Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Shigeru Umebayashi - Lovers


 

Χρίστος Παπαγεωργίου - Σαν


Σαν να μικραίνουν
Όλα
Τα καλντερίμια οι βρύσες τα πλατάνια
Η πλατεία
Το ίδιο το σπίτι που μεγάλωσες
Έτσι θα πάμε
Σαν μια κουκίδα στο όνειρο
Έτσι θα πάμε
Σαν ένας κόκκος στο χρόνο.

Κρύβε λόγια

Λεωνίδας Κακάρογλου - Πόρτες


Τα βράδια που δεν με παίρνει ο ύπνος
Αφήνω μισάνοιχτες τις πόρτες
Να τρίζουν όταν τις χαϊδεύει το ξαφνικό αεράκι
Και να με καθησυχάζουν
Πως σε γνώρισαν μες στο σκοτάδι
Κι ανοίγουν για να περάσεις
Μνήμη σχεδόν πλήρης, Εστία

Γιολάντα Πέγκλη -Ασυγχρονία Ι




Επειδή αυτό το κάτι που περιμένω
πλαγιάζει στις νύχτες που αντέχουν, δεν αντέχονται
παραμένει άκλιτο σκαλώνοντας προς το ταβάνι
δεν με περιμένει
λέω στον επισκέπτη
περνάει το τρένο γι' αυτό τρέμει το σπίτι
ενώ περνά το μέγα όχημα συμπαρασύροντας
αγάπες δόντια πεποιθήσεις
κι ούτε εγγράφεται ως σκηνικό με μύγες πολλές
ούτε διακόπτω τα τραταρίσματα.
«να γιατί παραμένω φορητή, πες ανθοδέσμη,
μήπως παρουσιαστείς εσύ
μου ρίξεις στους ώμους το πανωφόρι σου
με οδηγήσεις στο πλησιέστερο φαρμακείο
εξ' αιτίας που σε όλη τη γη
δεν υπάρχει αργαλειός να υφάνει ένα ρούχο
για το ρούχο που έβαλα ενέχυρο τη δύσκολη ώρα
αλλά και για να δεις πως ένα πλάσμα
που σχεδόν δεν αναπνέει
ζει»

Πηγή: https://dimitriosgogas.blogspot.com/

Γιώργος Πρεβεδουράκης - Οι δυο μας


Πεφτάστερα φιλιά, γρίλια χαμηλωμένη
δύσεις που συνωστίζονται
μες στο φωταγωγό
κι οι δυό μας ένα φυλαχτό
ένα εικόνισμα πρωτοχριστιανικό
κάτω από των λιονταριών
το μαξιλάρι
Γιώργος Πρεβεδουράκης, Στιγμιόγραφο, Πλανόδιον

Fernando Pessoa - Ο ερωτευμένος βοσκός



Η αγάπη είναι συντροφιά.
Δεν ξέρω πια να οδεύω μόνος μου στους δρόμους, γιατί πια μόνος δεν μπορώ να οδεύω.
Μια σκέψη ορατή με κάνει να πηγαίνω πιο γρήγορα
να βλέπω λιγότερο, και μαζί να χαίρομαι που οδεύω βλέποντας τα πάντα.
Ακόμη κι η απουσία της είναι κάτι που είναι μαζί μου.
Κι εγώ την αγαπάω τόσο που δεν ξέρω πως να την επιθυμώ.
Σαν δεν τη βέπω τη φαντάζομαι κι είμαι δυνατός σαν τα ψηλά δέντρα.
Αλλά σαν τη βλέπω τρέμω, δεν ξέρω τι έγινε αυτό που αισθάνομαι στην απουσία της.
Ολόκληρος είμαι κάποια δύναμη που με εγκαταλείπει.
Όλη η πραγματικότητα με κοιτάζει σαν ένα ηλιοτρόπιο που 'χει στο κέντρο του το πρόσωπό της.

μτφρ: Μαρία Παπαδήμα

Ζέφη Δαράκη - Εκείνη η μεγάλη λάμψη της νοσταλγίας, δε μπόρεσε να ξεχάσει την ανάμνησή της


Με τυλίγει με ξετυλίγει ο τρόμος
και μη ρωτάς γιατί η νύχτα
ένας μεγάλος μαύρος λεκές είναι η νύχτα
Από τότε που ξενιτεύτηκε το όνειρο,
ο μοναδικός μου αναγνώστης χάθηκε
με εκείνο το κουρελιασμένο παλτό και
το αποτσίγαρο του βιαστικού ουρανού στα χείλη

Τον παίρναν τα κύματα των λόγων του
Τον τραβούσαν μακριά και πάνω Το αίμα έλεγε
κάποτε πήζει απ’ την πληγή που έτρεξε Η πληγή
δεν ξεχνάει ποτέ το αίμα που έχασε
…………………………
Το πρωινό σκισμένη εφημερίδα
Τρέχαν επάνω μου τα απόνερα από κουβέντες
που δε θυμόμουν-
η καταφρόνια των γεγονότων
που σ’ έχουν ξεχάσει
ανάμεσα σε χαλασμένους φάρους όρκων

Έπειτα σα να ’χε γίνει
σκοινί αιωρούμενο η ανάμνηση
και κρεμασμένες επάνω της
ερειπωμένες αγκαλιές

Θυμάμαι όταν σκίστηκε το φουστάνι
προσπαθούσα δεν ξέρω τι
Γλιστρούσε ως κάτω στις πλάκες της αυλής
Στεκόμουν το κοιτούσα που σούρωνε επάνω μου
σαν μακρινή παιδική ηλικία

Η σπηλιά με τα βεγγαλικά, εκδόσεις Νεφέλη 2014

Γλυκερία Μπασδέκη - [Βραβεία δώστε!]

όλα τα θέλω
 
λίστες μικρές
μεγάλες
κύπελλα
 
εύφημες μνείες
μπρούντζινα
 
δεύτερα
πρώτα
κρατικά
 
για να τα χώνω
μέσα μου
βαθειά
 
να ψάχνεις
μήνες
στα συντρίμμια

Τίτος Πατρίκιος - Διαπιστώσεις γνωστών πραγμάτων


Από παντού η φωτιά.
Κι όμως τα ρόδα ψάχνουν για τη θέση τους
λίγο πιο κείθε από τον ίσκιο σου
λίγο πιο δώθε από τη σάρκα σου.
Τα ρόδα
κι η φωτιά
που δεν μπορούν να σ' αντικαταστήσουν.


Ποιήματα, Ι 1948-1954
 

Μάτση Χατζηλαζάρου - [άτιτλο]


Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ’τανε βαριά σα σήμερα,
μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι
τα μέλη σου σφιχτοδεμένα –εκεί κάπως εντοπίζω
την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν
το δαγκωμένο φρούτο.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία –τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράγματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ` τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ’χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
-μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ’ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,
μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.


Μάτση Χατζηλαζάρου, Τα Ποιήματα 1944-1985, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1989.

Paul Éluard - Ποιήματα

 

[Σου το’πα για τα σύννεφα]

ΣΟΥ ΤΟ’ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου τό’πα για το δέντρο το θαλασσινό
Για κάθε κύμα και για τα πουλιά μέσα στα φύλλα
Για του ρόχθου τα βότσαλα
Τα χέρια τα ζεστά και γνώριμα
Για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
Και του δίνει ο ύπνος πάλι το χρώμα τ’ ουρανού του
Για τη νύχτα που την ήπιανε όλη
Για της δημοσιάς την καγκελόπορτα
Για τ’ανοιχτό παράθυρο για το ξέσκεπο μέτωπο
Σου τό’πα για τους στοχασμούς σου για τα λόγια σου

Κάθε χάδι κάθε πίστη μες στο μέλλον επιβιούν.

[Αρμένισμα της σιωπής]

ΑΡΜΕΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Από τα χέρια μου ως στα μάτια σου

Και βαθιά μες στα μαλλιά σου
Κόρες από λυγαριά
Με τη ράχη στον ήλιο στηριγμένες
Σαλεύουνε τα χείλη τους
Κι αφήνουν τον τετράφυλλο ίσκιο
Τη θερμή απ’ τον ύπνο τους καρδιά να κατακυριέψει.

[Στων περιβολιών την έφοδο]

ΣΤΩΝ ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΤΗΝ ΕΦΟΔΟ
Αντάμα ζούνε οι εποχές
Πάθος του θέρους για τη χειμωνιά
Και με των άλλων δυο την τρυφερότητα
Οι θύμησες σαν πούπουλα
Τον ουρανό θρυμμάτισαν τα δέντρα
Μια όμορφη βαλανιδιά στην άχνη ξεπλυμένη
Ζωή των πουλιών  ζωή των φτερών
Κι ένα λοφίο, λοφίο παιχνιδιάρικο
Γεμάτο φόβους που χαμογελούν
Και μοναξιά που φλυαρεί και τελειωμό δεν έχει.

[Θλιμμένη κάθεται και βάζει]

ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΚΑΘΕΤΑΙ και βάζει
Σ’ενέργεια την αμφιβολία εάν
Είναι στα μάτια του άλλου
Ίδια κι απαράλλαχτη

Πρασινάδα ενήλικη μες στο χλωρό
Λουτρό λεπτουργημένο καστανή ή ξανθή
Ως τ’ακρότατο της κορυφής λουλούδι
Κι η γύμνια της αδιάσπαστη

Τα στήθη της οι απαρνημένες χάρες
Ανάμεσα στα δέντρα
Ένα γέλιο με μαλλιά κιτρινολούλουδων
Η καταιγίδα που μάχεται για τους δικούς της
Και τσακίζει του φωτός τις ρίζες.

Είναι αυτή κι επίσης είναι η καταιγίδα
Που μοιράζει ανεπιτήδεια όπλα
Στα χορτάρια στα έντομα
Στις θαλπωρές τις ύστερες
Τους καπνούς του φθινόπωρου
Τις στάχτες του χειμώνα

Έπαψε να ’ναι πια
Σπάνιο το μαύρο το μαργαριτάρι
Ομονοούν ανία κι επιθυμία
Της μονομανίας γυμνάσματα
Κάθε τι απολησμονήθηκε
Τίποτα δεν επήε θυσιασμένο
Η μυρωδιά των ερειπίων διαρκεί

Κι εκείνη στα κλειστά της βλέφαρα ίδια κι απαράλλαχτη.

Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης
Πηγή: https://edromos.gr/

Λευκή Μορφέση - Γυναίκες


Υπάρχουν γυναίκες που φοράνε
την ομορφιά τους σαν πένθος,
γυναίκες φωτεινές και
σκιασμένες, διπλά δρεπάνια της
αψίδας,
με το παιδί ασάλευτο στα
σταυρωμένα χέρια.
Άλλες είναι χάρτινες, στοιχειά
νηπιαγωγείων,
άλλες πάλι, ζωγραφιές με
κιμωλία,
όρθια τα μαλλιά και μεγάλη
μαύρη τσάντα.
Υπάρχουν γυναίκες ακροκέραμα
ανάμεσα στις άλλες,
γυναίκες με το μακρύ λαιμό,
το χείλος της κανάτας,
άλλες που είναι ωδικά πτηνά κι
άλλες που είναι χήνες.
Υπάρχουν γυναίκες που τις
φωνάζει ο φονιάς
να βγάλουν τον θάνατο περίπατο
μες στ' αραιό το δάσος
Υπάρχουν γυναίκες που τις
φωνάζει το παιδί Μαμά
και αυτές δεν απαντανε...
Υπάρχουν γυναίκες που κάθε
τρίχα της κεφαλης τους
είναι κι ένας όρκος.
Είναι εκείνες που σέβονται το
όνομα τους
κι οι άλλες που το εξευτελίζουν,
εκείνες που με τα χρόνια
βαραίνουν,
κι οι άλλες που ξεφτίζουν,
εκείνες που στέκουν στο κήπο
ρόδινες σαν τη μυγδαλιά,
εκείνες που άγρια χόρτα
γεμίζουν,
εκείνες που χάνουν το φως τους,
εκείνες που απ' τον καημό
λυγίζουν,
εκείνες που κλωτσαει ο θάνατος
από μικρά παιδιά.
Εκείνες που κλείνουν μια
τελευταία φορά το παράθυρο
και καθαρίζουν μια τελευταία
φορά το σπίτι
και ταΐζουν τον σκύλο μια
τελευταία φορά
και μας αφήνουν δίχως να
πουν λέξη,
έτσι σκληρά και μαγικά,
σαν το κερί που κρατάς στο χέρι
και σου σβήνει.

William Shakespeare - Σονέτο 147


Η αγάπη μου σαν πυρετός είναι που όλο ποθεί
Αυτό που την αρρώστια της θάλπει και παρατείνει,
Τροφοδοτώντας το κακό μ’ ό,τι το διατηρεί,
Και την στρεβλή μου όρεξη που μια ζητά μια φθίνει.
Κι ο νους μου, του έρωτα γιατρός, φρικτά εξοργισμένος
Που δεν τηρώ τις συνταγές, μακριά μου έχει τρέξει.
Κι εγώ το παραδέχομαι πλέον απελπισμένος:
Χάρος ο πόθος· κι η ιατρική τον έχει απαγορεύσει.
Ετσι αφού ο Νους αδιαφορεί, ανίατος έχω γίνει,
Και σαν παράφρων μαίνομαι· ποτέ δεν ησυχάζω.
Σαν του τρελού είν’ τα λόγια μου, η σκέψη μου μ’ αφήνει·
Μακριά από την αλήθεια πλανιέται ό,τι εκφράζω.
Γιατί σ’ ορκίστηκα όμορφη, σε σκέφτηκα λαμπρή,
Και μαύρη είσαι σα κόλαση· σαν νύχτα σκοτεινή.
Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου

Μήτσος Παπανικολάου - Ραντεβού


Πρόσμενα, πρόσμενα ναρθείς· εσύ δεν ήρθες όμως.
Μα στην απελπισία μου δε μούλειψε η ελπίδα -
περίμενα αναπάντεχα για να σε φέρει ο δρόμος
κι όλους τους είδα νάρχονται και μόνο εσέ δεν είδα.
Έμεινα τέλος μόνος μου μέσ' στ' άδειο καφενείο,
έμεινα όπως δεν έμεινε ποτέ κανένας μόνος,
κρατώντας το κεφάλι μου στα χέρια σαν κρανίο
που το σφραγίζει της ζωής και του θανάτου ο πόνος.
Τα μάτια μου είχαν κουραστεί στην προσμονή την τόση
και τάκλεισα και σ' είδα πια στα βλέφαρά μου πίσω·
είχες έρθει στο ραντεβού που δε μου είχες δόσει
για να με κάνεις πιο πολύ γι' αυτό να σ' αγαπήσω.
Και την καρδιά μου σ' άνοιξα, πόρτα που απάνω ως κάτου
τα μαύρα τη σφραγίζανε τα πέπλα του θανάτου.
Μήτσος Παπανικολάου

Emily Dickinson - 269


Άγριες νύχτες — Άγριες νύχτες!
Αν ήμασταν μαζί
Για μας οι άγριες νύχτες
Θα ‘ταν μόνο χλιδή!
Ανώφελος — ο αγέρας —
Σαν βρει η Καρδιά λιμάνι —
Πέταξε την Πυξίδα —
Πέταξε και το Χάρτη!
Λάμνοντας στην Εδέμ —
Α — η Θάλασσα!
Ας έδενα — τη νύχτα αυτή —
Σ’ εσένα!
Έμιλυ Ντίκινσον
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς

e.e. cummings, "5 ποιήματα"

                       1


αν σ’ αρέσουν τα ποιήματά μου άφησέ τα
να περπατήσουν στο δειλινό,λίγο πίσω από σένα

τότε οι άνθρωποι θα πουν
«Σ’ αυτό τον δρόμο είδα μια πριγκίπισσα να διαβαίνει
καθώς πήγαινε να συναντήσει τον εραστή της(είχε
αρχίσει να βραδιάζει)με ψηλούς και ανίδεους υπηρέτες.»


                                                                                         [1918-19]





                        2

Τα δάχτυλά σου φτιάχνουν μπουμπούκια
από το καθετί.
τα μαλλιά σου πάνω απ’ όλα οι ώρες αγαπάνε:
απαλότητα που
τραγουδά,λέγοντας
(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας)
μη φοβάσαι,θα πιάσουμε τον Μάη.

τα λευκότατα πόδια σου κοφτά ξεστρατίζουν.
Διαρκώς
τα υγρά σου μάτια με τα φιλιά παίζουν,
που η μυστικοπάθειά τους πολλά
λέει∙τραγουδώντας
(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας)
για ποια κοπέλα λουλούδια φέρνεις;

Να είμαι τα χείλη σου είναι πράγμα γλυκό
και μικρό.
Θάνατε,Εσένα θ’ αποκαλέσω πλούσιο πέρα από κάθε προσδοκία
αυτό αν αρπάξεις
αλλιώς απόντα.
(μια μέρα κι αν διαρκεί ο έρωτας
και τίποτα αν η ζωή δεν σημαίνει,δεν θα πάψει να μοιράζει τα φιλιά του).


                                                                                         [1922]





                        29

τα γενέθλιά σου έρχονται να μου πουν αυτό

–κάθε τυχερότερη από τις τυχερές ημέρες
που σ’ έχω αγαπήσει,θα σε αγαπώ,σε αγαπώ,ήταν

και θα είναι και τα γενέθλιά μου είναι


                                                                                         [1958]





                        32

ποιος είσαι εσύ,μικρός εγώ

(πέντε ή έξι χρονών)
που κρυφοκοιτάς από κάποιο

φεγγίτη∙το χρυσό

του νοεμβρίου ηλιοβασίλεμα

(και νιώθεις:πως αν η μέρα
πρέπει να γίνει νύχτα

αυτό είναι μια ωραία διαδρομή)


                                                                                         [1963]



                        33

απ’ όλα τα πράγματα κάτω
από το πιο ξανθό από τα ξανθότερα αστέρια μας

το πιο μυστηριώδες
(ιλιένα,αγάπη μου) είναι αυτό

–πώς κάποιος τόσο εύθυμος
είναι δυνατόν να πεθάνει

                                                                                         [1963]



Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός



Από την ενότητα: 33 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, της συλλογής
«e.e.cummings: 33x3x33 ΠΟΙΗΜΑΤΑ * ΔΟΚΙΜΙΑ* ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ»,
Εκδόσεις Νεφέλη 2004.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/

Λεωνίδας Κακάρογλου - Μάτια


Τα μάτια σου βροχή
Του φθινοπώρου
Που αργά νωχελικά
Ποτίζει την ξεραΐλα του καλοκαιριού
Και φορτώνει υποχρεώσεις το τοπίο
Τα μάτια σου σιωπηλά θηρία που λουφάζουν
Έτοιμα να πεταχτούν στο πρώτο ξόρκι
Και να καταβρογχθίσουν
Τον ανύποπτο περαστικό
Τα μάτια σου
Ελπίζω να με θυμηθούν
Λεωνίδας Κακάρογλου, Μνήμη σχεδόν πλήρης, Εστία.

Λεωνίδας Κακάρογλου - [άτιτλο]



Κι είναι οι ποιητές
Υπάλληλοι
Της Εταιρείας Υδάτων
Του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών
Της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού
Όπου Ανάμεσα
Γραμμών
Διαγραφών
Εγγραφών
Καταστάσεων μισθολογικών
Κρυφά,
Όπως
Οι ερωτευμένοι στο πρώτο ραντεβού τους
Δειλοί,
Συνεσταλμένοι
Χαιδεύουν το λευκό χαρτί
Και σημαδεύουν την ανωνυμία του χρόνου

Σχεδόν γκρο πλαν, Πλέθρον 1986

Carol Ann Duffy - Αν ήμουν νεκρή



Αν ήμουν νεκρή,
και τα οστά μου έρμαια
σαν κουπιά πεταμένα
στη βαθιά περιστροφή της Γης
· ή είχα πνιγεί,
και το κρανίο μου
όστρακο που αφουγκράζεται
σε σκοτεινό τού ωκεανού βυθό·
αν ήμουν νεκρή,
και η καρδιά μου
λίπασμα μαλακό
σε κατακόκκινη τριανταφυλλιά·ή είχα καεί,
και το κορμί μου
μια χούφτα αμμοβολή
στο πρόσωπο του αγέρα·

αν ήμουν νεκρή,
και τα μάτια μου,
αόμματα σε ρίζες λουλουδιών,
δάκρυα έχυναν στο τίποτα,

όρκο παίρνω πως η αγάπη σου
θα με ανάσταινε
από το μνήμα μου,
με σάρκα και αίμα,

όπως ο Λάζαρος·
διψασμένη για τούτο,
και κείνο, και κάθε
δικό σου φιλί της ζωής.

Αργύρης Χιόνης - Επίγραμμα


Ω, πόσο ήταν ωραίος
έτσι, φιλημένος απ' το θάνατο,
λίγο μετά από το σπασμό,
λίγο πιο πριν από τη σήψη.
Κλειστά τα μάτια
και μισάνοιχτα τα χείλη του,
λίγο μετά από το σπασμό,
λίγο πιο πριν απ' το τσιγάρο
που τόσο είναι επιθυμητό
ύστερ' από τον έρωτα.

Απόπειρες φωτός

Γιώργος Σεφέρης - Θερινό Ηλιοστάσι ΙΑ΄

 

ΙΑ΄

Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνηπλεούμενα κι άσπρα πανιάμπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγιναςλαχανιασμένη ανάσα·
το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα τηςεύκολο και ζεστόσκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.

Μα στα ρηχάένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
και στο βυθό—αν συλλογιζόσουν ώς πού τελειώνουν τα όμορφα νησιά.

Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.
Τρία κρυφά ποιήματα

Πάνος Θασίτης - Γυναίκα


Έρχεσαι δυνατή ζεστή αγαπημένη
Σαν τη νοτιά μεσάνυχτα του Αυγούστου
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.

Έρχεσαι χορεύοντας
Πάνω στα γυμνά στιλέτα του πάθους σου
Ξεντύνεσαι τους ίσκιους
Κι ολόγυμνη σαν το κύμα ζυγώνεις
Αλαφροτρέμοντας

Έρχεσαι! Έρχεσαι!
Όμως εγώ είμ’ ένα πνεμάτι αράχνης στη μασχάλη του φθινοπώρου
Που δεν μπορεί ν’ αγγίξει ο ερχομός σου
Αν και περνάς από μέσα μου γλυκοσφυρίζοντας
Αν και τα μάτια σου παρακαλάνε
Χαμηλώνοντας κατά τη μαλακιά δοξαριά του δέρματός σου
Αν και κάθε αυγή
Δένω τις σπασμένες κλωστές μου
Και περιμένω να ξανάρθεις και να ξαναφύγεις
Σαν τη νοτιά
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.

Πηγή: Ποιητική συλλογή Δίχως κιβωτό (1951), Πάνος Κ. Θασίτης, Τα ποιήματα», εκδ. Νεφέλη 2011.

Idea Vilariño -Επιστολή ΙΙ



Μακριά βρίσκεσαι στο νότο
εκεί που οι δείκτες δε δείχνουν τέσσερις.

Γερμένος στην πολυθρόνα σου
στηριγμένος στο τραπεζάκι
του δωματίου σου
ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι
δικό σου ή κάποιας
που ευχαρίστως θα εξάλειφα
– εσένα σκέφτομαι κι όχι εκείνες που πλάι σου ψάχνουν
αυτό το ίδιο που εγώ αγαπώ.
Εσένα σκέφτομαι ήδη πέρασε μια ώρα
μα ίσως και μισή
δεν ξέρω.
 
Σαν πέσει το φως
θα ξέρω ότι πήγε πια εννιά
τα  σκεπάσματα θα τραβήξω
θα ντυθώ το μαύρο μου φόρεμα
και το χτένι στα μαλλιά μου θα περάσω.
 
Ώρα για δείπνο
μα βέβαια, τι άλλο;
 
Όμως κάποια στιγμή
σε αυτό το δωμάτιο θα επιστρέψω
στο στρώμα θα πέσω
και τότε η ανάμνησή σου
–μα τι λέω;–
ο πόθος μου να σε δω
να με κοιτάζεις
η αρρενωπή σου παρουσία που απουσιάζει απ’ τη ζωή μου
θα βαλθούν
ως βάλθηκες εσύ το απόγευμα αυτό
που ήδη έγινε νύχτα
να σημαίνουν
το μόνο μοναδικό πράγμα
που στον κόσμο με νοιάζει.
 
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Julio Cortázar - Το Κουτσό (αποσπάσματα)

 Ο Ολιβέιρα όμως εξακολουθούσε να κοιτάζει μαγνητισμένος τα χέρια, τα χέρια των γυναικών τον γοήτευαν πάντα, ένιωθε την επιθυμία να τα αγγίξει, να χαϊδέψει με τα δάχτυλά του μια-μια τις φάλαγγες, να εξερευνήσει σαν γιαπωνέζος κινησιοθεραπευτής την αδιόρατη πορεία των φλεβών, να διαπιστώσει την κατάσταση των νυχιών, να υποπτευθεί χειρομαντικά δυσοίωνες γραμμές και ευοίωνα επάρματα, να ακούσει τον ήχο της σελήνης ακουμπώντας στο αφτί του την υγρή από τον έρωτα ή από ένα φλιτζάνι τσάι παλάμη ενός μικρού χεριού.

......................................................................................................................................................................

Οι μυρωδιές, οι ειδικοί ύμνοι, ο μόσχος με όλες του τις έννοιες... Εδώ μυρίζει σαρδόνυχα. Εδώ χρυσοπράσιο. Εδώ, περίμενε λίγο, εδώ είναι κάπως σαν μαϊντανός, μόλις όμως, σαν ένα φυλλαράκι χαμένο σε δέρμα σαμουά. Εδώ αρχίζει να μυρίζει όπως εσύ. Τι παράξενο αλήθεια, η γυναίκα να μην μπορεί να μυρίσει τον εαυτό της όπως τη μυρίζει ο άντρας. Ακριβώς εδώ. Μην κουνιέσαι, άσε με. Μυρίζεις βασιλικό πολτό, μέλι μέσα σε καπνοσακούλα, φύκια, αν κι αυτό είναι κοινότοπο που το λέω. Υπάρχουν τόσα φύκια, η Μάγα μύριζε φρέσκα φύκια, μόλις ξεβρασμένα από την τελευταία φουσκονεριά. Μύριζε σαν το ίδιο το κύμα.

....................................................................................................................................................................

Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του στόματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από εμένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου. Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά κι από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται με τα χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μία σιωπή. Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαιδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Κι όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ' ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα μόνο σάλιο, μία και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν' ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.

....................................................................................................................................................................

Θα συναντούσα τη Μάγα; Τόσες φορές έφτανε να κάνω τη βόλτα μου ακολουθώντας την οδό ντε Σαιν ως την αψίδα που βγάζει στο Και ντε Κοντί, και μόλις το σταχτί και το λαδί φως που απλωνόταν πάνω στο ποτάμι μου επέτρεπε να διακρίνω τις μορφές, η λεπτή σιλουέτα της διαγραφόταν στο Πον Ντεζ Αρ, άλλοτε να πηγαινοέρχεται, άλλοτε ακουμπισμένη στο σιδερένιο κιγκλίδωμα να σκύβει πάνω στο νερό. Και ήταν εντελώς φυσικό να διασχίσω το δρόμο, να ανέβω τα σκαλιά της γέφυρας, να μπω στο στενό πέρασμα και να πλησιάσω τη Μάγα που μου χαμογελούσε χωρίς να δείχνει έκπληξη, γιατί πίστευε όπως κι εγώ πως οι τυχαίες συναντήσεις είναι ό,τι λιγότερο τυχαίο υπάρχει στη ζωή μας και πως οι άνθρωποι που κλείνουν ραντεβού είναι οι ίδιοι που νιώθουν την ανάγκη να γράφουν σε χαρακωμένο χαρτί ή να ζουλάνε το σωληνάριο της οδοντόπαστας από το κάτω μέρος.

......................................................................................................................................................................

[...] ήσουν πάντα ένας τρομερός καθρέφτης, μια φοβερή μηχανή επαναλήψεων, και αυτό που λέγαμε πως είναι ο έρωτάς μας ίσως να ήταν που εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά σου κρατώντας ένα κίτρινο λουλούδι κι εσύ κρατούσες δύο πράσινα κεριά και ο αέρας φυσούσε πάνω στο πρόσωπό μας μια αργόσυρτη βροχή από απαρνήσεις και αποχαιρετισμούς και εισιτήρια του μετρό [...] 

|Julio Cortazar, "Το κουτσό", μτφ. Κώστας Κουντούρης, Εξάντας, 1988, σ. 25|

Το Κουτσό, Julio Cortazar, μετ. Κώστας Κουντούρης


Jacques Prévert - Δύο ποιήματα

Η σαύρα

Η σαύρα της αγάπης
Πάλι τό' σκασε
Αφήνοντας στα δάχτυλά μου
Την ουρά της
Όμως αυτήν κι εγώ
Ήθελα να κρατήσω.



Ο μετεωρίτης

Ανάμεσα απ' τα κάγκελα της φυλακής
Περνάει σαν αστραπή
Ένα πορτοκάλι
Και πέφτει στο αποχωρητήριο
Σαν πέτρα.
Κι ο φυλακισμένος
Που ξαφνικά ραντίζεται από τις βρομιές
Φωτίζεται
Λάμπει από ευτυχία:
Νάτην που δε με ξέχασε
Πάντα με σκέφτεται
Εκείνη.



Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης

Τάσος Δενέγρης - [άτιτλο]

O λόγος ορφανός από πατέρα 

Υπόκειται στην πλάνη 

Ή ταχυδρόμος καταντά 

Δολίων συμφερόντων 


Ο λόγος ορφανός από μητέρα 

Είναι στιλπνός 

Μπορείς να τον θαυμάσεις

Αλλά δεν έχει σπλάχνα 

Και δεν σπλαχνίζεται

Και την αγάπη 

Ούτε που την οσμίζεται


Τάσος Δενέγρης, Χωρίς περιστροφές

Idea Vilariño - Αυτό που για σένα νοιώθω


Αυτό που εγώ για σένα νοιώθω τόσο δύσκολο είναι.
Από τριαντάφυλλα δεν είναι που στον άνεμο ανοίγουν,
μα από ρόδα που ανθίζουν στο νερό.
Αυτό που εγώ για ‘σένα νοιώθω… Αυτό το κάτι που γυρίζει
ή που με τις τόσες σου εκφράσεις λυγίζει
ή που με τα λόγια σου κομματιάζεις
και που μετά σε μια σου κίνηση περιμαζεύεις
και με εισβάλλει τις ώρες τις χλωμές
αφήνοντας εντός μου μια δίψα γλυκιά ζαρωμένη.
Αυτό που εγώ για σένα νοιώθω τόσο οδυνηρό
ως το φως το φτωχικό από τα αστέρια
που πονεμένο ξεπνοημένο φτάνει.
Αυτό που εγώ για σένα νοιώθω∙
και που ωστόσο τόσο προχωρεί
που φορές-φορές ούτε σε φτάνει.

Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

e.e. cummings - [άτιτλο]



Κυρία,αφού ο βηματισμός σου
είναι πιο εύθραυστος απ' οτιδήποτε
ζει,απ' οτιδήποτε αναπνέει
πάνω στη γη και μες στη θάλασσα
επειδή το σώμα σου είναι πιο νέο,
ένα όνειρο (που επιδέξια μιμείται,που απόλυτα απεικονίζει
εσένα ως όνειρο που επιδέξια κι απόλυτα κινείται
με δάχτυλα,όνειρο με στητά μικρά στήθη
και με πόδια)μ' αγγίζει
μες στη μέρα μόλις,ντροπαλά•
ενώ πλάι μου μέσα στη μεγάλη νύχτα και πάνω
μου,πάντα νιώθω κοφτά και βαθιά να κινείσαι
εσύ τόσο ευτυχισμένη που είσαι ζωντανή -
εσύ με τους καυτούς μεγάλους μύχιους αρπαχτικούς
μηρούς,που τέλεια με κλέβουν •ή όπως η σοφή
θάλασσα κλέβει απόλυτα κι επιδέξια την ανήξερη γη.
e.e cummings, μετ. Χάρης Βλαβιανός - Γιάννης Δούκας

Τίλλα Μπαλή - Επαναστροφή


Είμαι η απεσταλμένη των αιώνων
Κι’ όλων των εποχών, εγώ,
Σε συλημένους τάφους μόνον
Μέσα τον τρόμο ζω και ηχώ.
Φωνές πολλές αποθαμένων
Που μοιάζουν σα ζωντανεμένων…

Πυράκανθοι, 1943

Μarc Chagall -Les Amants au ciel rouge


 

Τάσος Πορφύρης - Ερωτικό



Τίποτα δεν σε χωρίζει απ' το κορμί μου
Καμία ιδέα δεν μπαίνει ανάμεσά μας
Τ' ακροδάκτυλα πυγολαμπίδες στο σκοτάδι
Πάνε κι έρχονται στα χρόνια μας στο
Δέρμα π' ανατριχιάζει σαν σε θυμάται
Και τα φιλιά τζάκι αναμμένο όλη
Νύχτα ως το νοτισμένο πρωινό που
Χτυπάει την πόρτα τουρτουρίζοντας.

Σώμα Κινδύνου, 2004

Αργύρης Χιόνης - [άτιτλο]



Είναι δυο άνθρωποι. Ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: “Θα σε σκοτώσω”.
“Μα γιατί;”, ρωτά ο άοπλος “τι σου ‘χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις”.
“Γι’ αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ’ αγαπούσα”, λέει αυτός με το μαχαίρι.
“Ή και να με μισούσες”, λέει ο άοπλος. “Να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε!”
“Κι αν σ’ αγαπήσω”, επιμένει ο οπλισμένος, “αν σ’ αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;”
“Ω, μη φοβάσαι”, λέει ο άοπλος, “σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη. Και τότε είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση”.

Ασήμαντα περιστατικά

Ανέστης Ευαγγέλου - Σαν τα παλιά εικονίσματα, ΙΙ


Σαν τα παλιά εικονίσματα που τα φυλάγουν
στο ιερό βαθιά, στην πλέον
απόκρυφη γωνιά του, και με άκρα
προσοχή τα πλησιάζουν και τα προσκυνούν
και τα προσέχουν σαν τα μάτια τους
κι εκείνα κρατάνε μια δροσιά παράξενη
κι ευωδιάζουν το ξύλο και τα χρώματά τους -
σαν τα παλιά εικονίσματα σε πήρα
και στο στήθος μου σ' έκρυψα βαθιά.

Τάσος Πορφύρης - Εμμονή



Δεν θέλω αλλού να πάω δεν μπορώ εδώ
Θα ζήσουμε το 'χω ξαναπεί - τότε μιλούσα
Και για λογαριασμό σας - τώρα δεν ξέρω
Τι σκέφτεστε εγώ συνεχίζω εκείνο το
Τραγούδι για τα περήφανα δέντρα τα
Πέτρινα χιονισμένα σπίτια τους καταρράχτες
Που γκρεμίζονται από θεόρατους
Βράχους τρομάζοντας την κοιμισμένη κοιλάδα
Δεν μπορώ να τ' αποχωριστώ έπιασαν ρίζες
Μέσα μου και με διαφεντεύουν.

Σώμα κινδύνου

Ηλίας Κεφάλας - Το γεφύρι


Από τότε που κτίστηκε κοιμάται το γεφύρι
Κι εγώ από πάνω του αμήχανος
Ρίχνω μικρές πέτρες στο νερό
Τι φιλήσυχο μεσημέρι
Δεν κουνιέται φύλλο
Δεν ξυπνάει κανένας
Όμως κάπου βαθιά στο αδιόρατο
Ένας μικρός εφιάλτης θέλει να σηκωθεί

Πηγή: Λεζάντες για τ' αόρατα, Γαβριηλίδης

Idea Vilariño - Aγάπη


Αγάπη
από τη σκιά
από τον πόνο
αγάπη
σε καλώ
από την κρήνη την ασφυκτική της ανάμνησης
δίχως τίποτα να ωφελεί ούτε και να σε περιμένει.
Σε καλώ
αγάπη
όπως τη μοίρα
όπως το όνειρο
τη γαλήνη
σε καλώ
με τη φωνή
με το σώμα
με τη ζωή
με ό,τι μου ανήκει
κι ό,τι είναι των άλλων
με απόγνωση
με δίψα
με θρήνο
σαν να ήσουν αέρας
κι εγώ να πνίγομαι
σαν να ήσουν φως
κι εγώ το φως να χάνω και να χάνομαι.
Από μια νύχτα τυφλή
από τη λήθη
από τις ώρες τις κλειστές
στη μοναξιά
δίχως δάκρυα μα ούτε αγάπη
σε καλώ
όπως το Τέλος
αγάπη
όπως το Τέλος.
Ιδέα Βιλαρίνιο (μετ. Έλενα Σταγκουράκη)

Θωμάς Γκόρπας - Το κορίτσι της ταβέρνας


Κορίτσι μωβ λουλούδι από φως
ξεκινημένο από τις βραδινές παρυφές λόφου
τι ήρθες τι ήρθες στη μικρή ταβέρνα
και χαμογέλασες στον πόθο και στο λόγο
τα δυο παράξενα παιδιά που είχαν νυστάξει;
Κορίτσι μωβ λουλούδι από φως
ξεκινημένο από τις βραδινές παρυφές του έρωτα τι ήρθες
χωρίς προοπτικήν αγάπης;
Θλίψη αόριστη συγκεκριμένη χαρά
αν ήθελες να στάξεις λίγο από το λάδι σου στην πληγή μας…
Κορίτσι μωβ χαμογελαστό φως
μικρή μωβ κάρτα που καρφώθηκε ξαφνικά στην καρδιά μας
με τρεις κόκκινες λέξεις: Είμαι το βράδυ.
Να φύγεις μωβ φως που ματώνεις τα μάτια μας
να φύγεις μωβ φως που μας κερδίζεις.
Αφού δεν ήρθες για μας αφού δεν ήρθες για κανέναν από μας
τι μας χαμογελάς τι μας χαμογελάς
κλείνοντας τα παράθυρα και την πόρτα της ταβέρνας;
Να φύγεις μεγάλη πυρκαγιά σε ελάχιστο χώρο
σταματημένε θάνατε μακρύ ρίγος χωρίς αμοιβή
μωβ φως αποθέωση βραδινή κακέ έρωτα που εκδικείσαι.
Να φύγεις αφού μας ρήμαξες να φύγεις…
Τώρα λέμε το χαμένο τραγούδι.
Εσύ δεν ξέρεις. Ξέρεις πως μας ρήμαξες χωρίς προσπάθεια.
Εσύ δεν ξέρεις. Ξέρεις
πως είσαι άρωμα σπάνιο στην αγορά
πως είσαι φως σπάνιο στο βράδυ
πως είσαι έρωτας σπάνιος στην καρδιά.

Νικηφόρος Βρεττάκος - Μες στη διαφάνεια του πρωινού


Μες στη διαφάνεια του πρωινού άνοιξα τα παράθυρά μου
και σ’ είδα απ’ όλα τα σημεία χαρούμενη να κατεβαίνεις
πλαγιά πλαγιά τους ουρανούς, πλαγιά πλαγιά τους λόφους,
σα να ‘ρχεσαι από την αρχή κι απ’ την πηγή του κόσμου.
Κουδούνια και χαμόγελα το φόρεμά σου
που το φιλούν και το γυρίζουν οι αύρες στο γαλάζιο
κι είσαι παντού με μι’ αγκαλιά τριαντάφυλλα που φέγγουν
τις πέτρες χρωματίζοντας γύρω μου όταν βραδιάζει.

Μα όταν νυχτώνει, κλείνοντας τα τέσσερα παράθυρά μου,
ενώ στο σκούρο θαλασσί παίρνουν ν’ ανθίζουν τ’ άστρα,
σμίγω έξω με του σύμπαντος το μέγα φως, το φως σου,
λιώνοντας την εικόνα σου σ’ άχνινα συννεφάκια.
Κι ενώ κάτω απ’ τη στέγη μου γέρνω το μέτωπό μου
κι ακούω σκυμμένος του δικού μου κόσμου τις καμπάνες,
απ’ έξω υπάρχεις εσύ: φως, στερέωμα, ουρανός.


Από τη συλλογή Το βιβλίο της Μαργαρίτας, 1940 και στο: Νικηφόρος Βρεττάκος, Η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991, εκδ. Ποταμός, 2008.