(Η ηρωίδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση και το γεγονός πως ο κουμπάρος της αρνείται να τη βοηθήσει, ενώ συνάμα κι ο μπάρμπας της που θα μπορούσε να κάνει κάτι καθυστερεί πολύ, τη φέρνουν σε ακόμη δυσκολότερη κατάσταση. Η ευθύνη για τα προβλήματά της βαρύνει και το γιο της, ο οποίος χαρακτηρίζεται ειρωνικά «προκομμένος». )
Το μεγάλο σάστισμα, η μεγάλη τρεμούλα τής είχαν περάσει. Και πιο ψυχρά τώρα, καθώς περπατούσε μηχανικά, συλλογιζόταν σε τι συμφορά την έριχνε η άρνηση του κουμπάρου κι’ η άργητα του μπάρμπα…
Ούτε ο ένας τής έφταιγε, ούτε ο άλλος, ούτε κανείς. Κι’ όμως μαζί με τη λύπη της, αισθανόταν τώρα κ’ ένα θυμό. Ένα μεγάλο θυμό, μια λύσσα, που γύρευε να ξεθυμάνει. Και στην ταραγμένη της σκέψη, ξεχνώντας ακόμα και το γιο της τον προκομμένο, τάβαλε… με το ψωμί.
«Ωχ! αδερφέ! συλλογιζόταν. Ούλα για τούτο το ψωμί! Μόχτος, κόπος, πόνος, αγώνας, για το ψωμί! Όβολα για το ψωμί! Οχτρίες, φιλίες, κουμπαρίες, για το ψωμί! Ανακατώματα, σούσουρα, καυγάδες, φονικά, για το ψωμί! Κι’ ατιμίες ακόμα, για το ψωμί… Να, κι’ εγώ η ίδια τώρα, αν ήμουν πηλιό νια, ποίος το ξέρει τι θάκανα για το ψωμί… ποίος το ξέρει!… Ο Διάολος, καλέ, θα φώτισε τον Αδάμ να το κάμει! Τι τόθελε; Δεν άφηνε καλύτερα να τρώμε το σταράκι ωμό και φρέσκο σαν το γάλα, όπως τρώμε και την πιτσούνα του καλαμποκιού;…
Όχι, λέει, ναν το ξεράνεις! ναν το αλέσεις, ναν το ζυμώσεις! ναν το ψήσεις! να γένεις φούρναρης! Και πάλε, μήπως, μπορούν ούλοι να γενούνε φουρναρέοι; Πέντε-δέκα μοναχά, κι’ ούλοι οι άλλοι κρεμασμένοι από δαύτους! Κι’ εγώ σήμερα να πηγαίνω στο φούρνο, ναν τόνε βλέπω γιομάτο καρβέλια, να πεινάνε στο σπίτι τα παιδιά μου και να γυρίζω με αδειανά χέρια!… Α, δεν είναι πράμα του Θεού το ψωμί!… Είναι του Διαόλου!
Ποτές δε θα ησυχάσει ο κόσμος, αν δεν πάψει να κάνει ψωμί! Πόσ’ άλλα πράματα δε μας έδωκε ο Θεός να τρώμε! Και το στάρι βέβαια. Μα δε μας είπε ναν το κάνουμε αλεύρι και πίτουρο και νάχουμε μαύρο ψωμί για τους φτωχούς, άσπρο για τους μέτριους, παντεσπάνι για τους πλούσιους, κι’ αέρα φρέσκο για όσους δεν έχουνε φαρδίνι;!… Να χαθεί το παλιό-ψωμο! το πράμα του Διαόλου!»
Σ’ αυτή τη βλαστήμια είχε σταματήσει η σκέψη της, όταν, καθώς περνούσε από ένα πεζοδρόμιο σ’ άλλο της Στράτας-Μαρίνας, είδ’ εκεί χάμου, στο κοκκινόχωμα του δρόμου στον ήλιο, ένα κομματάκι ψωμί. Ήταν ψίχα με λίγη πέτσα. Αποφαούδι κανενός χορτασμένου, ίσως και σκύλου… Δε φαινόταν ούτε πολύ ξερό ούτε πατημένο. Και τα μερμήγια, ένα πλήθος, τόχαν περιζωσμένο, και το τρώγανε.
– Α!…
Η Νικολέττα η Καλούνενα στάθηκε, έσκυψε, το σήκωσε, το τίναξε, το φύσηξε, το φίλησε ευλαβικά, το έφερε στο μέτωπό της, έκαμε το σταυρό της και το απίθωσε εκεί στο πεζούλι μιας παρεθύρας, για να μην το πατούνε…
Ψωμί πεταμένο! Τι αμαρτία!
«Θε μου και συχώρεσέ με! είπε μέσα της. Ξαστόχησα πως είναι το Σώμα του Χριστού, η Αγία Κοινωνία, Μεταλάβωμα και το Μυστήριό σου!… Συχώρεσέ με που βλαστήμησα. Δεν είναι του Διαόλου. Είναι δικό σου! Εσύ Θε μου, εφώτισες τον άνθρωπο να το φτιάνει. Είναι καλό κ’ ευλοημένο! Ψωμί ψωμάκι το λένε…»
Όλος της ο θυμός είχε γυρίσει σε μια κατάνυξη που της ανέβαζε δάκρυα… Όλο της το μίσος είχε διαδεχθεί μια επιείκεια για τους ανθρώπους, που την αδικούσαν -και πρώτα-πρώτα το γιο της τον προκομμένο- και μια τρυφερότη για τανήλικα, ταθώα, που την περίμεναν τώρα ήσυχα στο σπίτι να τους πάει ψωμί, -ψωμί καλό κ’ ευλοημένο, ψωμί- ψωμάκι, πράμα του Θεού…
Έπρεπε να τους πάει με κάθε θυσία.
Και δεν της έμενε άλλο, παρά ν’ απλώσει το χέρι και στο διαβάτη.
Θα τόκανε κι’ αυτό –διακονιάρισσα για το ψωμί.
Μπήκε σ’ έναν ισκιερό δρομάκο, ακούμπησε σ’ έναν παλιότοιχο, σκέπασε ακόμα το χλωμό πρόσωπό της με το μαύρο της μαντηλόνι και, όταν πέρασε από μπρος της ο πρώτος καλοντυμένος, θαρρετά, αποφασιστικά, η Νικολέττα η Καλούνενα, άπλωσε το χέρι της κι’ επρόφερε:
– Ελεημοσύνη!
Γρηγόριος Ξενόπουλος «Το ψωμί» (απόσπασμα)
Στον τόμο: Ο Μινώταυρος, έκδοση «Γραμμάτων Αλεξανδρείας», 1925
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου