«…”Είμαστε συνηθισμένοι σε όλα αυτά. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε κάνει τη σωστή σειρά λαθών, αλλιώς δεν θα ήμασταν τώρα εδώ. Όταν ζούσαμε ως ξεχωριστά άτομα, δεν νιώθαμε παρά μονάχα οργή. Εγώ χτύπησα έναν πυροσβέστη όταν, πριν από χρόνια, ήρθε να κάψει την βιβλιοθήκη μου. Από τότε δεν σταμάτησαν να με κυνηγούν παντού. Θέλεις να έρθεις στη συντροφιά μας, Μοντάγκιου;” “Ναι!” “Λοιπόν, τί μπορείς να μας προσφέρεις;…” “Μάλλον τίποτε. Πίστευα ότι είχα ένα μέρος από τον Εκκλησιαστή και ίσως λίγη Αποκάλυψη, αλλά τώρα ούτε αυτά δεν τα έχω…” “Τον Εκκλησιαστή είπες; Υπέροχα! Πού είναι;…” “Εδώ μέσα…” είπε ο Μοντάγκιου και έδειξε το κεφάλι του. “Α, μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ χαμογέλασε και κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. “Μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ στράφηκε προς τον Αιδεσιμότατο: “Έχουμε κανένα βιβλίο του Εκκλησιαστή;…” “Ένα. Είναι ένας άνδρας ονόματι Χάρις, από το Γιάνγκστάουν…”
»Ο Γκρέιντζερ έπιασε τον Μοντάγκιου από τον ώμο: “Βάδιζε προσεκτικά. Πρόσεχε πολύ την υγεία σου. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε φωτογραφική μνήμη, αλλά ξοδέψαμε μία ολόκληρη ζωή μαθαίνοντας πως να συγκρατούμε τα πράγματα που έτσι κι αλλιώς είναι φυλαγμένα εκεί μέσα. Ο κ. Σίμονς από δω, έχει εργαστεί επίπονα στο θέμα αυτό επί είκοσι χρόνια, και ήδη κατέχουμε τη μέθοδο να ανακαλούμε ανά πάσα στιγμή οτιδήποτε διαβάσαμε ποτέ. Θα σου άρεσε, άραγε, κάποια μέρα να διαβάσεις την Πολιτεία του Πλάτωνα;” “Βεβαίως…” “Εγώ είμαι η Πολιτεία του Πλάτωνα… Μήπως θέλεις να διαβάσεις Μάρκο Αυρήλιο; Ο κ. Σίμονς είναι ο Μάρκος Αυρήλιος…” “Χαίρω πολύ”, είπε ο κ. Σίμονς. “Παρομοίως” χαμογέλασε ο Μοντάγκιου.
»”Λοιπόν, επέτρεψέ μου να σου συστήσω τον Τζόναθαν Σουίφτ, τον συγγραφέα του αμαρτωλού πολιτικού βιβλίου Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ. Ο κύριος που στέκεται δίπλα του είναι ο Δαρβίνος. Ο κύριος από δω είναι ο Σοπενχάουερ, κι εκείνος εκεί είναι ο Αϊνστάιν. Ο κύριος δίπλα μου είναι ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ένας αληθινά ευγενής φιλόσοφος. Όλοι είμαστε εδώ, καλέ μου Μοντάγκιου: ο Αριστοφάνης και ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Γκοντάμα Βούδας και ο Κομφούκιος και ο Τόμας Λαβ Πήκοκ και ο Τόμας Τζέφερσον και ο κύριος Λίνκολν. Και ταυτόχρονα είμαστε και ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης…” Όλοι γέλασαν σιγανά.
»”Δεν είναι δυνατόν!” αναφώνησε ο Μοντάγκιου. “Κι όμως, είναι…” αποκρίθηκε με ένα αινιγματικό χαμόγελο ο Γκρέιντζερ. “Και επίσης είμαστε και εμπρηστές βιβλίων. Διαβάσαμε τα βιβλία και ύστερα τα κάψαμε από φόβο μήπως και τα ανακαλύψουν. Τα μικροφίλμ δεν θα μας βοηθούσαν, διότι και αυτά μπορεί να ανακαλυφθούν και να καταστραφούν, ξέρεις καλά πόσο εύκολα μπορείς να γίνεις ύποπτος, και επιπλέον, ταξιδεύουμε συνεχώς, δεν θα μπορούσαμε να θάβουμε τα μικροφίλμ και να επιστρέφουμε αργότερα στο ίδιο σημείο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ανακαλυφθεί κάθε σχετικό αντικείμενο.
Είναι προτιμότερο να φυλάμε τα βιβλία μέσα στα κεφάλια μας, όπου κανείς απολύτως δεν μπορεί να τα δει, ούτε και να υποψιαστεί την ύπαρξή τους. Είμαστε όλοι μας αποσπάσματα ή και μεγάλα κομμάτια Ιστορίας, Λογοτεχνίας, Φιλοσοφίας, Ποίησης και Διεθνούς Δικαίου. Ο Μπάιρον, ο Τόμας Παίην, ο Μακιαβέλι, οι πάντες είναι εδώ, μαζί μας… Και η ώρα είναι ήδη περασμένη. Ο πόλεμος αρχίζει από στιγμή σε στιγμή. Και είμαστε όλοι εδώ, και η πόλη είναι εκεί, τυλιγμένη ολόκληρη μέσα στο μανδύα της με τα χίλια χρώματα.
»…”Το μόνο που θέλουμε είναι να διατηρήσουμε άθικτη την πολύτιμη γνώση. Προς το παρόν, δεν θέλουμε να ερεθίσουμε ούτε να εξοργίσουμε κανέναν. Διότι, αν χαθούμε εμείς, η γνώση θα πεθάνει ίσως για πάντα… Βαδίζουμε ακολουθώντας τις παλιές γραμμές των τραίνων, την νύχτα κοιμόμαστε στους λόφους και οι άνθρωποι της πόλης μας αφήνουν στην ησυχία μας. Μερικές φορές μας σταματούν και μας ψάχνουν, αλλά δεν βρίσκουν πάνω μας κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Η οργάνωσή μας είναι ελαστική και ευλύγιστη, απίστευτα χαλαρή και αποσπασματική. Μερικοί από εμάς έχουμε αλλάξει τα πρόσωπά μας με πλαστική εγχείριση, το ίδιο και τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Για την ώρα το έργο μας είναι βασανιστικό, περιμένουμε την αρχή και, ελπίζω σύντομα, το τέλος του πολέμου. Τότε δεν θα είμαστε πλέον κάτω από τον έλεγχο των δυναστών μας, δεν θα είμαστε πια μια παράξενη μειονότητα που κλαίει στις ερημιές.
»”Θα μεταδώσουμε προφορικά τα βιβλία στα παιδιά μας, κι αυτά με τη σειρά τους θα τα μεταδώσουν στους άλλους. Βέβαια, πολλά βιβλία θα χαθούν έτσι. Αλλά δεν μπορείς να αναγκάσεις τον κόσμο να σε ακούσει. Πρέπει να έρθουν σ’ εμάς από μόνοι τους, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα που θα αναρωτηθούν τι συνέβη και ο κόσμος έχει φύγει κάτω από τα πόδια τους. Αυτό δεν θα αργήσει να γίνει…” “Πόσοι είστε συνολικά;” “Είμαστε χιλιάδες στους δρόμους, στις ξεχασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, στους λόφους, αλήτες εξωτερικά, ενώ μέσα μας είμαστε βιβλιοθήκες… Ο καθένας απομνημόνευε το βιβλίο που ήθελε να θυμάται, έτσι ξεκίνησαν όλα. Έπειτα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, συναντούσαμε ο ένας τον άλλον στο ταξίδι της περιπλάνησής μας, πλέκαμε το δίκτυο αργά και σταθερά, καταστρώναμε το μυστικό μας σχέδιο… Όμως, ως άνθρωποι, δεν είμαστε παρά φθαρμένες και σκονισμένες θήκες βιβλίων, τελείως ασήμαντοι κατά τα άλλα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου