«Τι είναι το πένθος; Ρωτάς κι εσύ, παλιέ συνάδελφε κι αδελφέ μου. Θα στο πω με άλλα λόγια. Όταν βγαίνεις να φας έξω, διότι δεν μπορείς να τρως μόνος στο σπίτι. Όταν ακούς βήματα μέσα στο σπίτι κι είναι τα βήματα των γειτόνων στο πάνω πάτωμα. Όταν χτυπά το τηλέφωνό της και λες: “λάθος κάνετε”. Όταν ακούς Ραχμάνινοφ και το σόλο από το άλτο σαξόφωνο σε τρυπά στην καρδιά. Όταν δεν έχεις κανέναν να σ’ ενοχλήσει στο σπίτι είτε με το πιάνο είτε με την γραφομηχανή σου. Όταν ο ήλιο βγαίνει ύστερα από μέρες βροχής και συννεφιάς και συ λες: “τι στην ευχή θέλει αυτός ο ήλιος στο δωμάτιό μου!” Το πένθος τελειώνει ή κοντεύει να τελειώσει όταν αποφασίζεις να γράψεις γι’ αυτό». [Ο Θησαυρός του χρόνου]
«Ξυπνώ με το κορμί πιασμένο, το κεφάλι να κουδουνίζει και τα μάτια, μέσα σε μαύρους κύκλους, να προσπαθούν ν’ αμυνθούν στο εχθρικό φως της καινούργιας μέρας, αν υποτεθεί ότι η μέρα που ξημερώνει μπορεί να χαρακτηριστεί καινούργια. Είναι ζήτημα αν πάλι κοιμήθηκα τρεις με τέσσερις ώρες. Τα ξενύχτια με φίλους –ενίοτε και εχθρούς– δεν λένε να μ’ εγκαταλείψουν. Περνώ στο μπάνιο, με μηχανικές κινήσεις ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου, κάθομαι στη λεκάνη με το παντελόνι της πιτζάμας κατεβασμένο να σέρνεται στα πλακάκια. Ντύνομαι με τα ρούχα της δουλείας –ο τόνος μού ξέφυγε και εύστοχα πήγε στο γιώτα–, σακάκι και γραβάτα, γλιστρώ στις αδύναμες γάμπες τις κάλτσες –μανταρισμένες απ’ τα χεράκια της μητέρας μου– κι ύστερα ανυπόμονα φορώ τα παπούτσια τσαλακώνοντας το δέρμα στις φτέρνες. Μια φέτα βουτυρωμένο ψωμί με κάποιες ρανίδες μέλι κι ένας καφές πρόχειρα φτιαγμένος στο μάτι της κουζίνας με συνοδεύουν ως την εξώπορτα. Κοιτάζω με αγωνία το ρολόι μου, το παλιό μου Ωμέγα, αυτό που κάθε τόσο αντικαθιστώ οσάκις πέφτω θύμα κλοπής από τα χέρια κάποιου ωραίου μακρυχέρη. Υπολογίζω πόση ώρα θέλω για να βρεθώ στον αριθμό 30, όσα και τα χρόνια μου, κι αν είναι προτιμότερο αντί για λεωφορείο να πάρω ταξί. Σίγουρα οι ταξιτζήδες θα μου στήσουν κάποτε ένα μνημείο” [Ο Θησαυρός του χρόνου]
«…Τον περισσότερο καιρό, πίνοντας και κουτσοπίνοντας, άκουγα µε δέκα αυτιά αυτές τις ιστορίες που, είτε γνήσιες είτε πλαστές, είχαν ένα ενδιαφέρον για µένα, που ζητούσα να ξεφύγω από τη δική µου ιστορία. Μία µόνο προϋπόθεση έθετα: αυτός που τις έλεγε να ξέρει να τις αφηγείται, να σε μεταφέρει αλλού και να σου εξάπτει τη φαντασία. Τότε µε έκαναν να θέλω να πω κι εγώ µια ιστορία. Μα εγώ, βλέπεις, προτιμώ να τις γράφω…»
«Θυμόταν το γάμο της, τέσσερεις Δεκεμβρίου, της αγίας Βαρβάρας…. Εντωμεταξύ, στο σπίτι της Αχαρνών, στην οδό Πιπίνου, περίμεναν τα δώρα. Δώρα να δουν τα μάτια σου…Τα φανταζόταν να ταξιδεύουν στον ουρανό, κατσαρόλες από του Σγούρδα, κιλίμια από το Αίγιο και χαλιά από την Εθνική Ταπητουργία, κιτρινισμένες νταντέλες από τις προγιαγιάδες τους και γλάστρες με γαρδένιες από του Φλεριανού, όλα κρεμασμένα από ράμφη πελαργών, αντίς για μωρά -αυτά που ποτέ δεν είχαν έρθει…» [Βιοτεχνία υαλικών]
«Αν η ίδια λείπει, με τριγυρίζουν τα προσωπικά της αντικείμενα. Μου κάνει συντροφιά η οδοντόβουρτσά της κοντά στη δική μου, δεν την αλλάζω, ούτε την πετώ. Κι ας μη φοράω κοσμήματα όπως αρκετοί νεότεροί μου, μ” αρέσει να χαϊδεύω τα δικά της, ένα βραχιόλι της το έχω πάνω στο γραφείο μου πλάι στα μολύβια, στις γομολάστιχες, όλα τα σύνεργα της δουλειάς μου. Κρατάω επίσης το σημειωματάριό της, το στιλό της, το κινητός της, τις χτένες της. Την κρατώ την ίδια παρούσα μέσα στο σπίτι” […] Κοιτώ το βαθούλωμα στο κρεβάτι. Έχει εξαφανιστεί. Μπορεί και να πήγε για κατούρημα. Ή μπορεί κάλλιστα να το έχει βάλει στα πόδια, αν υποθέσουμε ότι οι σκιές, όπως αυτός, διαθέτουν πόδια. Πόδια που υποφέρουν από μηνίσκους, από θρομβώσεις, από κουτσαμάρα, από χίλιες δυο αιτίες που τα κάνουν να είναι πόδια […] Πέφτω στο κρεβάτι. Όπου να “ναι, θα “ρθει το γλυκό αγόρι, ο Μορφέας, να μου το ψιθυρίσει στο αυτί. Υπό τον όρο να μην το πω σε κανέναν άλλο Κι ως τότε υπάκουος, κλείνω τα μάτια, μαζί και τα κιτάπια μου. Ως εδώ, παλιέ συνάδελφε κι αδελφέ μου, έχε γεια». [Ο Θησαυρός του χρόνου]
Πηγή: https://www.fractalart.gr/menis-koumantareas/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου