Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Τάκης Βαρβιτσιώτης - Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους (1986)


Στον Γιάννη Ρίτσο


1


Έμποροι δυνάστες στρατηγοί

Μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια

Που κρατούν το φως

Αιώνες ανθρώπινων ονείρων

Θα σκεπάσουν τα μάτια σας

Με μαύρα ηλιοτρόπια

Ατσάλινα νύχια

Θα ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας

Κι αγριεμένα πληρώματα

θα σας κρεμάσουν

Στο πιο πένθιμο κατάρτι

Την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου

Για να μάθετε πώς μονάχα η λευκή ανθοφορία

Του τοκετού της αγάπης διαρκεί


2


Δήμιοι με το πρόσωπο του θανάτου

Δε θα μπορέσετε ποτέ να εξαφανίσετε

Το γαλάζιο ενός αθώου ματιού

Ανάμεσα από τις καμένες σάρκες

Κι από τα μελανιασμένα κορμιά

Ανάμεσα από τις σταυρωμένες ανοίξεις

Ανάβει πάντα για νεκρούς και ζωντανούς

Ο δαυλός της δικαιοσύνης


3


Για να πυκνώσει το φως

Και να γεννήσει το πουλί

Για να νικήσει ό άνεμος

Τους πρώτους δισταγμούς του

Και να φωνάξει ή θάλασσα ελευθερία

Πρέπει να ‘ρθουν οι λατόμοι

Γεμάτοι οργή

Να πελεκήσουν τα πέτρινα σύννεφα

Που πλάκωσαν όλες τις πολιτείες

Να πελεκήσουν τ’ αγάλματα

Mε τις μαύρες καρδιές

Να ξεχειλίσει το αίμα

Να πνίξει τούς δολοφόνους


4


Όσο υπάρχουν ποιητές

Τα πουλιά θα πετούν

Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν

Δε θα μπορούν ανίερα χέρια

Να σταματήσουν την άνοιξη

Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια

Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα

Πώς είναι τ’ όνειρο δυνατό


5


Ύστερα από τόσα εκατομμύρια πτώματα

Από τόσες ανοιχτές πληγές

Πριν από την έκλυση της φοβερής αστραπής

Η μαυρίλα καταπίνει τον ήλιο

Τα μάτια συστέλλονται

Μικραίνουν οι άνθρωποι

Χάνουν το πρόσωπο τους

Φορούν για παράσημα τη ντροπή

Και την καταφρόνια

Ίσως είναι κι αυτός ένας τρόπος

Να θυμηθούνε πάλι την ομορφιά

Να ξαναφτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο

Από την αρχή


6


‘Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν

Τους πεθαμένους να χαμογελούν

Απαγόρευσαν τα πληγωμένα αλόγα

Να ερωτεύονται τη σελήνη

Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια

Με τ’ αναμμένα μάτια τους

Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι

Έφραξαν τέλος όλους τούς φεγγίτες


7


Φως υπερούσιο

Απρόσιτο φως

Από ποια ύφη κατεβαίνεις

Σ’ αυτή την καταματωμένη γη

Όπου σέρνονται ακόμα οι άνθρωποι

Ανάμεσα στον τρόμο και την ελπίδα

Άσπιλο φως

Που δεν έχεις ούτε αρχή ούτε τέλος

Και που η μέρα παρατείνει την ηγεμονία της

Για να σε διαφυλάξει

Πότε λοιπόν θα κατορθώσεις

Ν’ αποδιώξεις το βαθύ

Βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου.


8


Δεν έχει πιά σημασία

Να κόβουμε μαραμένα τριαντάφυλλα

Να σφίγγουμε ένα χέρι

Που βγαίνει μέσα από μια πέτρα

Όπως εν άστρο

Ανάμεσ’ από τα ερείπια

Να προσπαθούμε νά γλυτώσουμε

Ένα μονάχα πλοίο πού κινδυνεύει

Να κατοικούμε πολιτείες

Που δε γνωρίζουν τον ύπνο

Να ζούμε πάντα μονάχοι

Mε μια παγωμένη φτερούγα

Και μ ένα γυάλινο μάτι πού μας τρομάζει

Ν’ αγκαλιάζουμε ένα σύννεφο

Που ταξιδεύει προς τη δύση

Σημασία έχει ν αγκιστρωθούμε πάλι

Γερά πάνω στη γη

Όπως η μέλισσα στο λουλούδι

Να ξαναχτίσουμε ένα σπίτι

Να μας χωράει όλους μαζί


9


Χρειάζεται σιωπή

Πολλή σιωπή

Πυκνό χορτάρι

θράκα πολλή

Από μέρες περασμένες

Που αδιάκοπα να τη φυσάς

Δεμάτια στάχυα σύννεφα

Δάκρυα πικρά

Πέτρες πυρακτωμένες

Σκόνη χρυσή από κοπανισμένα αστέρια

Κι ένας καλόβολος άνεμος

Που να τα πάρει όλα μαζί

Και να τα πάει στην άλλη αυγή

Σα μυθικό καράβι

Για να χαθεί ό χειμώνας νικημένος

Για να ντυθούνε των νεκρών τα κόκκαλα

Με φώς

Ν’ αναστηθεί η φωνή τους

Μ’ έva στρόβιλο φτερών

Στα δάχτυλά τους ν αντηχήσουν οι φλογέρες


10


Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο

Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη

Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού

Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα

Στους ναυαγισμένους

Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα

Που δεν χάνονται

Ακόμα κι όταν κλείσουμε τά μάτια

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο

Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν

Αίμα και φως

Παίζοντας μια σάλπιγγα

Που συναδέλφωνε όλους τούς ανθρώπους

Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι

Και να γίνουν κίτρινη σκόνη

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο

‘Ολομόναχοι σ’ ένα κελλί

Κρυμμένοι άλλοτε σ’ ένα σεντούκι

Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι

Σε μια λουρίδα ήλιου

Που θα μπορούσε να τη σβήσει

Ακόμα και το χέρι

Ενός αδιάφορου επισκέπτη

Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο

Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή

Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια

Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια

Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση

Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό


Αναδημοσίευση από: https://whenpoetryspeaks.gr/2020/02/12571/

Αλέξης Αλεξόπουλος - Λιναρντό


                                                  Χάρις Αλεξίου - Λιναρντό



Οδυσσέας Ελύτης -Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

 ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

 

από την άκρη των ακρώ

κατηφοράει στο Ταίναρο

 

Φωτιά 'ναι το πηγούνι του

χρυσάφι το πιρούνι του.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Εσείς στεριές και θάλασσες

τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

 

ακούτε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

 

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

 

Από τη μέση του εγκρεμού

στη μέση του αλλού πελάγου

 

κόκκινα κίτρινα σπαρτά

νερά πράσινα κι άπατα

 

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

 

Με τα μικρά χαμίνια του

καβάλα στα δελφίνια του

 

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

 

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Εμείς ψωμί δεν έχουμε

και τέτοια δεν κατέχουμε

 

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν

κι ανάσα δεν επήραμαν.

 

 

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

Φύγανε τα πουλιά γι' άλλου

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

 

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

 

 

 

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

 

Τέσσερις μήνες χτίζουμε

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

 

και κάθε γινωμένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά.

 

 

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

Όνειρο πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π' ανάθρεφα

 

Ποιος το 'λεγε πως θε να μου

τα στείλουνε του σκοτωμού.

 

 

 

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

 

ʼλλος εβγήκε απ' τα βουνά

κι άλλος απ' τα πλεούμενα

 

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε

το φως το κόκκινο έριξε

 

Πήραν να καίγονται οι κορφές

κι όλες οι πάνω γειτονιές.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Ωρ'τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά

βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά

 

Πουνέντε και Λεβάντε μου

ένα ραπόρτο κάντε μου.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

 

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ

Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

 

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι

κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

 

Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

 

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

 

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται

 

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

 

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

 

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

 

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

 

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

 

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα

Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

 

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Παράπονα κι αθιβολές

γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

 

Γιόμα βραδύ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

 

Στ' αλώνια και στις εμπατές

ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

 

σύρνουν ανάβουνε μαλλί

στων αστεριών τη χόβολη

 

και τους μικρούς αγγέλους σταμ

ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

 

Καημέ που πάρα εβάρυνες

τον κόσμο δεν εμάρανες

 

Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου

οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

 

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ

για λόγου τραγουδά ολονώ.

 

 

 

ΚΟΡΙΤΣΙ

 

Δύο συ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

 

μπαίνω μέσα στον μπαξέ

γεια σου κύριε Μενεξέ

 

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

 

Τζίντζιρας τζιντζίρισε

το ροδάνι γύρισε

 

Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

 

Χοπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

 

Το 'να χέρι μου κρατεί

μέλισσα θεόρατη

 

τ' άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει.

 

 

 

ΧΟΡΟΣ

 

Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

 

Κύκλοι και πως ανοίγουνε

και με τα σένα σμίγουνε

 

ψηλά στη γλάστρα του βουνού

χρυσό γεράνι τ' ουρανού

 

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΙ

 

Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

 

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι  Ικαριά

Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

 

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

 

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

 

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά

κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

 

Ρίχνει να πιάσει ψάρια  πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

 

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

 

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

 

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς

Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

 

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

 

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος

 

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση

 

κι όπου φωλιάσει και σταθεί

κανείς να μην του φτάνει εκεί

 

Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα

τονε ξυπνάν χαράματα

 

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

του τρώνε και το λίγο βίος

 

κι από το στόμα την μπουκιά

πάνω στην ώρα τη γλυκιά

 

του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

 

λίγο το στόμα του άνοιξε

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

 

Τα δέντρα κελαηδήσανε

τα ζωντανά σουνίσανε

 

κι οι άνεμοι χρωματιστούς

γεμίσανε χαρταετούς.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω

παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

 

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι

πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

 

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι

βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι

 

Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε

γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε

 

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά

το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά

 

Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα

έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα

 

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα

του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα

 

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά

κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα

 

Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς

τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

 

Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη

που 'δωσε το σκοτάδι    φως για να το πιει

 

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου

Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

 

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται

Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

 

Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό

σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

 

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση

όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

 

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή

δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

 

Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα

δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

 

Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί

νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

 

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα

πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

 

Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός

να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

 

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»

όλα του κόσμου τ' άδικα  ξε-χά-νο-νται.

 

 

 

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ

 

Τραγούδι

 

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»

 

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές

 

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο

κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

 

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς

βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

 

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ

τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

 

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

 

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε

μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

 

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα

παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

 

 

Οδυσσέα Ελύτη, Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Α΄ Έκδοση, Αθήνα, 1985

Οδυσσέας Ελύτης -Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (απόσπασμα)

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

 

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος

 

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση

 

κι όπου φωλιάσει και σταθεί

κανείς να μην του φτάνει εκεί

 

Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα

τονε ξυπνάν χαράματα

 

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

του τρώνε και το λίγο βίος

 

κι από το στόμα την μπουκιά

πάνω στην ώρα τη γλυκιά

 

του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

 


Ο Ὴλιος Ο Ηλιάτορας

Θωμάς Γκόρπας - Έλλειψη πάγου στη συνοικία


– Δώσε μου ένα τέταρτο.
Πικραμένη μάνα με το ρημαγμένο στήθος!
– Εσύ δεν παίρνεις το χειμώνα.
Δώσε μου ένα τέταρτο παλικάρι μου
θα παίρνω και το χειμώνα.
– Δώσε μου ένα τέταρτο.
Απαρηγόρητο κορίτσι που σε φέγγει η πείνα!
– Εσύ δεν παίρνεις κάθε μέρα.
– Δώσε μου ένα τέταρτο κυρ Ηλία
θα παίρνω κάθε μέρα.
– Δώσε μου ένα τέταρτο.
Γέρο μου δεν είναι εγγύηση η απόγνωση!
– Εσύ αποκλείεται να ’χεις ψυγείο.
– Δώσε μου ένα τέταρτο καλόπαιδο
του χρόνου θ’ αγοράσω και ψυγείο.
Νεαρέ εμποράκο βλάκα
αύριο θ’ ακριβύνουν τα τσιγάρα
και θα καπνίζεις βασικά
αύριο θ’ ακριβύνουν τα εισιτήρια και το σινεμά
και θα το χάσεις το κορίτσι σου.
Νεαρέ εμποράκο βλάκα
αύριο θα πεθάνεις για μιαν ένεση
που θα τιμάται
με τη ζωή σου.

«Σπασμένος καιρός», Τα Ποιήματα: 1957-1983: Ποταμός 2015.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Octavio Paz - Hλιακή πέτρα (απόσπασμα)


περιδιαβάζω το κορμί σου σαν τον κόσμο,
η κοιλιά σου είναι μια λιόλουστη πλατεία,
τα στήθη σου δυο εκκλησίες που ιερουργεί
τα δυο παράλληλα μυστήριά του το αίμα,
σε τυλίγει όπως κισσός το βλέμμα μου,
είσαι μια πολιτεία που τη ζώνει η θάλασσα,
ένα μουράγιο που το φως του ήλιου χωρίζει
σε δυο ροδακινόχρωμες μισάδες,
μια αλυκή, πουλιά και βράχια
κάτω απ΄ το νόμο του βαθιού μεσημεριού.
Ντυμένη με τα χρώματα των πόθων μου
περπατάς γυμνή όπως οι λογισμοί μου,
περιδιαβάζω σαν το νερό τα μάτια σου,
οι τίγρεις πίνουν όνειρο μέσα σ΄ αυτά τα μάτια,
το κολιβρί καίγεται σ΄ αυτές τις φλόγες,
περιδιαβάζω το μέτωπό σου σαν το φεγγάρι,
τους λογισμούς σου σαν το σύννεφο,
περιδιαβάζω την κοιλιά σου όπως τα όνειρά σου,
η φούστα σου από καλαμποκάνθια κυματίζει και τραγουδάει
σαν τον άνεμο,
η φούστα από κρύσταλλο, η νερένια φούστα σου,
τα χείλη σου, τα μαλλιά σου, το βλέμμα σου,
βρέχεις όλη τη νύχτα, όλη τη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια δάχτυλά σου,
κλείνεις τα μάτια μου με το νερένιο στόμα σου,
βρέχεις πάνω στα κόκκαλά μου, μέσα στο στήθος μου
βυθίζει ρίζες νερού ένα υγρό δέντρο,
Περιδιαβάζω τη μέση σου σαν ένα ποτάμι,
περιδιαβάζω το σώμα σου σαν ένα δάσος,
σαν ένα μονοπάτι στο βουνό
που καταλήγει σε μια απύθμενη άβυσσο,
περιδιαβάζω τους ακονισμένους λογισμούς σου
και βγαίνοντας από το άσπρο μέτωπό σου
κατακρημνίζεται και θρυμματίζεται ο ίσκιος μου,
περισυλλέγω τα κομμάτια μου ένα ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, στα τυφλά
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Rainer Maria Rilke - Φθινόπωρο


Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά, σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ’ ουρανού· πέφτουν με μι’ άρνηση στο στόμα του κενού.

Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά, από τ’ αστέρια προς τη μοναξιά.

Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει. Κοίτα τους: όλοι χάνονται στα βάθη.

Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.

Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης

Pablo Neruda - Σιωπή


Εγώ που μεγάλωσα μέσα σ΄ ένα δέντρο

επ΄ αυτού και τι δεν θα ΄χα να πω,

πλην όμως έχω μάθει τόσο καλά τη σιωπή,

που προτιμώ ως προς αυτό να μη μιλήσω˙

την εμάθαινα δε καλύτερα όσο μεγάλωνα

και χαιρόμουν χαρά μεγάλη που μεγάλωνε,

δεν είχα πια άλλο πάθος πέρα απ΄ την ουσία,

δεν έμενε πια άλλη πράξη πέρα από την αθωότητα.

Μέσα μου ο χρόνος ολόχρυσος μονίμως

να περιμένει να τον καλέσουν στην κορυφή

για να γίνει επιτέλους καρπός, πορτοκάλι.

Γιώργος Κεντρωτής

Wallace Stevens - [άτιτλο]


Η ποίηση είναι το θέμα του ποιήματος.
Απ΄ αυτήν το ποίημα αρχίζει και
Σ΄ αυτήν επιστρέφει. Μεταξύ των δυο
Μεταξύ εκκίνησης κι επιστροφής, υπάρχει
Μια απουσία στην πραγματικότητα:
Τα πράγματα όπως είναι. Η έτσι λέμε.
Μα είναι χωριστά; Μήπως το ποίημα
Είναι μια απουσία που αποκτά
Την αληθινή όψη του εκεί, το πράσινο του ήλιου,
Το κόκκινο του σύννεφου, το αίσθημα της γης, η σκέψη τ΄ ουρανού;
Απ΄ αυτά το ποίημα παίρνει. Κι ίσως συμβάλλει
Στη συνουσία του σύμπαντος.
Μετάφραση: Γιώργος Σπέντζος