Σάββατο 31 Ιουλίου 2021
Άρης Αλεξάνδρου - Ποιητική
Αργύρης Χιόνης- Το ποδήλατο
Το παιδικό ποδήλατό μου, ο άλλοτε απαστράπτων Πήγασος
που απογειωνόταν μόλις τον καβάλαγα, έχει για πάντα
τώρα υπογειωθεί. Κι ας λέω ψέματα, αδιάκοπα,
στον εαυτό μου και σ’ εκείνο, πως, κάποια μέρα
θα του αλλάξω λάστιχα, απ’ τη σκουριά του θα το γδύσω,
θα το λαδώσω και θα το γυαλίσω κι όλο τον κόσμο
μαζί του θα γυρίσω· το παιδικό ποδήλατό μου έχει για πάντα
υπογειωθεί· το ξέρω και το ξέρει.
Αργύρης Χιόνης, από τη συλλογή Στο υπόγειο, εκδ. Νεφέλη 2004
Μ. Καραγάτσης-Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν (απόσπασμα)
«Η Λάρισα νεκρώθηκε όταν από τον ολόχρυσο κι αθέριστο κάμπο φύσηξε ο πρώτος Λίβας του καλοκαιριού. Κάπου, κατά το Νοτιά, κάποιος φοβερός δράκος πρέπει ν’ άνοιξε το φλογισμένο στόμα και να ‘χυσε την πύρινη ανάσα του πάνω στα στάχυα…
Οι Λαρισαίοι μόλις νιώσουν τις πρώτες πνοές του Λίβα, κλείνονται στα σπίτια τους. Η πολιτεία νεκρώνεται, ως κι αυτές οι δροσερές αυλές, με τα σκιερά χαγιάτια, στους παλιούς μαχαλάδες, ερημώνονται. Πόρτες, παραθυρόφυλλα, τζάμια, κλειστά· είναι ο μόνος τρόπος να ζήσει κανείς. Το αυστηρό κλείσιμο δημιουργεί στα σπίτια δροσιά ευεργετική. Μόλις όμως τολμήσεις ν’ ανοίξεις οτιδήποτε, μια καυτή πνοή σού καψαλίζει τα μάτια και τα πλεμόνια. Με το ηλιόγερμα ο Λίβας πέφτει, κι ως τα μεσάνυχτα βασιλεύει ζέστα υγρή, πνιχτική, αντίθετη απ’ την ξερή λαύρα της μέρας. Κατά τα μεσάνυχτα, απ’ τις κορφές του Ολύμπου κατεβαίνει ένα ψυχρό αεράκι, γεμάτο ζωή κι ανακούφιση. Η Λάρισα ανασαίνει. Πόρτες και παράθυρα ανοίγουν διάπλατα. Οι Λαρισαίοι, που ίσα με τότε ιδρωκοπούσαν στους δρόμους αποχαυνωμένοι, φορούν το σακάκι τους πάνω απ’ το μουσκεμένο πουκάμισο. Το θερμόμετρο κατρακυλάει από τα 40 στα 20. Δροσίζονται τα σπίτια, οι άνθρωποι κοιμούνται ευχάριστα· μα ξυπνούν, μια στιγμή, πριν βγει ο ήλιος, να ξανακλείσουν παράθυρα και πόρτες· γιατί οι πρώτες του αχτίδες είναι κιόλας θανατερές».
Συνταγματάρχης Λιάπκιν
Έλσα Κορνέτη- Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας / Σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση (αποσπάσματα)
10
Όλοι οι κάκτοι είναι στο βάθος τρυφεροί.
18
Μακάρι να ήταν ο κόσμος ιδανικός, αλλά σ' ένα ιδανικό κόσμο θα πέθαιναν οι άνθρωποι από πλήξη. Ας ζήσουμε καλύτερα στον ιδανικό κόσμο της φαντασίας μας όπου κανείς δεν κινδυνεύει.
19
Ο ελαφρά σκεπτόμενος άνθρωπος έχει την ανατομία του φελλού. Πάντα επιπλέει. Ποτέ δεν βουλιάζει. Ο σκεπτόμενος έχει την ανατομία του βράχου. Στο τέλος πάντα βυθίζεται.
30
Ο ανεμοστρόβιλος της ζωής σαρώνει πρώτα το σώμα ή το πνεύμα;
38
Πόσο συχνά έχεις την αίσθηση ότι είσαι ένα ανθρώπινο παζλ. Διαλύεσαι σε χίλια κομμάτια. Όταν όμως επανασυναρμολογείσαι λείπει πάντα ένα.
55
Όταν βλέπεις από μακριά τα γαϊδουράγκαθα σαν τριαντάφυλλα. Αυτό αποστρέφομαι.
56
Ο πολιτισμός της βραδύτητας είναι ο αντίποδας στη βαρβαρότητα της ταχύτητας. Με απλά λόγια: κινήσου με αργούς ρυθμούς. Αλλιώς δεν προλαβαίνεις να ζήσεις.
81
Έχεις άγνοια τελικά γι' αυτό που είσαι, γι' αυτό που θέλεις. Η επιτάχυνση της εποχής δεν σε αφήνει να μάθεις. Έχεις μάθει να θέλεις αυτό που θέλουν οι πολλοί. Οι περαστικοί. Οι βιαστικοί. Οι Άλλοι.
158
Σε δύο μόνον περιπτώσεις η πολυθραυσματική μας ύπαρξη γίνεται άρρηκτη και συμπαγής. Όταν αγαπάμε κι όταν ονειρευόμαστε.
246
Δεν υπάρχει τίποτα για να φοβηθείς εκτός από εσένα τον ίδιο.
253
Αληθινά δυνατός είναι όποιος κατέχει την επίγνωση και αποδοχή της ευθραυστότητάς του.
294
Πετυχημένος στο διαδίκτυο. Αποτυχημένος στη ζωή.
295
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης: ναρκωτικά νέας γενιάς.
401
Ένας άνθρωπος που γράφει είναι ένας άνθρωπος που ανακουφίζεται. Σπανίως γνωρίζει την πηγή του πόνου του. Συνήθως γράφει για έναν άγνωστο πόνο.
420
Προσεγγίζοντας την τελειότητα το μόνο που κατορθώνεις είναι να μεγιστοποιήσεις τον φθόνο. Για ν' αγαπηθείς θα σε συμβούλευα να επενδύσεις στην ατέλεια.
430
Μια μεγάλη απώλεια που δεν απασχολεί πλέον κανέναν κάτοικο της πόλης: η μυρωδιά του χώματος μετά την βροχή.
538
Η αμετροέπεια επιτρέπεται μόνον στην αγάπη.
556
Αλήθεια, ποιος είναι ο άρρωστος τελικά; Ο καταθλιπτικός που είναι ανίκανος να δομήσει το μέλλον ή ο μη καταθλιπτικός που είναι ικανός να δομήσει το μέλλον, αλλά ανίκανος να ζήσει το παρόν;
562
Το πιο πετυχημένο τηλεκατευθυνόμενο παιχνίδι της εποχής λέγεται ηλεκτρονικός αποπροσανατολισμός. Εκτροπή της κατεύθυνσης της προσοχής στο μη ουσιώδες.
565
Η μοναδική άνοδος δείκτη που θα σώσει τον κόσμο θα είναι αυτή της συναισθηματικής νοημοσύνης της ανθρωπότητας.
567
Τις επιδημιολογικές μελέτες του μέλλοντος θ' απασχολήσουν όλες οι καχεκτικές αγάπες.
568
Να μην αργήσεις στο ραντεβού με τον εαυτό σου.
569
Τελικά δεν είναι το παραμύθι που ντύνει τη ζωή αλλά η ζωή το παραμύθι.
[...]
Στο τέλος πάντα η τελεία καταπίνει την πρόταση.
Στο τέλος πάντα η πρόταση καταπίνει το κείμενο.
Στο τέλος πάντα το κείμενο καταπίνει το βιβλίο.
Στο τέλος πάντα το βιβλίο καταπίνει το συγγραφέα.
Στο τέλος πάντα ο συγγραφέας καταπίνει το γαλαξία.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη, Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας / Σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση, Εκδόσεις Κουκούτσι, Σειρά et cetera?, Αθήνα 2013.
Αναδημοσίευση από: https://thepoetsroom.blogspot.com/2021/07/blog-post.html?spref=fb&fbclid=IwAR1jBO-10vX_omhlvyPjWlLsegsVBMRUjs5uHNaE-Uk8cnHidRqfuzIh5E0
Roberto Calasso-L' ardore (απόσπασμα)
«Κι όμως, οι Θεοί συνεχίζουν να κατοικούν εκεί που ζούσαν από πάντα. Όμως στη γη έχουν χαθεί οι ενδείξεις που υπήρχαν γι΄ αυτά τα μέρη. Ή μάλλον δεν ξέρουμε πια πώς να τις αναζητήσουμε στα παλαιά, εγκαταλελειμμένα και διάσπαρτα φύλλα χαρτιού».
(Roberto Calasso, L’ardore)
Roberto Calasso-Οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας
Όσα ποτέ δε συνέβησαν, αλλά ανέκαθεν υπήρχαν.
Σε ό,τι αφορά τους Ολύμπιους, μπορεί να ειπωθεί, πρώτα απ’ όλα, πως ήταν θεοί καινοφανείς. Διέθεταν ένα όνομα και μια μορφή. Όμως ο Ηρόδοτος μας διαβεβαιώνει ότι «μέχρι εχθές» ήταν άγνωστο «πού είχε γεννηθεί καθένας τους, αν υπήρχαν από πάντα και ποια η όψη τους». Για τον Ηρόδοτο «εχθές» σήμαινε Όμηρος και Ησίοδος, οι οποίοι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, είχαν ζήσει πριν από τέσσερις αιώνες. Ακριβώς αυτοί, κατά την άποψή του, «ονομάτισαν τους θεούς, φανερώνοντας τα προνόμια, τις τέχνες και την όψη τους». Στον Ησίοδο διαφαίνεται ακόμη o κοσμογονικός άθλος και ο αργός διαχωρισμός των μορφών απ’ ό,τι είναι πολύ αφηρημένο ή πολύ συγκεκριμένο. Μόνο στο τέλος, αφού ο κόσμος σείστηκε πλείστες φορές, ο Δίας «μοίρασε μεταξύ τους τα προνόμια».
Ωστόσο, σκάνδαλο πραγματικό αποτελεί ο Όμηρος, η αδιαφορία του για τις απαρχές, η παντελής έλλειψη κομπασμού, η αξίωσή του να ξεκινήσει όχι απ’ την αρχή, αλλά απ’ τον τελευταίο των δέκα ολέθριων χρόνων του πολέμου κάτω από τα τείχη της Τροίας, που χρησίμευσαν κατά κύριο λόγο στο να αφανισθούν ολάκερες γενιές ηρώων. Και οι ήρωες, που την εξολόθρευσή τους εξυμνούσαν, ήταν φαινόμενο πρόσφατο. Οι Ολύμπιοι είχαν ήδη καθορίσει μια σταθερή πορεία στη ζωή τους κι έδειχναν πως επιθυμούσαν να τη διατηρήσουν για πάντα, σαν κάτι τ ’αυτονόητο και φυσιολογικό. Η γη τους χρησίμευε για επιδρομές, εφήμερες ερωτικές περιπέτειες, δολοπλοκίες, ετερομορφισμούς. Τι είχε συμβεί όμως πριν την εμφάνιση των Ολύμπιων θεών; Για τα γεγονότα εκείνα στον Όμηρο έχουμε σποραδικούς και φευγαλέους υπαινιγμούς. Κανένας δεν έχει τη διάθεση να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Αντιθέτως η μοίρα ενός Τρώα πολεμιστή μπορεί πολύ να καθηλώσει!
Στον Όμηρο παρουσιάζονται ενδείξεις χωρίς όμως συγκεκριμένες αναφορές όπου πάνω τους στηρίζεται και η σιωπή και η ευλαλία. Είναι η ιδέα της τελειότητας. Το τέλειο εμπεριέχει την απαρχή του και δεν αρέσκεται να μακρηγορεί ως προς τη διαμόρφωσή του. Όποιος είναι τέλειος κόβει τους δεσμούς με καθετί που τον περιβάλλει, διότι είναι αυτάρκης. Η τελειότητα δεν αφηγείται την ιστορία της, αλλά προσφέρει την τελείωσή της. Για πρώτη φορά στις θεϊκές υποθέσεις οι κάτοικοι του Ολύμπου πασχίζουν περισσότερο να είναι τέλειοι, παρά ισχυροί. Σαν μια λάμα οψιδιανού, το αισθητικό για πρώτη φορά κόβει δεσμούς, συνοχές και ευλάβειες. Αυτό που μένει είναι ένα σύνολο μορφών, απομονωμένο στην ατμόσφαιρα, έτοιμο, μυημένο, τελειωμένο: τρεις λέξεις που ο Έλληνας τις λέει με μια: τέλειος. Αν και το άγαλμα εμφανίζεται αργότερα, αυτό θα αποτελέσει την απαρχή, τον τρόπο που παρουσιάζονται τα καινοφανή όντα.
Όταν οι Έλληνες έπρεπε να επικαλεστούν μια έσχατη πηγή αυθεντίας, δεν αναφέρονταν στα ιερά τους κείμενα, αλλά στον Όμηρο. Στην Ιλιάδα είχε τα θεμέλιά της η Ελλάδα. Και η Ιλιάδαθεμελιωνόταν σε ένα λεκτικό παιχνίδι, στην αντικατάσταση δυο γραμμάτων. Χρυσηίδα και Βρισηίδα. Το αντικείμενο της διαμάχης, όπου έχει τις ρίζες του το έπος, είναι η καλλιπάρηος Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές» ·ο Αγαμέμνονας θέλει να την ανταλλάξει, να την αντικαταστήσει με την καλλιπάρηο Χρυσηίδα. Δύο γράμματα χωρίζουν τις δύο νέες, ο Αχιλλέας επαναλαμβάνει παιδιάστικα ότι η διένεξη ξέσπασε όχι «εξαιτίας της κόρης», αλλά εξαιτίας της αντικατάστασης, σαν ο ήρωας να μάντευε ότι μ ’εκείνη την πράξη σφιγγόταν ένας κόμπος, ένα δεσμός που κανένας ήρωας και ουδείς από τις μεταγενέστερες γενιές δεν θα μπορούσε να λύσει.
Είναι η ανταλλαγή που συμπυκνώνεται δυναμικά στην αρχή της Ιλιάδας: η γυναίκα, μάλλον οι δύο γυναίκες με τις ωραίες παρειές, πανομοιότυπες σχεδόν, σαν νομίσματα ίδιας κοπής· τα λόγια του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα αντιτάσσουν βία στη βία (αντιβίοισι επέεσσιν)· με «λύτρα αρίφνητα», το «περίλαμπρο ξαντίμεμα» που προσφέρεται από τον ιερέα Χρύση για την κόρη του, «η ιερή εκατόμβη» που προσφέρουν οι Αχαιοί στον ιερέα. Κάθε φορά σε ζεύγος παρουσιάζονται οι δυνάμεις της ανταλλαγής: οι γυναίκες, οι λέξεις, οι προσφορές. Απουσιάζει μόνο το χρήμα, που είναι ο συγκερασμός εκείνων των δυνάμεων. Αλλά για να γεννηθεί το χρήμα στην πιο καθαρή μορφή του, πρέπει πρώτα να εξολοθρευθούν οι ήρωες. Ο Θουκυδίδης ήδη παρατηρεί ότι η μόνη δύναμη που έλειπε κατά την εκστρατεία στην Τροία ήταν ακριβώς το χρήμα. Εκείνη η «έλλειψη χρημάτων» (αχρηματία), από όσα θα ακολουθούσαν, έκανε καθετί λιγότερο ισχυρό, αλλά πολύ πιο ένδοξο.
«Η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα στον Όμηρο που έχει ξεκάθαρα, ιδιόμορφα επίθετα, που αρμόζουν μόνο σ ’εκείνη», παρατηρεί ο Milman Parry. Η Καλλιπάρηος «με τις ωραίες παρειές» αποδίδεται σε οχτώ γυναίκες, είναι το γυναικείο επίθετο που χρησιμοποιείται περισσότερο. Η Ιλιάδα είναι η ιστορία μιας διπλής διαμάχης: για την Ελένη, τη μοναδική, που κανείς δεν θα τολμούσε να αντικαταστήσει και για τη Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές», που ο Αγαμέμνονας θα ήθελε να την αντικαταστήσει με τη Χρυσηίδα, επίσης «με τις ωραίες παρειές». Ανάμεσα στην απρόσβλητη μοναδικότητα και στην απρόσβλητη αντικατάσταση, ξεσπά στις πεδιάδες της Τροίας ένας πόλεμος που δεν μπορούσε να βρει τέλος.
Αν πιστέψουμε τις μαρτυρίες της Ήρας, συζύγου και αδελφής, ο Δίας «άλλη ασχολία δεν είχε παρά να πλαγιάζει μ ’αθάνατες και θνητές». Αλλά μια γυναίκα του αντιστάθηκε, και συν τοις άλλοις ήταν αθάνατη: η Θέτις. Πεισματωμένος, ο Δίας συνέχιζε «παρά τη θέλησή της να την κατασκοπεύει από ψηλά». Και εφόσον εκείνη δεν ενέδιδε, ο Δίας απαίτησε από τη Θέτιδα βαρύ όρκο, να καταστεί αδύνατη η ένωσή της με άλλον αθάνατο σύντροφο. Σύμφωνα με την Ήρα, η Θέτιδα δεν ενέδωσε «από σέβας και εσωτερικό φόβο» προς την ουράνια σύζυγο. Έτσι έγιναν φίλες. Αλλά η άποψη της Ήρας και εδώ, όπως και σ’ άλλες περιστάσεις, επικεντρώνεται πολύ στον εαυτό της. Πίσω από την άρνηση της Θέτιδας υπάρχει ένας πιο σοβαρός λόγος, ή μάλλον ο σοβαρότερος: από την ένωσή της με τον Δία θα γεννιόταν ο γιος που θα εκτόπιζε τον πατέρα, ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα», λένε με πανομοιότυπη διατύπωση και ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος.
Αυτό φανέρωσε στον Δία και στους σε σύσκεψη Ολύμπιους θεούς η αρχέγονη Θέμιδα. Μόνο τότε ο Δίας αποφάσισε να αρνηθεί τη Θέτιδα, θέλοντας να «διατηρήσει την εξουσία του για πάντα». Ίσως η Θέτιδα να γνώριζε το μεγάλο μυστικό, ίσως γι’ αυτό αρνήθηκε τον κυρίαρχο των θεών. Ή τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε, γιατί η Θέτιδα σε άλλη περίσταση θα είναι και η μοναδική γυναίκα που θα υπεραμυνθεί της κυριαρχίας του Δία, την στιγμή που υπόλοιποι Ολύμπιοι -ανάμεσά τους και η Αθηνά που είχε γεννηθεί από το κεφάλι του- ήθελαν να τον αλυσοδέσουν. Τότε λοιπόν η Θέτιδα, εκείνη η θαλάσσια θεά που δεν σύχναζε στον Όλυμπο, κάλεσε σε βοήθεια τον Βριάρεω, τον Τιτάνα με τα εκατό κεφάλια, ο οποίος γλίτωσε τον Δία. Η Θέτιδα περίμενε μιαν ανταπόδοση από τον Δία για την πολύτιμη βοήθειά της «με λόγους και με πράξεις», κι εκείνη ακριβώς την ανταπόδοση θα χρησιμοποιούσε για να προστατέψει το γιο της Αχιλλέα. Ο Όμηρος ωστόσο αποσιωπά τις αιτίες της Ολύμπιας συνωμοσίας να αιχμαλωτιστεί ο Δίας με άλυτα δεσμά. Αλλά ένας θεός δεμένος, είναι θεός εκθρονισμένος: κι εκείνη τη φορά τούτο είχαν επιδιώξει οι Ολύμπιοι θεοί. Η γυναικεία βοήθεια ήταν αποτελεσματική όχι μόνο για τους ήρωες, αλλά και για τον κυρίαρχο των Θεών. Και ο Δίας ακόμη, στην άθικτη σταθερότητα του Ολύμπου, γνώριζε ότι η βασιλεία του είχε ένα τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τα ομηρικά κιόλας χρόνια η κυριαρχία του Δία οφειλόταν σε ένα τέχνασμα. επειδή για πρώτη φορά είχε αποδιώξει την επιθυμία του για κάποια γυναίκα- και τότε είχε γλιτώσει γιατί αυτά ή ίδια η γυναίκα φώναξε σε βοήθεια τον Βριάρεω, ένα από τα αρχέγονα, ισχυρά και ατελή, πλάσματα για τα οποία δεν άρεσε στους Ολύμπιους να μιλούν. Ο Δίας είχε συμπεριφερθεί με πονηριά ακόμη και στη μοίρα και είχε αναβάλει ο ίδιος το τέλος του. Το παιχνίδι όμως δεν είχε ακόμη τελειώσει.
Πριν το αποκαλύψει στους Ολύμπιους, η Θέμιδα το εκμυστηρεύτηκε στο γιο της Προμηθέα. ο Προμηθέας, αλυσοδεμένος στο βράχο, σκεφτόταν τον Δία να καταστρώνει δίχως ανάπαυλα τα ερωτικά «μάταια σχέδιά» του, μη γνωρίζοντας ποια από τις κατακτήσεις του θα αποδεικνυόταν η μοιραία. Υπάρχει κάτι σ ’εκείνες τις ερωτικές περιπέτειες του ολύμπιου θεού που ομοιάζει με τη ρωσική ρουλέτα. Ο Προμηθέας όμως σιωπούσε.
Οι έρωτες του Δία μας παρουσιάζονται κάτω από ένα διαφορετικό φως. Εκεί κρυβόταν ο υπέρτατος κίνδυνος. Κάθε φορά που πλησίαζε μια γυναίκα ο Δίας, ήξερε ότι αυτό μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή του. Μέχρι αυτό το σημείο φτάνουν οι ιστορίες αλλά για κάθε μύθο που έχει ειπωθεί, υπάρχει ένας άλλος ανείπωτος και ακατονόμαστος, που μόλις διαφαίνεται από τις σκιές, αναδύεται μέσα από υπαινιγμούς, θραύσματα. συμπτώσεις, χωρίς ποτέ κανένας συγγραφέας να τολμήσει να τον διηγηθεί σαν μια ξεχωριστή ιστορία. Κι εδώ ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα» δεν πρόκειται να γεννηθεί, γιατί είναι ήδη παρών: ο Απόλλωνας. Στην αιώνια ολύμπια συμβίωση, πατέρας και γιος αλληλοκοιτάζονταν κι ανάμεσά τους, αόρατο στους άλλους αλλά ορατό σ ’εκείνους, έλαμπε το οδοντωτό δρεπάνι με το οποίο ο Κρόνος είχε κόψει τους όρχεις του Ουρανού.
Όταν η ζωή άναβε από επιθυμία ή αγωνία ή απ’το συλλογισμό, οι ομηρικοί ήρωες ήξεραν ότι κάποιος θεός ήταν η αιτία. Τον υφίσταντο και τον παρατηρούσαν, αλλά αυτό που συνέβαινε ήταν πάντα μια έκπληξη, ειδικά γι’ αυτούς. Έτσι, εξαντλημένοι από τα πάθη, τις αισχύνες, αλλά και τις δόξες τους, στάθηκαν επιφυλακτικοί στον προσδιορισμό της προέλευσης των πράξεων. «Εσύ δε μου ‘φταιξες, οι αθάνατοι μου φταίξαν», λέει ο Πρίαμος κοιτάζοντας την Ελένη στις Σκαιές Πύλες. Δεν κατάφερνε να τη μισήσει, ούτε να δει σ’ αυτή την υπαίτιο εννιά αιματηρών χρόνων πολέμου, μολονότι το κορμί της ήταν το είδωλο του πολέμου που ετοιμαζόταν να τελειώσει με μια ολοκληρωτική σφαγή.
Από τότε καμία ψυχολογία δεν έκανε ούτε βήμα παραπέρα, παρά μόνον επινόησε για τις δυνάμεις που μας επηρεάζουν, άλλες ονομασίες, μακρόσυρτες, πολυάριθμες, πιο άχαρες και αναποτελεσματικές, λιγότερο συναφείς με την εσωτερική δομή του γεγονότος, είτε αυτό είναι ηδονή είτε τρόμος. Οι σύγχρονοι είναι ιδιαίτερα περήφανοι για την υπευθυνότητά τους, αλλά έτσι έχουν την αξίωση να απαντούν μ’ ένα λόγο που δεν ξέρουν, ούτε καν αν τους ανήκει. Οι ομηρικοί ήρωες δεν γνώριζαν μια τόσο άβολη λέξη όπως «η υπευθυνότητα» και δεν θα την πίστευαν. Γι’ αυτούς κάθε έγκλημα συνέβαινε σαν σε κατάσταση ψυχικής διαταραχής. Όμως εκείνη η διαταραχή σημαίνει ενεργή παρουσία κάποιου θεού. Αυτό που για μας είναι διαταραχή για κείνους ήταν «σύγχυση του λογικού προερχόμενη από τους θεούς» (ἄτη). Γνώριζαν ότι η παρεμβολή, του αόρατου (μη αισθητού) συχνά έφερνε μαζί της την καταστροφή τόσο που, με την πάροδο του χρόνου η λέξη ἄτη κατέληξε να σημαίνει «όλεθρος». Επίσης, γνώριζαν, μας το λέει και ο Σοφοκλής, ότι «στη ζωή των θνητών τίποτα δεν αγγίζει το μεγαλείο δίχως την ἄτη».
Ο βασανισμένος λαός από την «αλαζονεία» (ύβρις) κοίταξε με τη μέγιστη δυσπιστία την αξίωση που έχει το υποκείμενο να πράξει κάτι. Αυτό που οπωσδήποτε πράττει το υποκείμενο είναι η μετριότητα· μόλις μια πνοή μεγαλείου, κάθε είδους, αισχρή ή ενάρετη, απλά ψαύει, δεν είναι πια το υποκείμενο που ενεργεί. Μετά το υποκείμενο σωριάζεται σαν ένα οποιοδήποτε μέντιουμ μόλις οι φωνές το εγκαταλείψουν. Για τους ομηρικούς ήρωες δεν υφίσταται ο ένοχος αλλά η αβάσταχτη ενοχή. Είναι το μίασμα που εμποτίζει το αίμα, τη σκόνη και τα δάκρυα. Οι αρχαίοι, αφότου ξεκόπηκαν από την ἄτη, δεν είχαν τη διορατικότητα, την οποία ούτε οι σύγχρονοι έχουν κατακτήσει ακόμη, να διακρίνουν το κακό του πνεύματος από το κακό του αντικειμένου, τη δολοφονία και το θάνατο. Η ενοχή είναι σαν εμπόδιο που φράζει το δρόμο· είναι απτή, άμεση. Ίσως ο ένοχος να την υφίσταται στον ίδιο βαθμό ή και περισσότερο από το θύμα. Απέναντι στην ενοχή το μόνο που αξίζει είναι ο αμείλικτος υπολογισμός των δυνάμεων. Απέναντι στον ένοχο υπάρχει πάντα ένα ύστατο θέλγητρο. Ποτέ δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιωθεί ίσαμε ποιο σημείο είναι αληθινό τούτο, καθώς ο ένοχος γίνεται ένα με την ενοχή και μετά ακολουθεί ο μηχανισμός της. Ίσως εκμηδενισμένος, εγκαταλελειμμένος ή απελευθερωμένος. Τοούτα ενώ η ενοχή κυλάει μπροστά σε όλους, ώστε να διαμορφώσει νέες ιστορίες και άλλα θύματα.
Απόσπασμα από το 4ο κεφάλαιο του βιβλίου του Roberto Calasso, Le nozze di Cadmo e Armonia, Gli Adelfi Edizioni, Milano 2017.
Πηγή:https://www.enallaktikos.gr/Article/50558/oi-gamoi-toy-kadmoy-kai-ths-armonias-%E2%80%93-romperto-kalaso
William Shakespeare-Μάκβεθ (απόσπασμα)
Μπορεί να είναι παράξενο˙ κι όμως, συχνά
οι Εργάτες που σκάβουν στο έρεβος τις στοές
για το σκοτάδι, μας τραβούν με δίχτυα χαλαρά
στα ανήλια του χάους ορυχεία –
από ηλιόλουστα μονοπάτια της δικής τους αλήθειας˙ μας οδηγούν
αργά, μέσα από άσπιλα τοπία
μιας αναμάρτητης πλαγιάς – και ξαφνικά, κόγχο κλειστό
αόμματης ματιάς
που μας κοιτά – τρυπούν˙ και χαίνει κάτω από τα πόδια μας
κάποια άλλη Ανάγκη,
ξένη – στέρφο κι απότομο, αγκαθωτό
το πιο βαθύ φαράγγι.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Μάκβεθ, μτφρ. Γιώργος Χειμωνάς, Κέδρος, 1996
Roberto Calasso-Oι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας (απόσπασμα)
Το τοπίο είναι η Θεσσαλία: γη που «τα παλιά χρόνια ήταν περικυκλωμένη από βουνά ψηλά μέχρι τον ουρανό» (ένα απ' αυτά είναι και ο Όλυμπος) και διατήρησε μια οικειότητα με τα βαθιά νερά, που περιοδικά αναβρύζουν σε πολλά σημεία και την πλημμυρίζουν οι φλέβες των πολλών ποταμών˙ γη εύφορη, κίτρινη και στυφή, πλούσια σε άλογα, κοπάδια και μάγισσες. Δεν προΐσταται η ψυχρή διαφάνεια της Αθηνάς, αλλά μια μεγάλη θεά που βγαίνει από τα σκότη, η Φεραία. Κρατάει δυο πυρσούς στα χέρια της και σπάνια κατονομάζεται. Κι αυτό είναι κάτι που αντιστοιχεί στο πνεύμα της Θεσσαλίας, γη όπου η θεότητα είναι πλησιέστερη στην αρχέγονη ανωνυμία, όπου οι θεοί σπάνια παρουσιάζονται με κάποιο πρόσωπο και όπου οι Ολύμπιοι δεν συνηθίζουν να κατεβαίνουν. Όταν εμφανίζεται εκεί ο θεός, εισβάλλει απότομος και άγριος, όπως το άλογο Σκύφιος καθώς ξεπηδάει από το βράχο ανεμίζοντας τη χαίτη του και χτυπώντας με τις οπλές του. Τα άλογα της Θεσσαλίας είναι πλάσματα των εγκάτων εκσφενδονισμένα από τις ρωγμές της γης, τις ίδιες απ' όπου απλώνεται στην πεδιάδα το κύμα του Ποσειδώνα. Είναι οι νεκροί τους που λάμπουν από λευκότητα ή μαυρίλα. Φεραία είναι η τοπική ονομασία της Εκάτης, νυχτοβάτισσα θεά, υποχθόνια, που πληγώνει το σκοτάδι με τους πυρσούς της, θεά άλογο, ταύρος, λέαινα, σκύλα, εκείνη που εμφανίζεται στη ράχη του ταύρου, του αλόγου, του λιονταριού, η τροφός των παιδιών, εκείνη που κάνει τα κοπάδια να πολλαπλασιάζονται. Στη Θεσσαλία, αυτή είναι η δυνατή (Βριμώ), που ενώνεται με τον Ερμή, ο οποίος είναι γιος του Δυνατού (Ἴσχυς, ο εραστής που προτίμησε η Κορωνίς από τον Απόλλωνα). Και «δύναμη» (ἀλκή) βρίσκεται επίσης στο όνομα της Αλκήστιδος. Σ' αυτή τη γη, πριν από μορφή η θεότητα εκδηλώνεται σαν καθαρή δύναμη. Αλλά Φεραία, λέει το λεξικό του Ησύχιου, είναι επίσης και η «θυγατέρα (κόρη) του Άδμητου». Μήπως η Άλκηστις και ο Άδμητος, πριν πάρουν τη μορφή του επαρχιώτικου βασιλικού ζευγαριού, κάθονταν δίπλα δίπλα σαν το κυρίαρχο ζευγάρι του Κάτω Κόσμου;
Τώρα το τοπίο αποκαλύπτεται. Είναι μια θαλερή γη νεκρών η Θεσσαλία όπου ο Απόλλωνας θα είναι σκλάβος για ένα «μεγάλο ενιαυτό», μέχρις ότου τ' άστρα σε εννιά χρόνια θα ξαναγύριζαν στις αρχικές τους θέσεις. Η παραμονή του Απόλλωνα στη Θεσσαλία είναι ένας κύκλος καταχθόνιος. Αφού ο Δίας διάλεξε εκείνη τη χώρα για τιμωρία του Απόλλωνα σε αντικατάσταση των Ταρτάρων, γι' αυτόν και μόνο το λόγο έπρεπε να είναι ένας τόπος θανάτου...
Ρομπέρτο Καλάσο, Οι Γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας (Le Nozze di Cadmo e Armonia), μτφρ. Γιώργος Κασαπίδης, εκδ. Καστανιώτη, 2005, σ. 80-82
Αναδημοσίευση από: http://pantarbus.blogspot.com/2013/
Edith Södergran-Μοντέρνα γυναίκα
Δεν είμαι γυναίκα. Ουδέτερο είμαι.
Είμαι ένα παιδί, ένα αγόρι, με τολμηρή απόφαση,
είμαι μια γελαστή αχτίνα ενός ήλιου σκαρλατίνα…
Είμαι ένα δίχτυ για όλα τα αδηφάγα ψάρια,
Νίκος Γκάτσος-Μάνος Χατζιδάκις-Το τραγούδι της Σειρήνας
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Αλίκη Βουγιουκλάκη
Άλλες ερμηνείες: Μαίρη Λίντα Με τ' άσπρο μου μαντήλι θα σ' αποχαιρετήσω και για να μου 'ρθεις πίσω στην εκκλησιά θα μπω. Θ' ανάψω το καντήλι και το κερί θα σβήσω τα μάτια μου θα κλείσω και θα σ' ονειρευτώ. Γιατί είσαι λυπημένο και δε μιλάς και συ πουλί ταξιδεμένο σε μακρινό νησί; Είχα τα δυο σου χείλη κρυφό της νύχτας αστέρι μα το δικό μου αστέρι μη παίρνεις από δω. Σου χάρισα κοχύλι να το κρατάς στο χέρι ως τ' άλλο καλοκαίρι που θα σε ξαναδώ.Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021
Gabriela Mistral-Το μαρτύριο
Καρφωμένο στη σάρκα μου φέρνω από χρόνια
Ζεστό μαχαίρι,
Ένα πελώριο στίχο που αφρίζει σαν το κύμα
Του αρχιπελάγους.
Φιλοξενώντας τον τυφλά, τα σωθικά μου σφάζει
Το μεγαλείο του.
Με το φτωχό αυτό στόμα που τόσα ψέματα είπε
Πώς να τον τραγουδήσω;
Τα τριμμένα, ξεχασμένα λόγια των ανθρώπων
Δεν έχουν την φλόγα
Της ζωντανής, της πύρινης γλώσσας που μέσα τους
Λαμπαδιάζει.
Σαν ένα βρέφος, με τον ορό του αίματος μου
Τον ανατρέφω
Και ποτέ ένα βρέφος δεν βύζαξε τόσο αίμα
Από ένα γυναικείο στήθος!
Ανελέητο δώρο, ατέλειωτο καψάλισμα,
Και μια οιμωγή..
Αυτός που τον έμπηξε βαθιά στα σωθικά μου
Ας με σπλαχνιστεί!
Gabriela Mistral (1889-1957)
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τεύχος 1034, 1 Αυγούστου 1970
Mετάφραση: Γ. Δ. Χουρμουζιάδης
Aρσένι Ταρκόφσκι - Ζωή, ζωή
Γιάννης Ρίτσος-Η δίψα στο Μυστρά
Γιάννης Ρίτσος-Η μήνις
Οδυσσέας Ελύτης-Διόνυσος (ζ΄)
Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου
Με χρυσές μπρατσέρες θά ’βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ’ απ’ τ’ ακρωτήριο της καλής ανταύγειας
Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς
Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ’ αλαφριά κορμιά της καλοσύνης
Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανοπορίας
Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν’ ακούσ’ η Γη κι ανοίξει όλα τα πέταλα των μυστηρίων της
Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση
Και ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν
Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!
Προσανατολισμοί, 1940