Ο Ολιβέιρα όμως εξακολουθούσε να κοιτάζει μαγνητισμένος τα χέρια, τα χέρια των γυναικών τον γοήτευαν πάντα, ένιωθε την επιθυμία να τα αγγίξει, να χαϊδέψει με τα δάχτυλά του μια-μια τις φάλαγγες, να εξερευνήσει σαν γιαπωνέζος κινησιοθεραπευτής την αδιόρατη πορεία των φλεβών, να διαπιστώσει την κατάσταση των νυχιών, να υποπτευθεί χειρομαντικά δυσοίωνες γραμμές και ευοίωνα επάρματα, να ακούσει τον ήχο της σελήνης ακουμπώντας στο αφτί του την υγρή από τον έρωτα ή από ένα φλιτζάνι τσάι παλάμη ενός μικρού χεριού.
......................................................................................................................................................................
Οι μυρωδιές, οι ειδικοί ύμνοι, ο μόσχος με όλες του τις έννοιες... Εδώ μυρίζει σαρδόνυχα. Εδώ χρυσοπράσιο. Εδώ, περίμενε λίγο, εδώ είναι κάπως σαν μαϊντανός, μόλις όμως, σαν ένα φυλλαράκι χαμένο σε δέρμα σαμουά. Εδώ αρχίζει να μυρίζει όπως εσύ. Τι παράξενο αλήθεια, η γυναίκα να μην μπορεί να μυρίσει τον εαυτό της όπως τη μυρίζει ο άντρας. Ακριβώς εδώ. Μην κουνιέσαι, άσε με. Μυρίζεις βασιλικό πολτό, μέλι μέσα σε καπνοσακούλα, φύκια, αν κι αυτό είναι κοινότοπο που το λέω. Υπάρχουν τόσα φύκια, η Μάγα μύριζε φρέσκα φύκια, μόλις ξεβρασμένα από την τελευταία φουσκονεριά. Μύριζε σαν το ίδιο το κύμα.
....................................................................................................................................................................
Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του στόματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από εμένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου. Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά κι από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται με τα χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μία σιωπή. Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαιδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Κι όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ' ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα μόνο σάλιο, μία και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν' ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.
....................................................................................................................................................................
Θα συναντούσα τη Μάγα; Τόσες φορές έφτανε να κάνω τη βόλτα μου ακολουθώντας την οδό ντε Σαιν ως την αψίδα που βγάζει στο Και ντε Κοντί, και μόλις το σταχτί και το λαδί φως που απλωνόταν πάνω στο ποτάμι μου επέτρεπε να διακρίνω τις μορφές, η λεπτή σιλουέτα της διαγραφόταν στο Πον Ντεζ Αρ, άλλοτε να πηγαινοέρχεται, άλλοτε ακουμπισμένη στο σιδερένιο κιγκλίδωμα να σκύβει πάνω στο νερό. Και ήταν εντελώς φυσικό να διασχίσω το δρόμο, να ανέβω τα σκαλιά της γέφυρας, να μπω στο στενό πέρασμα και να πλησιάσω τη Μάγα που μου χαμογελούσε χωρίς να δείχνει έκπληξη, γιατί πίστευε όπως κι εγώ πως οι τυχαίες συναντήσεις είναι ό,τι λιγότερο τυχαίο υπάρχει στη ζωή μας και πως οι άνθρωποι που κλείνουν ραντεβού είναι οι ίδιοι που νιώθουν την ανάγκη να γράφουν σε χαρακωμένο χαρτί ή να ζουλάνε το σωληνάριο της οδοντόπαστας από το κάτω μέρος.
......................................................................................................................................................................
[...] ήσουν πάντα ένας τρομερός καθρέφτης, μια φοβερή μηχανή επαναλήψεων, και αυτό που λέγαμε πως είναι ο έρωτάς μας ίσως να ήταν που εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά σου κρατώντας ένα κίτρινο λουλούδι κι εσύ κρατούσες δύο πράσινα κεριά και ο αέρας φυσούσε πάνω στο πρόσωπό μας μια αργόσυρτη βροχή από απαρνήσεις και αποχαιρετισμούς και εισιτήρια του μετρό [...]
|Julio Cortazar, "Το κουτσό", μτφ. Κώστας Κουντούρης, Εξάντας, 1988, σ. 25|
Το Κουτσό, Julio Cortazar, μετ. Κώστας Κουντούρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου