Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

W.B. yeats-Πάσχα 1916

Τους συναντούσα κλείνοντας η μέρα

-Πρόσωπα ζωντανά- καθώς

Έρχονταν απ' το γραφείο ή τη θυρίδα

Μέσ' από γκρίζα σπίτια του δέκατου όγδοου αιώνα.

Περνούσα νεύοντας το κεφάλι

Ή κάποια ανούσια φράση από ευγένεια

Κι άλλοτε χασομερούσα κι έσερνα

Κάποια ανούσια φράση από ευγένεια

Κι έπειτα σκεπτόμουν καμιά

Αστεία ιστορία, κάνα πείραγμα

Για να ευχαριστήσω την παρέα

Γύρω απ' τη φωτιά, στη λέσχη

- Βέβαιος πως τόσο αυτοί όσο κι εγώ

Κατοικούσαμε μια χώρα παρδαλών:

Μ' άλλαξαν τα πάντα, άλλαξαν εντελώς:

Κι η τρομερή ομορφιά γεννήθηκε.


Κι αυτή η γυναίκα: οι μέρες της ξοδεύτηκαν

Σ' αυτό που λέμε καλή θέληση και τίποτα δεν ξέρει

Κι οι νύχτες της σε τσακωμούς και διαφωνίες

Ως που η φωνή της τσίριζε μια κοφτερή λαλιά.

Κι όμως, υπήρχε πιο γλυκιά φωνή απ' τη δική της

Όταν -στα νιάτα και την ομορφιά της-

Έβγαινε με τα κυνηγόσκυλά της;

Κι αυτός - κρατούσε ολόκληρο σχολείο

Κι ανέβηκε στον φτερωτό μας Πήγασο

Κι ο άλλος: -φίλος του και βοηθός-

Πέρασε στην εξουσία του

Στο τέλος, θα γινότανε γνωστός:

Τόσο ευαίσθητη έμοιαζ' η φύση του

Κι ο στοχασμός του εξίσου γενναίος κι ευγενικός.

Kι ο τρίτος -που ονειρεύτηκα-,

Μέθυσος και ματαιόδοξος αγροίκος,

Αδίκησε κατάφωρα εκείνους

Που είχα στην καρδιά  κι όμως,

Στο ποίημά μου κι αυτόν τον μνημονεύω.

Kι αυτός από τον ρόλο του

Στην καθ' ημέρα κωμωδία παραιτήθηκε.

Kι αυτός με τη σειρά του άλλαξε,

Μεταμορφώθηκε εντελώς:

Κι η τρομερή ομορφιά γεννήθηκε.


Καρδιές που τρέφουν έναν και μόνο στόχο

Σκληραίνουν πέτρα χειμώνα-καλοκαίρι

Και φράζουν το ποτάμι.

Τ' άλογο που φτάνει από τον δρόμο,

Ο καβαλάρης, και τα πουλιά φτεροκοπούν

Γκρεμούς τα σύννεφα - κι αυτά

Αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη

Μια σκιά το σύννεφο κυλάει με το ποτάμι

Κι αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη

Μια οπλή γλιστράει στην επιφάνεια

Και τ' άλογο ξεχύνεται στα νερά

Δες: βουτάν οι νερόκοτες το κεφάλι,

Τα θηλυκά καλούν τ' αρσενικά -

Ζουν τη μια στιγμή μετά την άλλη:

Κι η πέτρα σκληραίνει καταμεσής στο ποτάμι.


Η επί μακρόν θυσία

Φτιάχνει πέτρα απ' την καρδιά.

Ω, μα πότε θα σημαίνει πως αρκεί;

Αυτό 'ναι μέρισμα των Ουρανών και το δικό μας:

Να ψιθυρίζουμε το 'να όνομα μετά το άλλο -

Πώς η μητέρα προφέρει τ' όνομα του παιδιού της

Μόλις ο ύπνος έλθει

Σε μέλη που έτρεξαν τρελά όλ' την ημέρα.

Τι 'ναι αυτό, αν όχι σούρουπο;

Όχι, όχι, όχι νύχτα, μόνο θάνατος

Τελικά, αποδείχτηκε άχρηστος;

Εφόσον η Αγγλία τηρεί τα πιστεύω της

Παρ' όσα έγιναν κι έχουν λεχθεί.

Γνωρίζουμε τι ονειρεύτηκαν γνωρίζουμε αρκετά

Για να εννοήσουμε τα όνειρα και τον θάνατό τους.

Tι κι αν η απροσμέτρητη, η υπερβολική αγάπη

Τούς άφησε εμβρόντητους μέχρι που πέθαναν;

Θα το πω σε μια στροφή:

Ο Mακ Nτόνα κι ο Mακ Mπράιντ,

Ο Kόνολλυ κι ο Πηρς,

Τώρα και εις τον άπαντα αιώνα,

Κατ' όπου το πράσινο κυριαρχεί,

Αλλάζουν, αλλάζουν εντελώς:

Κι η τρομερή ομορφιά γεννήθηκε.


(Ο Μάικλ Ρόμπαρτς και η Χορεύτρια, 1921)

Μτφρ.: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

William Buttler Yeats-H γάτα και το φεγγάρι


Η γάτα πήγε εδώ κι εκεί,

με πάνωθέ της το φεγγάρι,

την πιο στενή του συγγενή,

που γύριζε σαν το κουβάρι.

Κι όπως η γάτα εκεί αλυχτούσε

κάρφωσε τη Σελήνη με το βλέμμα,

τι το καθάριο φως των ουρανών

τάραξε το ζεστό της αίμα.

Και τρέχει η Μιναλού στη χλόη

σηκώνοντας το πόδι αβρό.

Χορεύεις, Μιναλού, χορεύεις;

Τι πιο τερπνό από το χορό

σαν τέτοιοι συγγενείς συναντηθούν;

Μπορεί να μάθει το φεγγάρι,

αν τους αβρούς του τρόπους βαρεθεί,

μιας νέας στροφής τη χάρη.

Η Μιναλού κυλιέται στο χορτάρι

σε μέρη φεγγαρόφωτα γοργή

και πάνω της η ιερή Σελήνη

πήρε μια νέα μορφή.

Γνωρίζει πως οι κόρες των ματιών της

θα πάνε από τη μια αλλαγή στην άλλη,

γεμάτες πρώτα κι ύστερα μισές,

κι από μισές γεμάτες πάλι;

Κυλιέται στο χορτάρι η γάτα,

σοφή, σπουδαία και μονάχη,

στην αλλαγή του φεγγαριού τα μάτια της

στραμμένα τα ‘χει.


William Buttler Yeats (1865 -1939), Μετάφραση Γιωργος Βαρθαλίτης.

W.B. Yeats-Όχι άλλη Τροία


 Tι φταίει αυτή που γέμισε τις μέρες μου

Με θλίψη, τι φταίει αυτή που -τώρα τελευταία-

Δίδαξε στους αδαείς τούς πιο βάναυσους τρόπους

Και τα στενά να παίρνουν για λεωφόρους, τι φταίει

Αν δεν έδεσε αρμονικά το θάρρος τους με την επιθυμία;

Tι άλλο θα της χάριζε γαλήνη; Δεν εξάγνιζε

Η ευγένεια το μυαλό της σαν άσπιλη φωτιά;

Δεν ήταν όμορφη σαν τόξο τεντωμένο,

Πράγμα παράξενο, αφύσικο σ' αυτήν την ηλικία;

Δεν έδειχνε αυστηρή, απόμακρη και αριστοκρατική;

Tι άλλο να 'κανε τέτοια που ήταν;

Mήπως υπήρχε -να την κάψει- κι άλλη Tροία;


ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΕΗΤΣ "Το πράσινο κράνος και άλλα ποιήματα", 1910, μετάφραση Μιχάλης Παπαντωνόπουλος.

W. B. Yeats-«Εφήμερα»



«Τα μάτια σου που δεν κουράζονταν από τα δικά μου

Είναι τώρα λυγισμένα απο τη θλίψη κάτω από κρεμασμένα βλέφαρα,

Γιατί ο έρωτάς μας χάνεται».


Και τότε Εκείνη:


«Παρόλο που ο έρωτάς μας χάνεται, ας σταθούμε

Στη μοναχική όχθη της λίμνης ακόμα μια φορά,

Μαζί σ’ αυτή την ώρα πραότητας

Που το κουρασμένο παιδί, το πάθος, κοιμάται.

Πόσο μακριά φαίνονται τ’ άστρα, και πόσο μακριά

Είναι το πρώτο μας φιλί, και ω, πόσο γερασμένη η καρδιά μου!»

Σκεπτικοί βημάτισαν πάνω στα ξεθωριασμένα φύλλα,


Ενώ αργά εκείνος που της κρατούσε το χέρι απάντησε:


«Το πάθος συχνά φθείρει τις περιπλανώμενες καρδιές μας».

Τους κύκλωνε το δάσος, και τα κίτρινα φύλλα

Έπεφταν σαν αδύναμοι μετεωρίτες στο μισοσκόταδο, και άξαφνα

Ένας γερασμένος λαγός εμφανίστηκε κουτσαίνοντας στο μονοπάτι·

Τον είχε καταβάλει το φθινόπωρο: και τώρα στάθηκαν

Στη μοναχική όχθη της λίμνης ακόμα μια φορά:

Γυρνώντας, είδε ότι εκείνη είχε βάλει νεκρά φύλλα

μαζεμένα σιωπηλά, νοτισμένα σαν τα μάτια της,

Στο στήθος και τα μαλλιά.

«Α, μη θρηνείς», της είπε,

«Που κουραστήκαμε, αφού άλλοι έρωτες μας περιμένουν·

Μίσησε και αγάπα μέσα σ’ ευτυχισμένες ώρες.

Μπροστά μας απλώνεται η αιωνιότητα· οι ψυχές μας

Είναι έρωτας, και ένας συνεχής αποχαιρετισμός».


W. B. Yeats (1865-1939)


(μτφρ. Ιωάννης Καλκούνος)

W.B. Yeats-Η Θλίψη του έρωτα



Κάποιου σπουργίτη το τιτίβισμα στη στέγη,

ο γαλατένιος ουρανός και το λαμπρό φεγγάρι,

κ’ εκείνη η έξοχη αρμονία των φύλλων, την εικόνα

και το θρήνο του ανθρώπου είχανε σβήσει.


Πρόβαλ’ ένα κορίτσι με θλιμμένα, άλικα χείλη,

το δακρυσμένο μεγαλείο του κόσμου έλεες πως ήταν,

άμοιρο σαν τον Οδυσσέα και τα καράβια στον αγώνα,

περήφανο όσο ο Πρίαμος την ώρα της σφαγής του.


Πρόβαλε. Τότε μονομιάς ο θόρυβος στη στέγη

και το φεγγάρι που σκαρφάλωνε στ’ άδεια τα ουράνια,

κι ο ολοφυρμός των φύλλων μόνο αυτό μπορούσαν:

του ανθρώπου την εικόνα και το θρήνο να συνθέσουν.


W.B. Yeats (13 Ιουνίου 1865, Δουβλίνο - 28 Ιανουαρίου 1939, Γαλλία)

Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου

Πηγή: W.B. Yeats, Ποιήματα. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2005. σ. 12. 

Νίκος Εγγονόπουλος- Το γεράκι

 Ἕνα γέλιο γυναικεῖο ἀκούγεται μακρυά. Μιὰ κυρία γελάει κάπου, μακριά μας,  κι ὁ ἄνεμος φέρνει τὸν ἦχο τοῦ γέλιου της μέχρις ἐδῶ.  Μέχρις ἐδῶ, σ’ αὐτὸ τὸ ἔρμο περιγιάλι, κάτω ἀπ’ τὸ μολυβὴ οὐρανό, κοντὰ στ’ ἀφρισμένα κύματα,  ὅπου στὴ στάση «τρεῖς φιλόσοφοι στ’ ἀκροθαλάσσι», ζοῦμε μέσα σὲ μιὰ καταθλιπτικὴ μοναξιά. Στὰ γυμνὰ πόδια μας φυτρώνουν, λίγο-λίγο, φτερά. Ἴσως ἐμεῖς νἄμαστε αὐτὸς ὁ θεὸς Ἑρμῆς τὸν καιρὸ τῆς νειότης του. Αὐτὴ ἡ φοβερὴ μοναξιά μας! Αὐτὴ ἡ τραγικὴ μοναξιά σας! Γιατί, δὲν χωρεῖ καμμιὰν ἀμφιβολία, εἴμαστε μόνοι, μόνοι, πάντα μόνοι, αἰώνια, βασανιστικά, μόνοι. Ὅλοι. Ὅλοι. Ἐμεῖς, ἐσεῖς, ὅλοι. Ὅμως ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος, πάλι, ποὺ δὲν τὴ δέχεται  τὴν αἰσχρὴ τούτη καταδίκη, καὶ διαμαρτύρουμαι, καὶ χτυπιέμαι, καὶ τὸ φωνάζω. Μόνον ἐγώ. Καὶ μιὰ λεπτομέρεια: ἡ κυρία δὲν γελοῦσε. Ἔκλαιγε. Μᾶς εἶχε γελάσει ὁ ἄνεμος. Ὁ ἄνεμος παρεμόρφωσε τὸν ἦχο. Στὸ μολυβὴ οὐρανὸ πετοῦν πουλιά. Μιὰ βάρκα παλεύει πάνω στ’ἀφρισμένα κύματα. Εἶναι μακρυά, ἀλλ’ ὁλονὲν πλησιάζει.


ΕΛΕΥΣΙΣ (1948)

Μίμης Φωτόπουλος-Βραδυάζει

 Βραδυάζει...


Μα το σκοτάδι πνίγεται

μέσ' στις πολύχρωμες

τις φωτεινές ρεκλάμες

της Λώρεν

μιας οδοντόπαστας

και των κοιλεπιδέσμων.

Σκαρφαλώνω σ' ένα λόφο

και ψάχνω μ' αγωνία

στο τεράστιο εκράν τ' ουρανού

για να βρω την "Μεγάλη Άρκτο".

Στις οκτώ είχαν δώσει

ραντεβού οι ματιές μας εκεί.

Κι είναι οκτώ παρά δύο.


Μίμης Φωτόπουλος

Ημιτόνια 1960

W.B Yeats- «H Μπαλάντα της Μολλ Μαγκή»


Μη με πετροβολάτε, σιμώστε εδώ παιδιά,

κι αν μουρμουράω στους δρόμους, δείξτε μου εσείς σπλαχνιά.

Έναν ψαρά πήρ’ άντρα, αυτός βιοπαλαιστής

κι εγώ πάστωνα ρέγγες, στο πόδι ολημερίς.

Κι όταν αργά σχολούσα ξέπνοη απ’ τη δουλειά

στην άγια φεγγαράδα τα πόδια μου έσερνα.

Πάντα ’μουν αρρωστιάρα κι είχα μωρό η φτωχή,

άλλη μου το κρατούσε, κι εγώ ώς το πρωί.

Το πλάκωσα μια νύχτα, παιδάκια μου καλά,

το έρμο του το κορμάκι το βρήκα ξαφνικά

δίπλα μου παγωμένο μια παγωμένη αυγή –

σαν τη νεκρή κοιμάσαι σαν ζεις τέτοια ζωή.


Τόσο χλωμό δεν είδα τον άντρα μου ποτέ,

μου ’δωσε δυο δεκάρες και με ξαπόστειλε.

Με καταριέται μου 'πε, να φύγω, να χαθώ,

σκληρό άκουσα να πέφτει πίσω το μάνταλο.

Δεν είπα ούτε κουβέντα, τράβηξα στη σιωπή,

γειτόνισσες, γειτόνοι, κανένας να με δει,

πόρτες και παραθύρια όλα ήταν σφαλιστά,

τ’ αστέρια σιγοσβήναν, λούφαζε η καλαμιά.


Δεν είπα ούτε κουβέντα, τράβηξα στη σιωπή,

ώσπου στους πέρα σταύλους μ’ είδε μια χωριανή.

Εμπρός σ’ ένα μαγκάλι παλιό από τενεκέ

της είπα τι ’χα κάνει, κι εκείνη μ’ άκουγε.

Τα χρήματα μου όλα σωθήκαν, μήνες πια,

μα αυτή μου δίνει ακόμη να φάω μια μπουκιά.

Το ξέρω, με λυπάται κι ας με καταφρονεί,

μου λέει πως μια μέρα ο άντρας μου θα ρθεί

και πίσω θα με πάρει και πάλι, όμως εγώ

όπου και να πηγαίνω, όπου και να βρεθώ

είτε μαζώνω ξύλα, είτε τραβάω νερό,

πάντοτε αυτό κι εμένα κλαίω και μοιρολογώ.


Μα δεν μπορεί, θά ’ρθει ώρα, το ξέρω, αχ θα το δει,

διάπλατα θ’ ανοίξουν μια μέρα οι ουρανοί

και ο Θεός που ανάβει ήλιους κι αστερισμούς

γλυκά θά ’ρθει να σκύψει και πάνω απ’ τους φτωχούς.

Μη με πετροβολάτε, παιδάκια μου καλά,

μον’ έρθετε σιμά μου, δείξτε μου εσείς σπλαχνιά.


W. B. YEATS


Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης

Νίκος Γκάτσος-Της Μοναξιάς



Ἐσὺ βραδιά, ποὺ ἄπλωσες γύρω τὰ μαῦρα σου φτερά,

κι’ εἶσαι μονάχος σύντροφος στοῦ κήπου τὴ βεράντα,

ἔλα νὰ κλάψουμε μαζὶ τὰ νιᾶτα σὰν τὰ κρύα τὰ νερὰ

ποὺ εἶχα δικά μου κάποτες καὶ τἄχασα γιὰ πάντα!


Κι’ ἐσύ, φεγγάρι, ποὺ περνᾶς μέσα στὰ σύννεφα γοργά,

κι’ ὅλα τὰ λούζεις στὸ ἄϋλο φῶς καὶ στὰ ἀσημένια κάλλη

Κάποιας ζωῆς ἀπόκοσμης, τώρα, ποὺ ἡ νύχτα ἀναριγᾶ,

πές μου, φεγγάρι, τὰ παλιὰ δὲ θὰ ξανάρθουν πάλι;


Γύρω τριγύρω μου ἐρημιά… Σὲ νιώθω, τῆς ψυχῆς μου καημέ,

τόσο, ποὺ μέσα στὴ ζωὴ δὲ σ’ ἔνιωσα ποτέ μου!…

Εἶσαι μιὰ θλίψη ὁλότρεμη καὶ μιὰ πικρὴ λαχτάρα, –ὠϊμέ!–

σὰ σιγανὸ μὲς στὰ κλαριὰ ψιθύρισμα τοῦ ἀνέμου…


Τίποτα! Μόνο ἐρείπια μιανῆς χαρᾶς πολὺ γοργῆς

κι’ ἕνα τραγοῦδι μακρυνὸ στῆς νύχτας τὸ μυστήριο…

Καὶ συλλογιέμαι, τί μπορεῖ ἄλλο σ’ αὐτὴ τὴ μάταιη γῆς

ἔτσι βαθιά μου ν’ ἀντηχεῖ, –σαν πένθιμο ἐμβατήριο!


ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 119-120, 1 & 15 Δεκ. 1931, σελ. 1255.

Γιώργος Χ. Θεοχάρης-Ποιήματα



ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΠΑΜΕ ΟΠΩΣ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


                                                                  στον Μάρκο Μέσκο


I


Βουρκωμένος καιρός

κι η μικροφιλημένη δακρυσμένη στο δρόμο, στερεμένη

        πηγούλα.

Τρομαγμένα φωνήεντα, λαβωμένα κοτσύφια.

Μοναξιά που σφυρίζει, οχιά μες στα στάχυα,

και στο τέλος το ποίημα κουτουλάει μουγκανίζοντας

από δέντρο σε δέντρο πληγωμένο γελάδι.


II


Φιλί στη ρώγα του δείκτη. Τ’ ακουμπάει στα χείλη της

        παραπονεμένης.

Η άλλη παλάμη στον τρούλο του βυζιού της. Ανθίζει σιωπή,

        αμάραντη χλόη.


III


Όπως σταχτί γυμνωμένο σκέλεθρο της συκιάς το Γενάρη

έτσι η ψυχή του παραλοϊσμένου, κι εκείνος να τραγουδάει

πάνω απ’ της φαρμακωμένης το σώμα:


        Κακή βροχή μαύρο νερό. Ξύπνα και φίλησέ με

        να κελαηδάς το σούρουπο σε κερασιά ανθισμένη

        να κόβω τα κεράσια σου τα πετροκέρασά σου

        να βάφονται τα χέρια μου στο αίμα της αγάπης.

        Μέγας βυθός ν’ ανοίγεται στη σκοτεινή τη νύχτα

        στα γέλι’ ανάμεσα ο λυγμός ν’ ανθεί να λουλουδίζει

        κι απ’ το πικρό μου το φιλί στις άκρες των χειλιών σου

        να κάνει πίσω ο θάνατος γοργά να ξεστρατίσεις

        να ’σαι νεκρή και ζωντανή κι ερωταναστημένη.


IV


Αχ, ζωή, τσαλαπατημένο μποστάνι,

με το αίμα της μέρας παπαρούνα ξανθισμένη στην ξερή

        αγριάδα.


ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΔΕΝΤΡΑ



Είναι γυναίκες – δέντρ’ αμυγδαλιάς

που πέφτουνε ασθματικά στον έρωτα,

σαν καταδιψασμένες απ’ τη στέρηση,

κι αν, μέσα στην παραφορά του, δεν καούν

κάνουνε τ’ άνθη τους καρπό, στα γρήγορα,

θέλοντας, λες, να νοικοκυρευτούν,

να δέσουνε τον εραστή, να μη τον χάσουν.


Είν’ και γυναίκες – ακακίες, σεμνές

όπου τον έρωτα τιμούν μονάχα για τον έρωτα

ευφραίνονται, δεν βιάζουν την κατάσταση,

δένουνε τον καρπό πέρα προς το φθινόπωρο

μένουνε, στολισμένες, τ’ άνθη τους καιρό

χαίρονται το κορμί τ’ Απρίλη ολοκληρωτικά,

κάνοντας τα γλυκά τα μάτια και στον Μάη.


ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΜΙΝΩΝ



Έρχεστε μέσ’ απ’ το φρυγμένο

σώμα του καλοκαιριού,

καθώς νοτίζει την ψυχή μου το φθινόπωρο.

Καλοντυμένα στα λιλά φορεματάκια σας,

σαν ντελικάτες débutantes,

σαν κοριτσάκια νιόβγαλτα στο πρώτο ραντεβού,

σαν σκίρτημα ερωτικό βαθιά στη φλογισμένη φλέβα.

Με φύλλα καρδιόσχημα, αρμονικά,

όμορφες μύριες εγγραφές στο λεύκωμα της φύσης.

Κυκλάμινα

ευωδιαστές πανέμορφες της γης πνοές,

λόγια του βράχου ευσπλαχνικά,

ψίθυροι εκμυστήρευσης και χάδια αέρα μυρωμένου.

Με μίαν ανεπαίσθητη αντιμετάθεση:

κυκλάνιμα

ή, γιατί όχι, και cycle-anima

καθώς πανέμορφα κυκλώνετε,

στέφοντας, την ψυχή μου.



Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Πλησμονή οστών


Πηγή:https://ppirinas.blogspot.com/2019/02/blog-post_11.html

Γιώργος Θεοτοκάς-Αργώ


Πρέπει να δώσω μερικές πληροφορίες για το φοιτητικό σωματείο, που είχε πρόεδρο το Μανόλη Σκυριανό.

Το σωματείο αυτό λεγότανε, συμβολικά, ρομαντικά, ίσως κάπως παιδικά, Αργώ. Το έμβλημά του ήταν ένα καραβάκι με κουπιά. Ο σκοπός του: Κανείς δεν ήξερε το σκοπό, μα φαντάζεται ο καθένας πως ο σκοπός της Αργώς είναι κάπου πολύ μακριά, στο τέρμα ενός μεγάλου ταξιδιού. Κι ίσως ίσως, εκείνο που τραβούσε τα μέλη του σωματείου, να ήταν κυρίως αυτό τούτο το ταξίδι, ανεξάρτητα από κάθε σκοπό.

Η Αργώ ιδρύθηκε μες στη μεγάλη άψη των πολέμων, από μερικούς νεαρούς που δε χώνευαν καθόλου τους καθηγητές τους κι ήθελαν να αλλάξουν πολλά πράματα στο Πανεπιστήμιο και παραέξω. Στην αρχή ήταν ένας όμιλος από φοιτητές ανικανοποίητους και δυσαρεστημένους, που γύρευαν μεταρρυθμίσεις, γλωσσικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές, ακόμα και κοινωνικές. Γρήγορα μαζεύτηκαν ίσαμε εκατό και βάλθηκαν να κάνουν διαλέξεις αναμεταξύ τους, να συζητούν με πολλή θέρμη όλες τις τρέχουσες θεωρίες, να τυπώνουν, αραιά και πού, λαθραία περιοδικά και φυλλάδες, με συγκεχυμένες ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Σαν ιδρύθηκε η Αργώ, οι άλλοι φοιτητές ονόμασαν κοροϊδευτικά τα μέλη της Αργοναύτες κι ο τίτλος έπιασε και συνηθίστηκε.

Με τον καιρό αυτό το σωματείο έγινε το κέντρο των πνευματικών ανησυχιών της φοιτητικής νιότης και, εξαιτίας αυτής της φύσης του, δεν είχε βέβαια καμιάν ιδεολογική συνοχή. Υπήρχαν περίπου τόσες ιδεολογίες όσα και μέλη, αν μπορούν να ονομαστούν ιδεολογίες οι ακαθόριστες τάσεις αυτών των παιδιών. Στις Γενικές Συνελεύσεις σχηματιζότανε, για λόγους καθαρά εκλογικούς, μερικοί όμιλοι ή κόμματα, που διαλυότανε ευθύς αμέσως, εξόν από τον όμιλο των κομμουνιστών που διατηρούσε πάντα κάποιαν εξωτερική ενότητα, μολονότι κι αυτός ήταν υποδιαιρεμένος σε λογιώ λογιώ σχολές. Όλα τα λοιπά πολιτικά και κοινωνικά προγράμματα είχαν τους αντιπροσώπους τους μες στην Αργώ: βασιλικοί, εθνικιστές, φιλελεύθεροι, δημοκρατικοί, αγροτικοί, σοσιαλδημοκρατικοί κλπ. Αλλά μ’ αυτά τα πολιτικοκοινωνικά ρεύματα διασταυρωνότανε ειδών ειδών διανοητικές και αντιδιανοητικές τάσεις, που αυξάνανε εκεί μέσα στη σύγχυση των ιδεών. Υπήρχαν Αργοναύτες νεοκαντιανοί, εγελιανοί, μπερξονιστές, νιτσεϊτσές, κι άλλοι που κήρυτταν με θόρυβο τη χρεωκοπία της επιστήμης, και πολλοί που δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτα από όλα αυτά και γύρευαν ιδέες πιο πρωτότυπες. Δεν έλειπαν φυσικά κι οι λογοτεχνικές σχολές, αφού πρόκειται για Έλληνες. Συναντούσες εκεί μέσα οπαδούς της δημοτικής παράδοσης, του ρεαλισμού, της προλεταριακής τέχνης, φίλους του Ντοστογέβσκυ, του Σολωμού, του Παλαμά, του Καβάφη, του Βαλερύ, του André Gide, του Bernard Shaw, του Πιραντέλο, του Ρίλκε, συμβολιστές, νεορομαντικούς, νεοκλασικούς, αρχαιολάτρες, φουτουριστές, και πολλά άλλα πράματα που δεν μπορεί κανείς να τα θυμάται. Ο Ψυχάρης είχε φανατικούς φίλους και αδιάλλακτους εχθρούς. Αρκετοί Αργοναύτες θαύμαζαν το Βενιζέλο κι άλλοι καταδικάζανε το δυτικό πολιτισμό και περίμεναν τη σωτηρία του κόσμου από την Ασία. Κι άλλοι πάλι έλεγαν πως προορισμός της Νέας Ελλάδας είναι να σταθεί στο σταυροδρόμι των πολιτισμών και να συγχωνεύσει, σε μιαν ανώτερη σύνθεση, τις καλύτερες εκδηλώσεις του δυτικού και του ανατολικού πνεύματος.

Ωστόσο, μες σ’ αυτήν την απερίγραπτη ανακατωσούρα των ιδεών και των συναισθημάτων, χάραζε κάποια κοινή φιλοδοξία, συνειδητή ή ασυνείδητη, κάποιος κοινός πόθος ή μεράκι ή παράπονο, που ένωνε όλα αυτά τα ανήσυχα παιδιά. Πίεζε την καρδιά τους η τραγική μοίρα του ελληνικού γένους, το βάρος του μεγάλου ονόματος, η ιδέα της ανυπαρξίας της Ελλάδας στη σύγχρονη πνευματική ζωή του κόσμου. Αισθανότανε την ανάγκη να κλωτσήσουνε τη ρουτίνα που τους σκέπαζε, να λυτρωθούνε από ένα στείρο παρελθόν, να ξανοιχτούνε στο πέλαγος, να ζήσουνε ξανά τη ζωή του πνεύματος, όχι πια σαν ταπεινοί μιμητές των μεγάλων προγόνων και σαν καθυστερημένοι μαθητές των ξένων, μα σαν εξερευνητές, σαν κατακτητές, σαν αληθινοί Έλληνες. Στα μάτια τους, το καραβάκι της Αργώς ταξίδευε κιόλας προς τις μεγάλες θάλασσες και τις μεγάλες φουρτούνες, προς το άγνωστο, προς το Χρυσόμαλλο Δέρας, που τους σαγήνευε και τους ενθουσίαζε, χωρίς να μπορούν να το καθορίσουν. Το Χρυσόμαλλο Δέρας. Το ξύπνημα του ελληνικού πνεύματος, η δημιουργία, η Αναγέννηση, η Δόξα…

Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ. Τόμ. Α΄-Β΄. 10η έκδ. Αθήνα: Εστία 1987.

Robert Frost-Οκτώβριος





Ω, γλυκό, σιωπηλό πρωινό τού Οκτωβρίου,

Τα φθινοπωρινά φύλλα έχουν ωριμάσει και πέφτουν ∙

Εάν ο αυριανός άνεμος είναι άγριος ,

Θα τα σαρώσει όλα.

Τα κοράκια πάνω απ’ το δάσος μάς καλούν ∙

Αύριο μπορεί να σχηματίσουν σμήνος και να φύγουν.

Ω, γλυκό, σιωπηλό πρωινό τού Οκτωβρίου,

Ξεκίνα τις ώρες αυτής τής μέρας αργά.

Κάνε τη μέρα να μας φαίνεται λιγότερο σύντομη.

Οι καρδιές δεν αποστρέφονται τη σαγήνη,

Γοήτευσέ μας με τον τρόπο που μόνο εσύ ξέρεις.

Απελευθέρωσε ένα φύλλο το χάραμα ∙

Κι ένα άλλο το μεσημέρι ∙

Σ’ ένα από τα δέντρα μας, πέρα μακριά .

Επιβράδυνε την κίνηση τού ήλιου με μια λεπτή ομίχλη ∙

Μέθυσε τη γη με αμέθυστο.

Αργά, αργά!

Κάν’ το για χάρη των σταφυλιών μόνο,

Τα φύλλα των οποίων έχουν ήδη καεί απ’ τον πάγο,

Ας μη χαθούν όμως και οι καρποί -

Κάν’ το για χάρη των σταφυλιών κατά μήκος τού τοίχου.


Robert Frost (26 Μαρτίου 1874 – 29 Ιανουαρίου 1963)

(Μεταφραστική δοκιμή: Νίκος Λάζαρης)

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης- Αιώνας εμπορίου


H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία

έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ.

Ένα μικρό, ανήθικο εμπόριο

κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,

μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων,

οι ρήτορες σαν τους λαχειοπώλες

διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις

τα αισθήματα στο Χρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία

δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,

ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές, χρεόγραφα

κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;

«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή»,

οι παπαγάλοι δεν κάνουν ποτέ απεργία

μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές περηφάνιες

γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ όλη τη βέβαιη νιότη σου,

βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα μαζέψουν

νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Βαβυλώνας,

δολάρια ασημένια

η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται

πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ―

θα χρειαστούν μεθαύριο

σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,

κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο

θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω

απ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας

μας κλέβουν τη ζωή, τι ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,

τι καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,

είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,

ο Pοκφέλλερ άρχισε πουλώντας καρφίτσες.

Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ

ένα μεγάλο προστατευτικό σπίτι

με τις πέτρες που μου ρίξατε σ όλη τη ζωή μου.



Τάσος Λειβαδίτης

από την Ποίηση Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985


.

Τάσος Λειβαδίτης-Μια γυναίκα


1.

Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου

σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη

έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας

τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια

απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,

κι εγώ για να σε συναντήσω

γι' αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη

σκάλα που ανέβαινα

πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα

ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.


2.

"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Έχει ψύχρα απόψε".

Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα

μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα

που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.

Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια

μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου

που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου.


3.

Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες

προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών

αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας

που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία


Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!

όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.


4.

Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,

πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο

κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.


Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου

εσύ θα ξέρεις

πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών

που ονειρευότανε για σένα.

Alex Sid - Πέτρα



Μουσική - Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος 

Στίχοι - Ουρανία Πατέλλη 


Μου φαίνεται σαν ψέμα

Αλλού με πάει το ρέμα

Κι η όχθη που με βγάζει 

Δεν μου μοιάζει 

Με πήρε το ποτάμι

Κι η άδεια μου η παλάμη

Το χέρι σου έχει χάσει

Πριν βραδιάσει 



Πέτρα, έχω στην καρδιά  

Ρίχ´τη στη φωτιά 

Στο καμίνι

Μαύρη  πέτρα, κάψε την αν θες

Σώσε με και δες

Τι θα μείνει

Μόνο σκόνη και ατμός 



Τα σύννεφα πυκνώσαν

Τα τείχη με κυκλώσαν 

Κι οι μαύρες οι φτερούγες 

Οι καινούριες

Στο σώμα μου δεμένες

Και για τον ήλιο ξένες 

Να τά ´παιρνα όλα πίσω

Και να ζήσω 


Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Ορέστης Αλεξάκης-Επίγραμμα

 Αν με μετρήσεις με φωνές

και πεταλούδες,

Θα μ’ εύρεις πιο μεγάλο

απ’ το κλουβί μου.

Κι ωστόσο, πες μου, πώς χωρώ εδώ μέσα;


Από τη συλλογή: Η Περσεφόνη των γυρισμών (1974).

Attilio Bertolucci-Κάποτε στο σκοτάδι


Κάποτε στο σκοτάδι της κάμαρας μέσα

βλέπεις φως υπομονετικό να βάφει

του περβαζιού τα χείλη με κόκκινο.

Ήτανε το καλοκαίρι της χρονιάς εκείνης.

Ζεστός ο αέρας μιας μέρας

χαμένης που ο έρωτας

για σένα συγκινούσε όλον τον κάμπο πέρα

και τον ίσκιο τον μακρύ των δέντρων-



 μτφ. Γιώργος Κεντρωτής,


Πηγή: Μόνο μια παχιά κηλίδα από μέλι, εκδ. Ρώμη

Τάκης Δόξας-Επαρχία 1951

 Πόσο πλήξαμε σ΄αυτό τον τόπο

Με μια θλιμμένη νεραντζιά π΄ανθίζει και πεθαίνει

Με μια καρδιά που περιπατεί

Ίδιο σκυφτή φθινόπωρο ίδιο σκυφτή στον ήλιο.

Μας κούρασε κι ο δρόμος

Να σέρνεται με τα άλογα τα’ αστέρια τους ανθρώπους

Πρόσωπα τόσο γνώριμα μες΄του καιρού τη σκόνη

Φτηνά ξεπερασμένα.

Είναι κι ένα βιβλίο

Που μείναμε διαβάζοντας την πρώτη του σελίδα

Μια ιστορία που εξέφτισε αμέσως.

Κι απάνω μας ο ουρανός

Με τα μαγουλά του στα δυο του χέρια

Σάμπως να σκέφτεται την ξέρα την απέραντη

Που μήτε μια ώρα δεν εκάρπισε

Κι ούτε μια προσδοκία δεν φυτρώνει.


Πηγή: https://anemourion.blogspot.com/2017/04/1913-1976.html

Κυριάκος Χαραλαμπίδης -Άρδανα ΙΙ


Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
—  Μιλάτε Αγγλικά;
—  Καταλαβαίνω.
—  Αυτό είναι το σπίτι μου;
—  Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα· στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ‘βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
—  Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
—  Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου ‘πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;

Ιούλιος 1992

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Άγρα, 1995

Δημήτρης Χατζής-Το Διπλό Βιβλίο (απόσπασμα)

 Και βγαίνω πάλι στη λεωφόρο. Μαγαζιά, βιτρίνες, ρεκλάμες, φωτεινές επιγραφές – αυτά που αγαπάω. Το μεγάλο θέατρο της κοινωνία της κατανάλωσης, που λένε στο καφενείο. Ό,τι ποθείτε θα το βρείτε εδώ. Και δεν είναι ακριβώς αυτό που ποθείτε μονάχα, αυτό που θα βρείτε. Είναι το μεγάλο θέατρο που το παίζουμε όλοι, που μας παίζουν όλοι, που τους παίζουμε όλους.

Αυτό για το θέατρο δεν το’ παν στο καφενείο, είναι από κείνα που τα βρίσκω μονάχος μου. Οι σοφοί μας τα λένε κάπως αλλιώς – μας κάνει τάχα κακό, μας διαφθείρουν με τη σπατάλη, την αφθονία, την αχρηστία των πραγμάτων που βρίσκονται εδώ. Το νέον όπιον των λαών – το λέει ο Γιαννόπουλος.

Και να με και γω με το όπιόν μου. Στέκομαι μπροστά σ’ αυτές τις γεμάτες, τις ωραίες βιτρίνες, χαζεύω, μαγεύομαι, τις αφήνω να με διαφθείρουν όσο θέλουν. Κοιτάζω τα είδη τους, μελετάω τα σχήματα και τα χρώματα, σκέφτομαι τις ποιότητες, τα υλικά τους, βλέπω τις τιμές τους, τις λογαριάζω με τα μεροκάματα τα δικά μας. Είμαι καταναλωτής. Για τους σοφούς μας του καφενείου σημαίνει πως διαλύομαι, αλλοτριώνομαι, λένε, μέσα στους άλλους. Για μένα τέτοιαν ώρα στη λεωφόρο, που δεν έχω πουθενά να πάω – είμαι καταναλωτής θα πει πως υπάρχω. Υπάρχω μέσα στους άλλους. Έχω στην τσέπη μου τα λεφτά μου – μοιράζομαι τη ζωή μας, ας λένε πως είναι ψεύτικη, ας είναι και θέατρο μόνο.

Κοιτάζω, λοιπόν, όσο θέλω, κάνω μια και μπαίνω και στο κατάστημα. Μπορώ να διαλέξω – για μένα το’ χουν αυτό το κατάστημα. Διαλέγω. Δε με ρωτάει κανένας ποιος είμαι, που τα βρήκα τα λεφτά μου, με περιμένουνε να διαλέξω – πρέπει να με περιμένουν. Σούζα. Είναι η δική τους η νόρμα. Και σκέφτομαι εδώ πως ένας μας να παραβιάσει τη νόρμα του, όλος αυτός ο μηχανισμός, το σύστημα της παραγωγής και της κατανάλωσης γκρεμίζεται αμέσως. Και δεν αφήνουν βέβαια κανέναν να μην κρατάει τη νόρμα του. Μα δεν αφήνουμε κι εμείς οι άλλοι τους άλλους. Αυτή η πωλήτρια εδώ πρέπει να στέκεται σούζα μπροστά μου – βάζω τις φωνές αλλιώς – αύριο τη διώχνουν, όπως διώξανε τη Σπανιόλα. Έτσι γίνεται το σύστημα, έτσι γίνεται και το πλέγμα που το κρατάει – το κρατάμε – κ’ είμαστε όλοι μέσα.

Το πρόσεξες; Εδώ στη λεωφόρο η σοφία μου τετραπλασιάζεται κάθε βράδυ.

Μα – στάσου λιγάκι, να τελειώσουμε με το κατάστημα. Μπορώ να φύγω χωρίς ν’  αγοράσω – απλούστατα δεν αποφάσισα. Είναι δικαίωμά μου- δημοκρατικό κι αναφαίρετο. Πρέπει να με καλησπερίσουν, να μου χαμογελάσουν που φεύγω. Είναι καθήκον τους – κοινωνικό κι απαράβατο. Αποφασίζω; Πρέπει να μου δώσουν αυτό που ζητάω. Και τ’ αγοράζω. Ξυραφάκια, καθρεφτάκι, κρίκους, ωραίους για τα κλειδιά – που δε έχω – σβηστήρια – που δεν μου χρειάζονται  – ένα σβηστήρι παρακαλώ, για τα σχέδιά μου- μαλακό- κορδόνια για τα παπούτσια, κανένα μαντίλι από κάποτε, κανένα σαπούνι. Μου το τυλίγουν ωραία- ωραία σε χαρτιά χρωματιστά – σπατάλη, λέω. Μου τα βάζουνε κάποτε σε μια σακουλίτσα νάιλον – άλλη σπατάλη. Και τότε σκέφτομαι εγώ πως η σπατάλη γίνεται βέβαια για να μπορούνε να ζούνε μέσα στο σύστημα οι βιομηχανίες αυτές που φκιάχνουν τις άχρηστες σακουλίτσες. Και το σύστημα – τι είναι το σύστημα; Εκεί πια τα μπερδεύω λιγάκι.

Παίρνω τη σακουλίτσα μου και καμαρώνω που φεύγω κρατώντας τα ψώνια μου. Όταν γυρίσω στο σπίτι θα τα πετάξω στο συρτάρι του κομοδίνου – γέμισε από τέτοια. Έχουν δίκιο, σκέφτομαι τότε, οι σοφοί μας του καφενείου. Τι μου χρειάζονται αυτά που αγοράζω; Τίποτα. Και μένει μονάχα πως αυτοί δε νιώθουν τη χαρά τη δική μου που τ’  αγοράζω – εγώ δεν βρίσκω καμία καλύτερη. Μα, όπως και να το πεις, εντστασιόν κι από δω. Τέλος γι’ απόψε και με το θέατρο, την κοινωνία της κατανάλωσης, το βραδινό μου περίπατο στον παράδεισο της αφθονίας.

Και ξαναβγαίνω στη λεωφόρο. Η μέρα μου πέρασε. Το μεροκάματο το  ’βγαλα. Τη βιτρίνα μου την κοίταξα πάλι. Τα ψώνια μου τα’ άχρηστα τα   ’κανα, σκούντησα με τον αγκώνα μου δυο – τρεις και τους είπα εντσιούλντιγκουνγκ, ευγενέστατος. Τις σοφίες μου τις ξανάπα, τις ξανασκέφτηκα. Και μένει ακόμα αυτό το κάτι που θέλω ακόμα να κάνω. Και δεν το ξέρω. Μονάχο του δεν έρχεται, με το δικό μου το μυαλό δεν το βρίσκω, κανένας δεν είναι να μου το δώσει.  Και σκέφτομαι πάλι- έτσι είναι αυτός ο δικός μας, ο σημερινός μας ο κόσμος, όλα μας τα’ χει φκιασμένα, κανονισμένα, δε λείπει τίποτα – τον εαυτό σου μονάχα δεν ξέρεις τι να τον κάνεις.  Και κείνο το κάτι μένει ανεκπλήρωτο. Κάθε βράδυ.

Απόσπασμα από το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή Εκδ. Ροδακιό.

Τάσος Πορφύρης-Μάνα


Όλο για σένα γράφω και δεν τελειώνω

Το σπίτι έγινε κόνισμα απ’ τη μορφή σου

Ο αρωματισμένος σου κόσμος πότισε το ξύλο

Του σεντουκιού με τ’ αρχικά « Κ.Μπ.» και

Τη χρονολογία του γάμου «1930» ζωγραφισμένα

Άνθη θάλλουν λες και χθες ακόμα

Σκούπισε τα πινέλα του ο ζωγράφος

Κι ο Τάσος Χαλκιάς έρχεται «εκ περάτων»

Με το κλαρίνο παραμάσκαλα κάθεται

Στο πόδι και ταιριάζει τα «κλειδιά»

Με τον άνεμο π’ αχάει στις βελανιδιές

Και στις απόκρημνες σπηλιές του στήθους.


(Οι Μέσα μας Πληγες 2012)


Πηγή:Πηγή: Τάσος Πορφύρης, Νεμέρτσκα, Ποιήματα 1961-2011, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 2013.

Τάσος Πορφύρης-Οι Πήγασοι


Θυμηθείτε τα άλογα του Ε.Λ.Α.Σ. στην τελευταία τους διαδρομή

Από τη συμφωνία της Βάρκιζας ως τις πλατείες των χωριών

Πώς τα βάραιναν οι αναβάτες ακόμα κι όταν ξεπέζευαν

Ξαρματώνονταν απίθωναν τον οπλισμό τους στο σωρό

Και σκούπιζαν τα δάκρυα με το μανίκι της χλαίνης

Ή την ανάστροφη του χεριού το βάρος στο κορμί


Ακόμα κι όταν ακολουθούσαν με σκυμμένο κεφάλι

Γνωρίζοντας πως τα στρατοδικεία ανασκουμπώνονταν γιατί

ο θάνατος δεν μπορούσε να περιμένει ούτε το παζάρι

Όπου με λίγα χιλιάρικα άλλαζαν σέλα με σαμάρι


Κουβαλώντας γεννήματα ξύλα υλικά οικοδομών και το

Βαρύ φορτίο των χαροκαμένων μανάδων σε ποιες πλαγιές

Ανελέητες βροχές ξάσπρισαν τα κόκαλά τους που

Φέγγουν ακόμα στο λησμονημένο τοπίο της αντίστασης

Ανάμεσα σε λουλούδια με πορφυρά πέταλα και μαύρους

Στήμονες κοινώς παπαρούνες.


Τάσος Πορφύρης, Χρονοσυλλέκτης, 2011, Συγκεντρωτική έκδοση Νεμέρτσκα -Ποιήματα (1961-2011), 2013

Άρης Αλεξάνδρου - Προχτές



– Ποιος θα βρεθεί λοιπόν να κλάψει;

– Ποιος θ' απλώσει τα χέρια

ζητώντας ένα τόσο δα μικρό αστέρι

όσο χαμογελάει το χείλι σου αντικρίζοντας μια χαραμάδα στο συγνεφιασμένο πρωινό;

Όπου κι αν ψάξεις στη μελλοντική σου μνήμη

δεν είναι στήριγμα ν' ακουμπήσεις το βλέμμα.

Θυμάσαι;

Σαν και τότε που καθόμασταν στο πρόδωμα της θλίψης

– ένα μακρινό άρωμα θάλασσας και τα λόγια να ψιθυρίζουν τη σκιά του δειλινού.

Πόσα καΐκια φύγανε φορτωμένα σταφύλια και φως.

Πόσα καΐκια φύγανε

και μας αφήσαν ν' αγναντεύουμε στο μουράγιο.

Τώρα θα κάτσουμε και πάλι στο καφενεδάκι του λιμανιού

ίσως κιόλας να παίξουμε ένα τάβλι με τον κουτσό μαγαζάτορα

και τα πούλια θα χτυπάν σαν τους χτύπους της καρδιάς μας.

Το βράδυ, δίπλα στη λάμπα που ρίχνει την πίκρα της σ' ένα βιβλίο με ιστορίες χαμένων ταξιδιών,

όταν ο δρόμος θα σέρνεται έρημος κάτω απ' τα κλειστά παράθυρα

–αλήθεια τι πολλά ενοικιαστήρια στη γειτονιά μας–

τότε

μια τελευταία αχτίδα

μια μοναδική σκουριασμένη πεντάρα στην άσφαλτο

το ταξίδι στον εαυτό του.


Ακόμα τούτη η άνοιξη, Απρίλης 1946

Άρης Αλεξάνδρου-Σήμερα


Είναι κιόλας δυο μέρες που δεν πρόσθεσες λέξη στο ημερολόγιο της συγνεφιάς

είναι δυο μέρες που φύσηξε ζεστός ένας κατακόκκινος άνεμος απ' τη μεριά της θάλασσας

φύσηξε κ' έφερε μαζί του τις φωνές των μακρινών συντρόφων

φύσηξε και βάφτηκε απ' το γέλιο των αδελφών μας

φύσηξε πάνω απ' τις χώρες της λευτεριάς.

Έλα ν' ανοίξουμε διάπλατα τα ρουθούνια μας και να ρουφήξουμε την καλοσύνη του σαν ένα ποτήρι φως.

Στ' αυτιά μας μας φτάνει η μουσική του καλοκαιριού και το ποδοβολητό της καβαλάρισσας πρωτοχρονιάς.

Ένα μικρό τζιτζίκι μπλέχτηκε στα μαλλιά μας κ' έχουμε τις τσέπες μας γεμάτες τριαντάφυλλα στο σχήμα του πεντάγωνου άστρου.

Μένεις πίσω εαυτέ μας στο λαχανιασμένο τούτο ανέβασμα.

Πώς να προφτάσεις;

Πού να καταλάβεις;

Και μεις σε βγάζουμε σαν ένα βρεγμένο πανωφόρι και σε κρεμάμε ν' αχνίζεις στον κρύο διάδρομο της λησμονιάς μας.

Κ' έτσι αλαφροί

με τη βουή του καλόκαρδου άνεμου στα στήθια

με το βλέμμα να ταξιδεύει πάνω από θάλασσες και σύνορα

προχωρούμε μ' ολόρθη την καρδιά μας

εμείς οι σκληροί κι ατσαλένιοι

και λέμε και πάλι

πως δεν μπορεί

δε γίνεται –

η νίκη θα 'ναι δική μας.


Πηγή: Ακόμα τούτη η άνοιξη

Γιάννης Ευθυμιάδης-[άτιτλο]

 Κύριε, πού ν’ αντικρίσω και να δω τη χώρα μου; Ποια πέτρα έμεινε στη ρίζα της;

Το βλέμμα μου βυθίζεται στη θάλασσα, σε μαύρη θάλασσα χολή απύθμενη

Δεν έχω, Κύριε, παρά λίγη μονάχα αγάπη και οργή που μου απόμειναν, να ξαναχτίσω απ’ την αρχή τα σύνορα

Και μέσα τους να ορίσω μια ζωή ελάχιστη

Κρίκο στην αλυσίδα, Κύριε, του άπειρου, εγώ ο ταπεινός

που ταπεινώθηκα

Λίγος, και δεν αρκεί η ανάσα μου, ν’ ανυψωθεί κραυγή στο πλέριο σύμπαν σου

Χόρτο που σπάρθηκε σε άνυδρους καιρούς και μοίρα του έγινε να θρέψει αγρίμια, Κύριε, και άρπαγες, λιμούς ψυχής και άπληστα ελπίσματα

Τι στάθηκε όρθιο στο πέρασμα των ψευδοφόρων που ήρθαν με τα μάτια πύρινα; Των νικητών που στέφθηκαν σωτήρες μου, των αρνητών

την τρίτη κιόλας ώρα μου;

Με τι να στήσω πάλι τα σαθρά χαλάσματα; Με τι να καθαρίσω

τη σκουριά απ’ το σώμα μου;

Που ως κι η αγάπη, Κύριε, μιάνθηκε

Το μέγα έλεός σου η προσευχή μου, Κύριε, για μια πατρίδα

πάνω στο στερέωμα.


Πηγή: Γιάννης Ευθυμιάδης, Πατρείδα, Αθήνα 2018,

Φωτεινή Βασιλοπούλου-Ούτε τ' όνομα της



Είπαν πράξη αντίστασης.

Η γυναίκα δεν άντεξε καταπίεση χρόνων

Έκανε επανάσταση

μονάχα γυρνώντας το κεφάλι.


Μα πώς να μην στραφεί πίσω της

Είχε αφήσει το τσουκάλι στην καυτή της θρακόβολη.

Τώρα στάχτη το σπίτι.

Και η σούπα καμένη.

Έκλαιγε τη σούπα περισσότερο απ' το σπίτι.

Τι κρίμα ! Θα εισέπραττε έπαινο.

Την δοκίμαζε όταν χτύπησε την πόρτα ο άγγελος.

Πεντανόστιμη.Και τ΄αλάτι όσο πρέπει.

Το αλάτι

τελευταία της σκέψη πριν στραφεί προς το σπίτι.

Τίποτα άλλο από τον νου της δεν πέρασε.


Τα λοιπά εικασίες

και αυθαίρετες αναλύσεις της Βίβλου.


Πηγή: . Φωτεινή Βασιλοπούλου, Αμείλικτο νερό Αθήνα Εκδόσεις των Φίλων 2019.

Γιώργης Παυλόπουλος-Αισθηματικό


Μια Κυριακή απόγιομα

ένας νεκρός φαντάρος

μπήκε στον κινηματογράφο

πέντε μ’ εφτά.


Κάθισε μόνος σε μιαν άκρη

στο πίσω μέρος του εξώστη

χωρίς κανένας να τον βλέπει

κι έκλαιγε ήσυχα στα σκοτεινά.


Το έργο ήταν αισθηματικό

κάποτε το ’χε ξαναδεί

μαζί μ’ ένα κορίτσι

πάνε σαράντα χρόνια.


Μια Κυριακή απόγιομα

πέντε μ’ εφτά

πριν φύγει για το μέτωπο.


Λίγος Άμμος, εκδ. Νεφέλη, 1997.

Ευανθία Ρεμπούτσικα-Από στιγμή σε στιγμή


 

Γιώργος Σαραντάρης-Ο άνεμος θυμώνει

 Ο άνεμος θυμώνει

Στον άνεμο ανήκει ο κόσμος

Και μπήκανε οι κύκνοι στο λαιμό του

Τρανά ν' αναφτερώσουν το αίμα

Που σαν στήλη ακίνητη

Σηκώνει μια σημαία.

΄Εκτωρ Κακναβάτος-Quantum


Από μια χειρονομία σου ένα ράκος προαιώνιο

έμεινε να καίεται πέρα από τη γνώση

δικό σου είναι αυτό που αναζητώ

που ούτε σχήμα έγινε ούτε καν νόημα

μα εντός σαλεύει. 


Κάθε βήμα προς εσένα

μου στοιχίζει την απογύμνωση

και την ατίμητη

συγκομιδή του φόβου μου εκποίησα

και το ξερό δέρμα της πρώτης πρώτης μέρας

την πρώτη θάλασσα τον πρώτο θάνατο

ίνα την ίνα την πρώτη σκέψη

κάθε βήμα προς εσένα μια κατάρρευση.


Για το αν υπάρχουν ανάμεσά μας σύνορα

και τι δεν έδωσα

εσύλησα το περήφανο λοφείο του προπάτορα

την πανάρχαιη νομοθεσία του θεού

και την αισθητική μου την ταναγραία

μια μοναδική συλλογή χειροκροτήματα

όλα σε πρώτη βλάστηση

έδωσα και το πιο εμπιστευτικό μου σχέδιο

για τη δομή των κρυστάλλων

απόσταγμα χιλιετηρίδων

λάφυρα και λάφυρα

οι νίκες οι κοίτες οι προεκτάσεις

όλη τη γενιά της βαρύτητας. 


Ακόμη και την ένδοξη σήψη μου έδωσα

που γενεές γενεών οδήγησε το γνωρίζεις

σε οδό σοφίας

απ’ τη φυτεία της φωνής μου όμως

τίποτα δεν σε τρέφει

από τη φωταψία του νου μου

τίποτα πια δεν αντανακλάς

και μόνο το βήμα μένει κατά σένα

η μελλούμενη πορεία

αξία έσχατη

το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω

όχι να σε βρω. 



Έκτωρ Κακναβάτος, Διασπορά, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτη 1961.

Πηγή: http://diavasakaknavato.blogspot.com/2009/01/quantum.html

Ernest Hemingway-Αποχαιρετισμός στα όπλα




– Πώς πάει ο πόλεμος;

– Μου φαίνεται πως θα τελειώσει γρήγορα. Δεν ξέρω γιατί, μα το νιώθω.

– Πώς το νιώθεις, δηλαδή;

– Ξέρεις πώς είναι ο ταγματάρχης σου; Ήσυχος. Πολύς κόσμος είναι έτσι τώρα.

– Κι εγώ ο ίδιος έτσι νιώθω, είπα.

– Περάσαμε ένα φριχτό καλοκαίρι, είπε ο παππάς.

Ήταν πιο σίγουρος για τον εαυτό του τώρα, παρά τότε που είχα φύγει.

– Δεν μπορείς να πιστέψεις πώς ήταν. Μόνο αν ήσουν εκεί ο ίδιος, θα μπορούσες να ξέρεις και να καταλάβεις. Πάρα πολύς κόσμος κατάλαβε τι θα πει πόλεμος τούτο το καλοκαίρι. Αξιωματικοί που πίστευαν πως ποτέ δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν, το κατάλαβαν τώρα.

– Τι θα γίνει;

Έστρωνα την κουβέρτα με το χέρι μου.

– Δεν ξέρω, μα δεν νομίζω πως θα μπορέσει να συνεχιστεί για πολύ ακόμα.

– Τι θα γίνει;

– Θα σταματήσουν τις μάχες.

– Ποιος;

– Και οι δυο πλευρές.

– Το ελπίζω, είπα.

– Δεν το πιστεύεις;

– Δεν πιστεύω πως κι οι δυο πλευρές θα σταματήσουν να πολεμούν την ίδια στιγμή.

– Κι εγώ υποθέτω πως δεν θα γίνει έτσι. Είναι πάρα πολύ να το περιμένει κανείς. Μα όταν βλέπω αυτές τις αλλαγές που γίνονται στους ανθρώπους, δεν πιστεύω πως θα μπορέσει να συνεχιστεί.

– Ποιος νίκησε στις μάχες τούτο το καλοκαίρι;

– Κανείς.

– Οι Αυστριακοί νίκησαν, είπα. Δεν τους άφησαν να πάρουν το Σαν Γκαμπριέλε. Έχουν νικήσει. Δεν πρόκειται να σταματήσουν τον πόλεμο.

– Αν αισθάνονται όπως αισθανόμαστε κι εμείς, μπορεί και να σταματήσουν. Έχουν περάσει κι αυτοί τα ίδια.

– Κανείς ποτέ δεν σταμάτησε όταν νικούσε.

– Με κάνεις να χάνω το κουράγιο μου.

– Λέω μονάχα αυτό που πιστεύω.

– Νομίζεις λοιπόν πως θα συνεχιστεί και θα συνεχίζεται; Τίποτα δεν θα συμβεί, ποτέ;

– Δεν ξέρω. Σκέφτομαι μονάχα πως οι Αυστριακοί δεν θα σταματήσουν όταν έχουν κερδίσει μια νίκη. Όταν είμαστε οι νικημένοι είναι που γινόμαστε Χριστιανοί.

– Οι Αυστριακοί είναι Χριστιανοί, εκτός απ’ τους Βοσνίους.

– Δεν εννοώ τυπικά Χριστιανοί. Εννοώ σαν τον Κύριό μας.

Δεν είπε τίποτα.

– Τώρα είμαστε όλοι πιο ευγενικοί γιατί έχουμε νικηθεί. Πώς θα ήταν ο Κύριός μας, αν ο Πέτρος Τον είχε απολυτρώσει στον Κήπο;

– Θα ήταν ακριβώς ο ίδιος.

– Μπα, δεν το πιστεύω, είπα.

– Μ’ αποθαρρύνεις, μου είπε. Εγώ πιστεύω και προσεύχομαι να συμβεί κάτι. Το νιώθω να ’ναι πολύ κοντά.

– Κάτι μπορεί να συμβεί, είπα. Μα θα συμβεί μονάχα σε μας. Αν ένιωθαν και κείνοι το ίδιο, όπως εμείς, θα ’ταν όλα εντάξει. Μα μας έχουν νικήσει. Έχουν διαφορετική ψυχολογία.

– Πολλοί απ’ τους στρατιώτες πάντα νιώθουν όπως λέω. Κι αυτό, όχι γιατί έχουν νικηθεί.

– Αυτοί έχουν νικηθεί απ’ την πρώτη στιγμή που άρχισαν. Νικήθηκαν απ’ τη στιγμή που τους πήραν απ’ τα χωράφια τους και τους έβαλαν να πολεμήσουν. Να γιατί ο χωρικός είναι γεμάτος σοφία: γιατί έχει νικηθεί απ’ την αρχή. Δώσε του δύναμη και θα δεις πόσο σοφός είναι,

Δεν είπε τίποτα. Σκεφτόταν.

– Τώρα μελαγχόλησα κι εγώ, είπε. Γι’ αυτό δεν σκέφτομαι ποτέ μου αυτά τα πράγματα. Ποτέ μου δεν σκέφτομαι, κι όμως, όταν αρχίσω να μιλάω, λέω πράγματα που ξεπηδούν απ’ το μυαλό μου χωρίς να τα ’χω σκεφτεί πριν.

– Έχω τις ελπίδες μου σε κάτι.

– Στην ήττα;

– Όχι. Σε κάτι περισσότερο.

– Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο. Μονάχα η νίκη. Που μπορεί να ’ναι και χειρότερη.

– Έλπιζα για πάρα πολύ καιρό στη νίκη.

– Κι εγώ το ίδιο.

– Τώρα πια δεν ξέρω.

– Πρέπει να συμβεί ή το ένα ή το άλλο.

– Δεν πιστεύω πια στη νίκη.

– Ούτ’ εγώ. Μα δεν πιστεύω και στην ήττα. Αν και μπορεί να ’ναι καλύτερη.

– Σε τι πιστεύεις τότε;

– Στον ύπνο, είπα.


 Ernest Hemingway (1899-1961)

(Μετάφραση: Ηρώ Κανακάκη, χ.χ., σ. 138-139 – Πρωτότυπο 1929)


Aναδημοσιεύτηκε από το προφίλ του ποιητή Θανάση Μαρκόπουλου

Μίμης Φωτόπουλος-Δύο ποιήματα




«αγαπημένη μου»


όταν μια μέρα θα με χάσης

μη με ζητάς στα γκρίζα σύννεφα

καθώς θα πέφτει η βροχή

και θα σκορπάνε στους ανέμους

τα κίτρινα του φθινοπώρου φύλλα.

Μήτε στο φως του φεγγαριού

τις ανοιξιάτικες βραδυές.

Και του χειμώνα

τις σταχτιές νυχτιές

μη με ζητάς

μέσα στις φλόγες του τζακιού.

Στις κατοικίες των πεθαμένων

τα καλοκαίρια 

μη με γυρέψης άδικα.

Αν με θελήσης

θα με βρης

μεσ' στων παιδιών μου την πνοή

και μεσ' στις λίμνες των ματιών τους.


...................................................................................................................................................................

[άτιτλο]

Κάθε τόσο που ερχόταν η άνοιξη

μούδινε την υπόσχεση πως θάρθης.

Στο περιβόλι τ' ουρανού

τ' αστέρια ανθισμένα

για σένα μού μιλούσαν.

Κι ήρθες απλή, γλυκειά

σαν τριανταφυλλένι' αυγή.

Στην καρδιά μου κρεμάστηκαν

χαρούμενες αχτίδες

ανοιξιάτικου ήλιου,

και γέμισε λες

υάκινθους

και άλικα ρόδα.

Μ' αυτά στολίζω

το σταρένιο καταρράχτη

των μαλλιών σου.

Ήρθες κι άπλωσες

σαν κλαδιά μυγδαλιάς

τα δυο σου χέρια

και μ' έβγαλες

στους φλογισμένους από παπαρούνες

κάμπους.

Στ' άδειο πεντάγραμμο της καρδιάς μου

τα μικρά σου δάχτυλα

γράψανε

το πιο τρυφερό τραγούδι του κόσμου

Καθώς έπεσ' η μορφή σου

στις νεκρές λίμνες των ματιών μου

ζωντάνεψε

χιλιάδες νούφαρα

Τα μάτια σου παράξενα

- σα νάκλεψαν τα όνειρα των άστρων -

με κύτταξαν

κι η καρδιά μου γέμισε γιασεμιά.

Με κύτταξαν

και με πήρανε τα σύννεφα της δύσης

- χρυσαφένιες γαλέρες -

και με ταξιδεύουν

στο γαλάζιο ατλαζένιο χάος.

Περπατήσαμε μαζί

και τα χλωμά φώτα των δρόμων

μας άγγιξαν παράξενα.

Καθώς ανηφορίζαμε,

τα δέντρα σκύψανε

να χαϊδέψουν τα μαλλιά σου.

Θα μπορούσα να περπατάω

αιώνες πλάι σου

και στ' αποτυπώματα των ποδιών μας

θ' άνθιζαν υάκινθοι.

Θα μπορούσα να στόλιζα

μ' άστρα τα μαλλιά σου.

Τώρα

με τη φλόγα που καίει εντός μου

στολίζω το στρώμα

που απλώνεις

τα κρίνα του κορμιού σου.


Μίμης Φωτόπουλος, ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΗΜΙΤΟΝΙΑ - ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ, Αθήνα 1960

Πηγή: http://ofisofi.blogspot.com/2014/10/blog-post_69.html

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Γιάννης Μπεράτης-Οδοιπορικό του '43 (απόσπασμα)

 



Ανασήκωσα ελάχιστα το κεφάλι μου, και στο μονο­πάτι, ψηλά, είδα ένα Γερμανό με το αυτόματο να σημαδεύει τους άλλους τέσσερις συντρόφους μου που ’χαν πέ­σει τόσο άτσαλα που ενώ νόμιζαν πως είναι κρυμμένοι με το κεφάλι κάτω και δεν αφορά αυτούς η σφυριξιά, παρουσιάζαν στα φόρα όλα τα πισινά τους ακριβώς απέ­ναντι στο σκοπευτή. Ήταν μια στιγμή, ένα δευτερόλε­πτο, να σου κοπεί η ανάσα — ξανασφύριξε — δεν κουνηθήκαν — έγερνε το κεφάλι του έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη — όταν ξεπετάχτηκα ξάφνου με σηκωμένα τα δυο χέρια και φώναξα — και κείνος ξαφνιασμένος γύρι­σε προς τα μένα το αυτόματο, κάνοντάς μου συγχρόνως βίαια νοήματα να προχωρήσω γρήγορα σ’ αυτόν.


Τώρα πίσω του ήταν κι άλλοι πολλοί Γερμανοί που μας βάζανε όλοι τους στο σημάδι και σε κάθε παραπάτημα ή πέσιμό μας που κατεβάζαμε αναγκαστικώς τα χέρια για να συγκρατηθούμε, αγριεύανε και φοβερίζανε, όλοι μαζί, να μας την ανάψουν αμέσως.



Πλησιάσαμε έτσι με σηκωμένα χέρια ως ακριβώς από κάτω τους. Και τότε ξετυλίχτηκε μια απολύτως εβραίικη σκηνή που ποτέ μου δε θα τη ξεχάσω. Οι Εβραίοι κλαίγανε, τρέμανε σύγκορμοι, σπαρταρούσαν σαν ψάρια. Είχανε αγκαλιαστεί κι οι τρεις τους, είχανε κολλήσει τα πρόσωπά τους το ’να δίπλα στ’ άλλο, αλληλοφιλιόντουσαν υστερικά και δείχνοντας ό ένας τον άλ­λον, πότε ψελλίζανε, πότε τσιρίζανε με σακατεμένες φω­νές: «Famiglia! Famiglia! Commerçants! Malades!» [Οικογένεια! Έμποροι! Άρρωστοι!], ενώ με το ελεύθερο χέρι τους όλο και γαντζωνόντουσαν στις βα­ριές σκονισμένες μπότες του υπαξιωματικού που ορθω­νόταν αλύγιστος, μονοκόμματος, πάνωθέ τους. Ο σύν­τροφός μου κι εγώ βγάζαμε βιαστικά τα χαρτιά μας, δεί­χναμε άδειες, ταυτότητες, μιλούσαμε γρήγορα γαλλικά, ιταλικά, εγγλέζικα, επιμέναμε να μας ψάξουνε για να δουν πως δεν οπλοφορούμε, αναποδογυρίζαμε μόνοι μας τις τσέπες μας, κι επαναλαμβάναμε κι εμείς σ’ όλους τους τόνους: «Commerçants! Commerçants!»


Ξέρω κι εγώ τι συνέβη; Τους ζαλίσαμε; Η εμφάνισή μας τους παραπλάνησε; Η πολυγλωσσία μας δεν ταίρια­ζε ίσως στον τύπο τού Αντάρτη που είχαν φανταστεί; Η γυναίκα που είχαμε μαζί μας έπαιξε πάλι ρόλο; Το βέβαιο είναι πως πάντως αυτή τη στιγμή δεν επρόκειτο να μας εκτελέσουν, γιατί ο ανθυπασπιστής, ο ίδιος που είχε πρωτοσημαδέψει και σφυρίξει, αφού κοίταξε τα χαρτιά μας χωρίς φαίνεται να καταλαβαίνει τι λένε, μας τα έπέστρεψε λέγοντας: «Κομαντάντ, Κομαντάντ» και δίνοντάς μας να καταλάβουμε με νοήματα πως μόνο αυ­τός ο Κομαντάντ που θα ’ρχόταν τώρα απ’ τη Μουτσάρα ήταν αρμόδιος ν’ αποφασίσει για την τύχη μας.


Πλήθος Γερμανοί ανηφορίζανε από κει. Δεν είχαμε ποτέ μας φανταστεί πως ήταν τόσοι πολλοί, πως είχανε ξεκινήσει τόσοι πολλοί και με τέτοιο τέλειο οπλισμό για να χτυπήσουν μια χούφτα ανθρώπους που ήμαστε όλοι μας εμείς μαζί στο Βουλγαρέλι και όπου αλλού. Με βα­ριά πολυβόλα, με τεράστιους όλμους, με ορειβατικό πυ­ροβολικό και μ’ ένα σωρό άλλα όπλα που πρώτη φορά μου τα ’βλεπα. Κι όλα τα μουλάρια τους με τα πολεμο­φόδια — ολόκληρη σειρά κι αυτά — ήταν γερά, ψηλά, κατάμαυρα, καλοθρεμμένα και σα να μην είχαν κι αυτά καμιά κούραση. Αναθυμήθηκα τα πενιχρότατα, αγω­νιώδη μας μέσα και με κατέλαβε μια βαθύτατη πικρία. Τα δυο-τρία μας πολυβολάκια που παθαίναν κάθε τόσο εμπλοκές, το σκόρπιο λιανοντούφεκο, εκείνες τίς σκάρ­τες ιταλικές αραβίδες που δεν είχαν ποτέ τους ευθυβο­λία, κι εκείνους τους μερικούς σκόρπιους ολμίσκους μας που στηρίζαμε τόσες ελπίδες πάνω σ’ αυτούς. Τα ταλανι­σμένα χαμηλόσωμα μουλαράκια μας που δεν τρώγαν πο­τέ τού χορτασμού τους, τους Αντάρτες μας με τις παιδε­μένες μαυριδερές μορφές τους, τους κουρελιασμένους, τους βρώμικους, χωρίς καττύματα για τις διαλυμένες αρβύλες τους, ξυπόλητους πολλές φορές, ή που τυλίγανε τα ματωμένα πόδια τους, σαν με γουρουνοτσάρουχα, με τα δέρματα απ’ τις γίδες που σφάζαμε κάπου-κάπου για να τρώμε. Τούτοι δω ήταν όλοι τους, μα όλοι τους ανεξαιρέτως, νέοι, ψηλοί, εύρωστοι, ξανθοί, εφοδιασμένοι με ό,τι ήταν δυνατόν να τους χρειαστεί: για τη μάχη, για την πορεία, για το κρύο, για τη βροχή, και για να ζήσουν έστω και μόνοι τους, σαν ξέχωρη ομάδα, όσον και­ρό θελήσουνε.


Καθώς όλο περνούσαν από μπροστά μας, που περι­μέναμε ακίνητοι στο πλάι του δρόμου, όλοι τους μας κοιτάζανε εξεταστικά ή γελούσανε κοροϊδευτικά δείχνοντάς μας ο ένας στον άλλονε, λέγοντας κάτι λόγια που δεν τα καταλαβαίναμε, μα που οπωσδήποτε θα ’ταν σαν το: «Έ! το φιλαράκο! Τώρα θα χορέψεις καλά!»


Ήρθε ο «Κομαντάντ». Ήταν ένας νέος υπολοχαγός καμιά εικοσιπενταριά ετών. Ήξερε κάπως γαλλικά. Άκουσε την τυποποιημένη πια ιστορία μας για Άρτα, κοίταξε τα χαρτιά μας, μας τα επέστρεψε. Κρεμόμαστε από τα χείλη του. «Πολύ καλά», είπε. «Ακολουθήστε». Μπήκαμε κι εμείς μες στη φάλαγγα κι αρχίσαμε να περπατάμε. Πού πηγαίναμε; Τί θα μας κάνανε; Όλα ήταν κάπως σαν ένα όνειρο.


Ήτανε πιά δειλινό όταν φτάσαμε στο Γαρδίκι. Πί­σω μας υψωνόντουσαν οι άσπροι καπνοί απ’ τη φωτιά που είχαν βάλει στη Μουτσάρα. Κι εδώ δεν υπήρχε ψυ­χή. Οι Γερμανοί, με κλωτσιές και με τους υποκόπανους, αρχίσανε να σπάνε όλες τις πόρτες. με μεγάλη φασαρία συγκεντρώναν όλα τα υποζύγιά τους στην πλακοστρωμέ­νη πλατεία με τα πλατάνια και τις πέτρινες κρήνες και τα ξεφορτώνανε. Ήτανε ολόκληρα δυο τάγματα. Κά­ποιος που ήξερε λίγα εγγλέζικα ήρθε και μου ’πε να περιμένουμε. Μετά, ήταν σα να μας παρατήσανε και να μη μας προσέχει κανείς. Δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε απ’ τη θέση μας. Περιμέναμε. Η ώρα περνούσε. Στο τέ­λος, αποσταμένοι, καθίσαμε, ο ένας δίπλα στον άλλονε, πάνω σ’ ένα πέτρινο πεζούλι. Δεν μιλούσαμε. Τι να πού­με αφού όλοι μας το ίδιο σκεφτόμαστε; Άξαφνα μες στο σύθαμπο είδαμε να φέρνουν τον Κώστα τον χωροφύλα­κα που τον θεωρούσαμε σκοτωμένο. Τον παρατήσανε μπροστά μας και φύγανε. Τραβήχτηκα και του ’κανα θέ­ση να καθίσει δίπλα μου. «Τι θα γίνουμε;» ρώτησε ο Κώ­στας. Κανένας δεν απάντησε. «Το αυτόματο σ’ το βρή­καν;» ρώτησα. «Μου το βρήκαν», απάντησε. «Τώρα θα μας σκοτώσουν όλους».


— Μπά, είπα (έτσι για να πω κάτι), αφού δε μας σκότωσαν απ’ την άρχή …


Κι εσύ μωρέ Κώστα, τί το ήθελες! Τόσες και τόσες φορές σ’ το είπαμε να το πετάξεις και να πάει στο διάολο…


Ήθελα να το πάω στο χωριό μου, έλεγε ο Κώστας με κατεβασμένο κεφάλι και χτυπούσε με μια μικρή βεργούλα τις άκρες απ’ τις αρβύλες του. Πιο πέρα η γυναί­κα του Καραμάνη, μην μπορώντας να συγκρατηθεΐ άλλο, έκλαιγε ένα μουλωχτό νευρικό κλάμα, ακουμπισμένη πά­νω στον ώμο του αντρός της. «Σώπα αγάπη μου», της έλεγε κείνος, «σώπα αγάπη μου». Την αγαπούσε φαίνε­ται πολύ.


Οι Γερμανοί πετούσαν πολλές φωτοβολίδες που άξαφνα φωτίζαν σαν μέρα και πάλι μας πλάκωνε το σκοτάδι. Συνεννογιόντουσαν, φαίνεται, με τίποτα άλλα τμήματά τους γιατί πίσω απ’ το βουνό παρουσιαζόταν κι από κει κάθε τόσο μια μεγάλη λάμψη. Κάπου γύρω ο όλμος πάλι δούλευε γερά.


Κάποιος στάθηκε μπροστά μας κι έκανε νόημα του Κώστα να σηκωθεί. Σηκώθηκε αργά, ακουμπώντας τα δυο του χέρια στα γόνατά του, σα να ’βαζε δύναμη για να σηκωθεί.


«Πάω να με σκοτώσουν», γύρισε και μού ’πε.


«Μη λες κουταμάρες!» του φώναξα άξαφνα.


Στρίψανε το δρομάκι, μα τους έβλεπα. Ο Κώστας τράβαγε μπροστά, ο άλλος πίσω του. Σε μερικά βήματα έβγαλε αργά το περίστροφό του και σχεδόν «εξ επαφής» τον πυροβόλησε στο σβέρκο. Ο Κώστας έπεσε μπρούμυ­τα. Τώρα η σειρά μου, είπα.


Μα ήρθανε κάτι άλλοι και μας είπανε να σηκωθούμε όλοι μαζί. Θυμάμαι πως περπάταγα, χωρίς να το θέλω, κορδωμένος, κι οι κινήσεις μου ήτανε κινήσεις νευρόσπαστου. Μα γυρίζαμε και ξαναγυρίζαμε δρομάκια, ανεβαίναμε σκαλιά, φτάσαμε μπροστά σε μια πόρτα. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι και μας μπάσαν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Κάποιο φως μισόφεγγε απ’ τη δίπλα κάμαρα. Και τα δυο παράθυρά μας είχανε σιδερένια κάγκελα. Μέναμε ορθοί στο σκοτάδι, και μετά μας φέρανε μια λάμπα. Είχαμε κυριολεχτικά χάσει το μπούσουλα και δεν ξέραμε τί σήμαιναν όλ’ αυτά.


Σε λίγο ήρθε ο υπολοχαγός, χωρίς πηλήκιο και με ξεκούμπωτο γιακά. Κάπνιζε και μας πρόσφερε τσιγάρο. Δεν είπε τίποτα συγκεκριμένως για τον Κώστα, μα έτσι γενικά μίλησε πως είναι διαταγή όποιον βρουν να οπλοφορεί να τον σκοτώνουν επί τόπου. Προτού φτάσουνε στο χωριό που μας βρήκανε συναντήσανε κάποιο γερο­βοσκό. Του φωνάξανε αν οπλοφορεί και κείνος το αρνήθηκε. Μα όταν του κάνανε έρευνα βρήκαν επάνω του ένα μεγάλο περίστροφο. Τι το ’θελε το περίστροφο γέρος άνθρωπος αυτός; Αναγκαστήκαμε να τον εκτελέσουμε. Βλέπετε, η διαταγή είναι διαταγή.


Βέβαια, είπαμε. Η διαταγή είναι διαταγή.


Για μας πάντως θ’ αποφασίσει ο ανώτερός τους, ο Γενικός τους Κομαντάντ. Η περίπτωσή μας, βέβαια, είναι απλή όπως λέμε — μα πάντως είναι και τούτο το μπέρδεμα που βρεθήκαμε τέτοιες ώρες εδώ πάνω. Μας εύχεται καλή τύχη. Ναι, είναι Βιεννέζος. Τον έχει κου­ράσει πια ο πόλεμος τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Δύο στον Καύκασο. Μετά στην Αλβανία για να ξεκαθαρί­σουνε τους Αντάρτες, και τώρα εδώ. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια έχει να δει τους δικούς του. Μα κι ο Γενικός τους Κομαντάντ είναι πολύ καλός άνθρωπος, Βιεννέζος κι αυτός. Είχε αρρωστήσει κι είχε μείνει στα Ιωάννινα, μα τώρα έγινε καλά και θα τον συναντήσουμε κάπου προς την Καλαμπάκα. Μας καληνυχτίζει τώρα. Το δικό του όνομα είναι Leebel — Rudolf Leebel. Μη τον ρωτάμε τίποτα παραπάνω. Μας είπε πως απ’ αυτόν δεν εξαρτάται τίποτε. Μας εύχεται πάλι καλή τύχη κι ελπίζει πως όλα θα πάνε καλά. Ελπίζει ακόμα πως θα βολευτούμε γι’ απόψε εδώ. Θα μας φέρουνε σκεπάσματα. Έχει δια­τάξει να μας φέρουνε και φαΐ. Επίσης θα ’ρθει ο νοσο­κόμος να επιδέσει τα τραύματά μας και ιδίως τα πόδια της κυρίας που ορισμένως γίνανε έτσι απ’ το πολύ περ­πάτημα. Πάντως να έχουμε ύπ’ όψη μας ότι η έγερση είναι στις 4 1/2 το πρωί, γιατί στις πέντε ξεκινάμε. Βιά­ζονται να επιστρέψουν στα Ιωάννινα, γι’ αυτό περπατά­νε όλη την ημέρα και δε σταματάνε παρά το βράδυ, όπου βρεθούνε.


Μας χαιρέτησε έναν έναν με χειραψία, έκανε μια μι­κρή υπόκλιση σαν έφτασε στην πόρτα — κι έφυγε, αφήνοντάς μας ακόμα πιο άναυδους από ποτέ.


Όλη τη νύχτα δε μπόρεσα να κοιμηθώ. Ο πυρετός με φλόγιζε. Αυτή η αβεβαιότητα για την τύχη μας ήτανε το χειρότερο μαρτύριο. Γιατί θα μας σέρνανε μαζί τους; Αν είχανε πιστέψει αυτά που διηγηθήκαμε, δεν έπρεπε να μας αφήσουν ελεύθερους αμέσως; Ώστε μας τραβού­σαν γι’ ανάκριση εξονυχιστική όπου όλα αυτά, τα αφελέστατα και τραγελαφικά συγχρόνως, που λέγαμε, δε θα μπορούσαν να σταθούν μια στιγμή. Και τότε μόνο τρεις προοπτικές υπήρχανε: εκτέλεση, κλείσιμο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ή όμηρος στη Γερμανία. Οπωσδήποτε, τρεις τρόποι θανάτου.


Πάντως πριν πέσουμε είχαμε αποφασίσει ψιθυριστά το κοινό παιχνίδι. Δεν έπρεπε κατ’ ούδένα λόγο να κάνουμε τους φοβισμένους. Ίσα-ίσα έπρεπε να κάνουμε τους αδιάφορους ή το πολύ-πολύ: σαν άνθρωποι που μέ­σα σ’ όλη την ειρηνική αθωότητά τους απορούν πώς τους συμβαίνουν αυτωνών κάτι τέτοια, και να δείχνουμε, έτσι, μια κεφάτη δυσφορία γι’ αυτή την εντελώς αναπάν­τεχη περιπέτεια που μας τραβάει πάλι (ύστερα απ’ ό,τι τραβήξαμε πριν τη σύλληψή μας) τόσο μακριά απ’ το δρόμο μας — κι εντελώς αδίκως, Θεέ μου! Αφού θα δουν και μόνοι τους πως όταν πάμε εκεί που θέλουνε να μας πάνε και δείξουμε τα χαρτιά μας, θα μας απολύσουνε αμέσως — ου! δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό το «αμέσως»!


Έτσι φερθήκαμε σ’ όλη την πορεία που άρχισε την άλλη μέρα στις πέντε το πρωί, κι ας μας τρώγαν από μέσα όλα τα φίδια. Από δω και κάτω δεν ξέρω να πω πως λεγόντουσαν όλα τα χωριά που περάσαμε, γιατί δεν συναντούσαμε κανένα Έλληνα για να μας πει τ’ όνομά τους. Και δεν ξέρω ακριβώς τι δρόμο ακολουθούσαμε για να πέσουμε στην Καλαμπάκα, μα προς το παρόν ήμαστε κλεισμένοι σε μια θάλασσα από βουνά (πάντα μια ψηλότερη κορφή θα σου ’κρύβε τον ορίζοντα) και με τους τεράστιους κύκλους που κάναμε για να παρακάμψουμε τις απρόσιτες χαράδρες, είχες την εντύπωση πως όλο γυρίζεις γύρω-γύρω, πάντα στο ίδιο μέρος, και πως δε θα συναντήσεις ποτέ μια δίοδο, ένα ξάνοιγμα που θα σ’ άφηνε να δεις από κάτω σου τον κάμπο, την ίσια γη.


Στην αρχή, σαν ξεκινούσαμε, μας παραδίναν σε μια διμοιρία και τους λέγανε, φαίνεται, να ’χουν το νου τους σε μάς. Με σφιγμένα δόντια προσπαθούσαμε να κρατή­σουμε το ίδιο βήμα και να μην πέσουμε, βραδυπορώντας, στο άλλο πλήθος του στρατού που ακολουθούσε. Τουλάχιστον με τούτους δω που κάπως μας ήταν πιά γνωστά τα πρόσωπά τους, είχαμε την ελπίδα πως αφού μας παραδώσανε σ’ αυτούς, το βράδυ θα ’πρεπε κι εκεί­νοι να μας ξαναπαραδώσουν, όσους είμαστε κι όχι μειω­μένους, σε κανέναν άλλον αρμόδιο. Επί τέλους όλοι αυ­τοί οι άντρες αυτού του λόχου ξέρανε κάπως την ιστορία μας, ξέρανε τι έχει αποφασιστεί για την ώρα για μας, και το μπλέξιμο κι ανακάτωμά μας μες στις γραμμές τους δεν τους ξένιζε, ενώ κανείς δεν ξέρει ποτέ τι μπορεί να συμβεί με καινούργια πρόσωπα.


Μα παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, σ’ αυτή την κατάσταση που βρισκόμαστε, κι έχοντας και τη γυναίκα μαζί μας που όλα τα πόδια της ήτανε πια μια πληγή, με τα βαρυφορτωμένα γερμανικά μουλάρια που έπρεπε να πάρουν όλη τη φόρα τους για να καταφέρουν τον κοφτό ανήφορο και που κάθε τόσο σε συμπιέζανε, ασάλευτο, στους δίπλα βράχους του μονοπατιού και που μόλις παρά τρίχα δεν σε τσαλαπατάγανε ή δε σου δίνανε κα­μιά απότομη ξετιναξιά για τον από κάτω γκρεμνό, με τις φωνές και τις βλαστήμιες των ημιονηγών πως τους κό­βουμε το δρόμο, με τ’ αδιάκοπα σκουντήματα των βια­στικών στρατιωτών που θέλανε να προσπεράσουν και βρίζανε — παρ’ όλη τη λαχανιασμένη λαχτάρα μας, δεν ήταν δυνατόν να τα καταφέρουμε, όλο χάναμε απόσταση, όλο βρισκόμαστε πιο πίσω, σκόρπιοι, ανακατεμένοι μέσα σ’ άλλα άγνωστα τμήματα, στο κέφι και στη διάθε­ση του πρώτου τυχόντα.


Η αλήθεια είναι πως οι πιο πολλοί περνούσαν αδιάφοροι δίπλα σου, μα άλλοι, χωρίς να υπάρχει καν λόγος, σε σπρώχνανε, άλλοι βρίζανε, άλλοι σε ειρωνευόντουσαν και χαχανίζανε μπρος στο πρόσωπό σου.


«Α! Κομμουνίστ! Κομμουνίστ!», λέγανε και κουνά­γανε τα κεφάλια τους ή χαμογελάγανε έτσι που να σου δείχνουνε όλα τα σφιγμένα τους δόντια.


«Νο Κομμουνίστ», προσπαθούσες να δικαιολογη­θείς (και να ’σανε το ίδιο θα ’κάνες), μα τότε μια δυνατή καρπαζιά σ’ έριχνε στα δυο σου γόνατα, ενώ εκείνοι που είχαν πιά προχωρήσει γυρίζανε και σε κοιτάζανε σκα­σμένοι στα γέλια. Κι εσύ, που μισοανασηκωνόσουνα, προσπαθούσες να τους χαμογελάσεις για να δείξεις πως καταλαβαίνεις πολύ καλά πως όλο αυτό δεν ήτανε παρά ένα αστείο.


Μπαίναμε στα χωριά που ’ταν παντέρημα από ανθρώπους. Οι Γερμανοί στην αρχή σπάγανε όλες τις πόρτες και ψάχνανε τα σπίτια. Μετά ήταν το μεγάλο γλέντι τους. Αν δεν ήξερες, θα ’λεγες πως είναι μάχη. Κι ανάμεσα απ’ τις εκπυρσοκροτήσεις από ντουφέκια και αυτόματα, άκουγες κακαρίσματα, βελάσματα, σπαραχτικά γρυλίσματα γουρουνιών, αργόσυρτα βαριά μουκανίσματα — όλα μαζί σ’ έναν τόνο πανικού και πόνου. Τους ερέθιζε και τους διασκέδαζε πολύ αυτό το εκ του ασφαλούς κυνήγι, όταν όλοι μαζί γύρω-γύρω από έναν ξύλινο φράχτη ρίχνανε σ’ ό,τι ζωντανά βρισκόντουσαν μέσα. Κι ύστερα, όταν είχαν πιά τελειώσει, ρίχνανε και σε κανένα κακόμοιρο σκίουρο πάνω στο έλατο — κι αφού τον περιεργαζόντουσαν για λίγες στιγμές (έτσι με τη σακατεμένη μικρή μουσούδα του που αιμόσταζε), μην ξέροντας πιά τι να τον κάνουνε, τον αρπάζανε απ’ την φουντωτή ουρά και τον τινάζανε σβουριχτά στον αέρα.


Όλα τα σκοτωμένα ζωντανά τα κουβαλούσανε αγκαλιές, κι αφού τα ξεκοιλιάζανε στην πλακοστρωμένη πλατεία του χωριού, κοντά στις βρύσες, ρίχνανε μέσα σε κάτι μεγάλους κουβάδες όλα τα σπλάχνα μαζί που ακό­μα αχνίζανε, και μετά όλ’ αυτά: κοτόπουλα, κοκόρους, πάπιες, χήνες, γουρούνια, γουρουνόπουλα, αρνάκια, μοσχάρια, βόδια, τα φορτώνανε σε κάτι ειδικά μουλάρια και τα παίρνανε μαζί τους. Όταν φεύγαμε απ’ το χωριό δεν έμενε ούτε μια ζωντανή ψυχή πίσω μας. Περίπου μετά μισή ώρα, εμείς που περπατάγαμε κάπως στη μέση της φάλαγγας, βλέπαμε και τους καπνούς απ’ τη φωτιά που είχαν βάλει στο χωριό τα τελευταία ειδικά τμήματα της οπισθοφυλακής. Με μια χημική άσπρη σκόνη πα­σπαλίζανε τα πάντα, κι αρκούσε ένας πυροβολισμός για να τα κάνει να καίγονται όλα μαζί: δέντρα, σπίτια, χω­ράφια, σα λαμπάδα.


Η μεγάλη τους λιχουδιά ήταν το μέλι. Όλα αυτά τα χωριά που περνούσαμε είχανε μεγάλη, φαίνεται, μελισσοτροφία. Με χοντρές πέτρες αναποδογυρίζανε από μα­κριά τις κυψέλες. Το μελίσσι, βουΐζοντας, σηκωνότανε κι έφευγε. Τότε με αλαλαγμούς και με αφάνταστο σκουντίδι ριχνόντουσαν στις κερήθρες διαλέγοντας τις πιο ξανθές, τις πιο τρυφερές και ποδοπατώντας περιφρονη­τικά όλες τις κάπως πιο σκούρες. Ήταν τέτοια αφθονία από κερήθρες, που τις στοιβάζανε όλες μαζί σε μια γω­νιά, ώστε να μας αφήνουν κι εμάς να παίρνουμε όσες θέ­λουμε. Κι ενώ μερικά τμήματα ανάβαν φωτιές για να γε­μίσουνε όσες καραβάνες και παγούρια περισσεύανε με λιωμένο μέλι, που θα το παίρνανε πιά μαζί τους αυτό, άλλα αρχίζανε εκείνη εκεί τη δουλειά που πάντα μου ’σφιγγε την καρδιά σα να παρευρίσκουμαι σε τυμβωρυχία.


Με μεγάλα σιδερένια κοντάρια βυθομετρούσανε το έδαφος μες στους κήπους και μες στις αυλές δίπλα στα σπίτια. Ξέρανε καλά, φαίνεται, πως οι δύσμοιροι χωριάτες δεν ήταν δυνατόν να πάρουν μαζί τους πάνω στις κορφές όλο το βιος τους και πως κάπου θα το ’χανε θά­ψει. Ψάχνανε ώρες με μια αφάνταστη υπομονή, με μεθοδικότητα, με πειθαρχία. Μα στο τέλος δεν τους ξέφευγε σχεδόν ποτέ η κρύπτη. Τότε με φωνές και με γέλια ξε­σκεπαζότανε ο μεγάλος ορθογώνιος λάκκος που είχαν κάνει οι χωρικοί και που τον είχαν σκεπάσει βαθιά με τάβλες και πάλι με χώμα. Καλαμπόκια, στάρια, όσπρια ερχόντουσαν τότε στο φως. Πιθάρια και ντενεκέδες με βούτυρα. Σακιά που μέσα τους ήτανε στοιβαγμένα κεφα­λοτύρια και κασέρια, νταμετζάνες με τσίπουρο, λάδι ή κρασί. Παίρνανε ό,τι θέλανε, ό,τι τους άρεσε ή ό,τι μπο­ρούσε να κουβαληθεί, και τ’ άλλα, με φτιάρια, τα σκορ­πούσανε, τα λιχνίζανε, στον αέρα, για να πέσουν όλα στην επιφάνεια της γης και να μη μείνει τίποτε άκαφτο σαν θα βάζανε φωτιά στο χωριό.


Γιάννης Μπεράτης (1904-1968)

Οδοιπορικό του 43

Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/2020/02/09/mperatis/

Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου (α' εκδοση 1945), απόσπασμα



   Μόλις γίνεται ησυχία, ο διοικητής συνεχίζει το προσκλητήριο του θανάτου. Βιάζεται να τελειώσει μιαν ωρ' αρχύτερα. Δεν σταματά πια. Δεν περιμένει. Το πήρε απόφαση πως νικήθηκε. Το χώνεψε πως κάθε "παρών"! είναι και μια μαχαιριά που δεν είναι δυνατό να αποφύγει. Και μοιάζει με το φίδι που το πήρε απόφαση πως δε γλυτώνει και ηρέμησε, δε μετακινιέται δεν ταράζεται. Κολυμπά στον πόνο, στον εξευτελισμό, στην ήττα και περιμένει. Περιμένει κάπως ησυχασμένο, γιατί έτσι πονά λιγότερο.

   Ένα είναι βέβαιο. Πως τους καταλόγους των εκτελέσεων τους ετοιμάζουν σ' ένα γραφείο της Μέρλιν κάποιοι ψυχροί και αδιάφοροι ρομπότ, που μήδε τον Φίσερ συλλογίζονται, μήδε τα ονόματα που καταγράφουν. Βιάζονται να τελειώσουν να φύγουν. Για να πάνε στα γλέντια τους.

  Ο διοικητής του Χαϊδαρίου δεν έχει κανένα δικαίωμα ν' αλλοιώσει τη σύνθεση του καταλόγου. Το μόνο που μπορεί είναι ν' αντικαταστήσει έναν ορισμένο αριθμό ονομάτων με άλλα, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας και του Στρατοπέδου.

  Αυτός είναι ο λόγος που έγινε το φοβερό λάθος χωρίς να τ' αντιληφθεί.

  Συμβαίνει, καμιά φορά, να κουρντίζεις αφηρημένος το ρολόι σου. Το κουρντιστήρι, καθώς τριζοβολά, γυρίζοντας ευχάριστα την παιδική ακοή. Σου θυμίζει τα παιδικά παιχνίδια. Κι αφηρημένος, χωρίς να δώσει σημασία στην υποσυνείδητη αυτή μεγάλη λειτουργία, συνεχίζεις και νομίζεις πως μόνο με τις σοβαρές έννοιες της επιφάνειας ασχολείσαι.

  Σε μια στροφή, όμοια με τις άλλες, νιώθες την αφή σου να ξαφνιάζεται. Η ακοή του παιδιού τρελλαίνεται από τη χαρά και  η ακοή του μεγάλου τρομάζει. Ένα μπέρδεμα μέσα σου παιδιού και μεγάλου, αισθήσεων του μωρού και αισθήσεων του ανθρώπου της ανάγκης, ένας έντονος φόβος και μια ασυγκράτητη χαρά, όλα μπερδεύονται, ανακατεύονται, σε συνερίζονται κι όλα παρακολουθούν το σεισμό που γίνεται μέσα στο ρολόι με το απότομο σπάσιμο του ελατηρίου.

  Κι όταν κυριαρχήσει πια ο λογικός άνθρωπος, τότε γίνονται οι σκέψεις της καταστροφής, της επανόρθωσης, της βλάβης.

  Αλλά η περίπτωση του διοικητή και του λάθους  της Μέρλιν δεν έχουν σχέση μόνο ν' αυτά.

  Ο διοικητής επάνω στη βιάση του φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα. Κι ύστερα, χωρίς να υποψιασθεί τίποτ' ακόμη είπε και τ΄ όνομα.

  Ετοιμαζότανε να πεί συνέχεια, όπου ξαφνικά νιώθει το τσούξιμο. Την αποφασιστική μαχαιριά. Σε στιγμή που δεν περίμενε.

  Πλάι του ακούει δυο τακούνια να χτυπούνε προσοχή και μια φωνή θριάμβου ν ΄αντιλαλιέται σαν καμπάνα της ανάστασης στο άγριο τοπίο του Χαϊδαρίου.

  Γυρίζει και θωρεί το Ναπολέοντα μπροστά του, ακίνητο, έρημο, με το γέλιο του νικητή στο ελληνικό του πρόσωπο και με την Ελλάδα ολόκληρη στ' αστραφτερά μάτια του.

  Ο διοικητής τινάζεται, κάνει δυο βήματα πίσω, σηκώνει τ' αριστερό χέρι, τεντωμένο το μπράτσο μπρος και μαραμένη φούχτα να κρέμεται.

- Όχι. 'Οχι εσύ. Ναπολέων!

  Η φωνή βραχνή, γεμάτη τρόμο και κατάπληξη, ερχεται, λες, από βαθιά της ψυχής, από τις σκοτεινές περιοχές του φόβου.

  Είναι σαν να συναντήθηκε απότομα, σε μια ξαφνική στροφή του δρόμου, με τον αντίπαλο που απόφευγε όλη του τη ζωή να συγκρουστεί.

 " Όχι εσύ! Όχι εσύ, Ναπολέων!". Όμως κάθισε ήσυχος. Θα την δώσεις τη μάχη, θα κυλιστείς μαζί, μ' όλο το φασισμό και μ' όλους τους μεσαίωνες εδώ. Αυτή τη στιγμή, χωρίς, αναβολή και χωρίς έλεος. Το ύφος του Ναπολέοντα τα λέει αυτά. Η Ιστορία μας σβήνει ολόκληρη. Η Ιστορία μας ξαναγράφεται και αναθεωρείται. Από το προσκήνιό της υποχωρούν οι μεγάλες ώρες. Για να μπούνε οι Λαμπρές ώρες. Υποχωρούν οι μεγάλοι. Για να μπουν οι πιο μεγάλοι. Οι εποχές ανακατεύονται και η Ελληνική Ιστορία υψώνει μια καινούρια κολώνα κι ανοίγει μια σελίδα από φωτιά:


                                    ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ   

  

  Το Στρατόπεδο αναταράσσεται. Ως ετούτη τη στιγμή, αιτία της αναταραχής είναι η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή του "Παιδιού".  Ο Ναπολέων απαντά στο διοικητή. Κι όλα τ' αυτιά τεντωμένα κι αφουγκράζονται. Όσοι ξέρουν γερμανικά μεταφράζουνε την ίδια στιγμή τα λόγια του:

 -Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!...

  Το Στρατόπεδο ξεχνά τον κανονισμό, ξεχνά τη θέση του, ξεπερνά κάθε όριο πειθαρχίας και χειροκροτά σαν ηλεκτρισμένο την αποκάλυψη. Την κρυμμένη ψυχή της Ελλάδας που κάνει την παρουσία της. Οι Γερμανοί σαστίζουνε, κυττάζονται και, σα νευρόσπαστα, χτυπούνε τα τακούνια και στέκονται προσοχή. 

  Ο Ναπολέων γυρίζει προς το βοηθό του, τον Αθ.Μ., του παραδίνει τα κλειδιά των θαλάμων, τη σφυρίχτρα και το καρνέ με την κατάσταση του Στρατοπέδου.    

 - Θανάση, του λέει γυρίζοντάς τον προς τα μας, να μην ξεχάσεις ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες αγωνιστές. Έλληνες αιχμαλώτους. Μη μαλώσεις ποτέ τα "Παιδιά". Να είσαι πάντα καλός και μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τ' αποχαιρετώ.

  Τον αγκαλιάζει και τόνε φιλεί. Και βαθιά συγκινημένος προσθέτει: " Στα χέρια σου τους εμπιστεύομαι" Στάσου πάντα καλός. Έχε γειά!...

   Με βήμα στερεό, κεφάλι ψηλά, χωρίς καμιά βιάση, περνά το χώρο από την παράταξη τη δική μας, ως τη φάλαγγα των ηρώων, κάτω από τα  χειροκροτήματα της ίδιας της πατρίδας.

  Αυτή τη στιγμή η ψυχή της Ελλάδας εμίλησε. Μόνο αυτή τη στιγμή ενιώσαμε πως η ψυχή αυτή είχε διαλέξει τα δικά μας λημέρια να κουρνάσει και να φυλαχτεί, στα χρόνια του διωγμού και της σκλαβιάς.


Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017 [1945: εκδ. Καραβία, Αθήνα], σ.σ 182-185


Χρυσόστομος Μητροπάνος-Κίνησε ο Γιάννος κίνησε


 

Σοφία Βέμπο - Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου - 1946


 Ποιος το περίμενε στ' αλήθεια,

να βγουν ψευτιές και παραμύθια

και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,

που μας τα 'λέγαν κάθε βράδι απ' τα Λονδίνα τους.


Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει,

δεν θα το βάλουμε μαράζι

και δεν θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,

γιατί δεν είν' πρώτη φορά που μας τη σκάσατε

και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε

και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε:


Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου

κι όσο μπορείς κρατήσου

και στα παλιά παπούτσια σου,

γράψε όσα λέν' οι εχθροί σου.


Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,

οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,

κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,

γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.


Σε κάθε χιονισμένη ράχη,

σαν πολεμούσαμε μονάχοι,

όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε

και μεσ' στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε.


Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα,

η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα,

ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχάσαμε,

να μας καθήσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε.


Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα

και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ' ένα στόμα:


Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου

κι όσο μπορείς κρατήσου

και στα παλιά παπούτσια σου,

γράψε όσα λέν' οι εχθροί σου.


Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,

οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,

κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,

γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις».


Σημειώσεις:

1. Το τραγούδι αποτυπώνει ανάγλυφα τη δόλια στάση των συμμάχων κατά της Ελλάδας. Για μια ακόμα φορά στην Ιστορία φάνηκε περίτρανα πως όλοι αυτοί οι ξένοι (κυρίως οι Αγγλοσάξωνες) είναι όλο υποσχέσεις και μάθανε μόνο να παίρνουν και όχι να δίνουν.

2. Ο Τσώρτσιλ, μετά τις απίστευτες νίκες του περήφανου Ελληνικού Στρατού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, έλεγε από το Λονδίνο: «Κάποτε λέγαμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν Ήρωες, τώρα θα λέμε πως οι Ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!». Φαίνεται όμως πως τότε είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του!!

3. Τραγουδήθηκε μετά την απελευθέρωση στο θέατρο «ΚΕΝΤΡΙΚΟ», στην ομώνυμη επιθεώρηση.

Βαμβακάρης-Χατζηχρήστος-Το όνειρο του Μπενίτο


 Συνθέτης  Περιστέρης   Έτος ηχογρ. 1941  

Στο χαβά του «Αντώνη του βαρκάρη». 


Ο Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος, είδ' όνειρ' ο καημένος,


πως βρισκόταν στην Αθήνα σε μια φίνα λιμουζίνα.



Μα σα ξύπνησε και ρίχνει ένα βλέμμα, είπε κρίμα να' ναι ψέμμα,


ένα τέτοιο μεγαλείο, βρε παιδιά δεν είν' αστείο.



Φέρτε πένα διατάζει και μελάνι, τηλεσίγραφο μας κάνει,


μα του λέμε εν τω άμα, αν βαστάς κάνε το τάμα.



Δεν περάσανε παρά ολίγες μέρες κι οι θαυματουργές μας σφαίρες,


το τσαρούχι κι η αρβύλα κάνουν στο Μπενίτο νίλα.



Βρε Μπενίτο μη θαρρείς για μακαρόνια τα ελληνικά κανόνια,


τα 'χουν χέρια δοξασμένα παληκάρια αντρειωμένα.

Βαμβακάρης-Χατζηχρήστος-Μουσολίνι άλλαξε γνώμη


Συνθέτης   Βαμβακάρης Έτος ηχογρ.  1941 

Βρε γρουσούζη Μουσουλίνι

πού 'ν' τα τόσα μεγαλεία

Πού 'ταζες κάθε λιγάκι

στην καημένη Ιταλία


Την ετάραξες στην πείνα

κι είναι πια ξελιγωμένη

Μοναχά η δική σου τσέπη

είναι παραφουσκωμένη


Τα καημένα τα παιδιά της

δεν τολμούν να πούν κουβέντα

τους εράψατε το στόμα

συ ο Τζιάνος και η Έλντα


Μουσουλίνι άλλαξε γνώμη

έλα πια στα σύγκαλά σου

γιατί έφτασε η ώρα

να τινάξεις τα μυαλά σου


 

Μάρκος Βαμβακάρης-Χρόνια στον Περαία


 Ζεϊμπέκικο του Μάρκου που το ερμηνεύει  ο ίδιος με τη Ρόζα Εσκενάζυ. Πρόκειται για αυτοβιογραφικό τραγούδι και αν και μεταπολεμικό, ηχογραφήθηκε το 1946, έχει κλίμα και θέμα προπολεμικό. 


Χρόνια μες στην Τρούμπα μαγκίτης κι αλανιάρης

φρόντισε να μάθεις κι ύστερα να με πάρεις

φρόντισε να μάθεις κι ύστερα να με πάρεις

χρόνια στον Περαία μαγκίτης κι αλανιάρης

είμαι παιδάκι έξυπνο, παίζω και μπουζουκάκι

όλος ο κόσμος μ' αγαπάει γιατί είμαι Συριανάκι

όλος ο κόσμος μ' αγαπάει γιατί είμαι Συριανάκι

είμαι παιδάκι έξυπνο, παίζω και μπουζουκάκι

στην πιάτσα που μεγάλωσα όλοι μ' έχουν θαυμάξει

γιατί είμαι μάγκας έξυπνος και σ' όλα μου εντάξει

γιατί είμαι μάγκας έξυπνος και σ' όλα μου εντάξει

στην πιάτσα που μεγάλωσα όλοι μ' έχουν θαυμάξει

οι μάγκες με προσέχουνε κι όλοι με λογαριάζουν

όταν με βλέπουν κι έρχουμαι, μαζί μου νταλγκαδιάζουν

όταν με βλέπουν κι έρχομαι, μαζί μου νταλγκαδιάζουν

οι μάγκες με προσέχουνε κι όλοι με λογαριάζουν