Πολύ προληπτικοί γενήκαμε απ’ τις τόσες ατυχίες —
προσέχουμε τους ίσκιους των πουλιών και των φύλλων,
αφουγκραζόμαστε ανήκουστους ήχους, πισωδρομούμε,
μπαίνουμε, αργά το σούρουπο, στο ναό νυχοπατώντας,
καίμε λιβάνι στην εστία, ρίχνουμε λάδι στους λύχνους,
τοποθετούμε στο βωμό τον χάλκινο οβολό μας,
σιμώνουμε στου θεού τ’ αυτί και τον ρωτάμε με ψιθύρους:
«πότε;», «από πού;», «με τί;». Κι αμέσως ύστερα
βουλώνουμε καλά τ’ αυτιά μας· φεύγουμε. Σαν φτάνουμε
έξω απ’ την αγορά, ξεφράζουμε μεμιάς τ’ αυτιά μας —
η πρώτη λέξη που μας φτάνει είναι η απάντηση
που μας πέμπει ο θεός. Ποτές η λέξη δεν τυχαίνει να ’ναι
αυτή που ευχόμαστε — μπορεί να παρακούσαμε. Και πάλι
αρχίζουμε από την αρχή την ίδια ανιαρή διαδικασία —
ο ναός, οι λύχνοι, ο οβολός και η αγορά, ώς την ώρα
που κλείνουν πια τα μαγαζιά, σβήνουν οι ασετυλίνες,
κι εμείς, στο δρόμο, μόνοι, περπατώντας τοίχο τοίχο,
ελέγχοντας κείνη τη λέξη γράμμα γράμμα, αντιστρέφοντας
τις συλλαβές, χωρίς ποτέ να καταλήγουμε σ’ ό,τι ποθούμε.
Έτσι, που λες, ξοδεύουμε τη ζωή μας τώρα στις Φαρές
ανάμεσα στην έρημη αγορά και τα δυσοίωνα μαντεία.
Καρλόβασι, 17.VΙ.69
Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου