Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023
Χρίστος Παπαγεωργίου - Σαν
Λεωνίδας Κακάρογλου - Πόρτες
Γιολάντα Πέγκλη -Ασυγχρονία Ι
Επειδή αυτό το κάτι που περιμένω
πλαγιάζει στις νύχτες που αντέχουν, δεν αντέχονται
παραμένει άκλιτο σκαλώνοντας προς το ταβάνι
δεν με περιμένει
λέω στον επισκέπτη
περνάει το τρένο γι' αυτό τρέμει το σπίτι
ενώ περνά το μέγα όχημα συμπαρασύροντας
αγάπες δόντια πεποιθήσεις
κι ούτε εγγράφεται ως σκηνικό με μύγες πολλές
ούτε διακόπτω τα τραταρίσματα.
«να γιατί παραμένω φορητή, πες ανθοδέσμη,
μήπως παρουσιαστείς εσύ
μου ρίξεις στους ώμους το πανωφόρι σου
με οδηγήσεις στο πλησιέστερο φαρμακείο
εξ' αιτίας που σε όλη τη γη
δεν υπάρχει αργαλειός να υφάνει ένα ρούχο
για το ρούχο που έβαλα ενέχυρο τη δύσκολη ώρα
αλλά και για να δεις πως ένα πλάσμα
που σχεδόν δεν αναπνέει
ζει»
Γιώργος Πρεβεδουράκης - Οι δυο μας
Fernando Pessoa - Ο ερωτευμένος βοσκός
Η αγάπη είναι συντροφιά.
Δεν ξέρω πια να οδεύω μόνος μου στους δρόμους, γιατί πια μόνος δεν μπορώ να οδεύω.
Μια σκέψη ορατή με κάνει να πηγαίνω πιο γρήγορα
να βλέπω λιγότερο, και μαζί να χαίρομαι που οδεύω βλέποντας τα πάντα.
Ακόμη κι η απουσία της είναι κάτι που είναι μαζί μου.
Κι εγώ την αγαπάω τόσο που δεν ξέρω πως να την επιθυμώ.
Σαν δεν τη βέπω τη φαντάζομαι κι είμαι δυνατός σαν τα ψηλά δέντρα.
Αλλά σαν τη βλέπω τρέμω, δεν ξέρω τι έγινε αυτό που αισθάνομαι στην απουσία της.
Ολόκληρος είμαι κάποια δύναμη που με εγκαταλείπει.
Όλη η πραγματικότητα με κοιτάζει σαν ένα ηλιοτρόπιο που 'χει στο κέντρο του το πρόσωπό της.
μτφρ: Μαρία Παπαδήμα
Ζέφη Δαράκη - Εκείνη η μεγάλη λάμψη της νοσταλγίας, δε μπόρεσε να ξεχάσει την ανάμνησή της
Γλυκερία Μπασδέκη - [Βραβεία δώστε!]
μεγάλες
κύπελλα εύφημες μνείες
μπρούντζινα δεύτερα
πρώτα
κρατικά για να τα χώνω
μέσα μου
βαθειά να ψάχνεις
μήνες
στα συντρίμμια
Τίτος Πατρίκιος - Διαπιστώσεις γνωστών πραγμάτων
Μάτση Χατζηλαζάρου - [άτιτλο]
Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ’τανε βαριά σα σήμερα,
μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι
τα μέλη σου σφιχτοδεμένα –εκεί κάπως εντοπίζω
την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν
το δαγκωμένο φρούτο.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία –τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράγματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ` τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ’χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
-μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ’ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,
μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.
Μάτση Χατζηλαζάρου, Τα Ποιήματα 1944-1985, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1989.
Paul Éluard - Ποιήματα
[Σου το’πα για τα σύννεφα]
ΣΟΥ ΤΟ’ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου τό’πα για το δέντρο το θαλασσινό
Για κάθε κύμα και για τα πουλιά μέσα στα φύλλα
Για του ρόχθου τα βότσαλα
Τα χέρια τα ζεστά και γνώριμα
Για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
Και του δίνει ο ύπνος πάλι το χρώμα τ’ ουρανού του
Για τη νύχτα που την ήπιανε όλη
Για της δημοσιάς την καγκελόπορτα
Για τ’ανοιχτό παράθυρο για το ξέσκεπο μέτωπο
Σου τό’πα για τους στοχασμούς σου για τα λόγια σου
Κάθε χάδι κάθε πίστη μες στο μέλλον επιβιούν.
[Αρμένισμα της σιωπής]
ΑΡΜΕΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Από τα χέρια μου ως στα μάτια σου
Και βαθιά μες στα μαλλιά σου
Κόρες από λυγαριά
Με τη ράχη στον ήλιο στηριγμένες
Σαλεύουνε τα χείλη τους
Κι αφήνουν τον τετράφυλλο ίσκιο
Τη θερμή απ’ τον ύπνο τους καρδιά να κατακυριέψει.
[Στων περιβολιών την έφοδο]
ΣΤΩΝ ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΤΗΝ ΕΦΟΔΟ
Αντάμα ζούνε οι εποχές
Πάθος του θέρους για τη χειμωνιά
Και με των άλλων δυο την τρυφερότητα
Οι θύμησες σαν πούπουλα
Τον ουρανό θρυμμάτισαν τα δέντρα
Μια όμορφη βαλανιδιά στην άχνη ξεπλυμένη
Ζωή των πουλιών ζωή των φτερών
Κι ένα λοφίο, λοφίο παιχνιδιάρικο
Γεμάτο φόβους που χαμογελούν
Και μοναξιά που φλυαρεί και τελειωμό δεν έχει.
[Θλιμμένη κάθεται και βάζει]
ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΚΑΘΕΤΑΙ και βάζει
Σ’ενέργεια την αμφιβολία εάν
Είναι στα μάτια του άλλου
Ίδια κι απαράλλαχτη
Πρασινάδα ενήλικη μες στο χλωρό
Λουτρό λεπτουργημένο καστανή ή ξανθή
Ως τ’ακρότατο της κορυφής λουλούδι
Κι η γύμνια της αδιάσπαστη
Τα στήθη της οι απαρνημένες χάρες
Ανάμεσα στα δέντρα
Ένα γέλιο με μαλλιά κιτρινολούλουδων
Η καταιγίδα που μάχεται για τους δικούς της
Και τσακίζει του φωτός τις ρίζες.
Είναι αυτή κι επίσης είναι η καταιγίδα
Που μοιράζει ανεπιτήδεια όπλα
Στα χορτάρια στα έντομα
Στις θαλπωρές τις ύστερες
Τους καπνούς του φθινόπωρου
Τις στάχτες του χειμώνα
Έπαψε να ’ναι πια
Σπάνιο το μαύρο το μαργαριτάρι
Ομονοούν ανία κι επιθυμία
Της μονομανίας γυμνάσματα
Κάθε τι απολησμονήθηκε
Τίποτα δεν επήε θυσιασμένο
Η μυρωδιά των ερειπίων διαρκεί
Κι εκείνη στα κλειστά της βλέφαρα ίδια κι απαράλλαχτη.
Μετάφραση: Οδυσσέας ΕλύτηςΛευκή Μορφέση - Γυναίκες
William Shakespeare - Σονέτο 147
Μήτσος Παπανικολάου - Ραντεβού
Emily Dickinson - 269
e.e. cummings, "5 ποιήματα"
1
Λεωνίδας Κακάρογλου - Μάτια
Λεωνίδας Κακάρογλου - [άτιτλο]
Κι είναι οι ποιητές
Υπάλληλοι
Της Εταιρείας Υδάτων
Του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών
Της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού
Όπου Ανάμεσα
Γραμμών
Διαγραφών
Εγγραφών
Καταστάσεων μισθολογικών
Κρυφά,
Όπως
Οι ερωτευμένοι στο πρώτο ραντεβού τους
Δειλοί,
Συνεσταλμένοι
Χαιδεύουν το λευκό χαρτί
Και σημαδεύουν την ανωνυμία του χρόνου
Σχεδόν γκρο πλαν, Πλέθρον 1986
Carol Ann Duffy - Αν ήμουν νεκρή
Αν ήμουν νεκρή,
και τα οστά μου έρμαια
σαν κουπιά πεταμένα
στη βαθιά περιστροφή της Γης
· ή είχα πνιγεί,
και το κρανίο μου
όστρακο που αφουγκράζεται
σε σκοτεινό τού ωκεανού βυθό·
αν ήμουν νεκρή,
και η καρδιά μου
λίπασμα μαλακό
σε κατακόκκινη τριανταφυλλιά·ή είχα καεί,
και το κορμί μου
μια χούφτα αμμοβολή
στο πρόσωπο του αγέρα·
αν ήμουν νεκρή,
και τα μάτια μου,
αόμματα σε ρίζες λουλουδιών,
δάκρυα έχυναν στο τίποτα,
όρκο παίρνω πως η αγάπη σου
θα με ανάσταινε
από το μνήμα μου,
με σάρκα και αίμα,
όπως ο Λάζαρος·
διψασμένη για τούτο,
και κείνο, και κάθε
δικό σου φιλί της ζωής.
Αργύρης Χιόνης - Επίγραμμα
Γιώργος Σεφέρης - Θερινό Ηλιοστάσι ΙΑ΄
ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνηπλεούμενα κι άσπρα πανιάμπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγιναςλαχανιασμένη ανάσα· Μα στα ρηχάένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω. |
Πάνος Θασίτης - Γυναίκα
Έρχεσαι δυνατή ζεστή αγαπημένη
Σαν τη νοτιά μεσάνυχτα του Αυγούστου
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.
Έρχεσαι χορεύοντας
Πάνω στα γυμνά στιλέτα του πάθους σου
Ξεντύνεσαι τους ίσκιους
Κι ολόγυμνη σαν το κύμα ζυγώνεις
Αλαφροτρέμοντας
Έρχεσαι! Έρχεσαι!
Όμως εγώ είμ’ ένα πνεμάτι αράχνης στη μασχάλη του φθινοπώρου
Που δεν μπορεί ν’ αγγίξει ο ερχομός σου
Αν και περνάς από μέσα μου γλυκοσφυρίζοντας
Αν και τα μάτια σου παρακαλάνε
Χαμηλώνοντας κατά τη μαλακιά δοξαριά του δέρματός σου
Αν και κάθε αυγή
Δένω τις σπασμένες κλωστές μου
Και περιμένω να ξανάρθεις και να ξαναφύγεις
Σαν τη νοτιά
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.
Idea Vilariño -Επιστολή ΙΙ
Μακριά βρίσκεσαι στο νότο
εκεί που οι δείκτες δε δείχνουν τέσσερις.
ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι
Julio Cortázar - Το Κουτσό (αποσπάσματα)
Ο Ολιβέιρα όμως εξακολουθούσε να κοιτάζει μαγνητισμένος τα χέρια, τα χέρια των γυναικών τον γοήτευαν πάντα, ένιωθε την επιθυμία να τα αγγίξει, να χαϊδέψει με τα δάχτυλά του μια-μια τις φάλαγγες, να εξερευνήσει σαν γιαπωνέζος κινησιοθεραπευτής την αδιόρατη πορεία των φλεβών, να διαπιστώσει την κατάσταση των νυχιών, να υποπτευθεί χειρομαντικά δυσοίωνες γραμμές και ευοίωνα επάρματα, να ακούσει τον ήχο της σελήνης ακουμπώντας στο αφτί του την υγρή από τον έρωτα ή από ένα φλιτζάνι τσάι παλάμη ενός μικρού χεριού.
......................................................................................................................................................................
Οι μυρωδιές, οι ειδικοί ύμνοι, ο μόσχος με όλες του τις έννοιες... Εδώ μυρίζει σαρδόνυχα. Εδώ χρυσοπράσιο. Εδώ, περίμενε λίγο, εδώ είναι κάπως σαν μαϊντανός, μόλις όμως, σαν ένα φυλλαράκι χαμένο σε δέρμα σαμουά. Εδώ αρχίζει να μυρίζει όπως εσύ. Τι παράξενο αλήθεια, η γυναίκα να μην μπορεί να μυρίσει τον εαυτό της όπως τη μυρίζει ο άντρας. Ακριβώς εδώ. Μην κουνιέσαι, άσε με. Μυρίζεις βασιλικό πολτό, μέλι μέσα σε καπνοσακούλα, φύκια, αν κι αυτό είναι κοινότοπο που το λέω. Υπάρχουν τόσα φύκια, η Μάγα μύριζε φρέσκα φύκια, μόλις ξεβρασμένα από την τελευταία φουσκονεριά. Μύριζε σαν το ίδιο το κύμα.
....................................................................................................................................................................
Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του στόματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από εμένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου. Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά κι από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται με τα χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μία σιωπή. Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαιδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Κι όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ' ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα μόνο σάλιο, μία και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν' ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.
....................................................................................................................................................................
Θα συναντούσα τη Μάγα; Τόσες φορές έφτανε να κάνω τη βόλτα μου ακολουθώντας την οδό ντε Σαιν ως την αψίδα που βγάζει στο Και ντε Κοντί, και μόλις το σταχτί και το λαδί φως που απλωνόταν πάνω στο ποτάμι μου επέτρεπε να διακρίνω τις μορφές, η λεπτή σιλουέτα της διαγραφόταν στο Πον Ντεζ Αρ, άλλοτε να πηγαινοέρχεται, άλλοτε ακουμπισμένη στο σιδερένιο κιγκλίδωμα να σκύβει πάνω στο νερό. Και ήταν εντελώς φυσικό να διασχίσω το δρόμο, να ανέβω τα σκαλιά της γέφυρας, να μπω στο στενό πέρασμα και να πλησιάσω τη Μάγα που μου χαμογελούσε χωρίς να δείχνει έκπληξη, γιατί πίστευε όπως κι εγώ πως οι τυχαίες συναντήσεις είναι ό,τι λιγότερο τυχαίο υπάρχει στη ζωή μας και πως οι άνθρωποι που κλείνουν ραντεβού είναι οι ίδιοι που νιώθουν την ανάγκη να γράφουν σε χαρακωμένο χαρτί ή να ζουλάνε το σωληνάριο της οδοντόπαστας από το κάτω μέρος.
......................................................................................................................................................................
[...] ήσουν πάντα ένας τρομερός καθρέφτης, μια φοβερή μηχανή επαναλήψεων, και αυτό που λέγαμε πως είναι ο έρωτάς μας ίσως να ήταν που εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά σου κρατώντας ένα κίτρινο λουλούδι κι εσύ κρατούσες δύο πράσινα κεριά και ο αέρας φυσούσε πάνω στο πρόσωπό μας μια αργόσυρτη βροχή από απαρνήσεις και αποχαιρετισμούς και εισιτήρια του μετρό [...]
|Julio Cortazar, "Το κουτσό", μτφ. Κώστας Κουντούρης, Εξάντας, 1988, σ. 25|
Το Κουτσό, Julio Cortazar, μετ. Κώστας Κουντούρης
Jacques Prévert - Δύο ποιήματα
Η σαύρα της αγάπης
Πάλι τό' σκασε
Αφήνοντας στα δάχτυλά μου
Την ουρά της
Όμως αυτήν κι εγώ
Ήθελα να κρατήσω.
Ο μετεωρίτης
Ανάμεσα απ' τα κάγκελα της φυλακής
Περνάει σαν αστραπή
Ένα πορτοκάλι
Και πέφτει στο αποχωρητήριο
Σαν πέτρα.
Κι ο φυλακισμένος
Που ξαφνικά ραντίζεται από τις βρομιές
Φωτίζεται
Λάμπει από ευτυχία:
Νάτην που δε με ξέχασε
Πάντα με σκέφτεται
Εκείνη.
Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης
Τάσος Δενέγρης - [άτιτλο]
O λόγος ορφανός από πατέρα
Υπόκειται στην πλάνη
Ή ταχυδρόμος καταντά
Δολίων συμφερόντων
Ο λόγος ορφανός από μητέρα
Είναι στιλπνός
Μπορείς να τον θαυμάσεις
Αλλά δεν έχει σπλάχνα
Και δεν σπλαχνίζεται
Και την αγάπη
Ούτε που την οσμίζεται
Τάσος Δενέγρης, Χωρίς περιστροφές
Idea Vilariño - Αυτό που για σένα νοιώθω
e.e. cummings - [άτιτλο]
Κυρία,αφού ο βηματισμός σου
είναι πιο εύθραυστος απ' οτιδήποτε
ζει,απ' οτιδήποτε αναπνέει
πάνω στη γη και μες στη θάλασσα
επειδή το σώμα σου είναι πιο νέο,
Τίλλα Μπαλή - Επαναστροφή
Τάσος Πορφύρης - Ερωτικό
Τίποτα δεν σε χωρίζει απ' το κορμί μου
Καμία ιδέα δεν μπαίνει ανάμεσά μας
Τ' ακροδάκτυλα πυγολαμπίδες στο σκοτάδι
Πάνε κι έρχονται στα χρόνια μας στο
Δέρμα π' ανατριχιάζει σαν σε θυμάται
Και τα φιλιά τζάκι αναμμένο όλη
Νύχτα ως το νοτισμένο πρωινό που
Χτυπάει την πόρτα τουρτουρίζοντας.
Αργύρης Χιόνης - [άτιτλο]
Είναι δυο άνθρωποι. Ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: “Θα σε σκοτώσω”.
“Μα γιατί;”, ρωτά ο άοπλος “τι σου ‘χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις”.
“Γι’ αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ’ αγαπούσα”, λέει αυτός με το μαχαίρι.
“Ή και να με μισούσες”, λέει ο άοπλος. “Να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε!”
“Κι αν σ’ αγαπήσω”, επιμένει ο οπλισμένος, “αν σ’ αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;”
“Ω, μη φοβάσαι”, λέει ο άοπλος, “σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη. Και τότε είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση”.
Ασήμαντα περιστατικά
Ανέστης Ευαγγέλου - Σαν τα παλιά εικονίσματα, ΙΙ
Τάσος Πορφύρης - Εμμονή
Δεν θέλω αλλού να πάω δεν μπορώ εδώ
Θα ζήσουμε το 'χω ξαναπεί - τότε μιλούσα
Και για λογαριασμό σας - τώρα δεν ξέρω
Τι σκέφτεστε εγώ συνεχίζω εκείνο το
Τραγούδι για τα περήφανα δέντρα τα
Πέτρινα χιονισμένα σπίτια τους καταρράχτες
Που γκρεμίζονται από θεόρατους
Βράχους τρομάζοντας την κοιμισμένη κοιλάδα
Δεν μπορώ να τ' αποχωριστώ έπιασαν ρίζες
Μέσα μου και με διαφεντεύουν.
Ηλίας Κεφάλας - Το γεφύρι
Idea Vilariño - Aγάπη
Θωμάς Γκόρπας - Το κορίτσι της ταβέρνας
Νικηφόρος Βρεττάκος - Μες στη διαφάνεια του πρωινού
Μες στη διαφάνεια του πρωινού άνοιξα τα παράθυρά μου
και σ’ είδα απ’ όλα τα σημεία χαρούμενη να κατεβαίνεις
πλαγιά πλαγιά τους ουρανούς, πλαγιά πλαγιά τους λόφους,
σα να ‘ρχεσαι από την αρχή κι απ’ την πηγή του κόσμου.
Κουδούνια και χαμόγελα το φόρεμά σου
που το φιλούν και το γυρίζουν οι αύρες στο γαλάζιο
κι είσαι παντού με μι’ αγκαλιά τριαντάφυλλα που φέγγουν
τις πέτρες χρωματίζοντας γύρω μου όταν βραδιάζει.
Μα όταν νυχτώνει, κλείνοντας τα τέσσερα παράθυρά μου,
ενώ στο σκούρο θαλασσί παίρνουν ν’ ανθίζουν τ’ άστρα,
σμίγω έξω με του σύμπαντος το μέγα φως, το φως σου,
λιώνοντας την εικόνα σου σ’ άχνινα συννεφάκια.
Κι ενώ κάτω απ’ τη στέγη μου γέρνω το μέτωπό μου
κι ακούω σκυμμένος του δικού μου κόσμου τις καμπάνες,
απ’ έξω υπάρχεις εσύ: φως, στερέωμα, ουρανός.
Από τη συλλογή Το βιβλίο της Μαργαρίτας, 1940 και στο: Νικηφόρος Βρεττάκος, Η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991, εκδ. Ποταμός, 2008.