Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Λευτέρης Πουλιός-Πέτρες


Χρειάζεται τόλμη
για μια ανοιχτή συνομιλία με την ψυχή.
Ο ήχος του κόσμου
δεν επιτρέπει ν΄ ακουστούν
όσα περικλείω με φόβο
ή με έρωτα.
Κι η ζωή μου αιχμάλωτη
στο χρόνο που καταστρέφει.
Μένω για να θρηνώ
τη φευγάτη δύναμη
της συνηθισμένης βασιλείας.
Ανέκφραστες πέτρες πολλές
από πολλές ζωές γκρεμισμένες.

Γιώργος Σεφέρης-Άντρας

Από τότες είδα πολλά καινούρια τοπία· πράσινους κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία· πλατάνια και έλατα· λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους — σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μια στριγκιά φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγγα στην Ιεριχώ. Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της «Αναγέννησης» μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία…Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τί δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τί κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Τί μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει· α θυμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος αποκεί που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούριο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τί πρέπει να πω ή τί πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μού παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα ’ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ’ έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.Ποιός θα μας βοηθούσε; Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο, βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο. Ένα καλό μελτέμι μού έφερνε στοργικούς στοχασμούς, όταν ήρθαν και κάθισαν λίγο παραπέρα, μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι, που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της, λιγνό και θεληματικό σα ζαρκαδιού, κι ένας σιωπηλός άντρας που, μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια. Μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τον εφώναζε Τζιμ. Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος και οι ματιές τους σωφιλιασμένες και ακίνητες άφηναν τα μάτια τους τυφλά. Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι, που είδα στη ζωή μου να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ’ όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν’ ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών. Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα σ’ ένα από τα νησιώτικα κλησάκια που βρίσκει κανείς όπως παραπατά και τα χάνει μόλις βγει. Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε. Η γυναίκα έγινε μια θαμπή εικόνα και χάθηκε, μικρή καθώς ήταν. Ρωτιόμουν αν ήξεραν πώς είχαν βγει από τα δίχτυα του κόσμου…Είναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνουνται δέρμα και χείλια. Κάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο. Την αυγή ήμουνα καινούριος σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.

Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο.



Λονδίνο, 5 Ιουνίου 1932

Τετράδιο Γυμνασμάτων

Andres Segovia Capricho Diabolico, Op.85 By Mario Castelnuovo-Tedesco


 

Lawrence Ferlinghetti-Η ποίηση είναι (απόσπασμα)

 «Δίχως αμφιβολία, υπάρχουν τόσοι ορισμοί της ποίησης όσα και ποιήματα. Ίσως και περισσότεροι, από τη στιγμή που φαίνεται να υπάρχουν πιο πολλοί καθηγητές και κριτικοί ποίησης παρά ποιητές. Υπάρχει, ίσως, ανάγκη στον νέο αιώνα για νέους ορισμούς.

Ίσως, πάλι, να αντέχουν ακόμα οι παλιοί ορισμοί. Ρισκάροντας να δεχτώ τη χλεύη των μεταμοντέρνων διανοούμενων, θα θέσω υπό τη δοκιμή του 21ου αιώνα κάποιους από τους παλιούς μου, μαζί με κάποιους από τους νέους:

Η ποίηση είναι οι ειδήσεις από τα σύνορα της συνείδησης.

Η ποίηση είναι η κραυγή που βγάζουμε όταν ξυπνάμε απότομα σ' ένα σκοτεινό δάσος στο μέσο του ταξιδιού της ζωής μας.

H ποίηση είναι το χρυσόχαρτο της φαντασίας. Πρέπει να λάμπει και να σε μισο-τυφλώνει.

Η ποίηση είναι ο ήλιος που κυλάει ανάμεσα στα βρόχια του πρωινού.

Η ποίηση είναι λευκές νύχτες και στόματα πόθου.

Η ποίηση γίνεται από φωτοστέφανα που λιώνουν στον ωκεανό του ήχου.

Η ποίηση είναι η γλώσσα της πιάτσας των αγγέλων και των διαβόλων.

Η ποίηση είναι ένας καναπές με τυφλούς τραγουδιστές που έχουν αφήσει παράμερα τα μπαστούνια τους.

Η ποίηση είναι η αναρχία των αισθήσεων που βγάζει νόημα.

Η ποίηση είναι η φωνή του τέταρτου ενικού προσώπου.

Η ποίηση είναι η φωνή της εναντίωσης στη σπατάλη των λέξεων και στην τρελή πληθώρα των μέσων.

Η ποίηση είναι αυτό που υπάρχει ανάμεσα στις γραμμές.

Η ποίηση δημιουργείται με τις συλλαβές των ονείρων.

Η ποίηση είναι οι απόμακρες φωνές σε μια παραλία τη νύχτα.

Η ποίηση είναι ένας Άραβας που κουβαλάει πολύχρωμα χαλιά και κλουβιά πουλιών στους δρόμους μιας μεγάλης μητρόπολης.

Η ποίηση είναι οι σκέψεις στο μαξιλάρι μετά τη συνουσία.

Η ποίηση είναι ο διάλογος των αγαλμάτων.

Η ποίηση είναι ο ήχος του καλοκαιριού στη βροχή και των ανθρώπων που γελάνε πίσω από κλειστές γρίλιες σ' ένα στενό δρομάκι.

Η ποίηση είναι ένα ψηλό σπίτι που αντηχεί όλες τις φωνές που είπαν κάποτε κάτι τρελό ή κάτι υπέροχο.

Η ποίηση είναι φτιαγμένη από σκέψεις της νύχτας. Αν απαγκιστρωθεί από την ψευδαίσθηση, δεν απαρνιέται πριν από την αυγή.

Η ποίηση δημιουργείται αφού εξατμιστεί το υγρό γέλιο της νιότης.

Η ποίηση δεν είναι μόνο ηρωίνη, άλογα και Ρεμπό. Είναι επίσης ο ψίθυρος των ελεφάντων και οι ανίσχυρες προσευχές των επιβατών

αεροπλάνων όταν σφίγγουν τη ζώνη για την τελική κάθοδο...»


| Η ποίηση είναι | μτφρ.: Δημήτρης Πολιτάκης |

πηγή: https://www.lifo.gr/.../ti-einai-i-poiisi-ston-21o-aiona...

Νικηφόρος Βρεττάκος-Κάτω ἀπὸ σκιὲς καὶ φῶτα


Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-
κεῖνα τὰ χρόνια, μοῦ ῾χε ὁ Θεὸς
φυλάξει τὰ δέντρα. Ἦταν ἀστέρια στὸν οὐρανό...
Μπροστά μου ὁ Ταΰγετος στεκόταν ἀνέπαφος...
Ἦταν ὁ κόσμος τοῦτος τόσο ὄμορφος, ποὺ μπέρδευε εὔκολα
κανεὶς τὰ φαινόμενα...
Τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα-κεῖνα τὰ χρόνια,
δὲν πλανιότανε οὔτε ὑποψία κακῆς φωτιᾶς στὸν ὁρίζοντα.

Νικηφόρος Βρεττάκος-Η Ειρήνη ο Ιησούς και το πουλί


Κάθονταν ο Ιησούς κοντά στο ποτάμι στη ρίζα ενός δέντρου
και περίμενε τη μητέρα του. Δίπλα στ’ αυτί του,
πάνω σ’ ένα κλαδί που το σάλευε ανάλαφρα
το φως ή τ’ αγέρι, κελάηδαγε ένα πουλί.
Απ’ το ράμφος του έσταζαν διάφανες τρίλιες
στο ποτάμι που κύλαγε. Χαμογελούσε ο Ιησούς.
Περιμένανε τη μητέρα του να τους φέρει δυο δάχτυλα
μαύρο ψωμί. Η ζωή είναι όμορφη!

Η ΕΙΡΗΝΗ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Johnny Cash - "One"


 

Johnny Cash - I Won't Back Down


 

Thomas Moore-Η άρπα που ακουγόταν απ’ τα δώματα της Τάρας



Η άρπα που ακουγόταν άλλοτε απ’ τα δώματα της Τάρας
Ξεχύνοντας της μελωδίας την ψυχή
Τώρα βουβή από τα οχυρά της Τάρας έχει κρεμαστεί
Λες πέταξε μακριά η ψυχή αυτή -
Όπως κοιμήθηκε και η υπερηφάνεια των αρχαίων ημερών.
Της δόξας η συγκίνηση εχάθη
Κι εκείνες οι καρδιές που κάποτε ηχούσαν δυνατά τον αίνο της
Έχασαν τον αλλοτινό τους τον παλμό.
Και τώρα πια δεν ψάλλει ολόλαμπρη γι άρχοντες και κυράδες
Της Τάρας η άρπα κι η φωνή
Μένει μονάχα μια χορδή που ακούγεται τις νύχτες
Το θρύλο της ερήμωσης θρηνώντας
Γιατί της λευτεριάς το ξύπνημα αργεί.
Μα της χορδής ο ήχος αντηχεί ακόμη και σημαίνει
Όποτε σπάζει ενός αχρείου η καρδιά,
Για ν’ αποδείχνει πως η λευτεριά επιμένει
Να ζει ακόμη και στα χρόνια τούτα τα στερνά.


 Thomas Moore [1779-1852]

Εθνικός ποιητής και ιστορικός της Ιρλανδίας κατά τον 19ο αι.
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, α' δημοσίευση περιοδικό ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ, 2016

Άρης Αλεξάνδρου-Υποσημείωση



Φίλε ή αντίπαλε μην τ' αναγγείλεις πουθενά.
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος.

 

 

Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής «Ευθύτης οδών» (1959) που μετά δημοσιεύτηκε και στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1941-1974

Michel Houellebecq-Ο χάρτης και η επικράτεια


Η ζωή κάποια στιγμή μας δίνει μια ευκαιρία, σκέφτηκε, όμως αν είμαστε δειλοί ή αναποφάσιστοι για να την αδράξουμε, η ζωή παίρνει πίσω τα χαρτιά της, έρχεται μια στιγμή που πρέπει να κάνουμε κάτι και να προσεγγίσουμε μια δυνητική ευτυχία, αυτή η στιγμή διαρκεί μερικές μέρες, καμιά φορά βδομάδες ή και λίγους μήνες, όμως εμφανίζεται μία και μόνη φορά κι αν αργότερα θελήσουμε να επιστρέψουμε σ' αυτήν είναι απλούστατα αδύνατο, δεν υπάρχει πλέον χώρος για τον ενθουσιασμό, την εμπιστοσύνη και την πίστη, απομένει μια γλυκιά παραίτηση, ένας αμοιβαίος και θλιμμένος οίκτος, η άχρηστη και σωστή αίσθηση ότι κάτι θα μπορούσε να είχε γίνει, ότι απλώς φανήκαμε ανάξιοι του δώρου που μας είχε δοθεί.

Μισέλ Ουελμπέκ ( 26 Φεβρουαρίου 1956)

Ο χάρτης και η επικράτεια, μτφρ.: Λ. Σιπητάνου, εκδόσεις της Εστίας



Ποταμίτης Δημήτρης-[Ιδού λοιπόν το μέγα ερώτημα]



Ιδού λοιπόν το μέγα ερώτημα:
... Στον απόλυτα παρόντα χρόνο
βαδίζετε με δεκανίκια δανεικά
επί των υδάτων
... ποιος θα προστατέψει
τον αισιόδοξο σας μέλλοντα
από τον παρακείμενο των τετελεσμένων
τον αόριστο τον φευ τόσο οριστικό

τον σπόρο από το σκουλήκι.

Δημήτρης Ποταμίτης (Μάρτιος 1945 - 26 Φεβρουαρίου 2003)

Πηγή:http://poetryfromcyprus.blogspot.com/2014/10/

Νίκος Καχτίτσης-Το χρώμα της στιγμής

Είν έξοχη η στογμή

όταν ανοίγεις

το κουτί της φαντασίας σου

και ξεχειλίζουν αρώματα

μεθυστικά

θυμίζοντας σου

την από καιρό χαμένη βεντάλια της Πενθεσιλείας

που βρέθηκε απροσδόκητα ένα απόγευμα

σε κάποιο βελουδένιο κήπο …

 

Μα γρήγορα τα μάτια σου εξαντλούνται,

μια στιγμή ήταν αυτό, τίποτα παραπάνω,

και μονομιάς

όλα χάνονται :

οι ταινίες

τα γράμματα

τα ξηραμένα άνθη.


Νίκος Καχτίτσης, Τρωτό σημείο, 1949, Δεκατέσσερα Νεανικά ΠοιήματαΜετάφραση Γιώργος Δανιήλ


Αναδημοσίευση από:https://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/kaxtitsis_trwto.html


 

Τάκης Σινόπουλος - Ο καιόμενος

 

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.

[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 1990, σ. 107]

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Γιάννης Δάλλας, απ' τα "Ακραία"

 1.

Σήμερα απόψε τώρα
τη στιγμή που ξημερώνει και δεν ξημερώνει
αίσθηση κενού
αίσθηση απόλυτου κενού που συνεχίζεται

Κι ο ήλιος ένας γλόμπος στο ταβάνι
της εντατικής
Μια λύση, να τον σβήσω

3.
Την άλλη νύχτα είδα το κρέας να γλιστρά
απ' το σώμα μου
μου ξέφευγε όπως μια φορά ο σιαμαίος εαυτός μου
ξέφυγε μέσα από τα δόντια του εμβρυουλκού
και τον κατάπιε η μήτρα

4.
Με ποιό σώμα γεννήθηκα;
με ποιό κοιμήθηκα και ξύπνησα;
ποιός εφιάλτης με χαράδρωσε και μ' έκοψε
στα δυό
σαν κεραυνός απ' το υπερπέραν;
ποιός υλοτόμος ύπνος;

Κι εκείνη η σύγκρουση φάτσα με φάτσα με τη γέννηση
μια σύγκρουση που συνεχίζεται ισόβια


(Γιάννης Δάλλας, Στοιχεία ταυτότητας, εκδ. Γαβριηλίδης, 1999)

Πηγή:http://poemsgolitsis.blogspot.com/2010/12/1.html

Pedro Salinas- Τρία ποιήματα


Τη σκιά σου σμιλεύω

Τη σκιά σου σμιλεύω.
Της έχω ήδη αφαιρέσει τα χείλη,
τα κόκκινα και σκληρά: έκαιγαν.
Θα σ' τα 'χα φιλήσει
πολύ περισσότερο.

Ύστερα σταματάω τα μπράτσα σου,
τα σβέλτα, τα μακριά, τα νευρώδη.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο
για να σ' αγκαλιάσω.

Σου αφαιρώ το χρώμα, τον όγκο.
Σου κόβω το πέρασμα. Ερχόσουν
κατευθείαν σ' εμένα. Εκείνο που πιότερο
πόνο μου έδωσε, επειδή σώπασες,
είναι η φωνή σου. Πυκνή, τόσο θερμή,
περισσότερο χειροπιαστή απ' το σώμα σου.
Αλλά ήδη ετοιμαζόταν να μας προδώσει.

Έτσι
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.
Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ' αγαπήσω.

Εγώ, που τ' αγαπούσα τόσο!
Και ν' αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.

(Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα, 1933)

[Το να σε σκέφτομαι απόψε]

Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.

Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.

Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 'Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.

(Αιτία αγάπης, 1936)

Μνήμη στα χέρια

Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.

Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ' ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.
Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.
Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.
'Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.
Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ' την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.
Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν' αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.

Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.
Τίποτα πιο μυστηριώδες σ' αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί.
'Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ' τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ' τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.
Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;
Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ' το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ' αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,  
την αόρατη παρουσία.
Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.
Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να 'ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.

(Μακρύς θρήνος, 1975)

Μτφρ. Virginia López Recio

Πηγή:https://www.ispania.gr/arthra/logotexnia/1005-pedro-salinas-

Vicente Huidobro-Total


Φτάνουν πια οι μερίδες ανθρώπου και οι γουλίτσες ζωής, που μας σερβίρετε. Πάψτε να κομματιάζετε τον άνθρωπο, την γη, την θάλασσα και τον ουρανό.
Αρκετά με τ’ αποσπάσματα και τις λεπτές φωνούλες σας που μας μιλούν για μια γωνίτσα της καρδιάς σας και για ένα δαχτυλάκι τόσο δα.
Δεν μπορείτε να διαιρέσετε τον άνθρωπο, γιατί υπάρχει ολόκληρο το σύμπαν με τ’ αστέρια, τα βουνά, την θάλασσα, τα δάση, τη μέρα και τη νύχτα.
Αρκετά με τους πολέμους σας κάτω από το δέρμα σας ή μερικά βήματα έξω από το δέρμα σας.
Το στήθος ενάντια στο κεφάλι, το κεφάλι ενάντια στο στήθος.
Το μάτι ενάντια στο αυτί, το αυτί ενάντια στο μάτι.
Το δεξί χέρι ενάντια στο αριστερό, το αριστερό χέρι ενάντια στο δεξί.
Το συναίσθημα ενάντια στην λογική, η λογική ενάντια στο συναίσθημα.
Το πνεύμα ενάντια στην ύλη, η ύλη ενάντια στο πνεύμα.
Η πραγματικότητα ενάντια στο όνειρο, το όνειρο ενάντια στην πραγματικότητα.
Το συγκεκριμένο ενάντια στο αφηρημένο, το αφηρημένο ενάντια στο συγκεκριμένο.
Η μέρα ενάντια στην νύχτα, η νύχτα ενάντια στη μέρα.
Ο Βορράς ενάντια στον Νότο, ο Νότος ενάντια στον Βορρά.
Επιτέλους δεν μπορείτε μια φορά να δώσετε έναν άνθρωπο, έναν ολόκληρο άνθρωπο, έναν ακέραιο άνθρωπο;
Το μονότονο καναρίνι της φωνής σας αρρωσταίνει τον κόσμο. Έχετε φωνή πριγκιπική, ενώ θα έπρεπε να έχετε ανθρώπινη φωνή.
Καλύτερα ν’ ακούς να μιλάει ένας λιθοξόος· αυτός τουλάχιστον βιώνει τον θυμό του και ξέρει την μοίρα του, έχει πάθος και θέλει να πετάξει από πάνω του τους περιορισμούς.
Αντίθετα, εσείς δεν δίνεται το μέγα λόγο που σαλεύει στα σπλάχνα σας. Δεν ξέρετε πώς να την αποκαλύψετε.
Τον μέγα λόγο που θα γίνει κραυγή του ανθρώπου – ν’ ακουστεί στην απεραντοσύνη, ουρλιαχτό των ηπείρων και των θαλασσών – να μαργώσει ο ουρανός και να ξυπνήσει η γη· θα γίνει τραγούδι – να υλοποιήσει το μεγάλο όνειρό του: το τραγούδι της νέας συνείδησης, τ’ ολόκληρο τραγούδι του ολόκληρου ανθρώπου.
Ο κόσμος σάς γυρίζει την πλάτη, ποιητές, επειδή η γλώσσα σας είναι πάρα πολύ μικρή, πάρα πολύ προσκολλημένη στο ασήμαντο εγώ σας, πάρα πολύ εκλεπτυσμένη από τις συνεχείς γλυκανάλατες εξομολογήσεις σας. Έχετε χάσει την αίσθηση της ενότητας, έχετε ξεχάσει τον δημιουργικό λόγο.
Τον συμπαντικό λόγο, τον λόγο όπου μέσα του αρμενίζουν οι κόσμοι άπαντες. Επειδή στην αρχή ήταν ο λόγος και στο τέλος ο λόγος θα είναι.
Μια μεγάλη, ήρεμη, φωνή, ορμή δίχως ματαιοδοξία.
Η φωνή ενός νέου αναδυόμενου πολιτισμού, η φωνή ενός κόσμου ανθρώπων, όχι τάξεων. Η φωνή ενός ποιητή που ανήκει στην ανθρωπότητα και όχι σε μια συγκεκριμένη φυλή. Ως ειδικού, το πρώτο σου ειδικό αντικείμενο, ποιητή, είναι ένα ανθρώπινο ον, πλήρως ανθρώπινο. Δεν χρειάζεται ν’ αρνηθείς το γραφείο σου· αλλά το γραφείο σου είναι γραφείο ανθρώπου κι όχι λουλουδιού.
Ούτε εσωτερικός ευνουχισμός του ανθρώπου ούτε εξωτερικός του κόσμου. Ούτε πνευματικός ούτε κοινωνικός ευνουχισμός.
Μετά από τόσες θέσεις κι αντιθέσεις, ήρθε η ώρα της μεγάλης σύνθεσης.
Η εποχή μας έχει επίσης όμορφα κεφάλια μπαμπακιάς. Μπαμπάκι με πύρινες αξιώσεις, αλλά και απίστευτα υδρόφιλο.
Ναι, ναι, ξέρω! Το μέτρο, το περίφημο μέτρο. Είστε όλοι πολύ μετρημένοι. Αν δεν πρόκειται για δικαιολογία ή τεχνική απόκρυψης του μέσα σας κενού – αναλόγως την περίπτωση.
Γεννηθήκατε την εποχή που ανακαλύφθηκε το μέτρο. Είστε όλοι ένα και εξήντα οκτώ και φοβάστε μην χτυπήσετε το κεφάλι σας στο ταβάνι.
Αλλά χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο χωρίς φόβο. Θέλουμε ένα ευρύ συνθετικό πνεύμα, έναν ολόκληρο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που θα εκφράσει ολόκληρη την εποχή μας, όπως εκείνοι οι μεγάλοι ποιητές που έγιναν φωνή της εποχής τους.
Τον περιμένουμε με αυτιά ορθάνοιχτα, όπως του έρωτα η αγκαλιά.
Mετάφραση:Γιώργος Μπλάνας

Ε.Χ. Γονατάς-Οι τοίχοι


Η μεγάλη φτερωτή σαύρα με το κεφάλι όρνιθας, πετούσε αθόρυβα στην πλακοστρωμένη αυλή• τόσο χαμηλά, που μόλις ξεχώριζε απ’ τη σκιά της και μπορούσες να γελαστείς νομίζοντας ότι σερνόταν στις πλάκες. Την ακολούθησα και την είδα να τρυπώνει στη μισάνοιχτη χαμηλή πόρτα. Από κοντά κι εγώ, βρέθηκα στον άδειο στάβλο. Η σαύρα είχε εξαφανιστεί. Ξεροχόρταρα και σανός σκεπάζαν τους τοίχους ως το ταβάνι. Καθώς τους άγγιξα, η φλούδα τους άρχισε τρίζοντας να ξεκολλάει και να πέφτει. Με μιας τα μάτια μου θάμπωσαν.
Οι τοίχοι ήταν από ατόφιο, παχύ σαν πάγος, ολοκάθαρο κρύσταλλο.
Το Βάραθρο, εκδ. στιγμή, 1984

Ε.Χ. Γονατάς (αποσπάσματα από την Κρύπτη)

 Αναδύεσαι. Τα σκοινιά που σε βαστούσαν στο βράχο τα ’φαγε το κύμα, η προσευχή του κάβουρα κι οι στεναγμοί των πνιγμένων. Ταξιδεύεις στις θάλασσες. Ο άνεμος σου δίνει μια κάθε τόσο, θέλοντας να σε καταποντίσει. Χάνεσαι• σε λίγο πάλι αναδύεσαι μεσ’ από τ’ αφρολούλουδα.

Έρχεσαι συχνά όταν είναι γαλήνη κάτω απ’ τα παράθυρά μου. (Δεν μπόρεσα όμως ποτέ να ξεχωρίσω καλά τη μορφή σου). Αλλά έρχεσαι και με τη θύελλα.
Είσαι νησί από ελαφρόπετρα ή μήπως ναυάγιο από ανάμνηση;
***
Κοντά στο φράχτη του κήπου είναι η στέρνα, πράσινη, γεμάτη δυόσμο κι άσπρα νερολούλουδα• μόλις πλησιάζει η μύτη να τα μυρίσει, ανοίγουν και σκίζονται ως το κοτσάνι. Στο βάθος τρέμει –ασχημάτιστο μαργαριτάρι- το θαμπό μεδούλι του πάθους.
***
Αφού το χάϊδεψε ώρα πολλή με το ερωτικό της βλέμμα, άπλωσε τη φούχτα της να το τσακώσει. Το αχλάδι όμως οργισμένο, χτυπώντας την στο χέρι, ξέφυγε, στήθηκε ορθό στην ουρά του και άρχισε να χορεύει πάνω στο τραπεζομάντηλο έναν άγριο, απειλητικό χορό.
Η Κρύπτη, εκδ. στιγμή, 1991

Γιώργος Ιωάννου - Κατάσαρκα

Μαζί μου σε κοιμίζω τις νύχτες

Κατάσαρκα σε φορώ σα μια φανέλα μάλλινη·

Τρίβεσαι στο κορμί· μου το ανάβεις.


Μόνος  μ' εξαντλημένη φαντασία.

Θηρία πια με τριγυρνούν.

Τη νύχτα δαγκάνουνε το σπίτι μου,

κλαδιά χτυπούνε το παράθυρο·

ο άνεμος δεν έπαψε εδώ και χρόνια.


Τριαντάφυλλο εκείνου του Γενάρη·

θαμπή μορφή, δικό μου πρόσωπο.


Τα χίλια δέντρα, 1963


Γιώργος Σαραντάρης-Δρόμοι του έρωτα


Δρόμοι του έρωτα ξανθοί
Της τύχης βλέμματα
Φωλιές όπου κανείς γεννιέται συνεχώς
Και νόστιμα κορίτσια που αστράφτουν
Συναπαντήματα γοργά στον ελαιώνα
Κλωθογυρίσματα τρυγόνων
Και μέλισσες φανταχτερές
Που ακουμπάν και πάνε
Σαν να ήταν φύλλα ο αγέρας
Έτσι ανασαίνει η ζωή μου
Και σκορπίζει τις έγνοιες
Έτσι τραγουδά κι έτσι κοιμάται
Τραβώντας προς τα ύψη
Ξυπνώντας τα κοτσύφια μες στα δέντρα
Αγκαλιάζοντας σφιχτά κάθε της ρέμβη
Ο καιρός απόψε είναι σαν βάρκα
Μέσα στη θάλασσα περνάω
Σαν μέσα στην καρδιά μου
Μέσα στο θάνατο περνάω
Κι ο θάνατος δεν είναι πια.

Γιώργος Σαραντάρης--Είναι γυναίκες

 Είναι γυναίκες που κοντά τους γεννιέται η άνοιξη

Και γίνεται ο τόπος όπου κυλάν οι μέρες

Σαν τα ζουμπούλια μέσα στα χέρια της πρώτης νιότης

Είναι οι μέρες τότε περισσότερο ξανθές

Κι απ’ τα μαλλιά μια ς κόρης

Που το σκοτάδι δεν φοβούνται

Γιώργος Σαραντάρης-Κάμε χώρο...

Κάμε χώρο είμαι ένας
Που σπρώχνει τον άνεμο
Ένας που στη ράχη του
Φέρνει βουνά
Για να καθίσουν πουλιά
Και κελαηδήσουν.

Γιώργος Σαταντάρης-Η ελπίδα να βγούμε στα βουνά

Η ελπίδα να βγούμε στα βουνά
Κάποτε
Με καρδιές γεμάτες σαν τουφέκια
Να σηκωθούμε πάνω από τα δάση
Να χαιρετήσουμε την αυγή
Με μαντήλια και κρίνους
Να πέσουμε πάνω στους αγρούς
Σαν να είμαστε κορυδαλλοί
Σαν να είμαστε πάνω απ' τη χλόη
Οι μεγιστάνες τ' ουρανού
Οι αγγελιαφόροι της χαράς
Του σιταριού οι αφέντες.

Φλώρα Ορφανουδάκη-Το γλκό του κουταλιού


Από βιασύνη ίσως της φαντασίας
όσο ο επουράνιος κόσμος, πιο θρασύς,
θρονιάζεται στο μέσον της κάμαράς μου
ένα σμάρι πουλιά μετανάστες
στην αυλή μου βρίσκει απάγκειο

Μειλίχιος ο ήλιος επεμβαίνει στο σπίτι μου
Ποτίζω τις γλάστρες με δυόσμους και βασιλικούς·
τον καλοδέχονται. Μυρωδικά και γιασεμιά
γλιστρούν στα πόδια

Σερβίρω ό,τι καλλίτερο έχω

Ποτό από βύσσινο σε φυσητό γυαλί
με το φτερούγισμα αγγέλων
και φαντασία μες στο πιατάκι του γλυκού
που κινδυνεύει στην άκρη τραπεζιού
από βιασύνη…

Μια γαρυφαλλιά με τιμάει ανθίζοντας

(Δάνειος Έρως, 2007)


Πηγή:http://www.poiein.gr/2010/09/07/oethna-inoaiioauec-dhiethiaoa/

Γιώργος Σαραντάρης-Μέρες

Μέρες που σαν μια θάλασσα
Με περιτριγυρίζουν
Μέρες που δεν τις πρόφτασε η σιωπή
Μέρες σαν παιχνίδια παιδιών
Μέρες που μοιάζουν με τα καλοκαίρια
Όταν δεν τελειώνουν
Μέρες που δεν τις ήξερε η καρδιά μου
Μέρες γιομάτες μέλισσες
Μέρες πικρές
Μέρες σαν τη βροχή και σαν τον ήλιο
Μέρες που μας οδήγησαν σε κήπο
Μας σήκωσαν πάνω σε φτερά
Μας χάρισαν χελιδόνια
Μας κατέβασαν σε μιαν αυλή
Κάτω από ένα αγιόκλημα
Μέρες τραγουδιστές
Που πάω
Τις ψιθυρίζω στην καλή μου
Ευφραίνομαι ευφραίνεται
Και μ' αγαπά
Την αγαπάω κι εγώ
Περσότερο
Από ποτέ.


Γ. Σαραντάρης, Γιατί τον είχαμε λησμονήσει…μια ανθολόγηση από το σύνολο του έργου του, επιμέλεια Μ.Γ. Μερακλής, τυπωθήτω/παραφερνάλια, Αθήνα 2002, σ. 177.

Γιώργος Σαραντάρης-Θαλασσινός βίος

 1

Καληνύχτα θάλασσα καληνύχτα
Κατεβήκαμε στο βυθό σου
Όσα παιδιά τραγούδησαν στον αέρα
Ας τραγουδήσουν πάλι
Ας τραγουδήσουν οι γυναίκες κι οι γέροι
Ας βγάλουν την αρμύρα από μέσα τους
Κι ας ντυθούν την άλλη στολή
Οι συνειδήσεις δάκρυσαν όλα τα δάκρυα
Ήρθε ο καιρός να κλάψει μέσα μας
Η θάλασσα που ποτέ δεν κλαίει

2
Ποιος νανουρίζει τα παιδιά τώρα
Ποιος νανουρίζει τα παιδιά
Όταν δεν τραγουδάνε;
Οι μανάδες λείπουν στη γη
Οι πατέρες έμειναν στον ήλιο
Ποιος νανουρίζει έτσι σιωπηλά
Που στα πόδια στεκόμαστε
Και δεν μας παίρνει ο ύπνος;
Οι μέδουσες κιτρίνισαν
Τα στόματα των παιδιών

3
Οι τριανταφυλλιές τι γίνηκαν;
Και οι κοπέλες που πήγαιναν με τα πανέρια
Να κόψουνε τριαντάφυλλα;
Ο χυμός των αχλαδιών τι γίνηκε;
Πού χάθηκε και σκόρπησε;
Μέσα στο μυαλό μας
Ηχεί η ανάμνηση
Ξόρκια δεν κάνουμε να φύγει
Τη βλέπουμε σαν δέντρο
Που στα κλαδιά του βουτάμε μια στιγμή τα χέρια

4
Γλέντι τρικούβερτο τα ζώα στήσανε
Τα άλογα τ' αρνιά οι γάτοι οι σκύλοι
Τα ζώα με το παιδιακίσιο όνομα
Που κάποιος τα σφενδόνιζε στη γη
Με αλλόκοτη μανία,
Ήρεμα εδώ δεν μας ζηλεύουν
Το φαΐ μας δεν μας κλέβουν
Όταν κοιτάζουμε ψηλά,
Έχουν με τον εαυτό τους
Την πιο τερπνή κουβέντα

5
Σε μια λακούβα στρίμωξα το γέλιο
Της επίγειας ζωής μου
Κι έχυσα πάνω του πιπέρι
Για να συντηρηθεί
Ύστερα δεν το σκέφτηκα πια
Μέσα στη θάλασσα ζητούσα
Ένα μαχαίρι να βρω
Να κόψω πάλι κάποια φλέβα μου
Το αίμα μου να γίνει θάλασσα
Η θάλασσα να γίνει αίμα μου

6
Ίσως αθώα περπάτησα
Πάνω στα νύχια των ποδιών
Οσφράνθηκα την απόσταση του άλλου χώματος
Εκείνου που ο άνεμος χτυπάει
Εμάντεψα το πρόσωπό του
Τώρα που ξέρει πως δεν το βλέπω
Λίγο πιο πάνω ο ουρανός άναβε
Συλλογιζόμουν χωρίς ντροπή
Το κάθε που εφύτρωνε λουλούδι

7
Ήταν η γη το δικό της φέγγος
Μ' αέρα μ' ανάμνηση με χόρτα
Έβγαιναν πλάσματα σ' αυτήν
Που γεννούσανε πλάσματα
Ύστερα από την κάθε γέννα
Ανέβαινε θαρρετά μια κλίμακα
Κοίταζε καλύτερα μπροστά της
Ο ουρανός την ξαναφιλούσε
Αυτή φιλούσε τον ουρανό
Τα πλάσματα φώναζαν και γλιστρούσαν έξω

8
Έξω στην άνοιξη έξω στο πανηγύρι
Με μαλλιά ξέπλεκα
Με χέρια που άρπαξαν τα πουλιά
Με λαιμούς που έπιναν
Χρώματα και ουράνια νερά
Με χαρισμένη όλην την καρδιά
Που όμως δεν χώριζε από το σώμα,
Τα φυτά της γης απορούσαν
Έρριχναν στα δικά τους σπλάχνα ματιές
Να βρουν τον μύχιον και χαμένον όλβο

9
Όπως εγώ ανεβαίνω στη θάλασσα
Έτσι η νύχτα ανεβαίνει στη γη
Τη χτυπημένη από τον αγέρα
Μόνο που εγώ δεν σκεπάζω τη θάλασσα
Ενώ η νύχτα σκεπάζει τη γη
Πάνω κι από το χτύπημα του αγέρα
Πάνω κι από τα κύματά του
Η νύχτα πάντοτε όρθια προχωράει
Μ' ευλάβεια με σταθερότητα
Ανοιγοκλείνει τα μάτια

10
Δεν έχει η νύχτα αρώματα
Όπως ο ήλιος κι όπως ο άνεμος
Γερόντισσα σεμνή με τα λευκά μαλλιά της
Ποτέ μου δεν τα χάιδεψα
Και δεν τα σκόρπισα ποτέ μου
Αν έρθει η ώρα και λυθεί η λαλιά της
Μ' όλο το βάρος του νερού θα της μιλήσω
Αν είναι έξυπνη θα μου απαντήσει
Δεν είναι μυστικό πως έρχεται και φεύγει
Κι έχει την ίδια ηλικία της γης

11
Στους κάμπους εναυάγησαν οι κήποι
Τα χελιδόνια ζάλισαν τους κάμπους
Όταν ξυπνούσα ήταν αλλού τ' αμπέλια
Στην άλλη αφηνιασμένη μου εποχή
Όχι στα χέρια και στα δένδρα μου σιμά
Μήτε σιμά σε όποια μου συνήθεια
Έτσι που δεν τα βρίσκω ολόγυρά μου
Τ' αμπέλια, που αρμόζουν στο παιδί
Όσο κι αν ψάξω μέσα στην ομίχλη
Όσο κι αν ρίξω φως μες στην καρδιά μου

12
Κορυδαλλοί κορυδαλλοί αδελφοί μου
Ζύγωσα πάντα το δικό σας οίστρο
Έτσι που τώρα «αδελφοί» σας φωνάζω
Αν και η μάνα σας δεν είναι δική μου,
Πάντοτε στη χαρά μου θα τον σκάψετε
Φαρδύ ένα δρόμο να μ' εγκαταλείψει
Να μετεωριστεί να με ξεχάσει
Να θυμηθεί τον ουρανό και την ακέρια
Στον ουρανό αγάπη
Και τη δική μου εύνοια να μη θέλει

13
Πάντοτε πλούσια είναι η ζωή μου
Σαν το βουνό που είναι γεμάτο δάση
Τόσο νωρίς γεννήθηκα που ακόμα
Δεν ξέρω αν είναι ο ουρανός γαλάζιος
Αν τα πουλιά έχουν δικό τους χρώμα
Εφάμιλλο της γης κι αν τ' όνομά τους
Όπως η «θάλασσα» αντηχεί μες στο νου μου
Το «κοχύλι» ο «θάνατος» η «αυγή»
Και λίγα άλλα που τώρα δεν προφταίνω
Και είμαι πάντα μαζί μου όπου ξυπνήσω

14
Ω η γεμάτη γεμάτη θάλασσα του ύπνου
Μέσα στη θάλασσα δεν μας αφήνει!
Δεν είναι οι τοίχοι όπου ν' ανεβούμε
Και ν' αντικρύσουμε τα ωραία σύννεφα
Λευκές σημαίες μέσα στον άνεμο
Δεν είναι τοίχοι μέσα στη θάλασσα
Και μήτε ο ύπνος μας υψώνει πύργους
Όταν βουλιάζουμε μέσα στη θάλασσα,
Άγρια φτεροκοπούν τα περιστέρια
Κι απέραντη η θέα τρεμοσβήνει

15
Καθώς ο Νάρκισσος κι η Σελήνη
Φύγανε κλαίγοντας από μπροστά μου
Τα κρύα μάρμαρα μακριά στη γη μας
Είχανε σκίρτημα είχανε πόνο
Και σιωπηλά χαμήλωναν την όψη
Σ' έναν αγέρα από σκοτάδι
Την ταραχή να κρύψουν και τον φόβο
Που μέσα τους αναπηδούσαν τώρα
Έτσι δεν έμεινε κανείς στη γη μας
Με τον εαυτό του να κλαίει να γελάει

16
Ένας αητός να 'ρθει σιμά μου!
Όταν σκέφτομαι δέντρα πουλιά
Και συλλογίζομαι την τρυφεράδα
Την αξέχαστη την τρυφεράδα
Όμοια με αμέθυστο στην ανταύγεια
Της αμάραντης δικής μας γης
Όπου τη ζωή πρώτα λερώσαμε
Τον ύπνο τα ζώα και τα φυτά
Για να μην πω τον ίδιο τον εαυτό μας
Τον άνθρωπό μας με την αγάπη του

17
Γελάστε βρύσες πάνω στη γη!
Παραμερίστε τον κισσό και τον αγέρα
Να σας ακούσω, είμαι μακριά!
Μπορεί τα σύννεφα να μη σας είπαν
Την είδηση που φέγγει ως τα σύννεφα!
Ω, βρύσες, όταν εγώ μιλούσα
Εσείς κοιμόσαστε οι καημένες!
Κάποτε ιδιαίτερα σας φίλησα
Μακριά στα χρόνια στην ηδονή μου
Δεν θα θυμάστε ίσως το φιλί μου

18
Ω βρύσες, παιδιά σάς χτίσανε
Προτού εγώ γεννηθώ στη γη;
Άβγαλτα παιδιά μαργιόλικα
Πιο λαίμαργα απ' ουρανό
Παρά από καρπούς κι από κρασί;
Εσείς το ξέρετε εγώ σας έβλεπα
Σαν πρωτογέννητα πλάσματα
Που είχαν γεράσει φαιδρύνοντας
Την αίσθηση όποιου τοπίου
Νωπή αθωότητα όχι κλειστή

19
Ακούω θόρυβο ακούω νιάτα
Τα λουλούδια δεν κάνουν θόρυβο
Τα σύννεφα δεν έχουν ηλικία
Ακούω βήματα πάνω στη γη
Κλείνω τα μάτια μου γεννιούνται πλάσματα
Και περπατούνε σιωπηλά
Σαν να μην ξέρουνε γονιούς
Και να μην ξέρουνε ακόμα μια πατρίδα
Δεν ενοχλούν τον άνεμο
Η μουσική τους δεν ενοχλεί τον άνεμο

20
Νομίζω πως επέσανε τα χιόνια
Πάνω στη γη και την κάνανε άσπρη
Σκεπάσανε βουνά και ποταμούς
Και αφήσανε τη θάλασσα
Νυχτοήμερα να φέγγει
Γαλάζια πουλιά να γεννάει
Που ανήσυχα διασχίζουν το διάστημα
Έτοιμα να τραγουδήσουν όταν κανείς γεννιέται
Έτοιμα να σαβανώσουν με τραγούδι
Όποιον μακριά πεθαίνει

21
Τα χρώματα που έχουν τα λουλούδια
Όταν το φως του ήλιου τα χαϊδεύει
Δανείστηκαν τα κύματα της θάλασσας
Αδιαντροπιές να δείξουνε στον άνεμο
Απάτες σ' όποιον άνθρωπο εξύπνησε
Με φουσκωμένη μνήμη
Μόνο τα πουλιά δεν κοροϊδεύουν
Που βλέπουνε βαθιά μες στον αγέρα
Και θίγουνε γυμνά τα κύματα
Με τόση αφή όση έχουν στο τραγούδι

22
Πουλιά πουλιά πετάτε πιο ψηλά!
Όχι μονάχα ο άνεμος να μη σας βλέπει
Αλλά και όποιο παιδί που περπατάει
Κι έχει όρεξη να τραγουδήσει ακέρια
Να βγάλει από το σώμα του τραγούδι
Και να τ' αφιερώσει στο σύμπαν
Αφήστε τα παιδιά να μη σας βλέπουν
Σαν προσηλωθούν στο τραγούδι!
Αν δεν μπορεί αλλιώς αφανιστείτε!
Ο Θεός το θέλει, θα γεννηθείτε πάλι!

23
Με όποιον τρόπο πουλιά σάς κατατρέχω
Μια που σας ξέρω πιο ψηλά από μένα
Ελεύθερα στη χλόη και στον αγέρα
Αλλά εγώ πνίγηκα ετούτον τον καιρό
Στη θάλασσα και δεν με μέλει,
Όμως για τα παιδιά της γης ζητάω
Ειρήνη απόλυτη, κι αν σας δουν
Πριν τραγουδήσουν, ειρήνη δεν υπάρχει
Στον πυθμένα της καρδιάς τους
Ο πόθος τους δεν θα έχει τέρμα

24
Μακάρι να σας είχα δει μπροστά μου
Σαν έπεφτα στη θάλασσα πουλιά μου!
Η καρδιά μου θα είχε απογίνει
Θα είχε μείνει στον άνεμο να βλέπει
Αν απ' τον άνεμο μπορούσε να σας δει!
Μακάρι να σας είχα στην καρδιά μου
Και να 'πεφτα στη θάλασσα μαζί σας!
Τόσο βαθιά δεν θα γυρνούσα τώρα
Στην επιφάνεια θα πετούσε ο νους μου
Θα τρύπωνε η φωνή μου στον αγέρα

25
Ω η ψυχή την άνοιξη αναγγέλλει
Όπου κι αν βρεθεί λησμονημένη!
Η δική μου ψυχή θέλει το χώμα
Που το πατάς και είσαι στον αιθέρα!
Ν' αφήσω το νερό σ' όσους πηγαίνουν
Με την ξεχωριστή τους μοίρα
Και παροδικά πεθαίνουν
Με τη γαλήνη εκείνου που πληρώνει
Το χρέος που παραδέχεται!
Της δικής μου ψυχής άλλο το χρέος!

26
Σ' ένα βουνό δεν κάθησα ποτέ μου
Σ' έν' αψηλό βουνό γιομάτο ρίγη
Που σηκώνει τη ράχη του στον ήλιο
Όταν εγώ μέσα στη γη κοιτάζω
Που με φέρνει σιμότερα στον ήλιο
Όταν εγώ διστάζω να πεθάνω,
Λόφους εγνώρισα και τους θυμάμαι
Όπου κι αν κατρακυλήσω όπου κι αν σπείρω
Το ανήμερό μου είναι
Τα νιάτα μου θυμούνται λόφους και λοφία

27
Μέσα στον ήλιο μέσα στη σελήνη
Νομίζω πως ο πόθος μου εξάπλωσε
Τα βουνά που δεν μπόρεσε ν' αδράξει
Με τα δικά του πόδια και τα χέρια
Για το δικό μου βίο τον αλησμόνητο
Στη γη όπου γεννήθηκα μεσάνυχτα
Κι όπου τα φώτα έφερε ο νους μου
Σαν μιαν ατράνταχτη σκιά είναι ο πόθος μου
Και με γοητεία τα βουνά εκίνησε
Γιατί το είδε πως δεν ήτανε δικά του

28
Γέλια μηχανικά εσκόρπισαν οι άνεμοι
Που ήταν πολλοί ήτανε χιλιάδες
Όταν στης γης το χώμα κλωθογύριζα
Κι ενώ κοιτούσα ανέβαινε το χώμα
Χωρίς η γη να έχανε από δύναμη
Σαν μουσική ανέβαινε το χώμα
Σαν μουσική που κρυφακούει
Και φύλαξε λόγια ζεστά αγέρα φύλαξε
Στον αιθέρα ο πόθος να χυθεί
Με τον αιθέρα εγώ να ταξιδέψω

29
Με τα μαλλιά της άνοιξης εσκούπισα
Τόσες φορές το πρόσωπό μου!
Εμύρισα δυόσμο και θυμάρι
Τόσες φορές που με σκεπάζει η μνήμη
Και παύω να θυμάμαι!
Μακροθυμία ο ήλιος ή βραβείο;
Αφήστε τα αυτά στους ζητιάνους!
Σ' εμάς η άνοιξη που δεν πεθαίνει
Σ' εμάς η μουσική που δεν σωπαίνει
Στην άνοιξη στη μουσική το ότι υπάρχουν!

30
Και τώρα και τη θάλασσα να γιάνω!
Της γης τη νοσταλγία θα γδυθώ
Και στους βυθούς θα βυζάξω ησυχία
Όπου δεν έχει χλόη θ' αρμέξω γάλα
Όπου ο ήλιος δεν φιλεί τα φύλλα
Θα τινάξω λουλούδια απ' το νερό
Οι βράχοι θα σκιρτήσουν όπου να 'ναι
Ένα θόρυβο η γέννηση θα κάνει
Όσο μακριά κι αν γίνει από μένα
Δεν θα ταράξει όμως τη μουσική.