Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι όπως την είδα. Από κάπου με κοίταζε. Σαν ν’ ακουμπούσε καθιστή σ’ ένα τραπέζι με κοίταζε καπνίζοντας. Αλλά ήταν μισόγυμνη και πρόστυχη. Μ’ ένα φτηνό μαύρο κομπινεζόν είχε μόλις σηκωθεί από έναν αισχρό έρωτα. Με κοίταζε συνέχεια με τα πρησμένα μάτια της εξαντλημένη από τους οργασμούς και κάθε τόσο έφερνε το τσιγάρο κι ύστερα την τύλιγε ο καπνός κι ύστερα θυμήθηκα. Το ξεχασμένο άλλο της όνομα.
Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022
Γιώργος Χειμώνας- Ο εχθρός του ποιητή (απόσπασμα)
Erich Maria Remarque - Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον (απόσπασμα)
Η σιωπή κρατάει πολύ. Μιλώ. Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον. Για τούτο γυρίζω στον νεκρό και του λέω: «Σύντροφε δεν ήθελα να σε σκοτώσω. Αν πήδαγες άλλη μια φορά μέσα στο λάκκο, δεν θα το έκανα πια, έφτανε κι εσύ να φερθείς λογικά. Μα στην αρχή στάθηκες για μένα μια ιδέα, ένας συνδυασμός που γέννησε το μυαλό μου και οδήγησε στην απόφαση. Αυτόν τον συνδυασμό μαχαίρωσα. Βλέπω τώρα για πρώτη φορά πως είσαι άνθρωπος, όπως κι εγώ. Τότε σκεφτόμουν τις χειροβομβίδες σου, τη λόγχη σου, τα όπλα σου. Τώρα βλέπω τη γυναίκα σου και το πρόσωπό σου κι όσα έχουμε κοινά. Συγχώρα με, σύντροφε. Είναι πολύ αργά όταν βλέπουμε πως είναι πραγματικά τα πράγματα. Γιατί να μη μας λένε αδιάκοπα πως είσαστε κι εσείς φτωχά σκυλιά σαν εμάς; Πως οι μανάδες σας βασανίζονται όπως οι δικές μας; Πως όλοι μας έχουμε τον ίδιο φόβο για το θάνατο, τον ίδιο τρόπο να πεθάνουμε και τα ίδια βάσανα; Συγχώρα με, σύντροφε. Πώς μπορούσε να ‘σαι εσύ ο εχθρός μου; Αν πετούσαμε τούτα τα όπλα και τούτη τη στολή, θα μπορούσες να ‘σουν αδερφός μου, όπως ο Κατ και ο Άλμπερτ. Πάρε είκοσι χρόνια απ’ τη ζωή μου, σύντροφε, και σήκω πάνω… Πάρε κι άλλα ακόμα, γιατί από δω και πέρα δεν ξέρω τι να τα κάνω αυτά που έχω».
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, μτφρ.: Γεωργία Δεληγιάννη – Αναστασιάδη, εκδόσεις Μίνωας
Aliro Oyarzun-Το κίτρινο καράβι
Ἀπὸ τὶς πεισματάρες θάλασσες ποὺ ἔρχεται
πλέει τώρα τὸ κίτρινο καράβι.
Στὰ μαῦρα του πανιά,
στὸ ἄλμπουρό του τυλίγεται τὸ παραλήρημα.
Ναυτικὸς πικρόχολος πηγαίνει
πάνω ἀπὸ τὴ γέφυρα: ἡ ἄβυσσος ποὺ κρώζει.
Στὸν νεκρὸ οὐρανὸ ἔχουνε πέσει
σὲ λήθαργο τὰ νικημένα ἀστέρια.
Στοῦ φόβου τὴ θάλασσα
κουράζονται νὰ χορεύουν τὰ σημάδια,
καὶ ἀπὸ τὸν ἄρρωστο ἄνεμο
ἀκούγονται ξινοὶ οἱ πανάρχαιοι ὕμνοι.
Ὤ, ἄθεο ἐσὺ σκαρὶ
ποὺ κάτι σχέδια σὲ κυβερνᾶνε λοξά,
πλεούμενο φιδίσιο, ἀργοκίνητο
στὴν ἀρκτικὴ τὴ θάλασσα τῆς πλήξης!
Ἂχ ὀκνηρία αἰώνια, ἂχ βαρεμάρα
τῆς ἐπίμονης κίτρινης καραβέλας!
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Mikhail Lermontov Ο θάνατος του ποιητή (απόσπασμα)
Δολοφονήθηκε ο ποιητής! Της τιμής ο υπηρέτης,
Έπεσε κι αυτός από τις φήμες συκοφαντημένος. Πάλι;
Με το μολύβι στην καρδιά,
Σκύβοντας το περήφανο κεφάλι!
Δεν άντεξε η ψυχή του ποιητή
Το όνειδο των ενοχλητικών πειραγμάτων,
Επαναστάτησε ενάντια στην παλιοκοινωνία μισητή,
Δε δέχτηκε το άθλιο παιχνίδι των ανταλλαγμάτων.
Φονεύτηκε!... Τώρα γιατί τόσα τα αναφιλητά,
Κούφιων εγκώμιων άχρηστη χορωδία
Και δικαιολογιών ελεεινά μουρμουρητά;
Της μοίρας εκτελέστηκε η θηριωδία!
Μήπως δεν ήσασταν εσείς που έδιωχναν με λύσσα,
Το χάρισμά του το ελεύθερο και τολμηρό,
Και για πλάκα φυσώντας δυνάμωναν
Το πυρ που κουφοέκαιγε κρυφό;
Γλεντήστε… ήπιε κ’ αυτός το κώνειο,
Όμως να ξέρετε μπροστά του είστε νάνοι.
Έσβησε το θαυμάσιο δαιμόνιο,
Μαράθηκε τ’ αμάραντο στεφάνι.
Ο δολοφόνος του σιγουριά σκορπάει,
Σημαδεύει… σαν κρατάει νεκροκέρι,
Η πέτρινή καρδιά του ήρεμα χτυπάει
Και το περίστροφο δεν τρέμει στο χέρι.
...................................................................
Εσείς! Που δίπλα στην Καρέκλα μαζευτήκατε,
Ο συρφετός των «κληρονόμων»,
Της Λευτεριάς στραγγαλιστές, της διαφθοράς πηγή!
Κρυφτήκατε κατ’ απ’ τη σκιά των βρομονόμων
Μπροστά σας και το Δίκαιο και η Αλήθεια μουγγοί!
Όμως υπάρχει και το δικαστήριο το Υψηλό!
Που το σόι σας θα ξεκληρίζει,
Αυτό είναι απρόσιτο για το χρυσό,
Τις σκέψεις και τις πράξεις σας γνωρίζει.
Τότε ματαίως στην υποκρισία θα προστρέχετε,
Ούτε θα βοηθήσει το γαλαξιακό Κακό,
Και δε θα ξεπλύνει το αίμα σας το μαύρο,
Του ποιητή το αίμα θεϊκό.
Mikhail Lermontov (Михаил Юрьевич Лермонтов, Μόσχα, 15 Οκτωβρίου 1814 – Πιατιγκόρσκ, 27 Ιουλίου 1841)
Μετάφραση: Γιώργος Σοϊλεμεζίδης
Τάρας Σεβτσένκο-Διαθήκη
John Steinbeck-Άνθρωποι και ποντίκια (απόσπασμα)
Berthold Brecht-Στρατηγέ, το τανκ σου είναι δυνατό μηχάνημα
Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022
Φώτης Αγγουλές-Μην πεις
Καλώς την που την πρόσμενα χρόνια και χρόνια τώρα,
κοντά σου θέλω να με βρει του χινοπώρου η μπόρα.
Μείνε, καλή μου, κάνε μου λιγάκι συντροφιά,
κι όταν χωρίσουμε, μην πεις απάνω μου πως είδες,
σημάδια από του σταυρωμού τα σουβλερά καρφιά,
και μελανιές αφ’ τις βαριές των σκλάβων αλυσίδες.
Από τη συλλογή Πορεία μέσα στη νύχτα, Χίος 1958.
Πηγή: https://www.sarantakos.com/liter/aggoules/mhnpeis.html
Θανάσης Χατζόπουλος-Άμαχος πληθυσμός
Κι οι πληγωμένοι θ’ αλυχτούν τη νύχτα
Μία αγέλη οδοιπόρων που περιθάλπει παγωμένους η αυγή
Για να περάσουν από την ηλικία των ακτημόνων στο λήμμα σπαράζω
Με τη φορμόλη του βυθού και του λοιμού το χάρτη χαλινάρι
Φεύγοντας – να συναντήσουν τον ερχόμενο αιώνα στην ακμή
Σε ξέφωτα του αίματος,
Εκεί όπου φανερώνεται η ζωή και περισσεύει ὁ θάνατος
Πηγή: https://popaganda.gr/art/amachos-plithismos-tou-thanasi-chatzopoulou/
Berthold Brecht-Όταν έρχονται και πέφτουν σαν βροχή τα εγκλήματα
John Steinbeck-Τα σταφύλια της οργής (απόσπασμα)
Στη Δύση υπήρξε πανικός, όταν οι μετανάστες πολλαπλασιάστηκαν στις εθνικές οδούς. Οι κατέχοντες ιδιοκτησία ήταν τρομοκρατημένοι για την ιδιοκτησία τους. Άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πεινάσει είδαν τα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που ποτέ δεν τους έλειψε κάτι πολύ, είδαν την αναλαμπή της στέρησης στα μάτια των μεταναστών. Και οι άντρες των πόλεων και των ήπιων προαστιακών περιοχών, συγκεντρώθηκαν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· και διαβεβαίωσαν τους εαυτούς τους ότι αυτοί ήταν οι καλοί και οι εισβολείς κακοί, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πολεμήσει. Είπαν, ότι αυτοί οι καταραμένοι Okies (οι καταγόμενοι από την Οκλαχόμα) είναι βρώμικοι και ανίδεοι. Είναι εκφυλισμένοι και μανιακοί σεξουαλικά. Οι καταραμένοι Okies είναι κλέφτες. Θα κλέψουν τα πάντα. Δεν έχουν καμία αίσθηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Όχι, εγώ, είμαι πεινασμένος. Δουλεύω για δεκαπέντε. Δουλεύω για φαγητό. Τα παιδιά. Θα ’πρεπε να τα δείτε. Όλο βγάζουν σπυριά, και δεν μπορούν να τρέξουν. Δώστους κάποια απροσδόκητα φρούτα, και φουσκώνουν. Εγώ, θα δουλέψω για ένα μικρό κομμάτι κρέας.
Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι σιταποθήκες ήταν γεμάτες και τα παιδιά των φτωχών μεγάλωναν ραχιτικά, και τα σπυριά της πελλάγρας διογκώνονταν στα πλευρά τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή. Και χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν πάει σε μεροκάματα πήγαιναν για βενζίνη, για όπλα, για πράκτορες και κατασκόπους, για μαύρες λίστες, για περιπολίες. Στις εθνικές οδούς οι άνθρωποι κινούνταν σαν τα μυρμήγκια και έψαχναν για δουλειά, για φαΐ. Και η οργή άρχισε να αναβράζει.
Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Γιάννης Βαρβέρης-Η μητέρα του Ιούδα
Βαγγέλης Αλεξόπουλος-Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα
Πάνος Παναγιωτούνης-Δύο Ποιήματα
Κώστας Χατζής-Στρατιώτη γύρνα πίσω
Μουσική: Κώστας Χατζής
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Ερμηνεία: Κώστας Χατζής
Κώστας Χατζής-Στρατιώτη γύρνα πίσωΟ πόλεμος αρχίζει,
στρατιώτη γύρνα πίσω
με ήλιο να σου ντύσω
και γαζίες τους σταθμούς
Τη θες την ξιφολόγχη;
Όχι, και πάλι όχι
αυτή εδώ η κόγχη
δεν αντέχει άλλη φωτιά
Ο πόλεμος αρχίζει,
στρατιώτη γύρνα πίσω
γαμπρό να σε στολίσω
με γαρδένιες στα μαλλιά
Τη θες την ξιφολόγχη;
Όχι καρδιά μου, όχι
αυτή εδώ η κόγχη
δεν αντέχει άλλους καημούς
Δεν είναι πανηγύρι
παιδί μου και σεργιάνι
και γέμισες τα κράνη
κόκκινα απ' τους αγρούς
Τη θες την ξιφολόγχη;
Όχι για πάντα, όχι
αυτή εδώ η κόγχη
δεν αντέχει άλλους νεκρούς
Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022
Mahmoud Darwish- Σ' αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις» (απόσπασμα)
Ο δισταγμός του Απρίλη
Η μυρωδιά του ψωμιού την αυγή
Αυτά που λένε οι γυναίκες για τους άντρες
Τα γραπτά του Αισχύλου
Η αρχή του έρωτα
Το χορτάρι πάνω σε μια πέτρα
Μητέρες που ζουν με το σκοπό της φλογέρας
Και ο φόβος των κατακτητών για τη μνήμη
Σε αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις
Το τέλος του Σεπτέμβρη
Μια γυναίκα που ανθίζει μετά τα σαράντα
Η ώρα του ήλιου στη φυλακή
Σύννεφα που σχηματίζουν πελώριες μορφές
Τα συνθήματα του λαού για κείνους που φεύγουν γελαστοί
και ο φόβος στα μάτια των τυράννων
Σε αυτή τη γη, την Κόρη της Γης
τη μάνα όλων των ξεκινημάτων
τη μάνα όλων των τελειωμών
Τη λέγαν Παλαιστίνη
Παλαιστίνη τη λένε ακόμα
Αγαπημένη μου, μου δόθηκε
μου δόθηκε η ζωή γιατί σε αγαπώ
Μετάφραση: Ναζίμ Αλατράς
Charles Baudelaire-La servante au grand coeur…
La servante au grand coeur dont vous étiez jalouse
Et qui dort son sommeil sous une humble pelouse,
Nous devrions pourtant lui porter quelques fleurs.
Les morts, les pauvres morts, ont de grandes douleurs,
Et quand Octobre souffle, émondeur des vieux arbres,
Son vent mélancolique à l'entour de leurs marbres,
Certe, ils doivent trouver les vivants bien ingrats,
A dormir, comme ils font, chaudement dans leurs draps,
Tandis que, dévorés de noires songeries,
Sans compagnon de lit, sans bonnes causeries,
Vieux squelettes gelés travaillés par le ver,
Ils sentent s'égoutter les neiges de l'hiver
Et le siècle couler, sans qu'amis ni famille
Remplacent les lambeaux qui pendent à leur grille.
Lorsque la bûche siffle et chante, si le soir,
Calme, dans le fauteuil, je la voyais s'asseoir,
Si, par une nuit bleue et froide de décembre,
Je la trouvais tapie en un coin de ma chambre,
Grave, et venant du fond de son lit éternel
Couver l'enfant grandi de son oeil maternel,
Que pourrais-je répondre à cette âme pieuse,
Voyant tomber des pleurs de sa paupière creuse ?
Paul Celan-Ποιήματα
[Μίλα κι εσύ]
Μίλα κι εσύ,
ο τελευταίος, ναι,
μίλα κι ελόγου σου.
Μίλα – όμως
μη διχάζεις το «ναι» απ’ το «όχι».
Δώσε στο μίλημα νόημα·
δώσ’ του τη σκιά.
Σκιά δώσ’ του αρκετή,
δώσ’ του όση
γνωρίζεις μοιρασμένη γύρω σου,
ανάμεσα σε μεσονύχτι, μεσημέρι, μεσονύχτι.
Κοίταξε ολόγυρα,
και δες πως ζωντανεύει ολούθε –
ω, εις το θάνατο! Ζωντανεύει!
Ομιλεί αληθινά εκείνος που λέγει σκιές.
Μα τώρα συρρικνώνεται ο τόπος όπου πατάς –
προς τα πού, από τους ίσκιους γυμνωμένε;
Ανάβαινε· ψηλάφησε το ύψος.
Κι ω! πώς ρεύεις, πώς ψιλώνεις, πλέον αγνώριστε –
πλέον ψιλός, ως ένα νήμα, λες,
απ’ όπου θέλει να κατέλθει το αστέρι:
να κατέβει, και να πλεύσει εδωνά,
όπου θωρεί πώς ανακλάται: μες στις θίνες
περιπλανώμενων λόγων.
(Sprich auch du, 1955)
`
*
[Ήδη πολύ βαθιά]
Ήδη πολύ βαθιά
μέσα στο βούρκο ήμασταν, σαν
επιτέλους σύρθηκες κοντά μας.
Κι όμως, δεν μπορούσαμε σκοτάδι
προς το μέρος σου να εκπέμψουμε:
κυριαρχούσε
φωταναγκασμός.
(Wir lagen, 1970)
`
*
[Νήματα ήλιου]
Νήματα ήλιου
πάνω στον γκριζόμαυρη ερημιά.
Ψηλή, σαν δέντρο,
μια σκέψη
αρπάζει τη νότα φωτός: ακόμη
τραγούδια είναι να ειπωθούν, πέρα
από τους ανθρώπους.
(Fadensonnen, 1967)
`
*
[Μπορώ ακόμη να σε βλέπω…]
Μπορώ ακόμη να σε βλέπω: μια ηχώ,
εγγίσιμη με λέξεις αίσθησης,
στην κορυφογραμμή του απο-
χωρισμού.
Η όψη σου ταράζεται σιωπηλά,
σαν έξαφνα γεμίζει
φως –σάμπως από λαμπτήρα–
μέσα μου το σημείο εκείνο
όπου πονά πιο πολύ το «ποτέ».
(Ich kann dich noch sehen, 1970)
`
*
Ο φιλοξενούμενος
Πολύ πριν βραδιάσει
μπαίνει στο σπίτι σου, αυτός που χειραψίες αντάλλαξε
με το σκοτάδι.
Πολύ πριν χαράξει
ξυπνάει
κι ανάβει, πριν φύγει, έναν ύπνο,
έναν ύπνο διάσπαρτο με ήχους βημάτων:
τον ακούς να διασχίζει τα μάκρη
και ρίχνεις την ψυχή σου προς τα εκεί.
(Der Gast, 1952)
`
*
[Αγριολεύκα…]
Αγριολεύκα, η φυλλωσιά σου γνέφει στο σκοτάδι.
Τα μαλλιά της μάνας μου δε λεύκαναν ποτέ.
Πικραλίδα, πράσινη – έτσι ‘ναι η Ουκρανία.
Η μάνα μου η ξανθή ποτέ δε γύρισε στο σπίτι.
Γκρίζο σύννεφο, περνάς και στέκεις στα πηγάδια;
Η μάνα μου η λιγομίλητη για όλους κλαίει.
Εύκυκλο αστέρι, δένεσαι μαλαματένιος κόμπος.
Την καρδιά της μάνας μου μολύβι είχε λαβώσει.
Δρύινη πόρτα, απ’ τους αρμούς ποιος σ’ έχει βγάλει;
Η μάνα μου η ήρεμη να έρθει δεν μπορεί.
(Espenbaum, 1952)
`
`
*
Corona
Απ’ το χέρι μου τρώει το φθινόπωρο το φύλλο: είμαστε φίλοι.
Ξεφλουδίζουμε το χρόνο απ’ τους καρπούς, και τον μαθαίνουμε να περπατεί:
ξανά γυρίζει ο χρόνος μες τη φλούδα.
Μες τον καθρέφτη μέρα Κυριακή,
μέσα στο όνειρο κοιμόμαστε,
το στόμα ομιλεί αληθινά.
Το όμμα κατεβαίνει προς το φύλο της αγαπημένης:
ο ένας τον άλλο θωρούμε,
και ομιλούμε σκοτεινά,
και αγαπιόμαστε, όπως η μνήμη και τ’ αφιόνι,
και κοιμόμαστε, όπως ο οίνος μες στα όστρακα,
όπως η θάλασσα μες στην αιμάτινη του φεγγαριού αχτίδα.
Αγκαλιασμένοι στέκουμε μες στο παράθυρο, και μας θωρούν απ’ έξω, απ’ το δρόμο:
είναι καιρός να μαθευτεί!
Είναι καιρός η πέτρα να καταδεχτεί ν’ ανθίσει,
να χτυπήσει μια καρδιά η ταραχή.
Είναι καιρός να ‘ρθεί καιρός.
Είναι καιρός.
(Corona, 1952)
`
*
[Να πας να πεις…]
Να πας να πεις, στον ίσκιο
της ουλής στον ουρανό,
να πας να πεις: «τίποτα, και για κανέναν».
Αγνώριστος,
μόνο
για σένα.
Μαζί με όλα που εκεί μέσα χωρούν,
έστω και χωρίς
ομιλία.
(Stehen, 1963)
`
*
[Φωνές]
Φωνές στο δρόμο με τις τσουκνίδες:
έλα σ’ εμάς επάνω στα χέρια.
Όποιος με το φανό είναι μόνος,
στο χέρι μονάχα μπορεί να διαβάσει.
[ . . . ]
Φωνή του Ιακώβ:
Τα δάκρυα.
Τα δάκρυα σε μάτια αδελφικά.
Ένα σφήνωσε εκειδά, και ρίζωσε.
Μέσα του κατοικούμε.
Ανάπνευσε, για να
λυθεί.
[ . . . ]
Καμιά
φωνή – ένας
ύστερος αχός, ξένος στις ώρες,
δωρισμένος στις σκέψεις σου, εδώ, επιτέλους
αφαγρυπνίστηκε: ένα
καρπόφυλλο, οφθαλμοειδές, βαθιά
χαραγμένο· μη θέλοντας
να επουλωθεί,
ρετσινιάζει.
(Stimmen, 1953)
Ο Paul Celan (αυτοονομάστηκε έτσι με αναγραμματισμό του επιθέτου του, Paul Ancel), σύμφωνα με τον George Steiner, «σχεδόν σίγουρα ο σημαντικότερος ευρωπαίος ποιητής μετά το 1945» (Μετά τη Βαβέλ, Scripta 2004, σελ. 325), γεννήθηκε το 1920 στο Τσερνιβτσί, ή Τσερνόβιτς, στην Μπουκοβίνα (σημερινή Ουκρανία). Γερμανόφωνος Εβραίος με ρουμανική καταγωγή, προκάλεσε αίσθηση εξαρχής με το γνωστό ποίημα Φούγκα θανάτου (Todesfuge, 1947). Έχοντας χάσει και τους δύο γονείς του σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, επιζώντας ο ίδιος από ένα στρατόπεδο εργασίας, θα συνεχίσει να μάχεται μια ζωή με τη διχασμένη κληρονομιά του, κάτι που αντικατοπτρίζεται παντού στην ποίησή του: «Χθες/ ήρθε ένας απ’ αυτούς και/ σε σκότωσε/ ακόμη μια φορά στο/ ποίημά μου. // Μητέρα,/ μητέρα, ποιανού/ το χέρι έσφιξα,/ σαν με τις λέξεις σου/ πήγα στη/ Γερμανία;» (Wolfsbohne, ‘Λούπινο’). Δεν λείπει και το ερωτικό στοιχείο από το έργο του, όπως στο ποίημα Corona (λατ. ‘στεφάνι’), γραμμένο με αφορμή τον ατυχή έρωτά του για την αυστριακή ποιήτρια Ingeborg Bachmann. Το 1970 ο ποιητής, ο οποίος βιοποριζόταν στο Παρίσι, βρέθηκε νεκρός στα νερά του Σηκουάνα.
Η ποίησή του είναι ιδιαίτερα πυκνή, σχεδόν κρυπτική· μεταχειρίζεται έναν έντονα φορτισμένο και σύνθετο λόγο με αυστηρή λεκτική οικονομία. Στις μεταφράσεις μας έγινε η προσπάθεια να διατηρηθεί η «δυσκολία» των ποιημάτων, ενίοτε προσφεύγοντας σε (ανάλογους με του πρωτοτύπου) νεολογισμούς, όπως ‘φωταναγκασμός’ (γερμ. ‘Lichtzwang’) και ‘αφαγρυπνίστηκε’ (κατά το ‘αφυπνίστηκε’: όπως κάτι βγαίνει από τον ύπνο, έτσι μπορεί να βγει και από την αγρυπνία). Αν και δεν θεωρούσε τον εαυτό του σουρεαλιστή, φράσεις όπως «ανάβει, πριν φύγει, έναν ύπνο» (όπως ανάβει κανείς μια φωτιά) και «ρίχνεις την ψυχή σου προς τα εκεί» (όπως ρίχνει κανείς ένα δίχτυ) παραπέμπουν στην υπερρεαλιστική τεχνοτροπία, ενώ τα «τραγούδια» που μπορούν ακόμη να ειπωθούν, «πέρα/ από τους ανθρώπους» («jenseits/ der Menschen»), δείχνουν προς το ‘Πέρα από το καλό και το κακό» του Nietzsche (Jenseits von Gut und Böse). Όπως γράφει στις Φωνές, το ποίημα είναι για τον Celan ένα γλωσσικό μνημείο του τραύματος, ένα «καρπόφυλλο» που, «μη θέλοντας/ να επουλωθεί,/ ρετσινιάζει».
`Μετάφραση-Επίμετρο: Γιώργος Πολυχρόνης
Αναδημοσίευση από: http://www.poiein.gr/2020/11/23/paul-celan-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC%CF%86%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3/?fbclid=IwAR0RvzOymRT-ptOivwdU7_ZIEta4ZYinRAzXXY_kpuVwyE8NNNyWEDh2TEo
Αλέξανδρος Ίσαρης--Ημερολόγιο
Αλέξανδρος Ίσαρης-Δύσκολος χρόνος
Η Αντιγόνη γέμισε εκζέματα∙
Δεν προλαβαίνω τις κομπρέσες
Και το κεφάλι της μούσκεμα στον πυρετό.
Το χτήμα στο χωριό και το μαγαζί
Και τον αέρα, όλα τα δώσαμε μισοτιμής.
Ο Θόδωρος στη φυλακή και η Ξανθίππη
Χώρισε κι έφυγε για την Μπεγκάζη.
Εσένα πάω να σε ξεχάσω. Πώς περπατούσες
Πώς έκλεινες τα χέρια σου
Πώς τ’ άνοιγες.
Δύσκολος χρόνος ο φετινός.
Η Αντιγόνη γέμισε εκζέματα.
Κι οι πιστωτές έσπασαν τα τηλέφωνα.
Από τη συλλογή Όμιλος Φίλων Θαλάσσης – Ο Ισορροπιστής (1976).
Αντλήθηκε από το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου
Αλέξανδρος Ίσαρης--Μετά τη Δύση
Στα μέλη μου απλώνεται σαν μελανιά
Σκουλήκι που σκαρφαλώνει στην
Καρδιά μου.
Το μακρινό τοπίο βούλιαξε στην ομίχλη
Κρύφτηκαν τα παγώνια
Παγωνιά.
Σε θάλασσες με χρώματα ασταθή
Σαν την ηχώ της ερημιάς
Σαν την ελπίδα που αργοκαίει.
Πατούσε στις μύτες των ποδιών
Λέγοντας προσευχές και μαγικά
Η μάνα μου που πήγαινε ξοπίσω του.
Χώμα στο άδειο στρώμα του
Ρίζες πολύσαρκες ανάμεσα
Στις πέτρες της ψυχής.
Άριες αλληλούια αγγέλων
Κάτω από θόλους διάφανους
Ένας φαλλός σαν από λίμνη αίματος.
Οι μνήμες ξαπλωμένες
Κι ανάσκελα μετρούσα τις πληγές:
94 82 82 77 76 75 73 68
Τίποτα στη στεριά.
Να τραβηχτούν τα κύματα περίμενα
Να σκύψω να κοιτάξω
Τον κάμπο με τα όνειρα
Άσπρα κελύφη, όστρακα
Κούρους, χελώνες, απολιθώματα φιλιών
Μέδουσες και μουσικά κουτιά.
Το φως με λάσπη πλάθοντας
Τη δύση ανάστροφα θωρώντας
Βάζοντας το κορμί μου
Ενέχυρο στον ουρανό
Θ' αποστηθίσω το λίγο που απόμεινε.
Στη μαύρη θάλασσα θα μπουν
Θα μας ρωτήσουν: Πέστε μας, αγαπήσατε;
Κι εμείς θλιμμένοι όσο ποτέ
Με το κεφάλι μας σκυφτό
Με μάγουλα να καίνε
Θα ψιθυρίσουμε
Ω ναι, πολύ, πολύ!
Πέρσυ θυμάμαι
Πριν δέκα χρόνια δώδεκα
Ψηλή βροχή
Το λόφο θυμάμαι και το τρένο
Την πλάτη που γυάλιζε στο φως
Τα καστανά μαλλιά στο πάρκο
Την νύχτα της γιορτής
Την ευωδιά της σκοτεινής μασχάλης
Τις λέξεις θρύψαλα στ' αυτί
Τα κρίνα μες στην παγωνιά
Το πρώτο χιόνι
Το εκατοστό φιλί
Όλο θυμάμαι
Τίποτα δεν θυμάμαι.
Σαν από ύπνο αναδύεσαι
Με πλατύφυλλη αγκαλιά
Και η μορφή σου δυσανάγνωστη.
Ρόδινα σάλια με μολύβια αναμνήσεων
Σπέρματα σπασμοί σε φόντο χάλκινο
Σφαδάζεις από φως. Βραδιάζει.
Θα τρέξει το νερό
Θα έρθει ο Χρόνος
Θα φτάσουμε στο πέλαγος
Και με τ' αδέρφια μας
Τις πεταλούδες, τις γαζέλες και τους Κένταυρους
Τις σαύρες, τους αϊτούς, τις βιολέτες
Θα γίνουμε σταγόνες δίχως μνήμη.
Γυμνοί πίσω από τον τοίχο θα σταθούμε
Κι όταν θα μας ρωτήσουν
Αγαπήσατε;
Εμείς θλιμμένοι όσο ποτέ
Γέρνοντας το κεφάλι
Θα πούμε ναι
Πολύ
Πολύ!
Αλέξανδρος Ίσαρης-Μια φούχτα
Έτριβες το δέρμα μου προσεχτικά
Όλη τη νύχτα με το δέρμα σου
Ώσπου το δωμάτιο φωτίστηκε
Πήρε φωτιά η πολυκατοικία
Ούρλιαξε από το ξαφνικό κακό∙
Και το πρωί σε πήγαν στους
Χωροφύλακες, με μια φούχτα στάχτη
Στη φούχτα σου.
Πηγή: https://bookpress.gr/prodimosieuseis/poiimata/7286-alexandros-isaris-tryferotita
Μανόλης Αναγνωστάκης - Ο Πόλεμος
Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια ώρα.Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνιαΈχει όμως κανείς και τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις· απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.5Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούριων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή. Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία), ετών 8 κτλ. κτλ.»Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ’ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.10Οσονούπω όμως, ας τ’ ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και νά που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.Αύριο είναι Κυριακή. Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσειΚαι ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφέςΎστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές15Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος! Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ! |