Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Erich Fried - Τρία ποιήματα

 ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΥΜΟΡ


Τα αγόρια

ρίχνουν

για πλάκα

πέτρες

στους βατράχους

Οι βάτραχοι

πεθαίνουν

στα σοβαρά


*


ΜΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ


Κλείδωσα τη λέξη στην καρδιά μου

φτεροκοπά

χτυπά στα πλευρά μου επάνω

είναι φυλακισμένη

Μπορώ να μιλώ πολύ

Τάισα τη λέξη

με καλό ψωμί

και κάθε είδους σάρκα

τώρα την αφήνω να φύγει

ανείπωτη

σε μια χώρα όπου το κόκκινο

κυλά ορμητικά πάνω στο πράσινο

σε μια πόλη όπου το μαύρο

πέφτει στην ολόφωτη μέρα

μαθαίνω να μιλώ πιο λίγο

ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ
Η Catherine θυμάται
κάτι που της
θυμίζει κάτι
κι όμως στην αρχή
ούτε τι
ούτε γιατί
Ύστερα καταλαβαίνει
πως ήταν μια μυρωδιά
και πιο ύστερα
μια μυρωδιά που
της θυμίζει Χριστούγεννα
όμως
όχι μυρωδιά από κερί ή έλατο
και σίγουρα όχι
μυρωδιά από φούρνισμα
Μα τότε τι;
Μα, μυρωδιά σαπουνιού
Μυρωδιά ενός υγρού σαπουνιού
που εκείνη κι ο αδερφός της
αγόραζαν τα Χριστούγεννα
για να κάνουν πελώριες σαπουνόφουσκες
Τώρα η ανάμνηση είναι
ξανά εδώ
πολύ μεγάλη
και πολύ στρογγυλή
και καθρεφτίζει το παιδικό της πρόσωπο
και λάμπει με χίλια χρώματα
και ύστερα σκάει

Από τη συλλογή: κόβοντας με τα δόντια το κεφάλι της ποίησης, Εκδόσεις Ενύπνιο, Αθήνα 2024. Μετάφραση: Γιώργος Λίλλης – Άκης Παραφέλας.

Emily Dickinson -[J 712/Fr 479]

Διότι δεν μπόρεσα να σταματήσω για τον θάνατο -
Καλοσυνάτα αυτός σταμάτησε για μένα -
Η Άμαξα χωρούσε μόνο Εμάς
Και την Αθανασία.

Οδηγούσαμε αργά - εκείνος δεν ήξερε από βιάση
Κι εγώ παράτησα
Δουλειά και τις ανάπαυλές μου.
Για την Αβρότητά Tου -

Περάσαμε απ’ το Σχολείο, όπου τα Παιδιά αγωνίζονταν
Την ώρα του διαλείμματος - σ’ έναν Κύκλο μέσα - 
Περάσαμε Χωράφια ατενίζοντας Σπαρτά
Περάσαμε τον Ήλιο που Έδυε -

Η μάλλον Εκείνος — Μας προσπέρασε —
Η Δροσιά προκάλεσε ρίγος και παγωνιά -
Διότι αραχνοΰφαντο το Φόρεμά μου -
Και το Μαντίλι - απλό Τούλι -

Κοντοσταθήκαμε εμπρός σε Σπίτι που έμοιαζε
Εξόγκωμα στο Χώμα -
Η Οροφή μόλις που φαινότανε -
Μαρκίζα - μες στο Χώμα -

Από τότε  - Αιώνες έχουν περάσει - κι όμως
Φαίνεται λιγότερο από μια Μέρα
Που πρωτο-υπέθεσα πως των Αλόγων τα Κεφάλια
Ήταν στραμμένα προς την Αιωνιότητα - 

Πηγή: Έμιλυ Ντίκινσον, Θεά του ηφαιστείου, Μετάφραση: Δέσποινα Λάλα-Κριστ, Αθήνα: Σμίλη 2018. 


...................................................................................................................................................

Καθώς δεν μπόρεσα να σταματήσω για τον Θάνατο –
Σταμάτησε ιπποτικά Αυτός για μένα –
Η Άμαξα δεν είχε άλλον επιβάτη από Εμάς –
Και την Αθανασία.

Πηγαίναμε αργά – Αυτός δεν γνώριζε βιασύνη
Κι εγώ στην άκρη άφησα
Τον μόχθο, την ανάπαυλα,
Για τη Λεπτή Του Χάρη.

Περάσαμε απ’ το Σχολειό – και τα Παιδιά παλεύανε
Σε κάποιο Διάλειμμα – μες στον Περίβολο –
Περάσαμε απ’ τους Αγρούς, το Ατενές Βλέμμα του Σίτου –
Περάσαμε τη Δύση του Ηλίου –

Ή μάλλον – Αυτός προσπέρασε Εμάς –
Οι στάλες της δροσιάς μαζεύτηκαν με σύγκρυο και ρίγος –
Απλό Αραχνοΰφαντο, το Φόρεμά μου –
Το Σάλι μου – μονάχα από Δαντέλα –

Σταθήκαμε σε κάποιο Οίκημα που έμοιαζε
Σαν να ’ταν Οίδημα στο Χώμα –
Τη Στέγη μόλις που τη διέκρινες –
Και η Μαρκίζα – μες στο Χώμα.

Αιώνες – φύγαν από τότε – κι όμως
Σαν να ’ναι πιο κοντά παρά η Μέρα
Που μάντεψα πως τα Κεφάλια των Αλόγων
Έδειχναν την Αιωνιότητα.

Μετάφραση: Αντωνία Γουναροπούλου

α΄ δημοσίευση: περιοδικό The Book’s Journal, τεύχ. 41, Μάρτιος 2014

César Cantoni - Μεταφυσική

 Και έπειτα από πολλή έρευνα

κατέληξα στο συμπέρασμα

ότι το «έτερον εγώ» μου

ήταν το αληθινό μου «εγώ»,

και ότι «εγώ», στην πραγματικότητα,

ήταν «ο άλλος».


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Ανύτη η Τεγεάτις - Επίγραμμα 10



Οἰχόμεθ', ὧ Μίλητε, φίλη πατρί, τῶν ἀθεμίστων
τάν ἄνομον Γαλατᾶν ὕβριν ἀναινόμεναι,
παρθενικαί τρισσαί πολιήτιδες, ἅς ὁ βιατάς
Κελτῶν εἰς ταύτην μοῖραν ἔτρεψεν Ἄρης.
οὐ γάρ ἐμείναμεν αἷμα τό δυσσεβές οὐδ' Ὑμέναιον,
νυμφίον ἀλλ' Ἀίδην κηδεμόν' εὑρόμεθα.
Ελληνική ανθολογία (ΕΑ) 7.492.p1 - 7.492.6 = G//P VI ( - )
~!*~!*~!*~!*~!*~!*~!*
Μετάφραση Ι. (Γιώργος Ιωαννίδης)
Ηρωισμός γυναικών της Μιλήτου
Φεύγουμε για τον άλλο κόσμο, Μίλητε, πατρίδα αγαπημένη,
μη ανεχόμενες την Ύβρη των άθεων Γαλατών.
Είμαστε τρεις νέες - πολίτισσες .
Αυτή την μοίρα μας επιφύλαξε ο πόλεμος κατά των Κελτών.
Δεν επιλέξαμε να μας υποδουλώσουν οι ασεβείς
Δεν βρήκαμε νυφικό κρεβάτι. Αλλά ο Άδης τώρα είναι ο αφέντης μας.
~!*~!*~!*~!*~!*~!*~!*~!*
Μετάφραση ΙΙ. (Γιώργος Κεντρωτής)
[ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΜΙΛΗΤΟΥ]
Σ’ αφήνουμε, γλυκιά πατρίδα Μίλητε, και φεύγουμε,
την ύβρη των ανόμων Γαλατών αρνούμενες.
Τρεις είμαστε κοπέλες, δημότισσες δικές σου,
που των Κελτών μας έριξε η άρεια σπάθη σ’ αυτήν εδώ τη μοίρα:
ένωσή μας δυσσεβή δεν ανεχόμαστε, ούτε γάμους τέτοιους –
γι’ αυτό και κάναμε γαμπρό τον Άδη, δικός μας κηδεμόνας νά ’ναι.

Ζωή Καρέλλη -Το ταξίδι των μάγων


Έπρεπε να ’μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει...
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

Από τη συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)

Αναδημοσίευση από: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1559.15

Edwyn Collins - A Girl Like You


 

Γ. Χ. Θεοχάρης - Τα κάλαντα


Τα κάλαντα ξεκίνησα να πω
κι η πάχνη τα πλευρά μου κοκαλώνει,
η μάνα το χριστόψωμο ζυμώνει
καθώς τελειώνει το ’58.
Διάφανα κρύσταλλα-σπαθιά στα κεραμίδια
τα δάκρυα του χειμώνα παγωμένα,
στα ρείθρα τα νερά κρουσταλλιασμένα
ακίνητα σα ναρκωμένα φίδια.
Γνωστούς και συγγενείς θα πάρω στη σειρά.
Οι θείοι θα μου δώσουν διφραγκάκια
οι γείτονες δραχμές, πενηνταράκια
που θα τα ρίξω μέσ’ στον κουμπαρά.
Οι πάρα πέρα μπακλαβάδες και τσαπέλες
και χάρτινο δεκάρικο η νονά
κι όταν περάσω από την αγορά
ο μπακάλης θα μου δώσει καραμέλες.
Αργά το μεσημέρι θα επιστρέψω
χαρούμενος και πουντιασμένος
θ’ αχνίζει ο τραχανάς σερβιρισμένος
και με τα σπιρτοκούτια μου θα παίξω.
Θα δω τη Νέα Υόρκη χιονισμένη
στην κάρτα που μας έστειλεν η θεία,
θα ταξιδέψω με τη φαντασία
ως την Αμέρικα που ζει ξενιτεμένη.
Το βράδυ μέσ’ στην ησυχία
θ’ ακούω στις πάχνες το Χριστό
στα ζα μας να μοιράζει το σανό
και σύνταχα θα πάω στην εκκλησία.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ξυπνώ και βρίσκομαι σ’ άλλον αιώνα
εβδομήντα τρεις χειμώνες με βαραίνουν
καθώς Χριστούγεννα σημαίνουν
στης τηλεόρασης τον κυκεώνα.
Όσοι με φίλεψαν σαν σήμερα παιδάκι
είναι φευγάτοι από καιρό
κι εγώ να ξέρω δεν μπορώ
για πόσο ακόμα θα κρατώ το δοιάκι
του τιμονιού, στη βάρκα αυτής της ζήσης
που πλέει σαν καρυδότσουφλο σπασμένο
στο καθημερινό το κύμα τ’ αφρισμένο,
γιομάτο από τις παιδικές μας αναμνήσεις.

Τάκης Βαρβιτσιώτης - Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους (1986)


Στον Γιάννη Ρίτσο


1


Έμποροι δυνάστες στρατηγοί

Μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια

Που κρατούν το φως

Αιώνες ανθρώπινων ονείρων

Θα σκεπάσουν τα μάτια σας

Με μαύρα ηλιοτρόπια

Ατσάλινα νύχια

Θα ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας

Κι αγριεμένα πληρώματα

θα σας κρεμάσουν

Στο πιο πένθιμο κατάρτι

Την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου

Για να μάθετε πώς μονάχα η λευκή ανθοφορία

Του τοκετού της αγάπης διαρκεί


2


Δήμιοι με το πρόσωπο του θανάτου

Δε θα μπορέσετε ποτέ να εξαφανίσετε

Το γαλάζιο ενός αθώου ματιού

Ανάμεσα από τις καμένες σάρκες

Κι από τα μελανιασμένα κορμιά

Ανάμεσα από τις σταυρωμένες ανοίξεις

Ανάβει πάντα για νεκρούς και ζωντανούς

Ο δαυλός της δικαιοσύνης


3


Για να πυκνώσει το φως

Και να γεννήσει το πουλί

Για να νικήσει ό άνεμος

Τους πρώτους δισταγμούς του

Και να φωνάξει ή θάλασσα ελευθερία

Πρέπει να ‘ρθουν οι λατόμοι

Γεμάτοι οργή

Να πελεκήσουν τα πέτρινα σύννεφα

Που πλάκωσαν όλες τις πολιτείες

Να πελεκήσουν τ’ αγάλματα

Mε τις μαύρες καρδιές

Να ξεχειλίσει το αίμα

Να πνίξει τούς δολοφόνους


4


Όσο υπάρχουν ποιητές

Τα πουλιά θα πετούν

Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν

Δε θα μπορούν ανίερα χέρια

Να σταματήσουν την άνοιξη

Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια

Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα

Πώς είναι τ’ όνειρο δυνατό


5


Ύστερα από τόσα εκατομμύρια πτώματα

Από τόσες ανοιχτές πληγές

Πριν από την έκλυση της φοβερής αστραπής

Η μαυρίλα καταπίνει τον ήλιο

Τα μάτια συστέλλονται

Μικραίνουν οι άνθρωποι

Χάνουν το πρόσωπο τους

Φορούν για παράσημα τη ντροπή

Και την καταφρόνια

Ίσως είναι κι αυτός ένας τρόπος

Να θυμηθούνε πάλι την ομορφιά

Να ξαναφτιάξουν έναν κόσμο καλύτερο

Από την αρχή


6


‘Απαγόρευσαν τα παιδιά να τραγουδούν

Τους πεθαμένους να χαμογελούν

Απαγόρευσαν τα πληγωμένα αλόγα

Να ερωτεύονται τη σελήνη

Τους σακάτηδες να έχουν δεκανίκια

Με τ’ αναμμένα μάτια τους

Πυρπόλησαν και το μικρότερο χορτάρι

Έφραξαν τέλος όλους τούς φεγγίτες


7


Φως υπερούσιο

Απρόσιτο φως

Από ποια ύφη κατεβαίνεις

Σ’ αυτή την καταματωμένη γη

Όπου σέρνονται ακόμα οι άνθρωποι

Ανάμεσα στον τρόμο και την ελπίδα

Άσπιλο φως

Που δεν έχεις ούτε αρχή ούτε τέλος

Και που η μέρα παρατείνει την ηγεμονία της

Για να σε διαφυλάξει

Πότε λοιπόν θα κατορθώσεις

Ν’ αποδιώξεις το βαθύ

Βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου.


8


Δεν έχει πιά σημασία

Να κόβουμε μαραμένα τριαντάφυλλα

Να σφίγγουμε ένα χέρι

Που βγαίνει μέσα από μια πέτρα

Όπως εν άστρο

Ανάμεσ’ από τα ερείπια

Να προσπαθούμε νά γλυτώσουμε

Ένα μονάχα πλοίο πού κινδυνεύει

Να κατοικούμε πολιτείες

Που δε γνωρίζουν τον ύπνο

Να ζούμε πάντα μονάχοι

Mε μια παγωμένη φτερούγα

Και μ ένα γυάλινο μάτι πού μας τρομάζει

Ν’ αγκαλιάζουμε ένα σύννεφο

Που ταξιδεύει προς τη δύση

Σημασία έχει ν αγκιστρωθούμε πάλι

Γερά πάνω στη γη

Όπως η μέλισσα στο λουλούδι

Να ξαναχτίσουμε ένα σπίτι

Να μας χωράει όλους μαζί


9


Χρειάζεται σιωπή

Πολλή σιωπή

Πυκνό χορτάρι

θράκα πολλή

Από μέρες περασμένες

Που αδιάκοπα να τη φυσάς

Δεμάτια στάχυα σύννεφα

Δάκρυα πικρά

Πέτρες πυρακτωμένες

Σκόνη χρυσή από κοπανισμένα αστέρια

Κι ένας καλόβολος άνεμος

Που να τα πάρει όλα μαζί

Και να τα πάει στην άλλη αυγή

Σα μυθικό καράβι

Για να χαθεί ό χειμώνας νικημένος

Για να ντυθούνε των νεκρών τα κόκκαλα

Με φώς

Ν’ αναστηθεί η φωνή τους

Μ’ έva στρόβιλο φτερών

Στα δάχτυλά τους ν αντηχήσουν οι φλογέρες


10


Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο

Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη

Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού

Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα

Στους ναυαγισμένους

Ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα

Που δεν χάνονται

Ακόμα κι όταν κλείσουμε τά μάτια

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο

Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν

Αίμα και φως

Παίζοντας μια σάλπιγγα

Που συναδέλφωνε όλους τούς ανθρώπους

Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι

Και να γίνουν κίτρινη σκόνη

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο

‘Ολομόναχοι σ’ ένα κελλί

Κρυμμένοι άλλοτε σ’ ένα σεντούκι

Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι

Σε μια λουρίδα ήλιου

Που θα μπορούσε να τη σβήσει

Ακόμα και το χέρι

Ενός αδιάφορου επισκέπτη

Μάθαμε τον έρωτα και τον θάνατο

Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή

Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια

Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια

Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση

Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό


Αναδημοσίευση από: https://whenpoetryspeaks.gr/2020/02/12571/

Αλέξης Αλεξόπουλος - Λιναρντό


                                                  Χάρις Αλεξίου - Λιναρντό



Οδυσσέας Ελύτης -Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

 ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

 

από την άκρη των ακρώ

κατηφοράει στο Ταίναρο

 

Φωτιά 'ναι το πηγούνι του

χρυσάφι το πιρούνι του.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Εσείς στεριές και θάλασσες

τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

 

ακούτε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

 

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

 

Από τη μέση του εγκρεμού

στη μέση του αλλού πελάγου

 

κόκκινα κίτρινα σπαρτά

νερά πράσινα κι άπατα

 

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

 

Με τα μικρά χαμίνια του

καβάλα στα δελφίνια του

 

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

 

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Εμείς ψωμί δεν έχουμε

και τέτοια δεν κατέχουμε

 

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν

κι ανάσα δεν επήραμαν.

 

 

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

Φύγανε τα πουλιά γι' άλλου

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

 

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

 

 

 

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

 

Τέσσερις μήνες χτίζουμε

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

 

και κάθε γινωμένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά.

 

 

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

Όνειρο πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π' ανάθρεφα

 

Ποιος το 'λεγε πως θε να μου

τα στείλουνε του σκοτωμού.

 

 

 

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

 

ʼλλος εβγήκε απ' τα βουνά

κι άλλος απ' τα πλεούμενα

 

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε

το φως το κόκκινο έριξε

 

Πήραν να καίγονται οι κορφές

κι όλες οι πάνω γειτονιές.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Ωρ'τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά

βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά

 

Πουνέντε και Λεβάντε μου

ένα ραπόρτο κάντε μου.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

 

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ

Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

 

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι

κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

 

Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

 

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

 

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται

 

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

 

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

 

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

 

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

 

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

 

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα

Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

 

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Παράπονα κι αθιβολές

γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

 

Γιόμα βραδύ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

 

Στ' αλώνια και στις εμπατές

ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

 

σύρνουν ανάβουνε μαλλί

στων αστεριών τη χόβολη

 

και τους μικρούς αγγέλους σταμ

ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

 

Καημέ που πάρα εβάρυνες

τον κόσμο δεν εμάρανες

 

Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου

οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

 

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ

για λόγου τραγουδά ολονώ.

 

 

 

ΚΟΡΙΤΣΙ

 

Δύο συ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

 

μπαίνω μέσα στον μπαξέ

γεια σου κύριε Μενεξέ

 

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

 

Τζίντζιρας τζιντζίρισε

το ροδάνι γύρισε

 

Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

 

Χοπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

 

Το 'να χέρι μου κρατεί

μέλισσα θεόρατη

 

τ' άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει.

 

 

 

ΧΟΡΟΣ

 

Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

 

Κύκλοι και πως ανοίγουνε

και με τα σένα σμίγουνε

 

ψηλά στη γλάστρα του βουνού

χρυσό γεράνι τ' ουρανού

 

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΙ

 

Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

 

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι  Ικαριά

Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

 

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

 

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

 

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά

κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

 

Ρίχνει να πιάσει ψάρια  πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

 

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

 

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

 

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς

Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

 

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

 

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος

 

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση

 

κι όπου φωλιάσει και σταθεί

κανείς να μην του φτάνει εκεί

 

Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα

τονε ξυπνάν χαράματα

 

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

του τρώνε και το λίγο βίος

 

κι από το στόμα την μπουκιά

πάνω στην ώρα τη γλυκιά

 

του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

 

λίγο το στόμα του άνοιξε

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

 

Τα δέντρα κελαηδήσανε

τα ζωντανά σουνίσανε

 

κι οι άνεμοι χρωματιστούς

γεμίσανε χαρταετούς.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω

παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

 

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι

πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

 

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι

βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι

 

Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε

γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε

 

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά

το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά

 

Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα

έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα

 

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα

του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα

 

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά

κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα

 

Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς

τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

 

Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη

που 'δωσε το σκοτάδι    φως για να το πιει

 

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου

Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

 

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται

Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

 

Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό

σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

 

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση

όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

 

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή

δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

 

Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα

δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

 

Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί

νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

 

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα

πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

 

Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός

να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

 

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»

όλα του κόσμου τ' άδικα  ξε-χά-νο-νται.

 

 

 

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ

 

Τραγούδι

 

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»

 

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές

 

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο

κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

 

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς

βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

 

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ

τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

 

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

 

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε

μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

 

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα

παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

 

 

Οδυσσέα Ελύτη, Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Α΄ Έκδοση, Αθήνα, 1985