Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Αναστασία Θεοδωρούδη- [άτιτλο]

Λίγο μετά που πέρασε,
με όλα τα φώτα του
αναμμένα το καράβι,
με το φορτίο του βαρύ,
έναν νεκρό γυμνό
που θα τον έντυνε
βασιλικά η μάνα του
άμα έφταναν στα μέρη του
αύριο βράδυ,
ακούστηκε μες στον ωκεανό
κελάηδισμα γλυκό
από 'να αηδόνι.
Η θάλασσα σταμάτησε
ν' ανασαίνει
τα ψάρια ένα ένα πέθαιναν
κι έβγαιναν τουμπανιασμένα
στον αφρό από κάποιον
μέσα τους που έσκαγε
αμάζευτο,
πρωτόγνωρο λυγμό.

Χτυπούν τα στήθη τους
όλοι στο καράβι.
Χάνονται.
Που βρέθηκε τ 'αηδόνι.
Που ακούστηκε
τέτοιος γλυκός κελαηδισμός.
Ψάξαν παντού.
Η θάλασσα φούσκωνε.
Πουθενά.

Κάποιος πέρασε κατά τύχη
έξω απ’ την κουκέτα του νεκρού.
Άκουσε να βγαίνει από κει,
μια μελωδία αβάσταχτη.
Άνοιξαν την πόρτα
κι ολόκληρος,
κάθε κομμάτι από το σώμα του,
γίνονταν κι ένα αηδόνι.
Που άνοιγε το στόμα του
κόκκινη παπαρούνα,
και άνοιγε ο θάνατος
εκεί στο μαύρο κέντρο της
για να τον περπατήσεις,
ελεύθερα και αφόβητα
σα να' τανε ζωή.

Αναστασία Θεοδωρούδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου