερος απ΄ όλους, γιατί το θέλει η καρδιά σας. Είναι η Πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση- όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας... Κι όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ΄ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανεύεστε πως είναι δικά σας, γατί είναι “εθνικά” . Και κανένας δε συλλογάται πως όλα τ΄αγαθά μαζεύονται σε λίγα χέρια. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας και η ψυχή σας είναι δικά τους.
Ύστερα θα πήγαινα στα νταμάρια της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού και του Λάβριου, στις φάμπρικες που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου, στους δούλους! Θα κατέβαινα στ΄αμπάρια των καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κωπηλάτες ( άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα με το πυρωμένο σίδερο) βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους και ξεφωνίζουν από τα χτυπήματα του βούρδουλα σαν τύχει και λιγοθυμίσουνε από την κούραση.....Και θα τους έλεγα: “Θρακιώτες, Ασιάτες, Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβοι ιδιωτικοί. Η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλεύει πως είσαστε γεννημένοι σκλάβοι. Μα μήτε οι θεοί μήτε κι η φύση διατάξανε το σπέρμα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτοιους. Η τύχη σας έκανε και η συνήθεια σας αποτέλειωσε. Είσαστε σκλάβοι εσείς για να μαστε εμείς οι λέφτεροι. Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανό. Έχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του. Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ΄ ακρογιάλια κι αστροβολάνε κάμποι και ήλιος. Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι άδικοι, για να γίνετ΄ εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι. Είσαστε το μεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δύναμή σας κι ενωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. Να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ολάκερη η δημοκρατία “ των αρίστων”. Να τους πάρετε τα αγαθά και να τους βάνετε να δουλεύουνε για να τρώνε. - “Και να καθόμαστε εμείς” θ απαντούσανε μερικοί μαθημένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά μπροστά στους δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. -Όχι, θα φώναζα εγώ, “Θα δουλεύουνε κι αφτοί και σεις. Κοινή δουλειά, κοινά τ΄ αγαθά κι η λεφτεριά..” - Αμ τότες ας λείπει τέτοια λεφτεριά. Δε μας κάνει..” - “Μην πειράζεστε! Σαν έρθει εκείνη η ώρα, θα μπείτε σε δρόμο να γίνετε ανθρώποι. Να λυτρώσετε, θέλοντας και μη το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνέμα σας” “Ποιοι μωρέ θα μας βάλουνε σε δρόμο;” πάλι θα ξεφωνούσανε. - “Οι Σκύθες!”

Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα λεγα: Λέφτεροι πολίτες: Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκόταν στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ’ από μάβρα σύνεφα και πάνου σ’ άλιωτα χιόνια, πάλι θα τανε ο καλύτερος απ’ όλους, γιατί το θέλ’ η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας…

Κι όταν βυθίζεται το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ’ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ’ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά»! Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ’ αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιώτες σας σκοτώνουνε μια φορά μα τα χέρια τ’ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ’ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κι η ψυχή σας είναι δικά τους».
 
Το θαυμάσιο αυτό κομμάτι της απολογίας του βαρναλικού Σωκράτη εκδόθηκε το 1931, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια, όπως λέει κι ο ίδιος, «στην τοτεσινή δημοκρατία του ιδιώνυμου, του Καλπακίου και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων»


(Κ. Βάρναλης: Η αληθινή απολογία του Σωκράτη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου