Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021
[ο Νικ Κέιβ γράφει στην Πόλυ Τζιν Χάρβεϊ]
Ειρήνη Παραδεισανού-Προσευχή
Εγώ προτείνω να προσπαθήσουμε να είμαστε ευτυχείς,
γλείφοντας
Το φτωχό ανθρώπινο παϊδι
Νικανόρ Πάρρα
Όλα σαλεύαν γύρω μου σαν ξένα
με τον αργό ρυθμό που’ χουν στα όνειρα οι στιγμές.
Άγγιζα το δέρμα μου να ξορκίσω τον πόνο.
Οι πόροι ανασαίναν δάκρυα.
Θεέ
Έριξες ποτέ το βλέμμα στα πλάσματα των χεριών σου;
Ή να πω
του διεστραμμένου νου σου;
Συγχώρα με Θεέ
Μιλάει ο πόνος
Αυτή η μέγγενη που σφίγγει τους κροτάφους
Μιλάει η ρυτίδα που σκάβει το μέτωπο κάθετα
Κι όλο βαθαίνει τη μέρα
Κι όλο ποθώ να τη σβήσω τη νύχτα
Με των ονείρων την παυσίπονη ένεση.
Θεέ
Το δέρμα των ανθρώπων είναι διάφανο τόσο
Όσο εσύ ποτέ δε θα νιώσεις
Βυθισμένος στην αχλύ της βεβαιότητας.
Κοιμήσου εν ειρήνη
Κι άσε για μας τη φρίκη του πολέμου.
Μονάχα όντα σακατεμένα από τη δίψα
Μπορούν να γευτούν του σκοταδιού τη φρίκη.
Κι αυτή η μοναξιά τους ανήκει.
Είναι ο σταυρός τους που ζήλεψες
Κι έστειλες τον γιο σου να τον κλέψει.
Τα γυάλινα μάτια των ψαριών, Βακχικόν 2016
Μάτση Χατζηλαζἀρου-Πρωί
Θυμήθηκε τα γριγριά
που αντιλαλούν και φέγγουνε
σε μεγάλη διαδρομή καημών
από τον εαυτό της
μακριά στα νερά τής Βάρκιζας
όμως έσερνε μαζί έναν στίχο
τα γριγριά αντιλαλούν και φέγγουν
μην επιμένεις εδώ
ισχνή μου λέξη γριγριά
τα γάμμα-ρο και τα γιώτα
δε φωτάνε κανένα βυθό
δε βαράνε γδούπους πάνω στη θάλασσα
μηδέ τα συνερίζεται ο μπάτης
όταν ξεμουδιάζει το πρωινό
και ένα ένα φυσάει
άστρα φάρους και λάμπες
γριγριά
τι με παιδεύεις
φτάνουνε οι θύμησες
αρρώστια είν’ τα λόγια τους
τι με κατατρέχεις
αναβοσβήνεις μπροστά μου
άμα λιγώνουμαι στον καναπέ
φύγε γριγριά φύγε
δε μπορώ άλλο
χάνουμαι
*Από τη συλλογή Κρυφοχώρι της Μάτσης Χατζηλαζάρου (εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951) [με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató]. Πηγή: Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985 (εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1989)
Αναδημοσίευση από:https://tokoskino.me/2016/02/26/%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B7-%CF%87%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B7%CE%BB%CE%B1%CE%B6%CE%AC%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/
Γιάννης Βαρβέρης-Ρεβεγιόν
Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δώσ’ το μαχαίρι:
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…
Ο θάνατος το στρώνει, Ύψιλον 1986
Μάνος Ελευθερίου-Δέκα ποιήματα
Είδαμε…είδαμε
Είδαμε τον αδερφό στην άλλη όχθη του καιρού
και τη γυναίκα που βλάστησε ανάσκελη με μαύρο φίδι.
Είδαμε το νικημένο να ζητιανεύει το έλεος
και του φτωχού τα υπάρχοντα ο παιδεμός και τα δάκρυα.
Είδαμε την ξενιτιά στο γέλιο των κυμάτων
και τους ψαράδες αγάλματα για την Αγία Θαλασσινή.
Τους εκατό θανάτους να βομβαρδίζουν τη στέγη μας
και απ’τις ψηλές καμινάδες τον καπνό της θυσίας μας.
Είδαμε…είδαμε…είδαμε.
η αυλή
Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς
Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,
Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις
Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.
Συνοικισμός
Αυτός
την είχε ονομάσει πουλί της μουσικής,
αυτή,
αίμα της πέτρας…
Μόνο την ώρα που το ψιθύρισε άκουσε το χτύπημα,
τη στιγμή που του το είπε,
ανάμεσα σε δυο μικρές κραυγές
ανάμεσα σ’ ένα μαχαίρι και μιαν Απόφαση-
πριν τους δοξάσουν τα ποιήματα
Και γίνουνε σίγουροι στόχοι…
Κι η πόρτα πάλι ξαναχτύπησε…
Κι όταν τον είδε που έφευγε, ακόμη δεν καταλάβαινε
τι είναι να ετοιμάζεται κανείς
από αιώνες
και να ξεχνάει τα χρόνια του στο κορμί του άλλου….
Διαπίστωση
Γιατί στο βάθος δεν έμεινε κανείς με την επιθυμία
νομίζοντας την τρέλα πιο σκληρή απ΄ τη μνήμη,
την απειλή τους πιο απρόσιτη απ΄ το φόβο
κι είπαμε πως αυτό ειν’ ο φόβος
κι όχι το άδειο πιάτο,
ή ο αστυφύλακας κάτω απ΄ τ΄ αγάλματα….
Εκεί να περιμένεις. Εκεί που ο φόβος
ξαναγυρίζει τη φωνή στη φλέβα του ίσκιου,
όταν το σώμα σου θα πάρει το λίκνισμα της τρέλλας
πάνω στο άδειο κρεββάτι.
Η νεκρή οδός
Μάρτιος:΄Ενας απίστευτος μήνας
Ένα μαύρο παγώνι στις κόγχες των ματιών σου
και μια θάλασσα, όπως η άμμος μες στο κοχύλι…
Μαύρο παγώνι και τʼ άδειο σώμα
καμωμένο με τη βροχή και μουσική
κι ήσουν εκεί, με τον άνεμο και τον ήλιο
κι ήμουν εκεί, μαζύ σου…
Η κηδεία
Σώμα γυμνό και διάφανο μες στο σεντόνι,
πανάκριβα τ΄αρώματα και τα λουλούδια φερμένα
«καπου τρεις ώρες» έλεγε και ξανάλεγε,
«κάπου τρεις ώρες».
Τα λουλούδια μαραίνονταν
κ άρχισε να μυρίζει λιβάνι κι ανθόνερο.
«Πολλάς δʼ ιφθίμους ψυχάς»
Ω, πώς αργούσε η βροχή κι ήταν αιτία
η ταφή ν’ αναβληθεί, «κάπου τρεις ώρες».
Αρώματα, λουλούδια και φύλλα φοινικιάς,
τρεις ώρες μέσα στη βροχή –επί τέλους-
μα δεν ήρθε κανείς…
Μια κυρία με αξιοπρέπεια.
Όταν χάθηκε το τελευταίο δάκρυ
πίσω απʼ τη θάλασσα,
είχα στα μάτια μου ταʼ ασφοδίλια και τον άνεμο
κι έμεινα μόνος, έτσι, μέχρι τη νύχτα…
Τα σπίτια μύριζαν ιώδιο και λιβάνι,
αρώματα φτηνά και ιδρώτα μύριζαν
τα κρεββάτια τους,
οι άντρες ήταν όρθιοι, με φουσκωμένες φλέβες
κι είχανε την πανσέληνο και τη νύχτα στα σπλάχνα τους…
…..Και τʼ άλογα που θα σʼ έπαιρναν σʼ ένα λυδικό τοπίο,
οι ναύτες που σε σήκωσαν στα χέρια
και δεν είδες τίποτα,
ούτε τον ήλιο και τη μουσική που σκότωσαν τα χέρια σου
τίποτα,
Τίποτα δεν έμαθες, μέχρι την ώρα της πληρωμής….
Η δεσποινίς Νόρμα και το τέρας
Δεν ήτανε τόσο η λύπη για το θάνατο
όσο η λύπη για τη συνήθεια του θανάτου
και κάτι άλλα μικροπράγματα που σε τρομάζουν
και κάτι άλλα που πιο πολύ σε κάνουν να θυμάσαι
παρά να τα επιθυμείς.
Δεν είναι τόσο η λύπη που σε χάσαμε
όσο η λύπη πως δεν πρόλαβες να μας γνωρίσεις
και κάτι ακόμα,
ο φόβος
να μη σε ξαναβρούμε στην προδοσία του φίλου,
σε μέρες που δεν θα ʽχεις το κουράγιο νʼ αντιστέκεσαι,
πίσω απ΄ τη βροχή να υποδύεσαι τον έρωτα,
πίσω απ΄ τη λύπη των ματιών σου
να υποδύεσαι τη μουσική,-
Γ ι ‘ α υ τό…
Λίγο πριν
ΑΓΓ Ε.
Κι ύστερα τίποτα δεν μας ξάφνιαζε
παρά μονάχα ό,τι μας γύριζε πίσω,
εκεί που αρχίζεις και μαθαίνεις τα πράγματα ψηλαφώντας
-ολοένα πιο λίγοι, ολοένα πιο μόνοι-
εκεί που τελειώνει μια εγκατάλειψη
και περιμένεις την συκοφαντία-
-βρήκαμε τη νέα Δικαιοσύνη
-πέρʼ από τον μύθο των Συμπληγάδων
Όλη τη νύχτα βλέπαμε στον ύπνο μας τα πέδιλα
του Ιάσονα και τη στάχτη μέσα στο αίμα
και τον φόβο μέσα στο αίμα,
ακολουθώντας την καμπύλη του μαχαιριού μέχρι το κόκκαλο,
(Λίγο πριν απ΄ την απόφαση του Συνεδρίου….)
Πηγές:
https://el.ozonweb.com/culture/art-design/manos-eleutheriou-poiimata
http://www.poiein.gr/2011/07/07/iuiio-eaoeanssio-ooiieeeoiuo-dhiethiaoa-1954-1962-aeuoeeth-yeaioc-aeouo-aidhinssio/
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021
Νίκος Σφυρόερας-Δύο Ποιήματα
Mε του λαγούτου τις χορδές
αποχαιρετήσαμε το καλοκαίρι.
Γέμισε φύλλα το χώμα,
χρυσάνθεμα η καρδιά.
Παίξαμε τα τελευταία μήλα της Αγάπης.
Πετάξαμε τα μαντίλια του συρτού στη θάλασσα.
Μια μαύρη φούντα απ’ το νησιώτικο φέσι μας
ανέβηκεν ο πρώτος καπνός
στον ουρανό του χωριού μας.
Μαζέψαμε του ήλιου τη σοδειά κάτω απ’ τη στέγη μας
και περιμέναμε να ’ρθεί το πρωτοβρόχι, να ποτίσει
τις γέρικες ελιές μας, το στεγνό χώμα μας,
να σπείρουμε ξανά το στάρι που μας τρέφει,
ν’ ανοίξουμε το μούστο που μας θερμαίνει,
ν’ ακούσουμε τα τραγούδια που μας γέννησαν
στο παλιό τζάκι με το καπνισμένο καριοφίλι,
γύρω στη μαύρη ποδιά της μάνας μας.
Μας γύρευεν ο γείτονας νερό και του δίναμε,
μας γύρευε ο παπάς πρόσφορο και του ζυμώναμε,
μας γύρευε ο μπεκρής κρασί και τον κερνούσαμε,
μας γύρευεν ο ξένος ίσκιο κι έπαιρνε την καρδιά μας
κι είχαμε ανοιχτά τα σπίτια μας και δίχως μάνταλα τις πόρτες
κι είχαμε φτώχεια, μα είμαστε πλούσιοι,
απ’ τα μαργαριτάρια του ιδρώτα μας,
από τα μάτια της γυναίκας μας,
από το γέλιο των παιδιών μας.
Δε θέλαμε άλλο χώμα για τον τάφο μας,
παρά το χώμα που χορεύαμε συρτό·
δε θέλαμε άλλη θάλασσα για ψάρεμα,
παρά τη θάλασσα που μάθαμε κολύμπι·
δε θέλαμε άλλον ουρανό για χιόνι και βροχή,
παρά τον ουρανό που βρέχει την καλοσύνη μας.
Η αγάπη μας αγκάλιαζε τον κόσμο.
Πηγαίναμε στους τάφους των νεκρών μας
και μνημονεύαμε όλους τους νεκρούς,
εχτρούς και φίλους και αλλοφύλους!
Η μάνα μας μοιρολογούσε με την ξένη μάνα.
Το καντήλι μας άναβε για όλες τις ψυχές.
Μόλις που άρχιζαν πάλι να καπνίζουν τα τζάκια μας.
Τ’ αλέτριά μας ήταν έτοιμα για τ’ όργωμα.
Η γη μας περίμενε τους καινούριους σπόρους.
Οι γερανοί χαιρετούσαν το καλοκαίρι μας.
Η πρώτη βροχή δρόσιζε το κορμί μας.
Ο χειμώνας άρχιζε το ελληνικό του παραμύθι.
Περιμέναμε τον πετεινό να μας φέρει το ξημέρωμα,
το γείτονά μας να χτυπήσει την πόρτα μας,
τη γυναίκα μας ν’ ανάψει το λύχνο και τη φωτιά
και να μας πει:
- Καλή στράτα! - Καλή σπορά!
Περιμέναμε τα σπουργίτια να μαζέψουν τους άχωστους σπόρους
και τη σουσουράδα να σεργιανίσει στις δράνες,
περιμέναμε …
και μας ξυπνήσαν
οι καμπάνες!
μ’ άλλον ήχο,
μ’ άλλο χτύπο,
μ’ άλλο βούισμα
οι καμπάνες!
μ’ άλλο αλάφιασμα κι οι μάνες
ενώ βούιζαν
οι καμπάνες!
κι ενώ φεύγαν,
φεύγαν,
φεύγαν
τρομαγμένα από τις δράνες
τα σπουργίτια
κι ενώ κλαίγαν
και μουγκάνιζαν τα βόδια,
όσο ηχούσαν και χτυπούσαν,
σαν τρελές, δαιμονισμένες,
σαν Μαινάδες μεθυσμένες,
μες στη νύχτα
οι καμπάνες!
Ποιός τις χτύπαε τέτοιαν ώρα;
Ποιά δαιμόνια ξεχυθήκαν μες στη χώρα,
ποιά τελώνια
από τη γης τα καταχθόνια;
- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!
- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!
- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!
Δε φωνάζει ο πετεινός σας,
- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!
Δε χτυπάει ο γείτονάς σας,
- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!
Δε θα πάτε στα χωράφια,
- ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!
Φάντασμα ήρθε μες στη νύχτα,
και χτυπάει, χτυπάει την πόρτα!
- Το ποτήρι μας κερνούσε
χτες το βράδυ με το χέρι,
στ’ άσπρα γάντια του κρυβόταν
το μαχαίρι του φονιά,
ληστής ήταν και μας έστηνε καρτέρι
μες στη νύχτα.
Φάντασμα ήταν και ξεγλύστρησε στη χώρα
μες στη νύχτα …
Να του ανοίξουμε χτυπούσε,
μα είχε μπει κρυφά, σαν φίδι,
και ντυμένο στο σκοτάδι προχωρούσε.
Τότε σείστηκε όλη η γη μας
και αρχίσαν τα ποτάμια να φουσκώνουν
και τα βουνά ξερίζωσαν και το πετροβολούσαν.
Βαθιά στη νύχτα ανοίξανε τα στήθια μας και βγήκε
σαν από βούκινο η φωνή μας και την πήρε ο άνεμος,
βροχή την έριξε στους κάμπους κι έγινε δρολάπι,
κύμα τη σήκωσε στη θάλασσα κι έσπασαν οι άγκυρες
χιόνι την έφερε στη στέπα κι έγινε παγόβουνο.
- Ορέ, του Κίτσου η μάνα,
η μάνα κάθησε
στην άκρη στο ποτάμι
κι η Δέσπω αφήνει το χορό
- έχετε γεια βρυσούλες! -
με τις εννιά της νύφες
και πιάνουν τ’ ακροβούνια,
«με τα φυσέκια στην ποδιά, τα βόλια στο μαντίλι.»
Κι ο μαύρος με το γρίβα μας στο στάβλο μας μαλώναν,
ποιός θά ’ναι ο τυχερός να μπει στου Διγενή τ’ αλώνια.
- Χάειντε, μωρέ σ’ παλιόγριβα, σαρανταπληγιασμένε,
σαράντα, χάι! σαράντα, χοπ!
σαράντα χρόνους έκαμες,
σαράντα χρόνους έκαμες στο στάβλο μας δεμένος
και τώρα στα σαράντα σου Σαράντη θα σε βγάλω,
να πάω μαζί σου στη γιορτή, να πάω στο πανηγύρι,
να δεις χορό στο Ζάλογγο, γλέντι στο Κακοσούλι,
να δεις πώς ρίχνουν βόλια τα βουνά κι οι κάμποι αστροπελέκια.
- Μάνα μ’,
δεν πάμε εφέτος στη σπορά, δε βάνουμε αρρεβώνα,
μηδέ φιλείς στην πόρτα μας νύφη την Αρετή μας,
μόνε σαρανταλείτουργο στην εκκλησιά να τάξεις,
σαράντα πήχες να γενώ, να πάω σαράντα μίλια,
σαράντα δίπλες να πλεχτώ και το στοιχειό να πνίξω!
- Γιέ μου,
μην πάμε εφέτος στη σπορά, μη βάλουμε αρρεβώνα,
μηδέ φιλώ στην πόρτα μας νύφη την Αρετή μας,
μόνε σαρανταλείτουργο στην εκκλησιά θα τάξω,
σαράντα πήχες να γενείς, να πας σαράντα μίλια,
σαράντα δίπλες να πλεχτείς και το στοιχειό να πνίξεις!
Ακόμα ο λόγος έστεκε και χούμηξε η καρδιά μας
αετός επάνω στα βουνά, στη θάλασσα γοργόνα,
κι εβγήκε ο Ήλιος,
ο Ήλιος ο Έλληνας,
κι έφεξε η σκοτεινή καρδιά του κόσμου!
Συγκομιδή, 1988
Το χαμένο καλοκαίρι
Όλη η ζωή μου ως εδώ
μ'ένα χαμένο μοιάζει καλοκαίρι,
που μάδησε
χωρίς τον ήλιο του στα χέρια μου,
που σάπισε
χωρίς τη γεύση του χυμού του στην καρδιά μου,
μ'απλωμένο μονάχα όλο τον ίσκιο του
πάνω απ' τα πρώτα τρυφερά μου βήματα
στη χλόη μιας άλλης Άνοιξης.
Α, πως πλανεύει ακόμα την ακοή μου
εκείνο τ'απαλό τραγούδι της κούνιας,
το παραμύθι της φωτιάς
κι ο παλμός μιας καρδιάς
π'ακουμπούσε στο στήθος μου
κι αφουγκραζόταν μαζί μου τη φωνή του Θεού,
που την καλούσε από τότε
κι έφερνε το πρώτο δάκρυ
στα κλεισμένα μου βλέφαρα.
Μόνο σ'αυτή την Άνοιξη γυρίζω ακόμα
και ψάχνω να την ξαναβρώ
με μια ανθισμένη πασχαλιά,
με μια ορθρινή καμπάνα,
με το σφυρί του σιδεράδικου στη γειτονιά,
με το τραγούδι του νερού
στο γέρο μας νερόμυλο,
μόνο σ'αυτή την Άνοιξη
μ'όλους τους χαρούμενους ήχους της,
που κρέμονται πια
σαν παγωμένα καρφιά από σταλαχτίτες
στα σπήλαια των ονείρων μου
και πετρώνουν το κάθε μου δάκρυ.
Πηγές: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία, "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος
Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου-Είδωλα
Πηγή: Νέα Εστία, τ. 1045, Αθήνα 15 Ιανουαρίου 1971, σ. 71-72.
Γιάννης Ρίτσος-Νύχτωσε
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021
Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου-Άυλη αγάπη
Έτσι λεπτά σʼ αγαπώ, τόσο αγνά
Σαν φιλί στον αέρα
Σαν ιδέα,σαν ίσκιο,σαν τʼαχνά δειλινά
Σαν μητέρα.
Τόσο λεπτά σʼαγαπώ, σʼαγαπώ
Σαν σκιά κάποιου ονείρου
Σαν απʼ έξω φερμένο σκοπό
Σαν την άχνα ενός μύρου.
Τόσο λεπτά, τόσο ωραία πονώ
Σαν τα ρόδα που κλαίνε
Και τα βλέπω την αυγή που ξυπνώ
Ξένε, ξένε μου, ξένε.
Idea Vilariño-Τάνγκο
Ἔρχομαι ἀπ᾽ τὸ δρόμο
ἀγοράζω ψωμὶ
μπαίνω σπίτι
ἔχει ὁμίχλη καὶ ἔρχομαι λυπημένη
ὁ ἔρωτάς σου μι᾽ ἀπουσία
ὁ ἔρωτάς σου λέω ἀγάπη μου
ἔρωτας εἶναι ποὺ ξέμεινε
στὸ τίποτα ξέμεινε.
Ἀνεβαίνω τὶς σκάλες
τὴν ἱστορία τούτη ξαναζῶ
καὶ μένω στὸ σκοτάδι
ἀπ᾽ τὴν πικρὴ τὴν πόρτα
πίσω
νὰ σκέφτομαι καὶ νὰ μὴ σκέφτομαι
τὸν ἔρωτά σου
τὴ ζωὴ
τὴ μοναξιὰ ποὺ εἶναι
καὶ τὸ μόνο βέβαιο.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Rainer Maria Rilke-Εξαφάνιση
Αριστέα Παπαλεξάνδρου-Άπαντες απόντες
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021
Κώστας Διαμαντής- Ο ρατσισμός είναι καλός.
Κώστας Μίσσιος-Φτερά Τσακισμένα
Οι Απριλιάτικες ανάσες
Αναρριπίζουν τις τροχιές των ανέμων
Μετρώντας
Τις διαξιφιζόμενες άβρες
Τα καλοκαίρια
Χάθηκαν απ’ τις ψυχές μας
Μαζέψανε το εγώ τους
Κι ανοιχτήκανε στον ορίζοντα
Με τους θριαμβεφτές
Το ρολόι
Μετράει τις ώρες
Της πρωτεβουσιάνικης ανίας
Το πλήθος
Γυργοφέρνει αδιάφορα
Κοντά στις αναδυόμενες ανακατατάξεις
Των κρυσταλλωμένων προσδοκιών μας
Ακούμε τους σφιγμούς μας
Δεν ξεπερνούμε
Μήτε την έκδηλη αβεβαιότητά μας
Το πλήθος
Χειρονομεί χαιρέκακα
Ο ίλιγγος της χαράς
Αρνιέται την πρόσκλησή μας
Το πλήθος διασκεδάζει
Σπαταλά πολλούς σφυγμούς
Εμείς κανέναν
Απ’ το συμπόσιό μας απουσίασε
Ο πιο δυνατός μέτοχος
Αφτός που εσύ κι εγώ
Διαγράψαμε τόσο γρήγορα
Η συνεδρίαση λύνεται
Κύριοι χαίρετε
Το πλήθος καγχάζει
Ώρα αγάπης
Μηδέν
Κύκλος α΄, 1966
Πηγή:http://paleochori-lesvos.blogspot.com/2014/02/2014.html
Κώστας Θεοφάνους-Μοναχικός τραγουδιστής (απόσπασμα)
Νίκος Καρούζος-Έτσι είναι
Έβλεπα όνειρο. είχα γεύση χρωματιστή, κόκκινη.
Τρως μια ντομάτα, λέει τότενες η όραση.
Κι όμως εγώ είχα γεύση χρωματιστή. Βέβαια,
βέβαια, σκέφτηκα, είμαι τώρα ο ανώτατος Νεκρός.
είμαι ο πιο έρημος Μοναχός τυλιγμένος μ’ αχτίδες.
είμαι στα φώτα των αισθήσεων, απ’ τη γεύση βρέθηκα
στο μη-αντικείμενο, απ’ τα μάτια βρέθηκα στο μη-υποκείμενο.
Και έσκουξε τότενες κεραυνός, ουρανέ ουρανέ
δεν έρχομαι να σ’ αποχτήσω.
Δ.Ι. Αντωνίου-Δύο Ποιήματα
Ν. Κ.
Γιώργος Σεφέρης-Σιρόκο 7 Λεβάντε
Στον Δ. Ι. Αντωνίου |
Πράγματα που αλλάξαν τη μορφή μαςβαθύτερα απ’ τη σκέψη και περισσότεροδικά μας όπως το αίμα και περισσότεροβυθίσανε στην κάψα του μεσημεριού Μέσα στις αλυσίδες και στις προσταγέςκανείς δε θυμάται. Οι άλλες μέρες οι άλλες νύχτεςσώματα, πόνος και ηδονή Τα χέρια που μας άγγιξαν δε μας ανήκουν, μόνοβαθύτερα, όταν σκοτεινιάζουν τα τριαντάφυλλαένας ρυθμός στον ίσκιο του βουνού, τριζόνιανοτίζει τη σιωπή μας μες στη νύχτα Στον ίσκιο του μεγάλου καραβιούτην ώρα που σφύριξε ο εργάτηςάφησα τη στοργή στους αργυραμοιβούς. Πήλιο, 19 Αυγούστου 1935 Τετράδιο Γυμνασμάτων |