Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Άρης Αλεξάνδρου - Ποιητική


1
Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις
2
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.
3
Η μόνη ξιφολόγχη μου
είταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε με  έχουνε διαβάσει.

Άη-Στράτης 1951
Άρης Αλεξάνδρου, Από τη Συλλογή Ποιήματα 1941-1974, Ενότητα: «Άγονος Γραμμή (1952)» ,εκδ. ύψιλον-βιβλία 1991.

Αργύρης Χιόνης- Το ποδήλατο


Το παιδικό ποδήλατό μου, ο άλλοτε απαστράπτων Πήγασος

που απογειωνόταν μόλις τον καβάλαγα, έχει για πάντα

τώρα υπογειωθεί. Κι ας λέω ψέματα, αδιάκοπα,

στον εαυτό μου και σ’ εκείνο, πως, κάποια μέρα

θα του αλλάξω λάστιχα, απ’ τη σκουριά του θα το γδύσω,

θα το λαδώσω και θα το γυαλίσω κι όλο τον κόσμο

μαζί του θα γυρίσω· το παιδικό ποδήλατό μου έχει για πάντα

υπογειωθεί· το ξέρω και το ξέρει.


Αργύρης Χιόνης, από τη συλλογή Στο υπόγειο, εκδ. Νεφέλη 2004

Μ. Καραγάτσης-Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν (απόσπασμα)

 «Η Λάρισα νεκρώθηκε όταν από τον ολόχρυσο κι αθέριστο κάμπο φύσηξε ο πρώτος Λίβας του καλοκαιριού. Κάπου, κατά το Νοτιά, κάποιος φοβερός δράκος πρέπει ν’ άνοιξε το φλογισμένο στόμα και να ‘χυσε την πύρινη ανάσα του πάνω στα στάχυα…

Οι Λαρισαίοι μόλις νιώσουν τις πρώτες πνοές του Λίβα, κλείνονται στα σπίτια τους. Η πολιτεία νεκρώνεται, ως κι αυτές οι δροσερές αυλές, με τα σκιερά χαγιάτια, στους παλιούς μαχαλάδες, ερημώνονται. Πόρτες, παραθυρόφυλλα, τζάμια, κλειστά· είναι ο μόνος τρόπος να ζήσει κανείς. Το αυστηρό κλείσιμο δημιουργεί στα σπίτια δροσιά ευεργετική. Μόλις όμως τολμήσεις ν’ ανοίξεις οτιδήποτε, μια καυτή πνοή σού  καψαλίζει τα μάτια και τα πλεμόνια. Με το ηλιόγερμα ο Λίβας πέφτει, κι ως τα μεσάνυχτα βασιλεύει ζέστα υγρή, πνιχτική, αντίθετη απ’  την ξερή λαύρα της μέρας. Κατά τα μεσάνυχτα, απ’ τις κορφές του Ολύμπου κατεβαίνει ένα ψυχρό αεράκι, γεμάτο ζωή κι ανακούφιση. Η Λάρισα ανασαίνει. Πόρτες και παράθυρα ανοίγουν διάπλατα. Οι Λαρισαίοι, που ίσα με τότε ιδρωκοπούσαν στους δρόμους αποχαυνωμένοι, φορούν το σακάκι τους πάνω απ’ το μουσκεμένο πουκάμισο. Το θερμόμετρο κατρακυλάει από τα 40 στα 20. Δροσίζονται τα σπίτια, οι άνθρωποι κοιμούνται ευχάριστα·  μα ξυπνούν, μια στιγμή, πριν βγει ο ήλιος, να ξανακλείσουν  παράθυρα και πόρτες·  γιατί οι πρώτες του αχτίδες είναι κιόλας θανατερές».

Συνταγματάρχης Λιάπκιν

Έλσα Κορνέτη- Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας / Σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση (αποσπάσματα)

 10 

Όλοι οι κάκτοι είναι στο βάθος τρυφεροί.

18 

Μακάρι να ήταν ο κόσμος ιδανικός, αλλά σ' ένα ιδανικό κόσμο θα πέθαιναν οι άνθρωποι από πλήξη. Ας ζήσουμε καλύτερα στον ιδανικό κόσμο της φαντασίας μας όπου κανείς δεν κινδυνεύει.

19 

Ο ελαφρά σκεπτόμενος άνθρωπος έχει την ανατομία του φελλού. Πάντα επιπλέει. Ποτέ δεν βουλιάζει. Ο σκεπτόμενος έχει την ανατομία του βράχου. Στο τέλος πάντα βυθίζεται.

30

Ο ανεμοστρόβιλος της ζωής σαρώνει πρώτα το σώμα ή το πνεύμα;

38

Πόσο συχνά έχεις την αίσθηση ότι είσαι ένα ανθρώπινο παζλ. Διαλύεσαι σε χίλια κομμάτια. Όταν όμως επανασυναρμολογείσαι λείπει πάντα ένα.

55

Όταν βλέπεις από μακριά τα γαϊδουράγκαθα σαν τριαντάφυλλα. Αυτό αποστρέφομαι.

56

Ο πολιτισμός της βραδύτητας είναι ο αντίποδας στη βαρβαρότητα της ταχύτητας. Με απλά λόγια: κινήσου με αργούς ρυθμούς. Αλλιώς δεν προλαβαίνεις να ζήσεις.

81

Έχεις άγνοια τελικά γι' αυτό που είσαι, γι' αυτό που θέλεις. Η επιτάχυνση της εποχής δεν σε αφήνει να μάθεις. Έχεις μάθει να θέλεις αυτό που θέλουν οι πολλοί. Οι περαστικοί. Οι βιαστικοί. Οι Άλλοι.

158

Σε δύο μόνον περιπτώσεις η πολυθραυσματική μας ύπαρξη γίνεται άρρηκτη και συμπαγής. Όταν αγαπάμε κι όταν ονειρευόμαστε.

246

Δεν υπάρχει τίποτα για να φοβηθείς εκτός από εσένα τον ίδιο.

253

Αληθινά δυνατός είναι όποιος κατέχει την επίγνωση και αποδοχή της ευθραυστότητάς του.

294

Πετυχημένος στο διαδίκτυο. Αποτυχημένος στη ζωή.

295

Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: ναρκωτικά νέας γενιάς.

401

Ένας άνθρωπος που γράφει είναι ένας άνθρωπος που ανακουφίζεται. Σπανίως γνωρίζει την πηγή του πόνου του. Συνήθως γράφει για έναν άγνωστο πόνο.

420

Προσεγγίζοντας την τελειότητα το μόνο που κατορθώνεις είναι να μεγιστοποιήσεις τον φθόνο. Για ν' αγαπηθείς θα σε συμβούλευα να επενδύσεις στην ατέλεια.

430

Μια μεγάλη απώλεια που δεν απασχολεί πλέον κανέναν κάτοικο της πόλης: η μυρωδιά του χώματος μετά την βροχή.

538

Η αμετροέπεια επιτρέπεται μόνον στην αγάπη.

556

Αλήθεια, ποιος είναι ο άρρωστος τελικά; Ο καταθλιπτικός που είναι ανίκανος να δομήσει το μέλλον ή ο μη καταθλιπτικός που είναι ικανός να δομήσει το μέλλον, αλλά ανίκανος να ζήσει το παρόν;

562

Το πιο πετυχημένο τηλεκατευθυνόμενο παιχνίδι της εποχής λέγεται ηλεκτρονικός αποπροσανατολισμός. Εκτροπή της κατεύθυνσης της προσοχής στο μη ουσιώδες.

565

Η μοναδική άνοδος δείκτη που θα σώσει τον κόσμο θα είναι αυτή της συναισθηματικής νοημοσύνης της ανθρωπότητας.

567

Τις επιδημιολογικές μελέτες του μέλλοντος θ' απασχολήσουν όλες οι καχεκτικές αγάπες.

568

Να μην αργήσεις στο ραντεβού με τον εαυτό σου.

569

Τελικά δεν είναι το παραμύθι που ντύνει τη ζωή αλλά η ζωή το παραμύθι.

[...]


Στο τέλος πάντα η τελεία καταπίνει την πρόταση.

Στο τέλος πάντα η πρόταση καταπίνει το κείμενο.

Στο τέλος πάντα το κείμενο καταπίνει το βιβλίο.

Στο τέλος πάντα το βιβλίο καταπίνει το συγγραφέα.

Στο τέλος πάντα ο συγγραφέας καταπίνει το γαλαξία. 


Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη, Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας / Σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση, Εκδόσεις Κουκούτσι, Σειρά et cetera?, Αθήνα 2013.

Αναδημοσίευση από: https://thepoetsroom.blogspot.com/2021/07/blog-post.html?spref=fb&fbclid=IwAR1jBO-10vX_omhlvyPjWlLsegsVBMRUjs5uHNaE-Uk8cnHidRqfuzIh5E0

Roberto Calasso-L' ardore (απόσπασμα)

 «Κι όμως, οι Θεοί συνεχίζουν να κατοικούν εκεί που ζούσαν από πάντα. Όμως στη γη έχουν χαθεί οι ενδείξεις που υπήρχαν γι΄ αυτά τα μέρη. Ή μάλλον δεν ξέρουμε πια πώς να τις αναζητήσουμε στα παλαιά, εγκαταλελειμμένα και διάσπαρτα φύλλα χαρτιού». 

(Roberto Calasso, L’ardore)

Roberto Calasso-Οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας

 Όσα ποτέ δε συνέβησαν, αλλά ανέκαθεν υπήρχαν.

(Σαλλούστιος, Περί Θεών και Κόσμου)

Σε ό,τι αφορά τους Ολύμπιους, μπορεί να ειπωθεί, πρώτα απ’ όλα, πως ήταν θεοί καινοφανείς. Διέθεταν ένα όνομα και μια μορφή. Όμως ο Ηρόδοτος μας διαβεβαιώνει ότι «μέχρι εχθές» ήταν άγνωστο «πού είχε γεννηθεί καθένας τους, αν υπήρχαν από πάντα και ποια η όψη τους». Για τον Ηρόδοτο «εχθές» σήμαινε Όμηρος και Ησίοδος, οι οποίοι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, είχαν ζήσει πριν από τέσσερις αιώνες. Ακριβώς αυτοί, κατά την άποψή του, «ονομάτισαν τους θεούς, φανερώνοντας τα προνόμια, τις τέχνες και την όψη τους». Στον Ησίοδο διαφαίνεται ακόμη o κοσμογονικός άθλος και ο αργός διαχωρισμός των μορφών απ’ ό,τι είναι πολύ αφηρημένο ή πολύ συγκεκριμένο. Μόνο στο τέλος, αφού ο κόσμος σείστηκε πλείστες φορές, ο Δίας «μοίρασε μεταξύ τους τα προνόμια».

Ωστόσο, σκάνδαλο πραγματικό αποτελεί ο Όμηρος, η αδιαφορία του για τις απαρχές, η παντελής έλλειψη κομπασμού, η αξίωσή του να ξεκινήσει όχι απ’ την αρχή, αλλά απ’ τον τελευταίο των δέκα ολέθριων χρόνων του πολέμου κάτω από τα τείχη της Τροίας, που χρησίμευσαν κατά κύριο λόγο στο να αφανισθούν ολάκερες γενιές ηρώων. Και οι ήρωες, που την εξολόθρευσή τους εξυμνούσαν, ήταν φαινόμενο πρόσφατο. Οι Ολύμπιοι είχαν ήδη καθορίσει μια σταθερή πορεία στη ζωή τους κι έδειχναν πως επιθυμούσαν να τη διατηρήσουν για πάντα, σαν κάτι τ ’αυτονόητο και φυσιολογικό. Η γη τους χρησίμευε για επιδρομές, εφήμερες ερωτικές περιπέτειες, δολοπλοκίες, ετερομορφισμούς. Τι είχε συμβεί όμως πριν την εμφάνιση των Ολύμπιων θεών; Για τα γεγονότα εκείνα στον Όμηρο έχουμε σποραδικούς και φευγαλέους υπαινιγμούς. Κανένας δεν έχει τη διάθεση να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Αντιθέτως η μοίρα ενός Τρώα πολεμιστή μπο­ρεί πολύ να καθηλώσει!

Στον  Όμηρο παρουσιάζονται ενδείξεις χωρίς όμως συγκεκριμένες αναφορές όπου πάνω τους στηρίζεται και η σιωπή και η ευλαλία. Είναι η ιδέα της τελειότητας. Το τέλειο εμπεριέχει την απαρχή του και δεν αρέσκεται να μακρηγορεί ως προς τη διαμόρφωσή του. Όποιος είναι τέλειος κόβει τους δεσμούς με καθετί που τον περιβάλλει, διότι είναι αυτάρ­κης. Η τελειότητα δεν αφηγείται την ιστορία της, αλλά προσφέρει την τελείωσή της. Για πρώτη φορά στις θεϊκές υποθέσεις οι κάτοι­κοι του Ολύμπου πασχίζουν περισσότερο να είναι τέλειοι, παρά ισχυροί. Σαν μια λάμα οψιδιανού, το αισθητικό για πρώ­τη φορά κόβει δεσμούς, συνοχές και ευλάβειες. Αυτό που μένει είναι ένα σύνολο μορφών, απομονωμένο στην ατμόσφαιρα, έτοιμομυημένοτελειωμέ­νο: τρεις λέξεις που ο Έλληνας τις λέει με μια: τέ­λειος. Αν και το άγαλμα εμφανίζεται αργότερα, αυτό θα αποτελέσει την απαρχή, τον τρόπο που παρουσιάζονται τα καινοφανή όντα.

Όταν οι Έλληνες έπρεπε να επικαλεστούν μια έσχατη πηγή αυθεντίας, δεν αναφέρονταν στα ιερά τους κείμενα, αλλά στον Όμηρο. Στην Ιλιάδα είχε τα θεμέλιά της η Ελλάδα. Και η Ιλιάδαθεμελιωνόταν σε ένα λεκτικό παιχνίδι, στην αντικατάσταση δυο γραμμάτων. Χρυσηίδα και Βρισηίδα. Το αντικείμενο της διαμάχης, όπου έχει τις ρίζες του το έ­πος, είναι η καλλιπάρηος Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές» ·ο Αγα­μέμνονας θέλει να την ανταλλάξει, να την αντικαταστήσει με την καλλιπάρηο Χρυσηίδα. Δύο γράμματα χωρίζουν τις δύο νέες, ο Αχιλλέας επαναλαμβάνει παιδιάστικα ότι η διένεξη ξέσπασε όχι «εξαιτίας της κόρης», αλλά εξαιτίας της αντικατάστασης, σαν ο ήρωας να μάντευε ότι μ ’εκείνη την πράξη σφιγγόταν ένας κόμπος, ένα δεσμός που κανένας ή­ρωας και ουδείς από τις μεταγενέστερες γενιές δεν θα μπορούσε να λύσει.

Είναι η ανταλλαγή που συμπυκνώνεται δυναμικά στην αρχή της Ιλιάδας: η γυναίκα, μάλλον οι δύο γυναίκες με τις ωραίες παρειές, πα­νομοιότυπες σχεδόν, σαν νομίσματα ίδιας κοπής· τα λόγια του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα αντιτάσσουν βία στη βία (αντιβίοισι επέεσσιν)· με «λύτρα αρίφνητα», το «περίλαμπρο ξαντίμεμα» που προσφέρεται από τον ιερέα Χρύση για την κόρη του, «η ιερή εκατόμβη» που προσφέρουν οι Αχαιοί στον ιερέα. Κάθε φορά σε ζεύγος παρουσιάζονται οι δυνάμεις της ανταλλαγής: οι γυναίκες, οι λέξεις, οι προσφορές. Απουσιάζει μόνο το χρήμα, που είναι ο συγκερασμός εκείνων των δυνάμεων. Αλλά για να γεννηθεί το χρήμα στην πιο καθαρή μορφή του, πρέπει πρώτα να εξολοθρευθούν οι ήρωες. Ο Θουκυδίδης ήδη παρατηρεί ότι η μόνη δύναμη που έλειπε κατά την εκστρατεία στην Τροία ήταν ακριβώς το χρήμα. Εκείνη η «έλλειψη χρημάτων» (αχρηματία), από όσα θα ακολουθούσαν, έκανε καθετί λιγότερο ισχυρό, αλλά πολύ πιο ένδοξο.

«Η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα στον Όμηρο που έχει ξεκάθαρα, ιδιόμορφα επίθετα, που αρμόζουν μόνο σ ’εκείνη», παρατηρεί ο Milman Parry. Η Καλλιπάρηος «με τις ωραίες παρειές» αποδίδεται σε οχτώ γυναίκες, είναι το γυναικείο επίθετο που χρησιμοποιείται περισσότερο. Η Ιλιάδα είναι η ιστορία μιας διπλής διαμάχης: για την Ελένη, τη μοναδική, που κανείς δεν θα τολμούσε να αντικαταστήσει και για τη Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές», που ο Αγαμέμνονας θα ήθελε να την αντικαταστήσει με τη Χρυσηίδα, επίσης «με τις ωραίες παρειές». Ανάμεσα στην απρόσβλητη μοναδικότητα και στην απρόσβλητη αντικατάσταση, ξεσπά στις πεδιάδες της Τροίας ένας πόλεμος που δεν μπορούσε να βρει τέλος.

Αν πιστέψουμε τις μαρτυρίες της Ήρας, συζύγου και αδελφής, ο Δίας «άλλη ασχολία δεν είχε παρά να πλαγιάζει μ ’αθάνατες και θνητές». Αλλά μια γυναίκα του αντιστάθηκε, και συν τοις άλλοις ήταν αθάνατη: η Θέτις. Πεισματωμένος, ο Δίας συνέχιζε «παρά τη θέλησή της να την κατασκοπεύει από ψηλά». Και εφόσον εκείνη δεν ενέδιδε, ο Δίας απαίτησε  από τη Θέτιδα βαρύ όρκο, να καταστεί αδύνατη η ένωσή της με άλλον αθάνατο σύντροφο. Σύμφωνα με την Ήρα, η Θέτιδα δεν ενέδωσε «από σέβας και εσωτερικό φόβο» προς την ουράνια σύζυγο. Έτσι έγιναν φίλες. Αλλά η άποψη της Ήρας και εδώ, όπως και σ’ άλλες περιστάσεις, επικεντρώνεται πολύ στον εαυτό της. Πίσω από την άρνηση της Θέτιδας υπάρχει ένας πιο σοβαρός λόγος, ή μάλλον ο σοβαρότερος: από την ένωσή της με τον Δία θα γεννιόταν ο γιος που θα εκτόπιζε τον πατέρα, ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα», λένε με πανομοιότυπη διατύπωση και ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος.

Αυτό φανέρωσε στον Δία και στους σε σύσκεψη Ολύμπιους θεούς η αρχέγονη Θέμιδα. Μόνο τότε ο Δίας αποφάσισε να αρνηθεί τη Θέτιδα, θέλοντας να «διατηρήσει την εξουσία του για πάντα». Ίσως η Θέτιδα να γνώριζε το μεγάλο μυστικό, ίσως γι’ αυτό αρνήθηκε τον κυρίαρχο των θεών. Ή τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε, γιατί η Θέτιδα σε άλλη περίσταση θα είναι και η μοναδική γυναίκα που θα υπεραμυνθεί της κυριαρχίας του Δία, την στιγμή που υπόλοιποι Ολύμπιοι -ανάμεσά τους και η Αθηνά που είχε γεννηθεί από το κεφάλι του- ήθελαν να τον αλυσοδέσουν. Τότε λοιπόν η Θέτιδα, εκείνη η θαλάσσια θεά που δεν σύχναζε στον Όλυμπο, κάλεσε σε βοήθεια τον Βριάρεω, τον Τιτάνα με τα εκατό κεφάλια, ο οποίος γλίτωσε τον Δία. Η Θέτιδα περίμενε μιαν ανταπόδοση από τον Δία για την πολύτιμη βοήθειά της «με λόγους και με πράξεις», κι εκείνη ακριβώς την ανταπόδοση θα χρησιμοποιούσε για να προστατέψει το γιο της Αχιλλέα. Ο Όμηρος ωστόσο αποσιωπά τις αιτίες της Ολύμπιας συνωμοσίας να αιχμαλωτιστεί ο Δίας με άλυτα δεσμά. Αλλά ένας θεός δεμένος, είναι θεός εκθρονισμένος: κι εκείνη τη φορά τούτο είχαν επιδιώξει οι Ολύμπιοι θεοί. Η γυναικεία βοήθεια ήταν αποτελεσματική όχι μόνο για τους ήρωες, αλλά και για τον κυρίαρχο των Θεών. Και ο Δίας ακόμη, στην άθικτη σταθερότητα του Ολύμπου, γνώριζε ότι η βασιλεία του είχε ένα τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τα ομηρικά κιόλας χρόνια η κυριαρχία του Δία οφειλόταν σε ένα τέχνασμα. επειδή για πρώτη φορά είχε αποδιώξει την επιθυμία του για κάποια γυναίκα- και τότε είχε γλιτώσει γιατί αυτά  ή ίδια η γυναίκα φώναξε σε βοήθεια τον Βριάρεω, ένα από τα αρχέγονα, ισχυρά και ατελή, πλάσματα για τα οποία δεν άρεσε στους Ολύμπιους να μιλούν. Ο Δίας είχε συμπεριφερθεί με πονηριά ακόμη και στη μοίρα και είχε αναβάλει ο ίδιος το τέλος του. Το παιχνίδι όμως δεν είχε ακόμη τελειώσει.

Πριν το αποκαλύψει στους Ολύμπιους, η Θέμιδα το εκμυστηρεύτηκε στο γιο της Προμηθέα. ο Προμηθέας, αλυσοδεμένος στο βράχο, σκεφτόταν τον Δία να καταστρώνει δίχως ανάπαυλα τα ερωτικά «μάταια σχέδιά» του, μη γνωρίζοντας ποια από τις κατακτήσεις του θα αποδεικνυόταν η μοιραία. Υπάρχει κάτι σ ’εκείνες τις ερωτικές περιπέτειες του ολύμπιου θεού που ομοιάζει με τη ρωσική ρουλέτα. Ο Προμηθέας όμως σιωπούσε.

Οι έρωτες του Δία μας παρουσιάζονται κάτω από ένα διαφορετικό φως. Εκεί κρυβόταν ο υπέρτατος κίνδυνος. Κάθε φορά που πλησίαζε μια γυναίκα ο Δίας, ήξερε ότι αυτό μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή του. Μέχρι αυτό το σημείο φτάνουν οι ιστορίες αλλά για κάθε μύθο που έχει ειπωθεί, υπάρχει ένας άλλος ανείπωτος και ακατονόμαστος, που μόλις διαφαίνεται από τις σκιές, αναδύεται μέσα από υπαινιγμούς, θραύσματα. συμπτώσεις, χωρίς ποτέ κανένας συγγραφέας να τολμήσει να τον διηγηθεί σαν μια ξεχωριστή ιστορία. Κι εδώ ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα» δεν πρόκειται να γεννηθεί, γιατί είναι ήδη παρών: ο Απόλλωνας. Στην αιώνια ολύμπια συμβίωση, πατέρας και γιος αλληλοκοιτάζονταν κι ανάμεσά τους, αόρατο στους άλλους αλλά ορατό σ ’εκείνους, έλαμπε το οδοντωτό δρεπάνι με το οποίο ο Κρόνος είχε κόψει τους όρχεις του Ουρανού.

Όταν η ζωή άναβε από επιθυμία ή αγωνία ή απ’το συλλογισμό, οι ομηρικοί ήρωες ήξεραν ότι κάποιος θεός ήταν η αιτία. Τον υφίσταντο και τον παρατηρούσαν, αλλά αυτό που συνέβαινε ήταν πάντα μια έκπληξη, ειδικά γι’ αυτούς. Έτσι, εξαντλημένοι από τα πάθη, τις αισχύνες, αλλά και τις δόξες τους, στάθηκαν επιφυλακτικοί στον προσδιορισμό της προέλευσης των πράξεων. «Εσύ δε μου ‘φταιξες, οι αθάνατοι μου φταίξαν», λέει ο Πρίαμος κοιτάζοντας την Ελένη στις Σκαιές Πύλες. Δεν κατάφερνε να τη μισήσει, ούτε να δει σ’ αυτή την υπαίτιο εννιά αιματηρών χρόνων πολέμου, μολονότι το κορμί της ήταν το είδωλο του πολέμου που ετοιμαζόταν να τελειώσει με μια ολοκληρωτική σφαγή.

Από τότε καμία ψυχολογία δεν έκανε ούτε βήμα παραπέρα, παρά μόνον επινόησε για τις δυνάμεις που μας επηρεάζουν, άλλες ονομασίες, μακρόσυρτες, πολυάριθμες, πιο άχαρες και αναποτελεσματικές, λιγότερο συναφείς με την εσωτερική δομή του γεγονότος, είτε αυτό είναι ηδονή είτε τρόμος. Οι σύγχρονοι είναι ιδιαίτερα περήφανοι για την υπευθυνότητά τους, αλλά έτσι έχουν την αξίωση να απαντούν μ’ ένα λόγο που δεν ξέρουν, ούτε καν αν τους ανήκει. Οι ομηρικοί ήρωες δεν γνώριζαν μια τόσο άβολη λέξη όπως «η υπευθυνότητα» και δεν θα την πίστευαν. Γι’ αυτούς κάθε έγκλημα συνέβαινε σαν σε κατάσταση ψυχικής διαταραχής. Όμως εκείνη η διαταραχή σημαίνει ενεργή παρουσία κάποιου θεού. Αυτό που για μας είναι διαταραχή για κείνους ήταν «σύγχυση του λογικού προερχόμενη από τους θεούς» (ἄτη). Γνώριζαν ότι η  παρεμβολή, του αόρατου (μη αισθητού) συχνά έφερνε μαζί της την καταστροφή τόσο που, με την πάροδο του χρόνου η λέξη ἄτη κατέληξε να σημαίνει «όλεθρος». Επίσης, γνώριζαν, μας το λέει και ο Σοφοκλής, ότι «στη ζωή των θνητών τίποτα δεν αγγίζει το μεγαλείο δίχως την ἄτη».

Ο βασανισμένος λαός από την «αλαζονεία» (ύβρις) κοίταξε με τη μέγιστη δυσπιστία την αξίωση που έχει το υποκείμενο να πράξει κάτι. Αυτό που οπωσδήποτε πράττει το υποκείμενο είναι η μετριότητα· μόλις μια πνοή μεγαλείου, κάθε είδους, αισχρή ή ενάρετη, απλά ψαύει, δεν είναι πια το υποκείμενο που ενεργεί. Μετά το υποκείμενο σωριάζεται σαν ένα οποιοδήποτε μέντιουμ μόλις οι φωνές το εγκαταλείψουν. Για τους ομηρικούς ήρωες δεν υφίσταται ο ένοχος αλλά η αβάσταχτη ενοχή. Είναι το μίασμα που εμποτίζει το αίμα, τη σκόνη και τα δάκρυα. Οι αρχαίοι, αφότου ξεκόπηκαν από την ἄτη, δεν είχαν τη διορατικότητα, την οποία ούτε οι σύγχρονοι έχουν κατακτήσει ακόμη, να διακρίνουν το κακό του πνεύματος από το κακό του αντικειμένου, τη δολοφονία και το θάνατο. Η ενοχή είναι σαν εμπόδιο που φράζει το δρόμο· είναι απτή, άμεση. Ίσως ο ένοχος να την υφίσταται στον ίδιο βαθμό ή και περισσότερο από το θύμα. Απέναντι στην ενοχή το μόνο που αξίζει είναι ο αμείλικτος υπολογισμός των δυνάμεων. Απέναντι στον ένοχο υπάρχει πάντα ένα ύστατο θέλγητρο. Ποτέ δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιωθεί ίσαμε ποιο σημείο είναι αληθινό τούτο, καθώς ο ένοχος γίνεται ένα με την ενοχή και μετά ακολουθεί ο μηχανισμός της. Ίσως εκμηδενισμένος, εγκαταλελειμμένος ή απελευθερωμένος. Τοούτα ενώ η ενοχή κυλάει μπροστά σε όλους, ώστε να διαμορφώσει νέες ιστορίες και άλλα θύματα.

Κάθε απροσδόκητη αύξηση της έντασης υπεισερχόταν στη σφαίρα επιρροής κάποιου θεού. Και σ’ εκείνη τη σφαίρα ο ίδιος ο θεός μαχόταν ή συμμαχούσε με άλλους θεούς σε μια άλλη σκηνή που της έδιναν ζωή οι μορφές. Εφεξής κάθε γεγονός, κάθε σύ­γκρουση συνέβαινε παράλληλα σε δύο τόπους. Η αφήγηση μιας ιστορίας συνίσταται στην πλοκή των δύο αλληλουχιών από παράλληλα γεγονότα, αποκαλύπτοντας έτσι και τις δυο.
Ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας συγκρούονται για το γέρας, δηλαδή το κομμάτι των λαφύρων του πολέμου που διαμοιράζεται ανισομερώς σε όσους διαθέτουν κύρος. Ο Δίας, μιλώντας στους άλλους θεούς για τις συγκομιδές στο χρυσαφένιο πλάτωμα τον Ολύμπου, θυμά­ται ότι οι Τρώες του είναι αγαπητοί γιατί ποτέ δεν παρέλειψαν να του προσφέρουν το γέρας, το κομμάτι που αφιερώνεται στο θεό με­τά τις θυσίες. Και τα λέει αυτά καθώς συζητάει για τη μοίρα του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα και των αντιπάλων τους. Κάθε ανθρώπινο όριο διχάζεται σε μια απώτερη θεϊκά έννοια, μόνο που οι λέξεις παραμένουν συχνά ταυτόσημες και κάθε ιστορία συμβαίνει ταυτό­χρονα: στη γη και στον ουρανό. Η οφθαλμαπάτη του Ολύμπου καταφέρνει να δείξει μερικές φορές ότι η σκηνή είναι μόνο μία. Όταν η Ελένη επισκέπτεται τον Πάρη στην κρεβατοκάμαρά του, που έχει γυρίσει απ’ το πεδίο της μάχης «σα να γύρισε μόλις από χορό», η Α­φροδίτη της βρίσκει καρέκλα. Όμως η επαφή και η οικειότητα δεν μειώνουν με κανέναν τρόπο την απόσταση. Τα όντα που αρθρώνουν λόγο γνωρίζουν πως, ορισμένες στιγμές, κατέχουν ομορφία ή δύναμη ή θεϊκή χάρη, κι όμως κάθε φορά κάτι θα τους λείπει: το ανυπόστατο βάθος όπως το «ακατάσβεστο γέλιο» των Ολύ­μπιων θεών σαν βλέπουν τον Ήφαιστο να προχωράει κουτσαίνοντας στην αίθουσα του συμποσίου, η αξιοσύνη των «τρισεύτυχων θεών», χαρακτηριστικό εκείνων των ελάχιστων μορφών που γνωρίζουν ότι θα ζουν για πάντα.

Απόσπασμα από το 4ο κεφάλαιο του βιβλίου του Roberto Calasso, Le nozze di Cadmo e Armonia, Gli Adelfi Edizioni, Milano 2017.

Πηγή:https://www.enallaktikos.gr/Article/50558/oi-gamoi-toy-kadmoy-kai-ths-armonias-%E2%80%93-romperto-kalaso

William Shakespeare-Μάκβεθ (απόσπασμα)



Μπορεί να είναι παράξενο˙ κι όμως, συχνά
οι Εργάτες που σκάβουν στο έρεβος τις στοές
για το σκοτάδι, μας τραβούν με δίχτυα χαλαρά
στα ανήλια του χάους ορυχεία –
από ηλιόλουστα μονοπάτια της δικής τους αλήθειας˙ μας οδηγούν
αργά, μέσα από άσπιλα τοπία
μιας αναμάρτητης πλαγιάς – και ξαφνικά, κόγχο κλειστό
αόμματης ματιάς
που μας κοιτά – τρυπούν˙ και χαίνει κάτω από τα πόδια μας
κάποια άλλη Ανάγκη,
ξένη – στέρφο κι απότομο, αγκαθωτό
το πιο βαθύ φαράγγι.



Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Μάκβεθ, μτφρ. Γιώργος Χειμωνάς, Κέδρος, 1996

Roberto Calasso-Oι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας (απόσπασμα)

 Το τοπίο είναι η Θεσσαλία: γη που «τα παλιά χρόνια ήταν περικυκλωμένη από βουνά ψηλά μέχρι τον ουρανό» (ένα απ' αυτά είναι και ο Όλυμπος) και διατήρησε μια οικειότητα με τα βαθιά νερά, που περιοδικά αναβρύζουν σε πολλά σημεία και την πλημμυρίζουν οι φλέβες των πολλών ποταμών˙ γη εύφορη, κίτρινη και στυφή, πλούσια σε άλογα, κοπάδια και μάγισσες. Δεν προΐσταται η ψυχρή διαφάνεια της Αθηνάς, αλλά μια μεγάλη θεά που βγαίνει από τα σκότη, η Φεραία. Κρατάει δυο πυρσούς στα χέρια της και σπάνια κατονομάζεται. Κι αυτό είναι κάτι που αντιστοιχεί στο πνεύμα της Θεσσαλίας, γη όπου η θεότητα είναι πλησιέστερη στην αρχέγονη ανωνυμία, όπου οι θεοί σπάνια παρουσιάζονται με κάποιο πρόσωπο και όπου οι Ολύμπιοι δεν συνηθίζουν να κατεβαίνουν. Όταν εμφανίζεται εκεί ο θεός, εισβάλλει απότομος και άγριος, όπως το άλογο Σκύφιος καθώς ξεπηδάει από το βράχο ανεμίζοντας τη χαίτη του και χτυπώντας με τις οπλές του. Τα άλογα της Θεσσαλίας είναι πλάσματα των εγκάτων εκσφενδονισμένα από τις ρωγμές της γης, τις ίδιες απ' όπου απλώνεται στην πεδιάδα το κύμα του Ποσειδώνα. Είναι οι νεκροί τους που λάμπουν από λευκότητα ή μαυρίλα. Φεραία είναι η τοπική ονομασία της Εκάτης, νυχτοβάτισσα θεά, υποχθόνια, που πληγώνει το σκοτάδι με τους πυρσούς της, θεά άλογο, ταύρος, λέαινα, σκύλα, εκείνη που εμφανίζεται στη ράχη του ταύρου, του αλόγου, του λιονταριού, η τροφός των παιδιών, εκείνη που κάνει τα κοπάδια να πολλαπλασιάζονται. Στη Θεσσαλία, αυτή είναι η δυνατή (Βριμώ), που ενώνεται με τον Ερμή, ο οποίος είναι γιος του Δυνατού (Ἴσχυς, ο εραστής που προτίμησε η Κορωνίς από τον Απόλλωνα). Και «δύναμη» (ἀλκή) βρίσκεται επίσης στο όνομα της Αλκήστιδος. Σ' αυτή τη γη, πριν από μορφή η θεότητα εκδηλώνεται σαν καθαρή δύναμη. Αλλά Φεραία, λέει το λεξικό του Ησύχιου, είναι επίσης και η «θυγατέρα (κόρη) του Άδμητου». Μήπως η Άλκηστις και ο Άδμητος, πριν πάρουν τη μορφή του επαρχιώτικου βασιλικού ζευγαριού, κάθονταν δίπλα δίπλα σαν το κυρίαρχο ζευγάρι του Κάτω Κόσμου;

Τώρα το τοπίο αποκαλύπτεται. Είναι μια θαλερή γη νεκρών η Θεσσαλία όπου ο Απόλλωνας θα είναι σκλάβος για ένα «μεγάλο ενιαυτό», μέχρις ότου τ' άστρα σε εννιά χρόνια θα ξαναγύριζαν στις αρχικές τους θέσεις. Η παραμονή του Απόλλωνα στη Θεσσαλία είναι ένας κύκλος καταχθόνιος. Αφού ο Δίας διάλεξε εκείνη τη χώρα για τιμωρία του Απόλλωνα σε αντικατάσταση των Ταρτάρων, γι' αυτόν και μόνο το λόγο έπρεπε να είναι ένας τόπος θανάτου...

Ρομπέρτο Καλάσο, Οι Γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας (Le Nozze di Cadmo e Armonia), μτφρ. Γιώργος Κασαπίδης, εκδ. Καστανιώτη, 2005, σ. 80-82

Αναδημοσίευση από: http://pantarbus.blogspot.com/2013/



Edith Södergran-Μοντέρνα γυναίκα



Δεν είμαι γυναίκα. Ουδέτερο είμαι.
Είμαι ένα παιδί, ένα αγόρι, με τολμηρή απόφαση,
είμαι μια γελαστή αχτίνα ενός ήλιου σκαρλατίνα…
Είμαι ένα δίχτυ για όλα τα αδηφάγα ψάρια,
είμαι ένα δοχείο για την τιμή των γυναικών όλων,
είμαι ένα βήμα προς την ατυχία και την τυχαιότητα,
είμαι ένα άλμα στον εαυτό και την ελευθερία…
Είμαι του αίματος ψίθυρος στο αυτί του άντρα,
είμαι της ψυχής ρίγος, ο πόθος και η άρνηση της σάρκας,
είμαι μια επιγραφή εισόδου σε παραδείσους νέους.
Είμαι μια φλόγα, ζωηρή και σ’ αναζήτηση,
είμαι νερό, βαθύ μέχρι τα γόνατα μα τολμηρό,
είμαι φωτιά και νερό σ’ έντιμη σχέση μ’ ελεύθερους όρους…
Έντιθ Έντεγκραντ (1892 – 1923)
Μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη

Νίκος Γκάτσος-Μάνος Χατζιδάκις-Το τραγούδι της Σειρήνας



Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις 

Πρώτη εκτέλεση: Αλίκη Βουγιουκλάκη

Άλλες ερμηνείες: Μαίρη Λίντα Με τ' άσπρο μου μαντήλι θα σ' αποχαιρετήσω και για να μου 'ρθεις πίσω στην εκκλησιά θα μπω. Θ' ανάψω το καντήλι και το κερί θα σβήσω τα μάτια μου θα κλείσω και θα σ' ονειρευτώ. Γιατί είσαι λυπημένο και δε μιλάς και συ πουλί ταξιδεμένο σε μακρινό νησί; Είχα τα δυο σου χείλη κρυφό της νύχτας αστέρι μα το δικό μου αστέρι μη παίρνεις από δω. Σου χάρισα κοχύλι να το κρατάς στο χέρι ως τ' άλλο καλοκαίρι που θα σε ξαναδώ.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Gabriela Mistral-Το μαρτύριο

 Καρφωμένο στη σάρκα μου φέρνω από χρόνια

Ζεστό μαχαίρι,

Ένα πελώριο στίχο που αφρίζει σαν το κύμα

Του αρχιπελάγους.

Φιλοξενώντας τον τυφλά, τα σωθικά μου σφάζει

Το μεγαλείο του.

Με το φτωχό αυτό στόμα που τόσα ψέματα είπε

Πώς να τον τραγουδήσω;

Τα τριμμένα, ξεχασμένα λόγια των ανθρώπων

Δεν έχουν την φλόγα

Της ζωντανής, της πύρινης γλώσσας που μέσα τους

Λαμπαδιάζει.

Σαν ένα βρέφος, με τον ορό του αίματος μου

Τον ανατρέφω

Και ποτέ ένα βρέφος δεν βύζαξε τόσο αίμα

Από ένα γυναικείο στήθος!

Ανελέητο δώρο, ατέλειωτο καψάλισμα,

Και μια οιμωγή..

Αυτός που τον έμπηξε βαθιά στα σωθικά μου

Ας με σπλαχνιστεί!


Gabriela Mistral (1889-1957)

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τεύχος 1034, 1 Αυγούστου 1970

Mετάφραση:  Γ. Δ. Χουρμουζιάδης

Egon Schiele-Αυτοπορτρέτο με ριγέ Πουκάμισο, 1910

 


Aρσένι Ταρκόφσκι - Ζωή, ζωή


1 Σε προαισθήσεις, δεν πιστεύω και προλήψεις Δε φοβάμαι. Δε φοβάμαι μήτε τη συκοφαντία Μήτε το δηλητήριο. Θάνατος δεν υπάρχει. Αθάνατοι όλοι. Αθάνατα όλα. Δεν πρέπει Να φοβάσαι το θάνατο ούτε στα δεκαεφτά Μήτε στα εβδομήντα. Δεν υπάρχει θάνατος Ούτε σκοτάδι. Υπάρχει μόνο φως κι αλήθεια. Είμαστε όλοι στην ακροθαλασσιά κι εγώ Ένας απ’ αυτούς που ξετυλίγουνε τα δίχτυα Καθώς η αθανασία περνάει σαν κοπάδι. 2 Ζείτε μέσα στο σπίτι και το σπίτι δε ραγίζει. Καλώ όποιον αιώνα θέλω, Μπαίνω μέσα σ’ αυτόν και χτίζω σπίτι. Να γιατί είναι μαζί μου τα παιδιά σας Και οι γυναίκες σας σ’ ένα τραπέζι – Και το τραπέζι ένα, και του προπάππου Και του εγγονού. Το μέλλον τώρα χτίζεται, Κι αν εγώ το χέρι μου σηκώσω, Όλες οι πέντε αχτίνες του θα μείνουνε δικές σας. Την κάθε μέρα που περνά πιο πολύ δυναμώνω. Μέτρησα τις κλειδώσεις των κοκάλων μου, Μέτρησα το χρόνο με της γης το μέτρο Και πέρασα από μέσα του, σάμπως μέσ’ απ’ τα Ουράλια.
Πηγή: Ρώσοι ποιητές του 20ού αιώνα, εισ.-μτφρ.-σχόλ.: Γιώργος Μολέσκης, εκδόσεις Μεσόγειος, 2004

Γιάννης Ρίτσος-Η δίψα στο Μυστρά


Ήλιος κονταρομάχος, παντοκράτορας της ερημιάς.
Διψούσαμε ανάμεσα στις πέτρες και στα χρόνια,
διψούσαμε όσα διψάσαμε πριν απ' τη γνώση της δίψας
σε πέτρινα μονοπάτια μιαν έξοδο στον ουρανό
σε πέτρινα χείλη δυο φούχτες νερό
νερό.
Αγριοσυκιές δυναστεύοντας τ' αρχαία ερείπια,
τρούλλοι σιωπής με κόκκινα κεραμίδια,
αγκάθια ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια της πέτρας.
Ο μαρμάρινος δικέφαλος στο νάρθηκα
φθαρμένος απ' τα πέλματα χρόνων και χρόνων,
μόλις ανοίγοντας τα μάτια του στο τελευταίο βυζαντινό μισόφωτο.
Διψούσαμε. Κ' οι παραπόταμοι τον Ευρώτα άσπρα γυμνά χαλίκια
άσπρα γυμνά κόκκαλα, κ' οι πικροδάφνες σκονισμένες
κοιτάζοντας τον παντοκράτορα ήλιο, τον τύραννο, τον αδυσώπητο.
ΤΟ ΡΑΣΟ του Παχώμιου ξεθώριασε μες στο λιοπύρι,
το μαύρο γύρισε στο κόκκινο,
το κόκκινο στο κίτρινο,
κ' ύστερα πράσινο
κι αργότερα σταχτί - καθόλού χρώμα.
Το ράσο του Παχώμιου το κόψαμε λουρίδες,
βάλαμε πένθος στο μανίκι μας,
μπαλώσαμε τις σκηνές του Άη-Στράτη -
η καλόγρια τόκανε σφουγγαρόπανο,
πλένει το προαύλιο της Παντάνασσας
μιλώντας με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα
πού σαπουνίζει στη σκάφη το πουκάμισό της,
μ' αυτό το ίδιο πράσινο σαπούνι που πλένουμε τα χέρια μας
μιλώντας για τ' αρχαία κλέη και τις δυσκολίες του νοικοκυριού
για την ακρίβεια τον ψωμιού και της πατάτας
για την ακρίβεια γενικά της ζωής
και πιο πολύ για την ακρίβεια κάποιων ασήμαντων πραγμάτων.
Διψούσαμε πάντα στην Παντάνασσα, δουλεύοντας μες στο λιοπύρι
σκαλίζοντας τους Νόμους, Πλήθων Γεμιστέ, πάνου στην πέτρα
κι ο Μανουήλ Χρυσολωράς μόνος στα ξένα με τα ερωτήματά του, και το δικό σου λείψανο στα ξένα, ένδοξο λάφυρο στα χέρια του
Σιγισμούνδου Μαλατέστα
κ' εδώ η καρδιά σου η διψασμένη να χτυπάει κάτου απ' την πέτρα.
ΠΑΝΩ στο βράχο τα φαρδιά χνάρια απ' τα πέλματα των στρατιωτών.
Με τέτοιον ήλιο πώς τους οδήγησαν στο θάνατο;
Πώς δέχτηκαν το θάνατο με τόσον ήλιο;
Πώς έγινε να σκεπάσουν με στάχτη τα μαλλιά τους;
Τώρα κρατούσαμε το σκοινί της καμπάνας στο χέρι μας,
ακούγαμε να τρέμει το σκοινί στην παλάμη μας,
χωρίς να χτυπάμε την καμπάνα,
χωρίς να λευτερώνουμε την κραυγή,
μην αντηχήσει η φρυγμένη κοιλάδα του Ευρώτα,
μη και ξυπνήσουν οι νεκροί φρουροί στα καραούλια,
μη κι ανεβούν οι σκλάβοι βροντώντας τις αλυσσίδες τους
στις τρομερές πέτρες του καλοκαιριού.
ΠΡΟΣΩΠΑ αγίων μπαλωμένα με τσιμέντο,
στο κάτω μέρος της τοιχογραφίας τα παιχνίδια των παιδιών και
των πουλιών,
τα σταμνιά κι ο θόρυβος της κρήνης -
γραφικές λεπτομέρειες γδαρμένες απ' τα νύχια του χρόνου,
επιμένοντας δίχως να καταφέρνουν να ευθυμήσει
αυτός ο Ωραίος Νέος με το άσπρο γαϊδουράκι,
τόσο συλλογισμένος απ' την ευθύνη του και την απόφασή του,
τόσο απελπισμένος μες στο φως του,
διψώντας πλάι στις κρήνες και στις γεμάτες στάμνες και στα
γεμάτα μάτια των μαθητών Του.
Δούλευαν μες στο μεσημέρι του Μυστρά - δε σήκωναν το μέτωπο,
δούλευαν για το Ανώλεθρο, Πλήθων, μη φτάνοντας,
έτρεχε ο ιδρώτας μη μιλώντας καθόλου για τη δίψα τους
μήπως και σωριαστούνε γλείφοντας την πέτρα.
Είταν ωραίο το πράσινο της τοιχογραφίας
και το κεραμιδί συμπληρώνοντας το πράσινο,
συμπληρώνοντας - Με τι θα συμπληρώσουμε
τούτο το κόκκινο που δεν επιδέχεται παρά μόνο το κόκκινο;
Κι αυτός ο ορμητικός άγγελος,
σταματημένος στη στάση της ορμής,
τι έρχεται ν' αναγγείλει,
ποιο πένθος του κρίνου,
ποιο θάνατο με τον κρίνο,
ποια νίκη, ποια ευτυχία του κρίνου;
Διψούσαμε κάτω απ' την Κοίμηση της Θεοτόκου
σταματημένοι στη στάση της ορμής.
ΕΔΩ το φλογερό πράσινο των δέντρων,
η βέβαιη βουή των νερών,
οι νέοι σπαρτιάτες με τα ποδήλατα,
ο νέος ιερέας με το κυανό αντερί διασχίζοντας την εσπέρα,
το λεωφορείο στη σκιά της Μητρόπολης.
Εκεί τ' ασκητικό βουνό με το σφιγμένο του σαγόνι
με το γδαρμένο στέρνο της υπεροψίας του
γυμνό, κατάγυμνο
τ' ασκητικό βουνό.
Κι εμείς, ανάμεσα.
Τη νύχτα, πλάι στις ροδοδάφνες, - έλεγε -
περπατούν ο Χριστός με τον Απόλλωνα.
Οι νέοι σπαρτιάτες ξεπεζεύουν απ' τα ποδήλατα,
κόβουν κλαδιά, ντουφεκάνε, στέκουν και κατουράνε στον Ευρώτα.
Ο Απόλλωνας σωπαίνει
ο Χριστός σωπαίνει. Ο Ευρώτας κυλάει.
Δεν ακούσαμε τι είπε.
ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ κολλημένοι στον τοίχο,
οι εβδομήντα Μάρτυρες ανηφορίζοντας στην αγγαρεία της Μακρόνησος
μεγάλα δάκρυα βουλιαγμένα στις πέτρες και στα γένεια των αγίων.
Μια ροδιά επιμένει - ανάβει στο καταμεσήμερο τα κόκκινα
λουλούδια της
σαν τους βάλανους κοιμισμένων στρατιωτών. Αγριοσυκιές
τεντώνουν τα συστραμμένα χέρια τους έξω απ' τ' αρχαία παράθυρα - δεν παραδίδονται.
Κι αυτός ο στρατιώτης χώνει το κεφάλι του στη βρύση
φτιάχνοντας ένα κράνος από νερό, αυτός
δεν υπακούει, δεν παραδίδεται, δεν παραιτείται.
ΕΙΝΑΙ τέσσερα χέρια απλωμένα στο σκοτάδι,
τέσσερα χέρια - δεν επαιτούν,
τέσσερις δέσμες ακτίνων καίγοντας τα χέρια,
μπορεί κιόλας οι ακτίνες να εκπέμπονται απ' τα χέρια.
Σ' αυτό τον τόπο η ευπρέπεια χαμογελάει πάνω απ' τα κόκκαλα πάνω απ' τη δίψα αστράφτουν τ' αυστηρά σιγίλλια των άστρων.
Όμορφοι τάφοι σκαλισμένοι με δάχτυλα προσεχτικά
- τίποτα δεν προδίνει την κραυγή τους. Τα πιο όμορφα γυμνά
σμιλεύονται
στις σαρκοφάγους. Λέγαμε
για την πτωχεία των πατέρων μας
- φτωχοί αυτοί με την αξιοπρέπεια στη στάση και στο βάδισμα!
Στο πρόσωπό τους
οι σκιές απ' τις τρομαχτικές χειρονομίες ενός εφιάλτη.
Φτωχοί και μεις - ο μέγας πλούτος που δεν δίνεται.
Οι εχθροί καλύτερα μαντεύουν απ' τους φίλους
τι θησαυροί στοιβάζονται κάτου απ' τις πέτρες.
Είχαμε αργήσει ανάμεσα στα ερείπια.
Κ' είσουν εσύ, ο Περίβλεπτος, κλεισμένος (σε είδαμε)
μέσα στην κυκλική σου δόξα - αμίλητος,
κλεισμένος, ανεβαίνοντας κλεισμένος,
όπως κι ο ήλιος μες στον κύκλο της φωτιάς του,
καίγοντας τη μεταλλική του σάρκα,
καίγοντας και φωτίζοντας, φωτίζοντας και καίγοντας

ΜΥΣΤΡΑΣ, Ιούνιος 1954

Γιάννης Ρίτσος-Η μήνις


Έκλεινε τα μάτια στον ήλιο.
Έβρεχε τα πόδια του στη θάλασσα. Πρόσεξε
πρώτη φορά την έκφραση των χεριών του.
Μιά κρυφή κούραση
φαρδιά σαν την ελευθερία. Απεσταλμένοι
πήγαιναν κι έρχονταν, φέρνοντας δώρα και υποσχέσεις,
τάζοντας τίτλους και λάφυρα ανώτερα. Αυτός, αμετάπειστος,
παρατηρούσε ένα καβούρι ν΄ ανεβαίνει τρεκλίζοντας σ΄ ένα χαλίκι
αργά, καχύποπτα, κι ωστόσο επίσημα, σα ν΄ ανηφόριζε την αιωνιότητα.
Δεν ξέραν πώς η μήνις ήταν απλώς ένα πρόσχημα.
[από τη συλλογή «Μαρτυρίες Β΄» – Ποιήματα Θ΄ σ. 272]

Οδυσσέας Ελύτης-Διόνυσος (ζ΄)


Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου

Με χρυσές μπρατσέρες θά ’βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ’ απ’ τ’ ακρωτήριο της καλής ανταύγειας

Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς

Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ’ αλαφριά κορμιά της καλοσύνης

Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανοπορίας

Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν’ ακούσ’ η Γη κι ανοίξει όλα τα πέταλα των μυστηρίων της

Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση

Και ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν

Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως

Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!

Προσανατολισμοί, 1940

Μίκης Θεοδωράκης-Εγώ ο ήλιος και ο χρόνος



Ι

Γεια σου Ακρόπολη
Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου.
Ο Πολικός σημαδεύει με φως
το σταθερό σημείο του κόσμου.
Αθήνα η πρώτη
στο βυθό των αιώνων 
με το γυαλί
σε βλέπουν οι ψαροντουφεκάδες.
Γαλέρες, γιωταχί, πορνεία κρυφά
η Γενική κέντρο του κόσμου.
Ο Πολικός γυρίζει σταθερά
το φουγάρο του μαγειρείου
σημαδεύει με καπνό
το σταθερό σημείο του Στερεώματος.
Η Πούλια, η Αφροδίτη
η Ντίνα, η Σούλα, η Εύη, η Ρηνιώ
πέντε εκατομμύρια έτη φωτός
σταθερή γραμμή διασχίζει
πέντε δισεκατομμύρια γαλαξίες
σε πέντε μέτρα
σε πέντε μέτρα
σε πέντε μόνο μέτρα
από το κελί μου.


ΙΙ

Ο χρόνος διαλύεται
μέσα στη στιγμή
το ελάχιστο γίνεται
ο μέγιστος τύραννος
βασανίζει ανθισμένες πληγές
γεμάτες χαμόγελα και υποσχέσεις
για κάτι άλλο, αυτό το άλλο
είναι που ζούμε κάθε στιγμή
νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο.
Όμως το άλλο δεν υπάρχει
είμαστε μεις, η Μοίρα μας
που μας λοξοκοιτάζει
Σφίγγα που ξέχασε το αίνιγμα
δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε
δεν υπάρχει αίνιγμα
δεν υπάρχει διαφυγή από τον κύκλο
τον πύρινο κύκλο
του Ήλιου και του Θανάτου.


ΙΙΙ

Ήλιε θα σε κοιτάξω στα μάτια
έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
να γεμίσει κρατήρες με σκόνη
να γίνει σελήνη δίχως διάστημα,
κίνηση, ρυθμό,
χαμένος διάττων εσβεσμένος από αιώνες
καταδικασμένος ν’ ακούει κραυγές ανθρώπων
ν’ ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών.
Ο Άνθρωπος πέθανε!  Ζήτω ο Άνθρωπος!


IV

Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
ξεφύτρωσε ένας κάκτος
πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
που ονειρεύομαι γιασεμί
τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
η φωνή μου είχε πάρει κάτι
από το λεπτό άρωμά του
τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί
η ζωή μου είχε πάρει κάτι 
από το λεπτό άρωμά του
όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται
κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες
θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.



V

Ανάμεσα σε μένα και στον Ήλιο
δεν υπάρχει
παρά μόνο η διαφορά του χρόνου
ανατέλλω και δύω
υπάρχω και δεν υπάρχω
με βλέπουν
χωρίς να μπορώ
να δω τον εαυτό μου.


VI

Όταν σταματήσει ο χρόνος
το κελί μου γεμίζει μήνες
μήνες, μέρες, ώρες, στιγμές
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
δέκατα δευτερολέπτων
ένα βήμα πριν από το χάος
υπάρχει χάος
ένα βήμα μετά το χάος
υπάρχει χάος
εγώ υπάρχω λίγο πριν, λίγο μετά
υπάρχω μέσα στο χάος
δεν υπάρχω.



VII

Τα κελιά ανασαίνουν
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
η βροχή μας ενώνει
ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.



VIII

Ο Ήλιος με δαγκώνει
δεν έχει δόντια
απατηλές 
απατηλές υποσχέσεις πάνω στον τοίχο
επάνω στο άσπρο χρώμα το άσπρο χρώμα
με σκιές
χωρίς σκιές
μονάχα εγώ μένω ακίνητος
αμετακίνητος μέσα στο φως και το άσπρο
αμετάθετος μένω ψηλά
πάνω από το μωσαϊκό που αιωρείται
η σκέψη μου στροβιλίζεται προς τη Γη
το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε
ο Ήλιος συμπιέζεται,
αποκαλύπτει το κενό
τρία κενά συγκρούονται
η Σκέψη μου, η Γη και ο Ήλιος.



ΙΧ 

Κάτω στη Γη διασπορά
ο Νόμος  του Νόμου  ω Νόμε
ο Νόμος δε συγκρούεται με το κενό
όταν φορεί κράνος καπνίζει
τσιγάρα με φίλτρο
όταν φορεί πιζάμες
όταν φορεί πιζάμες μεταξωτές
δεν καπνίζει   δεν καπνίζει
καπνίζουν τα χωριά, τα δάση, οι ρυζώνες
οι μητέρες δεν καπνίζουν
οι στρατιώτες καπνίζουν πριν κοιμηθούν
κοιμούνται βαθειά, έως δύο αιώνες
εγώ καπνίζω πριν πεθάνω
πάντοτε πριν πεθάνω καπνίζω
σέρτικα Λαμίας, μυρωδάτα Ξάνθης
γλυκειά μυρωδιά λίγο πριν το τέλος
το τέλος έχει γλυκειά μυρωδιά
μυρωδάτα Ξάνθης, σέρτικα Λαμίας.



Χ

Τα δόντια του Ήλιου είμαι εγώ
αυτό που με δαγκώνει είμαι εγώ
είμαι εγώ αυτό που θέλει
αυτό που δεν θέλει είμαι εγώ
εγώ είμαι όταν εσύ με θυμάσαι
όταν εσύ με ξεχνάς εγώ είμαι
όταν δεν υπάρχω είμαι εγώ
όταν δεν θα υπάρχω είμαι εσύ
όμως εσύ είμαι εγώ.



ΧΙ

Το Αιγαίο σηκώθηκε και με κοιτάζει
- Είσαι συ;  μου λέει.
- Ναι, του απαντώ, είμαι εγώ
  μαζί με κάποιον άλλον,
  δεν τον γνωρίζεις;
- Όχι, μου λέει.
- Δεν τον γνωρίζεις, 
  όμως αυτός ο άλλος
  είσαι εσύ.
Το Αιγαίο ξάπλωσε
ο Ήλιος έβηξε
έμεινα μόνος
εντελώς μόνος.



ΧΙΙ

Όχι εντελώς μόνος
εσένα δε σε θέλω
σε θέλω τόσο πολύ
γι’ αυτό εσένα δε σε θέλω
τα πλατάνια, τα κρύα νερά
μυρτιά  μυρτιά  μυρτιά
ένα σύμβολο, ένα ιδεώδες, μια πίστη
σε θέλω τόσο πολύ
ραδίκι γεμάτο χώμα
μυρτιά  μυρτιά  μυρτιά
γι’ αυτό εσένα δεν σε θέλω
γιατί χωρίς εσένα
δεν μπορώ να είμαι μόνος
εντελώς μόνος να είμαι.



ΧΙΙΙ

Πυροβολήστε το χρόνο,
σκοτώστε το χρόνο
ο χρόνος εκτός νόμου
θέλω να στήσω το πτώμα του 
στην οδό Αιόλου
πωλείται ο χρόνος σε τιμή ευκαιρίας
στο Μοναστηράκι
αγοράστε το χρόνο σε τιμή ευκαιρίας
είναι φρεσκότατος
τον κυνηγήσαμε χτες, 
τον σκοτώσαμε χτες
χτες  χτες  χτες
από το χτες στο σήμερα
που σημαίνει ότι δεν κάναμε καλή δουλειά. 



XIV

Έξω απ’ αυτόν τον κύκλο 
δεν θα περάσεις
θα μείνεις μέσα
Εσύ, ο Ήλιος και ο Χρόνος
η τροχιά ρυθμίζεται με κούρδισμα
τη νύχτα κουρδίζεις
τη μέρα ξεκουρδίζεις
υπόκλιση, χαμόγελο, κραυγή, βλαστήμια
         


XV

Όποιος κι αν είσαι
πέλαγο, βουνό, γυναίκα, ταύρος
αν είσαι άνθρωπος
δέντρο, τραγούδι, φόρος, θάνατος
αν είσαι άνθρωπος
αν είσαι άνθρωπος
βγάλε μαλακά το χειρόφρενο
ξεκίνησε με δεύτερη στον κατήφορο
όποιος κι αν είσαι
θα σου κοστίσει λιγότερο
λεωφορείο  φορτηγό  σιτροέν  ντεκαβε
Μαργαρίτα  Μυρτιά  Ροδόσταμο  Θεοδωράκης
αν είσαι άνθρωπος
θα σου κοστίσει λιγότερο
θύμηση παλιά
παλιά όσο σήμερα
όσο αύριο
όσο αύριο
όσο ποτέ
αν είσαι άνθρωπος
όποιος κι αν είσαι.



XVI

Ήλιος ο Πρώτος
Αθήνα η Πρώτη
Μίκης ο εκατομμυριοστός
έπονται εκατό χιλιάδες
και άλλες εκατό
και εκατό άλλες χιλιάδες αθώοι
και ούτω καθεξής
έως τη συντέλεια του κόσμου.



XVII

Ποτέ  ποτέ  ποτέ
δεν θα μπορέσω να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μωβ, θαλασσιές
ποτέ  ποτέ  ποτέ
δεν θα μπορέσω να μυρίσω όλα τα αρώματα
πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, μωβ, θαλασσιά
ποτέ  ποτέ  ποτέ
δεν θα μπορέσω ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές
όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω
ποτέ  ποτέ  ποτέ  ποτέ
δεν θα γνωρίσω τη μία σημαία
τη μοναδική
εσένα
Τάνια.



XVIII

Όταν πλάγιασα στην αμμουδιά
οι λουόμενοι πέσαν στη θάλασσα
όταν μπήκα στη θάλασσα
οι λουόμενοι βγήκαν στην αμμουδιά
όταν πνίγηκα
οι λουόμενοι πήγαν στα σπίτια τους
κι όταν αναστήθηκα
ήταν πια αργά
οι λουόμενοι μπήκαν στ’ αυτοκίνητά τους.



ΧΙΧ

Το είδωλό μου είσαι εσύ
το χέρι μου είναι το δικό σου
όταν το σφίγγω σφίγγεται
όταν το υψώνω υψώνεται
μονάχα αυτό το κάγκελο είναι δικό μου
κι αυτό που καθρεφτίζεται είναι δικό σου
(να τονιστεί το αίσθημα της ατομικής ιδιοκτησίας)
δικό μου  δικό σου  το κάγκελο
όμως δικά μας
τα μάτια  τα χείλη  και τα χέρια.



ΧΧ

Μέσα στους παραδείσιους κήπους του κρανίου μου
κίτρινος Ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του χρόνου
ακολουθούν πουλιά με ξύλινα φτερά
προπορεύονται άγγελοι με τζετ
μεγαλόπρεπη πορεία 
πάνω από μπανανιές  ευκαλύπτους  και πεύκα
που καλύπτουν την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μου
στη δεξιά νύμφες και ουράνιες πόρνες
σκεπασμένες γιασεμιά, κόκκινες σαύρες
ακούν τους καταρράκτες
που χάνονται στις καταβόθρες του νωτιαίου μυελού μου
εκεί αρχίζει η Γη και τελειώνει το Σύμπαν
αιφνιδίως η μεγαλόπρεπη πομπή ακινητοποιείται
ώρα έξι το απόγευμα
ώρα έξι ακριβώς
σταματά η πομπή  ο Χρόνος  ο Ήλιος
μοναχά τα πουλιά ταξιδεύουν
χτυπούν τα ξύλινα φτερά
και τα τζετ θρηνούν κι αυτά αγγελικά.



ΧΧΙ

Έχω ένα λαβύρινθο γιωταχί
ένα γιωταχί μινώταυρο δώδεκα ίππων
ζητώ Θησέα μεταχειρισμένο σε καλή τιμή
ανταλλάσσω ραδιόφωνο ιαπωνικό
με Αριάδνη  ει δυνατόν χήρα
κάτω των σαράντα
εισόδημα άνω των πέντε
χρονικό όριο ένα δέκατο του δευτερολέπτου
σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου
θα είμαι νεκρός.



ΧΧΙΙ

Ο Ελύτης  ο Γκάτσος  ο μέγας Σεφέρης
ο Τσαρούχης  ο Μινωτής  ο Χατζιδάκις
η Βέρα   η Ντόρα   η Τζένη
ο κινηματογράφος  το θέατρο  η μουσική
και τόσοι άλλοι
οι ποιητές  οι ποιητές
και τόσοι άλλοι
κι εσύ   κι εσύ   κι εσύ
ο φίλος  ο εχθρός  ο αντίπαλος  ο αντίζηλος
κοιμηθείτε ήσυχα
ο λογαριασμός είναι πληρωμένος
ο φίλος που πληρώνει
έχει λεφτά.



ΧΧΙΙΙ

Επουράνιοι ποταμοί
υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν παφλάζοντας
Οδός Ονείρων  Ομόνοια
Σίλβα
σίγμα γιώτα λάμδα βήτα άλφα
Φιλοθέη  Χαϊδάρι
τα νερά τους ξανθά
δυο στρώματα ξανθά
δυο στρώματα πράσινα
στη μέση εγώ
κόκκινη ακρίδα
φτερά  φυσαρμόνικες
ήχοι από νερό
σαύρες  φεγγάρια
βουτούν  βυθίζονται  πνίγονται
κάγκελα
κάγκελα
κάγκελα
Σίλβα.



XXIV

Όταν εσύ φωνάζεις
εγώ κοιμάμαι
όταν εσύ πονάς
εγώ χασμουριέμαι
όταν εσύ σφαδάζεις
εγώ ξύνομαι
Σεπτέμβριος
ημέρα δεκάτη έκτη
της Δημιουργίας
Διονύση.



XXV

Στο τέταρτο πάτωμα
η μαμά σου κοιμάται
Έλενα
μουσική θεία τα όνειρά της
τα όνειρά της
Πεπίνο ντι Κάπρι
πέρα από τη θάλασσα
μην την ξυπνήσεις.



XXVI

Η οδοντοστοιχία του Ήλιου με απειλεί
το κάγκελο του Χρόνου με προστατεύει
ο Γιάννης  ο Ιάσων  ο Βύρων
ο Τάκης  ο Αλέκος
στα κατάρτια ψηλά υψώστε
τα λεμόνια  τα πορτοκάλια
υψώστε
τα πέδιλα στην άμμο
φωνές  κρέμα νιβέα
ιππόκαμπος  πασιέντζες  νες καφέ
σημαίες ακριβές από φτηνό ύφασμα κρατούν.



XXVII

Έκτη Σεπτεμβρίου
ώρα έντεκα πρωινή
τώρα λούζονται 
τα πουλιά στα ποτάμια
στα έλατα τρίβονται οι Βοριάδες
σε χτύπησε ο Τούρκος στο Μπιζάνι
τώρα κάθεσαι και με κοιτάς
πίνεις καφέ
στάζεις φαρμάκι
αγάπη  αγάπη
ο Ήλιος ψήνει το σταφύλι
ώρα έντεκα πρωινή.



XXVIIΙ

Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής
Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος
πάψε πια να φωνάζεις
λαθρέμπορος  λωποδύτης  νταβατζής
φωνητικές χορδές
ο Αντρέας  ο Ηλίας  η Ανθή
λαρύγγι ζώου  λαρύγγι ανθρώπου
Άγια Σοφιά  στίφη βαρβαρικά  το υγρόν πυρ
ο Γέρος του Μωριά σκουλήκι
σε κάθε βήμα μου σκοντάφτω
ζερβά θηρία του Βόρνεο
δεξιά φλόγες στο Ναγκασάκι
μπροστά φουγάρα στο Μπούχενβαλντ
και πίσω το κελί του Μακρυγιάννη
πάνω κάτω  πάνω κάτω
ανατολικά  δυτικά
μαχαίρια  ακόντια  μαστίγια  ορδές
ορδές αγίων  ορδές δαιμόνων
ορδές αγίων  ορδές στρατηγών
είμαι ραδίκι σπαρμένο στον κρατήρα
αντίο Ήλιε   αντίο Ήλιε   αντίο Ήλιε
αντίο Φως
καληνύχτα.



ΧΧΙΧ

Ανατολικά από τον Σείριο
περνούν οι ξανθές βροχές
κρατούν κίτρινες ομπρέλες
πράσινα γυαλιά ηλίου
μίνι φούστες φορούν
οι ξανθές βροχές του Σεπτεμβρίου
παρακάμπτουν τον Άρη
την ερχόμενη Τετάρτη
μπαίνουν στην τροχιά της Γης
Ανόι  Ουάσιγκτον  Μόσχα
η έρημος του Σινά
Αθήνα   οδός Τοσίτσα
δυτικώς της Χίου
ανατολικώς της Κορίνθου
εντός  εκτός
πεύκο βαθειά χαραγμένο
μίνι φούστες
πράσινα γυαλιά ηλίου
κίτρινες ομπρέλες κρατούν
οι ξανθές πρώιμες βροχές
ανατολικά από τον Σείριο
δυτικά από το κελί μου
του Σεπτεμβρίου.



ΧΧΧ

Όταν τα Μετέωρα χορεύουν συρτάκι
σε αναγνωρίζω πατρίδα μου
όταν ο Αχελώος ξενυχτά στις ταβέρνες
όταν τα Λευκά Όρη κολυμπούν κρόουλ
όταν το Αιγαίο παίζει προπό
όταν οι Ρουμελιώτες χορεύουν τσάμικο
όταν το Κρητικό Πέλαγο βιάζει τη Μήλο
και όταν εγώ γράφω άτεχνους στίχους
τότε σε αναγνωρίζω
σε αναγνωρίζω πατρίδα μου.



ΧΧΧΙ

Οι εννέα Μούσες μένουν κοντά μου
μας χωρίζει ένας διάδρομος
δυο πόρτες  τέσσερις φρουροί
Ντόρα  Μαρία  Τάκης
Αννα  Τόνια  Ρούσος
ίσως γνωρίζουν καλλίτερα
στοιχεία  νούμερα  διευθύνσεις
τεχνοτροπίες  σχολές  μουσεία
οι εννέα Μούσες μένουν κοντά στα Μουσεία
η Μουσική μένει κοντά στα Μουσεία
Μουσική  Μούσες  Μουσεία
τέλος πάντων
νοοτροπίες  τεχνοτροπίες δοκιμάζονται
βροχή  σκόνη  ήλιος  γέλιο
ένα απέραντο κονσερβατουάρ
πιάνα  σολφέζ  ωδική
οι εννέα Μούσες πλένονται
χτενίζονται  ξαπλώνουν  
χτυπούν να τις ανοίξουν
Πίνδαρος  Αισχύλος  Μότσαρτ  Σοπέν
οι φρουροί τις οδηγούν μία μία στο μέρος.



ΧΧΧΙΙ

Μενεξεδένια Πολιτεία
στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
στείλε μου τη φωνή σου να μου κοιμίσει τα όνειρα
δείξε μου το πρόσωπό σου
να δω το μπόι μου
την αρχοντιά μου
αρχόντισσά μου
από τον Οιδίποδα και τον Ανδρούτσο
άλλος κανένας δεν σε αγάπησε
όσο εγώ.

Πηγή:http://www.mikistheodorakis.gr/el/poems/?st=50&nid=4490