Ανασήκωσα ελάχιστα το κεφάλι μου, και στο μονοπάτι, ψηλά, είδα ένα Γερμανό με το αυτόματο να σημαδεύει τους άλλους τέσσερις συντρόφους μου που ’χαν πέσει τόσο άτσαλα που ενώ νόμιζαν πως είναι κρυμμένοι με το κεφάλι κάτω και δεν αφορά αυτούς η σφυριξιά, παρουσιάζαν στα φόρα όλα τα πισινά τους ακριβώς απέναντι στο σκοπευτή. Ήταν μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, να σου κοπεί η ανάσα — ξανασφύριξε — δεν κουνηθήκαν — έγερνε το κεφάλι του έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη — όταν ξεπετάχτηκα ξάφνου με σηκωμένα τα δυο χέρια και φώναξα — και κείνος ξαφνιασμένος γύρισε προς τα μένα το αυτόματο, κάνοντάς μου συγχρόνως βίαια νοήματα να προχωρήσω γρήγορα σ’ αυτόν.
Τώρα πίσω του ήταν κι άλλοι πολλοί Γερμανοί που μας βάζανε όλοι τους στο σημάδι και σε κάθε παραπάτημα ή πέσιμό μας που κατεβάζαμε αναγκαστικώς τα χέρια για να συγκρατηθούμε, αγριεύανε και φοβερίζανε, όλοι μαζί, να μας την ανάψουν αμέσως.
Πλησιάσαμε έτσι με σηκωμένα χέρια ως ακριβώς από κάτω τους. Και τότε ξετυλίχτηκε μια απολύτως εβραίικη σκηνή που ποτέ μου δε θα τη ξεχάσω. Οι Εβραίοι κλαίγανε, τρέμανε σύγκορμοι, σπαρταρούσαν σαν ψάρια. Είχανε αγκαλιαστεί κι οι τρεις τους, είχανε κολλήσει τα πρόσωπά τους το ’να δίπλα στ’ άλλο, αλληλοφιλιόντουσαν υστερικά και δείχνοντας ό ένας τον άλλον, πότε ψελλίζανε, πότε τσιρίζανε με σακατεμένες φωνές: «Famiglia! Famiglia! Commerçants! Malades!» [Οικογένεια! Έμποροι! Άρρωστοι!], ενώ με το ελεύθερο χέρι τους όλο και γαντζωνόντουσαν στις βαριές σκονισμένες μπότες του υπαξιωματικού που ορθωνόταν αλύγιστος, μονοκόμματος, πάνωθέ τους. Ο σύντροφός μου κι εγώ βγάζαμε βιαστικά τα χαρτιά μας, δείχναμε άδειες, ταυτότητες, μιλούσαμε γρήγορα γαλλικά, ιταλικά, εγγλέζικα, επιμέναμε να μας ψάξουνε για να δουν πως δεν οπλοφορούμε, αναποδογυρίζαμε μόνοι μας τις τσέπες μας, κι επαναλαμβάναμε κι εμείς σ’ όλους τους τόνους: «Commerçants! Commerçants!»
Ξέρω κι εγώ τι συνέβη; Τους ζαλίσαμε; Η εμφάνισή μας τους παραπλάνησε; Η πολυγλωσσία μας δεν ταίριαζε ίσως στον τύπο τού Αντάρτη που είχαν φανταστεί; Η γυναίκα που είχαμε μαζί μας έπαιξε πάλι ρόλο; Το βέβαιο είναι πως πάντως αυτή τη στιγμή δεν επρόκειτο να μας εκτελέσουν, γιατί ο ανθυπασπιστής, ο ίδιος που είχε πρωτοσημαδέψει και σφυρίξει, αφού κοίταξε τα χαρτιά μας χωρίς φαίνεται να καταλαβαίνει τι λένε, μας τα έπέστρεψε λέγοντας: «Κομαντάντ, Κομαντάντ» και δίνοντάς μας να καταλάβουμε με νοήματα πως μόνο αυτός ο Κομαντάντ που θα ’ρχόταν τώρα απ’ τη Μουτσάρα ήταν αρμόδιος ν’ αποφασίσει για την τύχη μας.
Πλήθος Γερμανοί ανηφορίζανε από κει. Δεν είχαμε ποτέ μας φανταστεί πως ήταν τόσοι πολλοί, πως είχανε ξεκινήσει τόσοι πολλοί και με τέτοιο τέλειο οπλισμό για να χτυπήσουν μια χούφτα ανθρώπους που ήμαστε όλοι μας εμείς μαζί στο Βουλγαρέλι και όπου αλλού. Με βαριά πολυβόλα, με τεράστιους όλμους, με ορειβατικό πυροβολικό και μ’ ένα σωρό άλλα όπλα που πρώτη φορά μου τα ’βλεπα. Κι όλα τα μουλάρια τους με τα πολεμοφόδια — ολόκληρη σειρά κι αυτά — ήταν γερά, ψηλά, κατάμαυρα, καλοθρεμμένα και σα να μην είχαν κι αυτά καμιά κούραση. Αναθυμήθηκα τα πενιχρότατα, αγωνιώδη μας μέσα και με κατέλαβε μια βαθύτατη πικρία. Τα δυο-τρία μας πολυβολάκια που παθαίναν κάθε τόσο εμπλοκές, το σκόρπιο λιανοντούφεκο, εκείνες τίς σκάρτες ιταλικές αραβίδες που δεν είχαν ποτέ τους ευθυβολία, κι εκείνους τους μερικούς σκόρπιους ολμίσκους μας που στηρίζαμε τόσες ελπίδες πάνω σ’ αυτούς. Τα ταλανισμένα χαμηλόσωμα μουλαράκια μας που δεν τρώγαν ποτέ τού χορτασμού τους, τους Αντάρτες μας με τις παιδεμένες μαυριδερές μορφές τους, τους κουρελιασμένους, τους βρώμικους, χωρίς καττύματα για τις διαλυμένες αρβύλες τους, ξυπόλητους πολλές φορές, ή που τυλίγανε τα ματωμένα πόδια τους, σαν με γουρουνοτσάρουχα, με τα δέρματα απ’ τις γίδες που σφάζαμε κάπου-κάπου για να τρώμε. Τούτοι δω ήταν όλοι τους, μα όλοι τους ανεξαιρέτως, νέοι, ψηλοί, εύρωστοι, ξανθοί, εφοδιασμένοι με ό,τι ήταν δυνατόν να τους χρειαστεί: για τη μάχη, για την πορεία, για το κρύο, για τη βροχή, και για να ζήσουν έστω και μόνοι τους, σαν ξέχωρη ομάδα, όσον καιρό θελήσουνε.
Καθώς όλο περνούσαν από μπροστά μας, που περιμέναμε ακίνητοι στο πλάι του δρόμου, όλοι τους μας κοιτάζανε εξεταστικά ή γελούσανε κοροϊδευτικά δείχνοντάς μας ο ένας στον άλλονε, λέγοντας κάτι λόγια που δεν τα καταλαβαίναμε, μα που οπωσδήποτε θα ’ταν σαν το: «Έ! το φιλαράκο! Τώρα θα χορέψεις καλά!»
Ήρθε ο «Κομαντάντ». Ήταν ένας νέος υπολοχαγός καμιά εικοσιπενταριά ετών. Ήξερε κάπως γαλλικά. Άκουσε την τυποποιημένη πια ιστορία μας για Άρτα, κοίταξε τα χαρτιά μας, μας τα επέστρεψε. Κρεμόμαστε από τα χείλη του. «Πολύ καλά», είπε. «Ακολουθήστε». Μπήκαμε κι εμείς μες στη φάλαγγα κι αρχίσαμε να περπατάμε. Πού πηγαίναμε; Τί θα μας κάνανε; Όλα ήταν κάπως σαν ένα όνειρο.
Ήτανε πιά δειλινό όταν φτάσαμε στο Γαρδίκι. Πίσω μας υψωνόντουσαν οι άσπροι καπνοί απ’ τη φωτιά που είχαν βάλει στη Μουτσάρα. Κι εδώ δεν υπήρχε ψυχή. Οι Γερμανοί, με κλωτσιές και με τους υποκόπανους, αρχίσανε να σπάνε όλες τις πόρτες. με μεγάλη φασαρία συγκεντρώναν όλα τα υποζύγιά τους στην πλακοστρωμένη πλατεία με τα πλατάνια και τις πέτρινες κρήνες και τα ξεφορτώνανε. Ήτανε ολόκληρα δυο τάγματα. Κάποιος που ήξερε λίγα εγγλέζικα ήρθε και μου ’πε να περιμένουμε. Μετά, ήταν σα να μας παρατήσανε και να μη μας προσέχει κανείς. Δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε απ’ τη θέση μας. Περιμέναμε. Η ώρα περνούσε. Στο τέλος, αποσταμένοι, καθίσαμε, ο ένας δίπλα στον άλλονε, πάνω σ’ ένα πέτρινο πεζούλι. Δεν μιλούσαμε. Τι να πούμε αφού όλοι μας το ίδιο σκεφτόμαστε; Άξαφνα μες στο σύθαμπο είδαμε να φέρνουν τον Κώστα τον χωροφύλακα που τον θεωρούσαμε σκοτωμένο. Τον παρατήσανε μπροστά μας και φύγανε. Τραβήχτηκα και του ’κανα θέση να καθίσει δίπλα μου. «Τι θα γίνουμε;» ρώτησε ο Κώστας. Κανένας δεν απάντησε. «Το αυτόματο σ’ το βρήκαν;» ρώτησα. «Μου το βρήκαν», απάντησε. «Τώρα θα μας σκοτώσουν όλους».
— Μπά, είπα (έτσι για να πω κάτι), αφού δε μας σκότωσαν απ’ την άρχή …
Κι εσύ μωρέ Κώστα, τί το ήθελες! Τόσες και τόσες φορές σ’ το είπαμε να το πετάξεις και να πάει στο διάολο…
Ήθελα να το πάω στο χωριό μου, έλεγε ο Κώστας με κατεβασμένο κεφάλι και χτυπούσε με μια μικρή βεργούλα τις άκρες απ’ τις αρβύλες του. Πιο πέρα η γυναίκα του Καραμάνη, μην μπορώντας να συγκρατηθεΐ άλλο, έκλαιγε ένα μουλωχτό νευρικό κλάμα, ακουμπισμένη πάνω στον ώμο του αντρός της. «Σώπα αγάπη μου», της έλεγε κείνος, «σώπα αγάπη μου». Την αγαπούσε φαίνεται πολύ.
Οι Γερμανοί πετούσαν πολλές φωτοβολίδες που άξαφνα φωτίζαν σαν μέρα και πάλι μας πλάκωνε το σκοτάδι. Συνεννογιόντουσαν, φαίνεται, με τίποτα άλλα τμήματά τους γιατί πίσω απ’ το βουνό παρουσιαζόταν κι από κει κάθε τόσο μια μεγάλη λάμψη. Κάπου γύρω ο όλμος πάλι δούλευε γερά.
Κάποιος στάθηκε μπροστά μας κι έκανε νόημα του Κώστα να σηκωθεί. Σηκώθηκε αργά, ακουμπώντας τα δυο του χέρια στα γόνατά του, σα να ’βαζε δύναμη για να σηκωθεί.
«Πάω να με σκοτώσουν», γύρισε και μού ’πε.
«Μη λες κουταμάρες!» του φώναξα άξαφνα.
Στρίψανε το δρομάκι, μα τους έβλεπα. Ο Κώστας τράβαγε μπροστά, ο άλλος πίσω του. Σε μερικά βήματα έβγαλε αργά το περίστροφό του και σχεδόν «εξ επαφής» τον πυροβόλησε στο σβέρκο. Ο Κώστας έπεσε μπρούμυτα. Τώρα η σειρά μου, είπα.
Μα ήρθανε κάτι άλλοι και μας είπανε να σηκωθούμε όλοι μαζί. Θυμάμαι πως περπάταγα, χωρίς να το θέλω, κορδωμένος, κι οι κινήσεις μου ήτανε κινήσεις νευρόσπαστου. Μα γυρίζαμε και ξαναγυρίζαμε δρομάκια, ανεβαίναμε σκαλιά, φτάσαμε μπροστά σε μια πόρτα. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι και μας μπάσαν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Κάποιο φως μισόφεγγε απ’ τη δίπλα κάμαρα. Και τα δυο παράθυρά μας είχανε σιδερένια κάγκελα. Μέναμε ορθοί στο σκοτάδι, και μετά μας φέρανε μια λάμπα. Είχαμε κυριολεχτικά χάσει το μπούσουλα και δεν ξέραμε τί σήμαιναν όλ’ αυτά.
Σε λίγο ήρθε ο υπολοχαγός, χωρίς πηλήκιο και με ξεκούμπωτο γιακά. Κάπνιζε και μας πρόσφερε τσιγάρο. Δεν είπε τίποτα συγκεκριμένως για τον Κώστα, μα έτσι γενικά μίλησε πως είναι διαταγή όποιον βρουν να οπλοφορεί να τον σκοτώνουν επί τόπου. Προτού φτάσουνε στο χωριό που μας βρήκανε συναντήσανε κάποιο γεροβοσκό. Του φωνάξανε αν οπλοφορεί και κείνος το αρνήθηκε. Μα όταν του κάνανε έρευνα βρήκαν επάνω του ένα μεγάλο περίστροφο. Τι το ’θελε το περίστροφο γέρος άνθρωπος αυτός; Αναγκαστήκαμε να τον εκτελέσουμε. Βλέπετε, η διαταγή είναι διαταγή.
Βέβαια, είπαμε. Η διαταγή είναι διαταγή.
Για μας πάντως θ’ αποφασίσει ο ανώτερός τους, ο Γενικός τους Κομαντάντ. Η περίπτωσή μας, βέβαια, είναι απλή όπως λέμε — μα πάντως είναι και τούτο το μπέρδεμα που βρεθήκαμε τέτοιες ώρες εδώ πάνω. Μας εύχεται καλή τύχη. Ναι, είναι Βιεννέζος. Τον έχει κουράσει πια ο πόλεμος τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Δύο στον Καύκασο. Μετά στην Αλβανία για να ξεκαθαρίσουνε τους Αντάρτες, και τώρα εδώ. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια έχει να δει τους δικούς του. Μα κι ο Γενικός τους Κομαντάντ είναι πολύ καλός άνθρωπος, Βιεννέζος κι αυτός. Είχε αρρωστήσει κι είχε μείνει στα Ιωάννινα, μα τώρα έγινε καλά και θα τον συναντήσουμε κάπου προς την Καλαμπάκα. Μας καληνυχτίζει τώρα. Το δικό του όνομα είναι Leebel — Rudolf Leebel. Μη τον ρωτάμε τίποτα παραπάνω. Μας είπε πως απ’ αυτόν δεν εξαρτάται τίποτε. Μας εύχεται πάλι καλή τύχη κι ελπίζει πως όλα θα πάνε καλά. Ελπίζει ακόμα πως θα βολευτούμε γι’ απόψε εδώ. Θα μας φέρουνε σκεπάσματα. Έχει διατάξει να μας φέρουνε και φαΐ. Επίσης θα ’ρθει ο νοσοκόμος να επιδέσει τα τραύματά μας και ιδίως τα πόδια της κυρίας που ορισμένως γίνανε έτσι απ’ το πολύ περπάτημα. Πάντως να έχουμε ύπ’ όψη μας ότι η έγερση είναι στις 4 1/2 το πρωί, γιατί στις πέντε ξεκινάμε. Βιάζονται να επιστρέψουν στα Ιωάννινα, γι’ αυτό περπατάνε όλη την ημέρα και δε σταματάνε παρά το βράδυ, όπου βρεθούνε.
Μας χαιρέτησε έναν έναν με χειραψία, έκανε μια μικρή υπόκλιση σαν έφτασε στην πόρτα — κι έφυγε, αφήνοντάς μας ακόμα πιο άναυδους από ποτέ.
Όλη τη νύχτα δε μπόρεσα να κοιμηθώ. Ο πυρετός με φλόγιζε. Αυτή η αβεβαιότητα για την τύχη μας ήτανε το χειρότερο μαρτύριο. Γιατί θα μας σέρνανε μαζί τους; Αν είχανε πιστέψει αυτά που διηγηθήκαμε, δεν έπρεπε να μας αφήσουν ελεύθερους αμέσως; Ώστε μας τραβούσαν γι’ ανάκριση εξονυχιστική όπου όλα αυτά, τα αφελέστατα και τραγελαφικά συγχρόνως, που λέγαμε, δε θα μπορούσαν να σταθούν μια στιγμή. Και τότε μόνο τρεις προοπτικές υπήρχανε: εκτέλεση, κλείσιμο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ή όμηρος στη Γερμανία. Οπωσδήποτε, τρεις τρόποι θανάτου.
Πάντως πριν πέσουμε είχαμε αποφασίσει ψιθυριστά το κοινό παιχνίδι. Δεν έπρεπε κατ’ ούδένα λόγο να κάνουμε τους φοβισμένους. Ίσα-ίσα έπρεπε να κάνουμε τους αδιάφορους ή το πολύ-πολύ: σαν άνθρωποι που μέσα σ’ όλη την ειρηνική αθωότητά τους απορούν πώς τους συμβαίνουν αυτωνών κάτι τέτοια, και να δείχνουμε, έτσι, μια κεφάτη δυσφορία γι’ αυτή την εντελώς αναπάντεχη περιπέτεια που μας τραβάει πάλι (ύστερα απ’ ό,τι τραβήξαμε πριν τη σύλληψή μας) τόσο μακριά απ’ το δρόμο μας — κι εντελώς αδίκως, Θεέ μου! Αφού θα δουν και μόνοι τους πως όταν πάμε εκεί που θέλουνε να μας πάνε και δείξουμε τα χαρτιά μας, θα μας απολύσουνε αμέσως — ου! δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό το «αμέσως»!
Έτσι φερθήκαμε σ’ όλη την πορεία που άρχισε την άλλη μέρα στις πέντε το πρωί, κι ας μας τρώγαν από μέσα όλα τα φίδια. Από δω και κάτω δεν ξέρω να πω πως λεγόντουσαν όλα τα χωριά που περάσαμε, γιατί δεν συναντούσαμε κανένα Έλληνα για να μας πει τ’ όνομά τους. Και δεν ξέρω ακριβώς τι δρόμο ακολουθούσαμε για να πέσουμε στην Καλαμπάκα, μα προς το παρόν ήμαστε κλεισμένοι σε μια θάλασσα από βουνά (πάντα μια ψηλότερη κορφή θα σου ’κρύβε τον ορίζοντα) και με τους τεράστιους κύκλους που κάναμε για να παρακάμψουμε τις απρόσιτες χαράδρες, είχες την εντύπωση πως όλο γυρίζεις γύρω-γύρω, πάντα στο ίδιο μέρος, και πως δε θα συναντήσεις ποτέ μια δίοδο, ένα ξάνοιγμα που θα σ’ άφηνε να δεις από κάτω σου τον κάμπο, την ίσια γη.
Στην αρχή, σαν ξεκινούσαμε, μας παραδίναν σε μια διμοιρία και τους λέγανε, φαίνεται, να ’χουν το νου τους σε μάς. Με σφιγμένα δόντια προσπαθούσαμε να κρατήσουμε το ίδιο βήμα και να μην πέσουμε, βραδυπορώντας, στο άλλο πλήθος του στρατού που ακολουθούσε. Τουλάχιστον με τούτους δω που κάπως μας ήταν πιά γνωστά τα πρόσωπά τους, είχαμε την ελπίδα πως αφού μας παραδώσανε σ’ αυτούς, το βράδυ θα ’πρεπε κι εκείνοι να μας ξαναπαραδώσουν, όσους είμαστε κι όχι μειωμένους, σε κανέναν άλλον αρμόδιο. Επί τέλους όλοι αυτοί οι άντρες αυτού του λόχου ξέρανε κάπως την ιστορία μας, ξέρανε τι έχει αποφασιστεί για την ώρα για μας, και το μπλέξιμο κι ανακάτωμά μας μες στις γραμμές τους δεν τους ξένιζε, ενώ κανείς δεν ξέρει ποτέ τι μπορεί να συμβεί με καινούργια πρόσωπα.
Μα παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, σ’ αυτή την κατάσταση που βρισκόμαστε, κι έχοντας και τη γυναίκα μαζί μας που όλα τα πόδια της ήτανε πια μια πληγή, με τα βαρυφορτωμένα γερμανικά μουλάρια που έπρεπε να πάρουν όλη τη φόρα τους για να καταφέρουν τον κοφτό ανήφορο και που κάθε τόσο σε συμπιέζανε, ασάλευτο, στους δίπλα βράχους του μονοπατιού και που μόλις παρά τρίχα δεν σε τσαλαπατάγανε ή δε σου δίνανε καμιά απότομη ξετιναξιά για τον από κάτω γκρεμνό, με τις φωνές και τις βλαστήμιες των ημιονηγών πως τους κόβουμε το δρόμο, με τ’ αδιάκοπα σκουντήματα των βιαστικών στρατιωτών που θέλανε να προσπεράσουν και βρίζανε — παρ’ όλη τη λαχανιασμένη λαχτάρα μας, δεν ήταν δυνατόν να τα καταφέρουμε, όλο χάναμε απόσταση, όλο βρισκόμαστε πιο πίσω, σκόρπιοι, ανακατεμένοι μέσα σ’ άλλα άγνωστα τμήματα, στο κέφι και στη διάθεση του πρώτου τυχόντα.
Η αλήθεια είναι πως οι πιο πολλοί περνούσαν αδιάφοροι δίπλα σου, μα άλλοι, χωρίς να υπάρχει καν λόγος, σε σπρώχνανε, άλλοι βρίζανε, άλλοι σε ειρωνευόντουσαν και χαχανίζανε μπρος στο πρόσωπό σου.
«Α! Κομμουνίστ! Κομμουνίστ!», λέγανε και κουνάγανε τα κεφάλια τους ή χαμογελάγανε έτσι που να σου δείχνουνε όλα τα σφιγμένα τους δόντια.
«Νο Κομμουνίστ», προσπαθούσες να δικαιολογηθείς (και να ’σανε το ίδιο θα ’κάνες), μα τότε μια δυνατή καρπαζιά σ’ έριχνε στα δυο σου γόνατα, ενώ εκείνοι που είχαν πιά προχωρήσει γυρίζανε και σε κοιτάζανε σκασμένοι στα γέλια. Κι εσύ, που μισοανασηκωνόσουνα, προσπαθούσες να τους χαμογελάσεις για να δείξεις πως καταλαβαίνεις πολύ καλά πως όλο αυτό δεν ήτανε παρά ένα αστείο.
Μπαίναμε στα χωριά που ’ταν παντέρημα από ανθρώπους. Οι Γερμανοί στην αρχή σπάγανε όλες τις πόρτες και ψάχνανε τα σπίτια. Μετά ήταν το μεγάλο γλέντι τους. Αν δεν ήξερες, θα ’λεγες πως είναι μάχη. Κι ανάμεσα απ’ τις εκπυρσοκροτήσεις από ντουφέκια και αυτόματα, άκουγες κακαρίσματα, βελάσματα, σπαραχτικά γρυλίσματα γουρουνιών, αργόσυρτα βαριά μουκανίσματα — όλα μαζί σ’ έναν τόνο πανικού και πόνου. Τους ερέθιζε και τους διασκέδαζε πολύ αυτό το εκ του ασφαλούς κυνήγι, όταν όλοι μαζί γύρω-γύρω από έναν ξύλινο φράχτη ρίχνανε σ’ ό,τι ζωντανά βρισκόντουσαν μέσα. Κι ύστερα, όταν είχαν πιά τελειώσει, ρίχνανε και σε κανένα κακόμοιρο σκίουρο πάνω στο έλατο — κι αφού τον περιεργαζόντουσαν για λίγες στιγμές (έτσι με τη σακατεμένη μικρή μουσούδα του που αιμόσταζε), μην ξέροντας πιά τι να τον κάνουνε, τον αρπάζανε απ’ την φουντωτή ουρά και τον τινάζανε σβουριχτά στον αέρα.
Όλα τα σκοτωμένα ζωντανά τα κουβαλούσανε αγκαλιές, κι αφού τα ξεκοιλιάζανε στην πλακοστρωμένη πλατεία του χωριού, κοντά στις βρύσες, ρίχνανε μέσα σε κάτι μεγάλους κουβάδες όλα τα σπλάχνα μαζί που ακόμα αχνίζανε, και μετά όλ’ αυτά: κοτόπουλα, κοκόρους, πάπιες, χήνες, γουρούνια, γουρουνόπουλα, αρνάκια, μοσχάρια, βόδια, τα φορτώνανε σε κάτι ειδικά μουλάρια και τα παίρνανε μαζί τους. Όταν φεύγαμε απ’ το χωριό δεν έμενε ούτε μια ζωντανή ψυχή πίσω μας. Περίπου μετά μισή ώρα, εμείς που περπατάγαμε κάπως στη μέση της φάλαγγας, βλέπαμε και τους καπνούς απ’ τη φωτιά που είχαν βάλει στο χωριό τα τελευταία ειδικά τμήματα της οπισθοφυλακής. Με μια χημική άσπρη σκόνη πασπαλίζανε τα πάντα, κι αρκούσε ένας πυροβολισμός για να τα κάνει να καίγονται όλα μαζί: δέντρα, σπίτια, χωράφια, σα λαμπάδα.
Η μεγάλη τους λιχουδιά ήταν το μέλι. Όλα αυτά τα χωριά που περνούσαμε είχανε μεγάλη, φαίνεται, μελισσοτροφία. Με χοντρές πέτρες αναποδογυρίζανε από μακριά τις κυψέλες. Το μελίσσι, βουΐζοντας, σηκωνότανε κι έφευγε. Τότε με αλαλαγμούς και με αφάνταστο σκουντίδι ριχνόντουσαν στις κερήθρες διαλέγοντας τις πιο ξανθές, τις πιο τρυφερές και ποδοπατώντας περιφρονητικά όλες τις κάπως πιο σκούρες. Ήταν τέτοια αφθονία από κερήθρες, που τις στοιβάζανε όλες μαζί σε μια γωνιά, ώστε να μας αφήνουν κι εμάς να παίρνουμε όσες θέλουμε. Κι ενώ μερικά τμήματα ανάβαν φωτιές για να γεμίσουνε όσες καραβάνες και παγούρια περισσεύανε με λιωμένο μέλι, που θα το παίρνανε πιά μαζί τους αυτό, άλλα αρχίζανε εκείνη εκεί τη δουλειά που πάντα μου ’σφιγγε την καρδιά σα να παρευρίσκουμαι σε τυμβωρυχία.
Με μεγάλα σιδερένια κοντάρια βυθομετρούσανε το έδαφος μες στους κήπους και μες στις αυλές δίπλα στα σπίτια. Ξέρανε καλά, φαίνεται, πως οι δύσμοιροι χωριάτες δεν ήταν δυνατόν να πάρουν μαζί τους πάνω στις κορφές όλο το βιος τους και πως κάπου θα το ’χανε θάψει. Ψάχνανε ώρες με μια αφάνταστη υπομονή, με μεθοδικότητα, με πειθαρχία. Μα στο τέλος δεν τους ξέφευγε σχεδόν ποτέ η κρύπτη. Τότε με φωνές και με γέλια ξεσκεπαζότανε ο μεγάλος ορθογώνιος λάκκος που είχαν κάνει οι χωρικοί και που τον είχαν σκεπάσει βαθιά με τάβλες και πάλι με χώμα. Καλαμπόκια, στάρια, όσπρια ερχόντουσαν τότε στο φως. Πιθάρια και ντενεκέδες με βούτυρα. Σακιά που μέσα τους ήτανε στοιβαγμένα κεφαλοτύρια και κασέρια, νταμετζάνες με τσίπουρο, λάδι ή κρασί. Παίρνανε ό,τι θέλανε, ό,τι τους άρεσε ή ό,τι μπορούσε να κουβαληθεί, και τ’ άλλα, με φτιάρια, τα σκορπούσανε, τα λιχνίζανε, στον αέρα, για να πέσουν όλα στην επιφάνεια της γης και να μη μείνει τίποτε άκαφτο σαν θα βάζανε φωτιά στο χωριό.
Γιάννης Μπεράτης (1904-1968)
Οδοιπορικό του 43
Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/2020/02/09/mperatis/