Ο έρωτάς του για την Ανδρομάχη άρχισε πριν χιλιάδες χρόνια, όταν, βαθιά μέσα στη μήτρα για πρώτη φορά, ανάμεσα στους ανεξιχνίαστους χτύπους της μητέρας άκουσε τις φωνές που τον καλούσαν «Ιππόλυτε, Ιππόλυτε» κι ένιωσε, ολότελα απροσδιόριστα στην αρχή, πιο καθαρά ύστερα, το άγγιγμα από τον πιο μακρινό άνεμο, τη βεβαιότητα πως ο μεγάλος άνεμος, κάπου μακριά, πέρα από τη Μονεμβασία, πέρα απ’ τον Όλυμπο των πουλιών, πέρα απ’ την έρημο, υπάρχει.
Ύστερα ήρθαν οι μέρες του Νότου, τα δίσεχτα χρόνια, στην Αντιόχεια έπεσε λιμός, λοιμός και οι προλετάριοι πέθαιναν στους ναούς, ικέτες, εξόριστοι βασιλείς, αυτοκρατορικές πόρνες και κήρυκες πέθαιναν·
Θυμόταν την Ανδρομάχη, μέσα από εκρήξεις, μέσα από ηφαίστεια, πάνω από αγριεμένες θάλασσες η Ανδρομάχη περήφανη, ανεξιχνίαστη, μόνη, η πιο όμορφη απ’ όλες τις μοτοσικλέτες, η πιο δυνατή, η υπέρτατη, να τρέχει να τρέχει με διακόσια χιλιόμετρα καλώντας τον στον άνεμο κράζοντας «Ιππόλυτε, Ιππόλυτε», όπως εκείνες οι φωνές, τότε, στη μήτρα, πριν χιλιάδες χρόνια.
Η Αντιόχεια μέρα τη μέρα βυθιζόταν στο θρήνο, οι συνταγματάρχες σκότωναν παιδιά στις πλατείες, οι ιερείς, στην προσπάθειά τους να εξευμενίσουν τους απειλητικούς Βαβυλώνιους θεούς είχαν καταφύγει στις πιο αποτρόπαιες ανθρωποθυσίες, ποτάμια αίμα έβαφαν κόκκινες τις κοιλάδες, ο Ορόντης, κόκκινος, κυρίευε τα πεζοδρόμια, τα γήπεδα, τα εργοστάσια, τις παλαίστρες, τα κύμβαλα, τις αυλητρίδες, τους αίνους.
Έτσι μες στην οδύνη γέρναγε ο καιρός, κι εκείνος, παιδί ακόμα, ζούσε μονάχα για την Ανδρομάχη, χάρη στην Ανδρομάχη, χάρη στ’ όραμα της Ανδρομάχης, ζούσε· αγόραζε τα ειδικά περιοδικά για μοτοσικλετιστές και συχνά την έβλεπε εκεί, στις κεντρικές σελίδες, ερωτική, απαστράπτουσα, ωραία, πεντακόσια πενήντα κυβικά όνειρο, πεντακόσια πενήντα κυβικά φως, να τον κοιτάζει, να του γνέφει, να του μιλά, να του υπόσχεται τα μεγάλα ταξίδια, τα ταξίδια στις χώρες του Tοξότη, εκεί όπου μήτε οδύνη μηδέ στεναγμός, παρά μονάχα αντανακλάσεις ροκ άστρων, παρά μονάχα μουσικές και παιδιά, κορίτσια γυμνά στ’ ακρογιάλια, φόρμιγγες κι άλμπατρος.
Ύστερα ήρθαν οι μέρες του Υδροχόου, τα ευτυχισμένα χρόνια, ο πατέρας γύρισε απ’ τον πόλεμο, ο κακός βασιλιάς έφυγε εξόριστος για πάντα, άρχισε πάλι το εμπόριο να φέρνει σμύρνα και χρυσό και άμωμο και κινάμωμο και θυμιάματα στην Αντιόχεια.
Η πρώτη φορά που την άγγιξε ήταν ένα πρωί στο Λυκαβηττό, η πολιτεία μόλις ξυπνούσε, ήταν εκείνη η απροσδιόριστη στιγμή ανάμεσα στην άβυσσο και στο φως, τα όνειρα έσβηναν απ’ τις οθόνες των ανθρώπων και τα λεωφορεία περίμεναν, σιωπηλά πορθμεία, να μεταφέρουν τους εργάτες στην Αχερουσία του καθημερινού τους θανάτου· εκείνος, τότε, μόνος, για πρώτη φορά, με την Ανδρομάχη, ψηλά, στο Λυκαβηττό, εκείνη την ώρα, για πρώτη φορά, την άγγιξε. Εκρήξεις χρωμάτων πλημμύρισαν, μουσικές, τον ουρανό της Αντιόχειας, βάραγαν τα κανόνια φλάμπουρα στη γιορτή της Βαγγελίστρας, μπρίκια γαλαξιδιώτικα χορεύαν στα νερά γοργόνες φαύνοι αγγίζονταν σμίγαν στα κύματα της ανθισμένης πολιτείας, γυμνά κορίτσια αγκάλιαζαν γυμνά κορίτσια κι άλογα άλογα λευκά.
Η Ανδρομάχη πια, ήταν δική του, αυτός κι η Ανδρομάχη και τ’ όνειρο.
[...]
Τώρα η Αντιόχεια είναι μακριά, χιλιάδες χιλιόμετρα, τώρα μόνος με την Ανδρομάχη, τρέχει τρέχει στις λεωφόρους των Πλειάδων, πέρασε κιόλας τη Μονεμβασία, πέρασε την έρημο, πέρασε τον Όλυμπο των πουλιών κι όλο ανεβαίνει, φωνές κράζουν τρυφερά «Ιππόλυτε, Ιππόλυτε», άρχισε, πια, το μεγάλο ταξίδι, τ’ όνειρο έγινε φως, νιώθει κιόλας όλο και πιο κοντά τον αρχάγγελο άνεμο, νιώθει πως ο μεγάλος άνεμος, κάπου, πολύ κοντά, τώρα
Στέλιος Λύτρας. 1988. Σελίδες από το μυστικό ημερολόγιο του Τοξότη. Αθήνα: Ίκαρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Στέλιος Λύτρας. 2000. Τα Ποιητικά. Αθήνα: Πατάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου