Στον Γιάννη Ρίτσο
1
Έμποροι δυνάστες στρατηγοί
Μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια
Που κρατούν το φως
Αιώνες ανθρώπινων ονείρων
Θα σκεπάσουν τα μάτια σας
Με μαύρα ηλιοτρόπια
Ατσάλινα νύχια
Θα ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας
Κι αγριεμένα πληρώματα
θα σας κρεμάσουν
Στο πιο πένθιμο κατάρτι
Την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου
Για να μάθετε πώς μονάχα η λευκή ανθοφορία
Του τοκετού της αγάπης διαρκεί
2
Δήμιοι με το πρόσωπο του θανάτου
Δε θα μπορέσετε ποτέ να εξαφανίσετε
Το γαλάζιο ενός αθώου ματιού
Ανάμεσα από τις καμένες σάρκες
Κι από τα μελανιασμένα κορμιά
Ανάμεσα από τις σταυρωμένες ανοίξεις
Ανάβει πάντα για νεκρούς και ζωντανούς
Ο δαυλός της δικαιοσύνης
3
Για να πυκνώσει το φως
Και να γεννήσει το πουλί
Για να νικήσει ό άνεμος
Τους πρώτους δισταγμούς του
Και να φωνάξει ή θάλασσα ελευθερία
Πρέπει να ‘ρθουν οι λατόμοι
Γεμάτοι οργή
Να πελεκήσουν τα πέτρινα σύννεφα
Που πλάκωσαν όλες τις πολιτείες
Να πελεκήσουν τ’ αγάλματα
Mε τις μαύρες καρδιές
Να ξεχειλίσει το αίμα
Να πνίξει τούς δολοφόνους
4
Όσο υπάρχουν ποιητές
Τα πουλιά θα πετούν
Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν
Δε θα μπορούν ανίερα χέρια
Να σταματήσουν την άνοιξη
Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια
Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα
Πώς είναι τ’ όνειρο δυνατό
5
Ύστερα από τόσα εκατομμύρια πτώματα
Από τόσες ανοιχτές πληγές
Πριν από την έκλυση της φοβερής αστραπής
Η μαυρίλα καταπίνει τον ήλιο
Τα μάτια συστέλλονται
Μικραίνουν οι άνθρωποι
Χάνουν το πρόσωπο τους
Φορούν για παράσημα τη ντροπή
Και την καταφρόνια
Ίσως είναι κι αυτός ένας τρόπος
Να θυμηθούνε πάλι την ομορφιά
Να ξαναφτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο
Από την αρχή
6
‘Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν
Τους πεθαμένους να χαμογελούν
Απαγόρευσαν τα πληγωμένα αλόγα
Να ερωτεύονται τη σελήνη
Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια
Με τ’ αναμμένα μάτια τους
Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι
Έφραξαν τέλος όλους τούς φεγγίτες
7
Φως υπερούσιο
Απρόσιτο φως
Από ποια ύφη κατεβαίνεις
Σ’ αυτή την καταματωμένη γη
Όπου σέρνονται ακόμα οι άνθρωποι
Ανάμεσα στον τρόμο και την ελπίδα
Άσπιλο φως
Που δεν έχεις ούτε αρχή ούτε τέλος
Και που η μέρα παρατείνει την ηγεμονία της
Για να σε διαφυλάξει
Πότε λοιπόν θα κατορθώσεις
Ν’ αποδιώξεις το βαθύ
Βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου.
8
Δεν έχει πιά σημασία
Να κόβουμε μαραμένα τριαντάφυλλα
Να σφίγγουμε ένα χέρι
Που βγαίνει μέσα από μια πέτρα
Όπως εν άστρο
Ανάμεσ’ από τα ερείπια
Να προσπαθούμε νά γλυτώσουμε
Ένα μονάχα πλοίο πού κινδυνεύει
Να κατοικούμε πολιτείες
Που δε γνωρίζουν τον ύπνο
Να ζούμε πάντα μονάχοι
Mε μια παγωμένη φτερούγα
Και μ ένα γυάλινο μάτι πού μας τρομάζει
Ν’ αγκαλιάζουμε ένα σύννεφο
Που ταξιδεύει προς τη δύση
Σημασία έχει ν αγκιστρωθούμε πάλι
Γερά πάνω στη γη
Όπως η μέλισσα στο λουλούδι
Να ξαναχτίσουμε ένα σπίτι
Να μας χωράει όλους μαζί
9
Χρειάζεται σιωπή
Πολλή σιωπή
Πυκνό χορτάρι
θράκα πολλή
Από μέρες περασμένες
Που αδιάκοπα να τη φυσάς
Δεμάτια στάχυα σύννεφα
Δάκρυα πικρά
Πέτρες πυρακτωμένες
Σκόνη χρυσή από κοπανισμένα αστέρια
Κι ένας καλόβολος άνεμος
Που να τα πάρει όλα μαζί
Και να τα πάει στην άλλη αυγή
Σα μυθικό καράβι
Για να χαθεί ό χειμώνας νικημένος
Για να ντυθούνε των νεκρών τα κόκκαλα
Με φώς
Ν’ αναστηθεί η φωνή τους
Μ’ έva στρόβιλο φτερών
Στα δάχτυλά τους ν αντηχήσουν οι φλογέρες
10
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσουμε τά μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Που συναδέλφωνε όλους τούς ανθρώπους
Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
‘Ολομόναχοι σ’ ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ’ ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Που θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό
Αναδημοσίευση από: https://whenpoetryspeaks.gr/2020/02/12571/