«Κι αυτή την φορά, δίχως να σηκωθεί, ο Άραβας τράβηξε το μαχαίρι του και μου το έδειξε μέσα στον ήλιο. Το φως έπεσε πάνω στο ατσάλι κι ήταν σα μια μακριά αστραφτερή λεπίδα που με χτυπούσε κατακούτελα. Την ίδια στιγμή ο ιδρώτας που είχε μαζευτεί μέσα στα φρύδια μου κύλησε μονομιάς πάνω στα βλέφαρά μου και τα σκέπασε μ’ ένα χλιαρό και πυκνό πέπλο. Τα μάτια μου τυφλώθηκαν πίσω απ’ αυτό το παραπέτασμα από δάκρυα κι αλάτι. Δεν ένιωθα πια, παρά τα κύμβαλα του ήλιου πάνω στο μέτωπό μου, και πιο αμυδρά, το αστραφτερό λόγχισμα απ’ το μαχαίρι που ήταν συνέχεια στραμμένο καταπάνω μου. Αυτό το πυρωμένο ξίφος ροκάνιζε τις βλεφαρίδες μου και χωνόταν μέσα στα πονεμένα μάτια μου. Τότε ήταν πού όλα σαν να τρεμόσβησαν. Η θάλασσα έφερε μια πνοή πυκνή και διάπυρη. Μου φάνηκε πώς ο ουρανός άνοιγε ολόκληρος πέρα ως πέρα για να πέσει μια βροχή από φωτιά. Ολόκληρη η ύπαρξή μου τεντώθηκε κι έσφιξα σπασμωδικά το χέρι μου πάνω στο περίστροφο. Η σκανδάλη υποχώρησε, άγγιξα την γυαλιστερή κοιλιά της κάνης, κι εκεί, μέσα στον κρότο τον ξερό μαζί κι υπόκωφο, άρχισαν όλα. Τίναξα από πάνω και τον ήλιο. Κατάλαβα ότι είχα καταστρέψει την ισορροπία της μέρας, την έξοχη σιωπή μιας παραλίας όπου ήμουν ευτυχισμένος. Τότε, τράβηξα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα κορμί ακίνητο όπου οι σφαίρες βυθιζόντουσαν χωρίς να φαίνεται τίποτα. Κι ήταν σα να χτυπούσα, με τέσσερις σύντομους χτύπους, την πόρτα της δυστυχίας»
Καμύ Αλμπέρ, Ο ξένος, μτφ. Λίλα Παπαδούλη-Γκινάκα, εκδ. γράμματα, σελ.125.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου