Η μοίρα μου είχε νόημα - εσένα.
Πλάκωσε πόλεμος - κι είχες χαθεί.
Τα χνάρια σου παντού ήσαν σβησμένα.
Θα ζούσες - μα κανείς δεν σ' είχε δει..
Μετά από τόσα χρόνια, τη μιλιά σου
άκουσα απόψε τόσο κοντινή.
Νύχτα - και διάβαζα το μήνυμά σου.
Χαράζει - κι από κώμα θα 'χω βγει.
Το πλήθος θέλω τώρα έξω να σμίξω,
που τώρα ζωντανεύει βιαστικό.
Μπορώ τη γη στα γόνατα να ρίξω,
να κάνω θρύψαλα το πρωινό.
Μετράω τρέχοντας τα σκαλοπάτια,
την πόρτα ανοίγω, η πλάση να φανεί
πρωτόπλαστη: τα άδεια μονοπάτια,
το χιόνι που δεν έχει πατηθεί.
Τα φώτα στα παράθυρα ανάβουν,
ακόμα το κρεβάτι είναι ζεστό,
το τσάι αχνίζει, πρέπει να προλάβουν
το τραμ. Αλλάζει η πόλη στο λεπτό.
Ο άνεμος υφαίνει μ' αγνό χιόνι
το δίχτυ του στην πόρτα, στην αυλή...
Κούπα με τσάι ξέχειλη παγώνει,
στους δρόμους τρέχουν όλοι σαν τρελοί.
Στη θύελλα παν όλοι και κρυώνω
για όλους, σ' όλων είμαι το κορμί.
Το χιόνι λιώνει και μαζί του λιώνω,
σμίγω τα φρύδια μου σαν την αυγή.
Ανώνυμοι πολλοί μέσα μου ζούνε,
δέντρα, παιδιά, σπουργίτια, συγγενείς.
Εισβάλλουν πλήθη και με κατακτούνε
και μόνο τώρα βγαίνω νικητής.
Μτφ: Γιώργος Κοροπούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου