Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

René Char-Μολύβι του φυλακισμένου


                Μια αγάπη που το στόμα της είναι μπουκέτο καταχνιές

                Ανθίζει και χάνεται.

                Ο ένας θα την παραμονέψει, ο άλλος θα την κυνηγήσει.

                Οι δυο θα μισηθούν, ύστερα οι τρεις θ’ αναθεματιστούν.

                Έξω έχει παγωνιά, το φύλλο

                Περνάει μεσ’ απ’ το δέντρο.


             Ρενέ  Σαρ ( 1907 – 1988)

             Μετάφραση: Τάκης Σινόπουλος.

Περί Εξουσίας-Πολιτικής


ἀρχής τετευχώς, ἴσθι ταύτης ἄξιος

 [όταν έχεις την εξουσία φρόντισε να φανείς αντάξιός της]

Μένανδρος


Οι πολιτικοί σαν να μετατρέπονται σε ανθρωπόμορφες μαριονέτες κάποιου γιγαντιαίου και στην ουσία απάνθρωπου θεάτρου, σε γρανάζια κάποιας γιγαντιαίας πολυσύνθετης μηχανής, αντικείμενα κάποιας μεγάλης αυτοτελούς πορείας του πολιτισμού, την οποία πια κανένας δεν είναι σε θέση να ελέγξει, για την οποία κανείς δεν φέρει καμία ευθύνη».

Βάτσλαβ Χάβελ, συγγραφέας και πρώτος πρόεδρος της Τσεχικής δημοκρατίας ( 5 Οκτωβρίου 1936 - 18 Δεκεμβρίου 2011)

Ένας πολιτικάντης σκέφτεται τις επόμενες εκλογές. 

Ένας πολιτικός σκέφτεται τις επόμενες γενιές.

Άρθουρ Κλαρκ  (1917 - 2008)

Ντίνος Βλαχογιάννης-Ρήγιον Ήμαρ


Μια αράχνη που ο ιός της φαρμακώνει

Με τον ιστό της τύλιξε τη γη,

Το δάγκωμά της άνοιξε πληγή.

Κρατήρας που κοχλάζει κι όλο απλώνει.

 

Η λάβα του βροντάει και σιμώνει.

Βορά κάθε κορμί που αναριγεί,

Στου εγκέλαδου τα δόντια αιμορραγεί

Κι όποιος παράλληλος πύρινη ζωνη

 

Το υνί, το κλαδευτήρι ,το δρεπάνι,

Οργώνει σάρκες, κόβει το κορμί,

Θερίζει φρίκη η θύελλα που φτάνει.

Κι υψώθη στην κορφή της κάθε ορμή

Κι έγινε ο φόνος νόμος κι ειν’ ο τρύγος,

Αίμα και βόγγος και κραυγή και ρίγος!...

 

Ντίνος Βλαχογιάννης (1910-1998)

Από την ποιητική συλλογή: Μάρτυρες σιωπής, 1973.

 

Φωτεινή Βασιλοπούλου-Placebo


Βάζει στη θέση της οξαλιπλατίνης

-στο τελευταίο στάδιο

ξέρει δεν κάνει τίποτε-

ένα πικρό κουκούτσι λεμονιού.


Θέλει την άνοιξη στο χώμα

τα βράδια

να μοσχοβολά λεμονανθός.


Παναγιώτα, θάλαμος 313, κρεβάτι 1


Φωτεινή Βασιλοπούλου, Φυτρώνει άγρια ζάχαρη, εκδ. Κουκκίδα 2021, σ. 46.

Berthold Brecht-Μια καλή απάντηση

 Ρώτησαν έναν εργάτη στο δικαστήριο αν ήθελε να δώσει τον πολιτικό ή θρησκευτικό όρκο. Εκείνος αποκρίθηκε: Είμαι άνεργος. Αυτό δεν το 'πε μόνο από αφηρημάδα, παρατήρησε ο κ. Κ. Μ' αυτή την απάντηση τους έδωσε να καταλάβουν ότι τέτοιες ερωτήσεις, ναι, ίσως ακόμα κι αυτή η δικαστική διαδικασία, μπορεί να μην έχουν γι' αυτόν καμιά σημασία.

Ιστορίες του κ. Κόυνερ, μετ. Πέτρος Μάρκαρης

Μιλτιάδης Μαλακάσης-Νυχτερινό


Των δέντρων αγροικούσα εψές το θρήνο
λυσσομανούσε ο άνεμος, σωροί
νεκράνθεμα μαδούσανε σ' εκείνο
τ' ασβολερό σκοτάδι το βαρύ.
Όμως θαρούσα κι άκουγα μαζί
σαν κάποιας τρυφερής καρδιάς τους χτύπους,
και το σκοτάδι μου φαινόταν γαλαζί
και ρόδα πέφταν γύρω μου απ' τους κήπους...

Τα ποιήματα, Πατάκης 2015

Symphony No. 6 in B Minor, Op. 74 "Pathétique": I. Adagio - Allegro non troppo


 

Παυλίνα Παμπούδη - Πράσινο


Έχω πράσινα μάτια και το δικαίωμα να ορίσω

Καθώς το αγριόχορτο

Τα έργα των πολιτειών και τη μοναξιά των μνημείων.

Το δικαίωμα να διαγράψω την Ιστορία

Καθώς ο μικρότερος αδελφός, που κατέβηκε το πηγάδι

Και βγήκε στον ουρανό.

Το δικαίωμα να συλλαβίσω φύλλα κι αγκάθια

Καθώς αειθαλές

Στους πνεύμονες των πάρκων

Και στην ασυδοσία της ρεματιάς.

Η έπαρσή μου είναι του πράσινου

Κι έχω δικαίωμα,

Επιβάλλοντας σιωπή στην έρημο, ν’ αφουγκραστώ

Τη λαχτάρα μου να υπάρξω, που διακλαδίζεται,

Βαθιά, ραγίζοντας

Την πιο δυνατή λαχτάρα μου, να υπάρξει

Ο κόσμος.


 Σχεδόν χωρίς προοπτική δυστυχήματος, Ίκαρος, 1971

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Αγγελική Ελευθερίου-Μια γυναίκα 3

Κι ύστερα τι
δεν είχε τίποτα να φοβηθεί ή να κρύψει
οι φτωχοί δεν έχουν τίποτα να κρύψουν έλεγε
κι έγραφε με το δάχτυλο ένα κύκλο στο χώμα
και μέσα του στο κέντρο ένα ανθρωπάκι
η παραλία ήταν ήσυχη
κάποιος είχε ρίξει μια πετονιά
και περίμενε χωρίς να τρέμει
στο γυρισμό είχε βραδιάσει
τον βρήκε στην ίδια θέση
και για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια από τότε που
ήτανε μικρό παιδί
του ’ρθε η επιθυμία
εκεί πίσω από τον άνθρωπο
να πάρει ένα χαλίκι και να το πετάξει στη θάλασσα
θαρρώ πως πήρε ένα
το ’σφίξε στη χούφτα του στάθηκε μια στιγμή
ο άνθρωπος εκεί ένα γυρτό μαύρο σημάδι
συνέχισε
το καφενείο ήταν κλειστό οι καρέκλες ανάκατες
κάθησε σε μια δίπλα στο τζιου-μποξ
στ’ αυτιά του ακόμα η πλάκα από τ’ απόγεμα
το φανταράκι απόψε πάλι
η Αλεξανδρούπολη είναι μακριά
ο Αριστείδης αυτή την ώρα θα γράφει γράμματα που δε
θα στείλει
ή θα σκέφτεται σκοπιά
θα μακαρίζει εμάς τους έξω
και θα ονειρεύεται μια βαθιά πολυθρόνα
έναν καφέ που θα πίνει μ’ αργές γουλιές
και τσιγάρα αμέτρητα τσιγάρα
στο μυαλό του ακόμα η πλάκα
έχει μεράκια
βλακείες είπε κι ένιωσε το κρύο
από τη νύχτα και τη θάλασσα
ήθελε να σηκωθεί και να φύγει
κι έμενε εκεί στην καρέκλα δίπλα στο τζιου-μποξ
χωρίς να κοιτάζει τη θάλασσα
και το μικρό πράσινο φωτάκι του φάρου
μια ν’ ανάβει μια να σβήνει
το τραγούδι συνέχιζε μέσα του και τον ενοχλούσε
γιατί έχει μέρες να πάρει γράμμα
μ’ αρέσει να βλέπω τους άντρες να ξυρίζονται
όλους;
ναι όλους
κι ύστερα το λίγο αίμα που έτρεξε
σκατά είπε και πάλι δεν κινήθηκε
ο άνθρωπος’ με την πετονιά σκέφτηκε και κρύωνε πάλι
το τραγούδι ακόμα
απ’ το κορίτσι του
ηλίθιε φώναξε δυνατά και σηκώθηκε ντροπιασμένος
όταν είδε λίγο πιο κάτω αριστερά στον άσπρο τοίχο με
τις διαφημίσεις
δυο νεαρούς να τρέχουνε και να χάνονται στο στενό
πήγε στον τοίχο
το χρώμα έσταζε σαν αίμα κάτω από τα γράμματα
μαλάκα είπε τρόμαξες τα παιδιά
είχε αρχίσει να ξημερώνει
Αγγελικη Ελευθερίου

Arsenij Tarkovskij-Έρωτας στα χιόνια



- Μίλα!
- Μίλα! Γιατί δε μιλάς;
- Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!
- Μίλα! Μίλα!

Πες της… πες της… γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή. Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.

Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο ανάλαφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο - δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.

Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.

Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες… Πες της το. Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογημένη να ‘σαι. Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος. Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.

Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θεέ μου, δική σου.

Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος. Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο. Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρσένι Ταρκόφκσι, Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας, εκδ. Ελεγεία.

Μετάφραση: Χρήστος Κουλτούκης

Μίλτος Σαχτούρης-Κυριακή



Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου
τρίζουν από ύπνο αθώο
τα δόντια μέσα στην καρδιά μου
το πεθαμένο το παιδί
δεν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ένα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στο μαντίλι
τέρατα περπατούν
ανάποδα στα όνειρα
φυσάει ένας άγριος αέρας
πάνω απ' τις λεμονάδες
πετάει μια νυχτερίδα
σαν πικραμένο ευαγγέλιο
μ' ένα μαύρο πανί
μια γυναίκα
σκεπάζει το φεγγάρι.

Σφραγίδα ή Όγδοη σελήνη, 1964

Κωνσταντίνος Θεοτόκης-Στης ζωής το στενό μονοπάτι


Στης ζωής το στενό μονοπάτι,

που το φράζουν τ' αγκάθια κι οι τριβόλοι

άφησε εμπρός σου να περάσουν όλοι

και μοναχός, οιμέ, πικρά περπάτει.


Και κάνε τόπο εσύ κάθε διαβάτη,

που τρέχει βιαστικός και δίχως σκόλη

στης Ευτυχίας το πλάνο περιβόλι

να φτάσει και στ' ολόχρυσο παλάτι.


Μη βαργομάς γι' αυτό και μη λυπείσαι

όλα, χαρές και πάθη, ο χάρος σβήνει

κι όσο μπορείς λησμονημένος ζήσε


Κι ας λαχταρά μονάχα τη γαλήνη

κατάκοπος απ' τ' άγριο το δρολάπι

πόχει σηκώσει στην καρδιά σου η αγάπη.


 Πηγή: Κ. Δαφνή, Τα σονέτα του Κ. Θεοτόκη, Αθήνα 1966.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου-Ό,τι για πάντα με μουδιάζει



Ό,τι για πάντα με μουδιάζει
Ό,τι για πάντα με μουδιάζει κι οδηγεί
εσένα στο χαμό κι αδιαφορεί για μένα
κρατώντας μου τα χέρια και το νου
αναποφάσιστα, σε ένοχη απραξία
βλέποντας καταδίκους να περνούν
απ’ το βαθύ το χάραμα ως τη νύχτα
μες στις γνωστές μου γειτονιές, και το χειρότερο
να περιφέρεσαι ανάμεσα εσύ, ξέρω πως δεν μπορεί
να είναι ο θάνατος. Γιατί χωνεύει
ανάσες μες στη μουσική του ύπνου, αφοπλίζει
καημούς και συμφιλιώνει τ’ όνειρο
με την πυρακτωμένη μνήμη κι όλα γίνονται
λαμπρή σκηνοθεσία
Ό,τι χρόνια με κράτησε
άπραχτο και φιλάσθενο, σχεδόν ανυπεράσπιστο
με το μαλάκωμα της μακριάς αρρώστιας, είναι
προσήλωση τυφλή σε ομοιώματα κι ακόμα
παράξενη επιμονή να καταναλωθούμε

 Ο θάνατος του Μύρωνα (1960) 
 Ο δύσκολος θάνατος, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985

Νάνος Βαλαωρίτης - Άστεγος ο Μέγας (απόσπασμα)


Δε θέλω λεφτά, συμπόνια, λύπη
δε θέλω περιφρόνηση -μάλλον
επιθυμώ να προκαλώ την αηδία
να με σιχαίνονται και να με αποφεύγουν
να κάνω οτιδήποτε να με ξεφορτωθούν
τους εκνευρίζει το θέαμα της απλυσιάς

Tα βρόμικα ρούχα που φοράω
η μυρωδιά που αποπέμπω
είμαι ένας αποδιοπομπαίος τράγος
το περίσσευμα του καπιταλιστικού θαύματος
το σκουπίδι της πλουτοκρατίας
το φαρμακερό μανιτάρι του πλεονάσματος
με τρέφουν για να κοιμηθούν ήσυχοι
τις νύχτες χωρίς εφιάλτες και κακά
προμηνύματα -όταν και αν
γκρεμιστεί το οικοδόμημα θα 'ναι
όλοι σαν εμένα- μα εγώ θα
επιζήσω -έτσι κωλοπετσωμένος
που είμαι- οι αχαμνοί θα χαθούνε

Δεν έχω μίσος για κανένα -δεν
είμαι επαναστάτης- είμαι μια περίπτωση
ένα σύμπτωμα -μια κακή σύμπτωση-
όταν μ’ έδιωξε η τελευταία νοικοκυρά μου
δεν είχα πού να πάω -ήμουν απένταρος
έμεινα στο δρόμο με μια βαλίτσα
κανένας δεν είχε χώρο να με βολέψει
ούτε για μια νύχτα- τα άσυλα
ήταν γεμάτα- δε με δεχόντουσαν
η πρώτη νύχτα ήταν δύσκολη
όμως το ξημέρωμα ήταν ωραίο
έκανα γυμναστική στο πεζοδρόμιο
στο συσσίτιο των απόρων μου 'δωσαν
ένα πιάτο φαΐ -δεν έμοιαζα ακόμα
άστεγος- και με κοίταζαν με υποψία
μια γυναίκα μου ’κλεισε το μάτι 
πίσω από μια παράγκα σμίξαμε 
αυτό το σπίτι, αυτό το κρεβάτι 
ο Θεός να με γλιτώσει απ’ το κρύο.

Νάνος Βαλαωρίτης - Άστεγος ο Μέγας (2004)

Αντώνης Φωστιέρης - Μάιος 1993


 

Αντώνης Φωστιέρης-Ποιήματα

 ΨΥΧΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ


Ψυχή σημαίνει πεταλούδα.

Ευφάνταστη αμφισημία Πατικωμένη ανάμεσα Σε φύλλα λεξικού. Λιγάκι πριν από το Ψύχος.

Ή μάλλον Όχι αμφισημία: Ευφημισμός.

Σα να μπορούσε
Να 'χε βούλες με φτερά
Εαρινή αγαθότητα
Το αόρατο
Που τρώει
Τα σωθικά.

Να πέταγε
Και δεύτερη φορά

Της σάρκας Το ακόρεστο Σαράκι.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΙΔΕΕΣ

Πνεύμα σημαίνει φύσημα.

Όμως μη σπεύδεις. Άλλο το έωλο
Ρουθούνισμα μιας αύρας άλλο η λαίλαπα
Ενός γερού βοριά. Και πώς εσύ
Με πρωτοβάθμια σκέψη να εκπορθήσεις
Ποίημα;
Θυμάσαι: Πρέπει πρώτα να συλλάβει ο νους
Κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί.
Σαφείς οι οδηγίες. Λακωνικότατες.
Και όταν λέμε πρώτα να συλλάβει ο νους
Δεν εννοούμε σίγουρα τόπους κοινούς. Αθέατα
Νυστέρια ολόγυρα ορθοτομούν τα βάθη
Εγκέφαλοι μιας νέας εποχής εκφράζουνε
Το αόριστο
Με όλως ακριβή
Αοριστία.

Όπως και να 'χει
Ο Μαλλαρμέ το απέκλεισε:
Η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες.
(Ωραία ιδέα. Μπορεί να γίνει ποίημα; Δύσκολο).

Άρα
Σου μένει το αίσθημα.

Το αίσθημα σου μένει
Συντριβής
Για τον αιώνιο θρίαμβο
Των αισθημάτων.

ΠΝΕΥΜΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΦΥΣΗΜΑ


Ψυχή σημαίνει πεταλούδα. Πνεύμα σημαίνει φύσημα.

Γι' αυτό κι ο άλλος τόπος θα 'ναι Χλοερός
Να βοσκούνε ανθούς οι πεταλούδες Γι' αυτό θα 'ναι αναψύξεως Απ' τον πολύν αέρα Που φυσά.

Κι ίσως γι' αυτό Ποτέ από κει Κανένας δεν απέδρα.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ



Μαθαίνω κάνει πάντα παγωνιά.
Κι εσύ δεν πήρες φεύγοντας
Ούτε κουβέρτα.

Να σκεπάζεσαι καλά
Με το χώμα σου.

ΣΑΡΚΟΒΟΡΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ


Απ' την αυλή ακούω το γάβγισμα Του λύκου.
Στα μαλακά του καναπέ
Την τίγρη γουργουρίζοντας.
Κι όπως βραδιάζει γρήγορα
Σαύρες κροκόδειλοι
Ως το ταβάνι αναρριχώνται
Σαμιαμίδια.

Γι' αυτό χτυπάει
Συναγερμό
Στο στήθος
Το ταμ-ταμ'
Να θυμηθώ
Πως κάποτε
Τ' αρχαίο τους αίμα
Μ' ένα νέο βρυχηθμό
Θα μας ξεσκίσει.

Κούτσουρα έχει. Ασ' τη να καίει
Την τηλεόραση ως αργά
Και πριν προλάβουν
Να μας βρουν
Πάμε τρεχάτοι
Να κρυφτούμε
Στη σπηλιά

των σκεπασμάτων.

ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΠΕΤΟΥΝ


Ο αναμάρτητος πρώτος βαλέτω. Αυτός Που δεν του πέρασε ποτέ απ' το νου Πως τα πτερόεντα πετούν κουρνιάζουνε Σαν τρομαγμένα πάνω στα γραπτά Μήπως και βρούνε τρόπο κάπου να τρυπώσουνε Να μείνουν όπως μένουν τα αιώνια όλα Στον αιώνα.

Πτερόεντα είναι, αφελή, τι να σκεφτούν.


Όμως ετούτα εδώ, τα αιώνια, Δεν ξέρουνε
Για πόσο μόνο θάλλει μια
αιωνιότης; Και αγάλλονται
Τ' ονοματάκι τους χαράζοντας βαθιά
Στην πιο πολύτιμη
Άπεφθη
Λυδία των πάντων Λήθη.


ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΕΝΟΥΝ


Χτες διάβασα ξανά τα ποιήματά μου Κι έμεινα
Πραγματικά ενεός. Κυρίως με κλόνισε Η πλησμονή του έρωτα — Που απουσιάζει ολότελα. Εγώ ειμ 'αυτός;
Που αν με ρωτούσαν, θα 'λεγα
Πως θα 'πρεπε λιγότερο προσωπικά
Να 'χα μιλήσει. Ποια αισχυντηλή
Λογοκρισία χωρίς ντροπή αποφάσιζε
Μ' άλλα φορέματα κάθε φορά
Να ντύνει τα γεγυμνωμένα και άλλαζε
Τον ρου στην κοίτη; Έμεινα

Πραγματικά ενεός.

Δεν ξέρω τι 0' αποφανθούν (αν, όποτε)
Οι αυθέντες οι αυθεντικοί ετάζοντες
Καρδίες και όργανα λοιπά·
Ίσως προσάψουν ερεβώδη σαρκασμό
Τη μεταμφίεση του ελεγείου σε σάτιρα
Τη λέξη που διστάζει αμφίσημη
Σε σκοινί τρόμου 
Ανάρμοστο να υποθέσω εδώ τι ενδέχεται Να υποθέσουν άλλοι.

Το μόνο που με ανησυχεί
(Καθόλου δε με ανησυχεί, αστειεύομαι)
Είναι που απ' όσα έγραψα


Από εκεί μονάχα θα με νιώσουν. Στίχος γνωστός, καβαφικός. Και αξίωμα. Μα περισσότερο αντικλείδι για ν' ανοίγουνε Τα πιο ανοιχτά συρτάρια εξιχνιάζοντας Φέρνοντας άνετα στο φως οι κρίνοντες Τα φανερά. Συνθήκες βίου προσωπικού, Του περιβάλλοντος, της εποχής. Πράξεις Και λόγια που έφυγαν

Μένουν για πάντα, ως φαίνεται' να μας θυμίζουν.



Ποιες πράξεις απ' τις τόσες άραγε, ποια λόγια; Το μόνο που με ανησυχεί.



Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί

Τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.



Δεν αστειεύομαι.



Πολύτιμη Λήθη, 2003

Αντώνης Φωστιέρης-Απόψε σκέφτομαι

 

Aυτούς που βασανίζονται κλεισμένοι, στο καβούκι τους
—Ν’ ακούνε μουσική και να καπνίζουν—

Αυτούς που αποπειράθηκαν ν’ αυτοκτονήσουν με ομορφιά
—Ρούφηξαν το βιτριόλι της και κάηκαν—
Αυτούς που ο φόβος τούς φυτεύει στις ερμιές
Αυτούς που άυπνοι αιωρούνται στον αέρα
Αυτούς που κάναν έρωτα και μείνανε πιο μόνοι
Αυτούς που ανέκφραστοι ακολουθούν μια νεκροφόρα μνήμη
Αυτούς που λιώνουν βουτηγμένοι στα χαρτιά
Αυτούς που βλέπουν τ’ όνομά τους στο κουδούνι
Και το χτυπούν δαιμονισμένα
να ξυπνήσει
ο ένοικος.

Από τη συλλογή Το θα και το να τού θανάτου (1987)

Τάσος Λειβαδίτης-Επίσκεψη


«Είναι αργά πια για να ζητήσεις χάρη!» φώναξε ο δήμιος και μ’
άρπαξε απ’ τα μαλλιά, εγώ στεκόμουν στη σκάλα – τρόπος του
λέγειν, απλώς είχα έρθει για μια επίσκεψη στο σπίτι της πλούσιας
θείας, αλλά η καταδίκη ήταν παλιά, εξάλλου τ’ απογεύματα περ-
νούσαν οι γύφτοι με τις αρκούδες, άνοιγα τότε το παράθυρο κι έδινα
οδηγίες στους ναυτιλομένους, ή τις πιο θλιμμένες μέρες, άφεση σ’
εκείνους που μας πρόδωσαν , « να με θυμάσαι, έλεγε ο πατέρας,
αλλιώς θα’ χω πεθάνει δυο φορές», ξεψύχησε το ίδιο βράδυ κι οι
τοίχοι του νοσοκομείου γκρίζοι και σκυθρωποί. Αργότερα μ’ ένα
φλάουτο προσπάθησα να συγκρατήσω τον καιρό.
Τώρα γερνάω – και ονειρεύομαι να περπατήσω πάνω στη θάλασσα.
Τάσος Λειβαδίτης ( 1922 -1988)
Βιολέτες για μια εποχή -Εκδόσεις Κέδρος 12/1995.

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Mario Benedetti - Η υπεράσπιση της χαράς



Να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν να 'ναι οχυρό
να την υπερασπιστούμε από τα σκάνδαλα και τη ρουτίνα
από τη μιζέρια και τους μίζερους
από τις προσωρινές και οριστικές
απουσίες
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν αρχή
να την υπερασπιστούμε από την έκπληξη και τους εφιάλτες
από τους ουδέτερους και τα νετρόνια
από τις γλυκές ατιμώσεις
και τις άσχημες διαγνώσεις
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν σημαία
να την υπερασπιστούμε απ' την αστραπή και τη μελαγχολία
από τους αφελείς και τους απατεώνες
από τη ρητορεία και τις καρδιακές προσβολές
από τις επιδημίες και τις ακαδημίες
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν πεπρωμένο
να την υπερασπιστούμε απ’ τη φωτιά και τους πυροσβέστες
από όσους αυτοκτονούν και τους εγκληματίες
από τις διακοπές και την εξάντληση
από την υποχρέωση να είμαστε χαρούμενοι
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν βεβαιότητα
να την υπερασπιστούμε απ’ τη βρωμιά και την οξείδωση
από τη φημισμένη σκουριά του χρόνου
από την υγρασία και τον καιροσκοπισμό
από τους μαστροπούς και το χαμόγελο
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν να ‘ναι δικαίωμα
να την υπερασπιστούμε απ’ τον θεό και τον χειμώνα
από τα κεφαλαία γράμματα και από τον θάνατο
από τα επώνυμα και τα κρίματα
της τύχης
και επίσης από την ίδια τη χαρά.

μτφρ.: Στέργιος Ντέρτσας, περιοδικό θράκα, τεύχος 3-4.

Nazim Hikmet-Δύο Ποιήματα


Γράμματα απ΄τη φυλακή στην Munevver
Tι κάνει τώρα
τώρα, αυτό το λεπτό;
Είναι στο σπίτι; Στο δρόμο;
Στη δουλειά; Περπατά; Ξαπλώνει;
Ίσως σηκώνει το χέρι;
Αγάπη μου
πως φαίνεται στην κίνηση εκείνη
ο λευκός και στρογγυλός καρπός!
Τι κάνει τώρα
τώρα, αυτό το λεπτό;
Ένα γατάκι πάνω στα γόνατα
Κι αυτή το χαϊδεύει.
Ή περπατά
να το πόδι που σηκώνεται.
Ω τα πόδια σου που τόσο αγαπώ
που στην ψυχή μου επάνω περπατάνε
και φωτίζουν τις σκοτεινές μου ημέρες!
Τι να σκέφτεται;
Εμένα; Ή ίσως... ποιος ξέρει
τα φασόλια που δεν ψήνονται.
Ή ν΄αναρωτιέται
γιατί τόσοι δυστυχισμένοι
πάνω στη γη.
Τι άραγε κάνει τώρα
τώρα, αυτό το λεπτό;
Σ΄ονειρεύτηκα
Σ΄ονειρεύτηκα
σε είδα πάνω στα κλαριά
να περνάς κοντά στο φεγγάρι
απ΄το να σύννεφο στο άλλο
πήγαινες, κι εγώ σ΄ακλούθαγα
σε σταματούσα, κι εσύ σταματούσες,
με κοίταζες και σε κοίταζα
σε κοίταζα και με κοίταζες
κι ύστερα όλα τελείωσαν.
απόδοση απ΄τα ιταλικά: Νεοκλής Κυριακού

W.B. Yeats-| He Wishes for the Cloths of Heaven (The Wind Among the Reeds, 1899)

Had I the heavens' embroidered cloths,
Enwrought with golden and silver light,
The blue and the dim and the dark cloths
Of night and light and the half light,
I would spread the cloths under your feet:
But I, being poor, have only my dreams;
I have spread my dreams under your feet;
Tread softly because you tread on my dreams.
....................................................................................

Αν είχα τ’ ουρανού την πλουμιστή τη φορεσιά,
την υφασμένη από χρυσό κι απ’ ασημένιο φως,
τη γαλανή, τη μελιχρή, τη μαυροκεντημένη φορεσιά,
την από νύχτα κι από μέρα κι από αποσπερίσιο φως,
τη φορεσιά μου θα άπλωνα κάτω από τα πόδια σου.
Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου.
Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
Πάτα απαλά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου. 

μετάφραση αγνώστου

Joe Cocker - You Are So Beautiful

 


Θεοδόσης Νικολάου-Ερωτική ιστορία



Τoν αγάπησε γιατί είχε μαύρα μάτια
Και τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
Την αγάπησε γιατί μια πλεξούδα χρυσή των μαλλιών της
Κυμάτιζε πάνω στο μέτωπό της.
Σμίξανε τα βήματά τους
Σμίξανε τις ψυχές και τα σώματα.
Μια πυρκαγιά τότε φούντωσε
Που δεν μπορούσε να σβήσει
Παρά μονάχα στη στάκτη.
Τι ωραία όμως που έτρεχαν οι φλόγες κατά μήκος
του ουρανού.
Τί ωραία που λαφυραγωγούσαν το σκοτάδι.

Εικόνες (1988)

Θεοδόσης Νικολάου-Έρωτας


Ο έρωτας είναι ένα μαρτύριο κι ένας καημός πού δεν αναπνέει
Πυρπολεί την ψυχή μας και τη γεμίζει με στάχτες.
Δέντρο που φλέγει και κατατρώγει την κόκκινη ομορφιά του
Μέσα στο καλοκαίρι.
Η νύχτα ξεφορτώνει την οδύνη της πάνω στο μέτωπό μας.
Ο ύπνος ετοιμάζει τραγικά προσωπεία πού θα φορέσουν τα όνειρα.
Μας ξεφεύγει ο σπάγκος
Κι ο χαρταετός μας
Άθυρμα στη συνομιλία των ανέμων.

Στα χέρια μας στάχτες, στο κορμί μας αιθάλη.
Κι όμως πρέπει ν’ αντέξουμε να δούμε το φεγγάρι.
Απόψε ό κύκλος του τριακοσίων εξήκοντα μοιρών.

Ένα ζευγάρι ερωτευμένων με το κεφάλι μέσα στο Γαλαξία
Εγκάθειρκτοι στη φυλακή των χεριών τους
Περιφρονούν τις στιγμές και μιλούν για αιώνες
Κι όμως η άλλη μέρα τους τοποθετεί σε χωριστούς δρόμους.

Το φεγγάρι ανεβαίνει τις σκάλες τ’ ουρανού.
Ανάβει στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονοπάτι.
Χορδίζει τα τριζόνια.
Θα μας σκεπάσει με σεντόνια
Που στάζουν αρμύρα και γαλάζιο
Και θ’ αγρυπνήσει στο στρώμα μας.

Πηγή: https://whenpoetryspeaks.blog

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Μάριος Βάρβογλης - Ελληνικό Καπρίτσιο / Marios Varvoglis - Capriccio


 

Concerto in D minor after Alessandro Marcello, BWV 974: II. Adagio


 

Κ.Π. Καβάφης-Nous n’osons plus chanter les roses*


Εγώ φοβούμενος τα τετριμμέναπολλούς μου λόγους αποσιωπώ.Εν τη καρδία μου είναι γραμμέναπολλά ποιήματα· και τα θαμμένα
εκείνα άσματά μου αγαπώ.

Ω πρώτη, αγνή, μόνη ελευθερίατης ήβης προς την ηδονήν ροπή!Ω μέθη των αισθήσεων γλυκεία!Τας θείας σας μορφάς κοινοτοπία
φοβούμαι μη υβρίσει ποταπή.

[1892]
*«Δεν τολμούμε πια να τραγουδήσουμε τα ρόδα», στίχος του ποιήματος «Printemps oublie» του ποιητή René François Armand (Sully) Prudhomme, (1839-1907).

Βασίλης Κούρτης - «Nous n’osons plus chanter les roses» Κ.Π. Καβάφης - Μάρθα Μεναχέμ

Διονύσης Σέρρας-Ιχνηλασία


καὶ τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου σκότους ἀτραπὸν εἶναι

Όλα κρυμμένα στη σιωπή —
ο κίνδυνος
ο φόβος
τα όπλα μόνο τα μικρά

κ’ η διαδρομή της ήττας.

Έτσι
κρυφά μεταμορφώνεται
το μαύρο δάκρυ της αυγής
σ’ ένα σπασμένο κρύσταλλο —

μια σφαίρα συνωμοτική
πιο πίσω από τα μάτια.

— Μαύρο το φως
μαύρο το αίμα μέσ’ το φως

κι αυτά τα ίχνη από χαρτί
να καταλήγουν στο κελί

μ’ όλους τους πόθους ισοβίτες

Πηγή: https://poiimata.com/2018/08/04/ihnilasia-serras/

Μάνος Ελευθερίου-Η ψυχή μας, κάποτε

Καθόμουν ήσυχος, φαίνεται, με τα φτερά διπλωμένα, όπως οι τρελλοί
            πριν απ’ τον παροξυσμό τους.

Δίπλα μου μια γυναίκα παρίστανε την αθάνατη.

Τό εννοούσα από τους κήπους που σήκωνε στο κεφάλι της
και τα καφενεία ριγμένα στους ώμους.

Ύστερα ήρθε κάποιος ντυμένος τη θάλασσα.

Το πρόσωπό μου χαμένο μέσα σ’ εκείνο που αισθανόταν.

Μού ζήτησε φωτιά. Κάτι ν’ ανάψει. Όχι τσιγάρο, μια μεγάλη φωτιά,
           φαντάστηκα.

Κοιτάζοντας τις φλέβες των χεριών του

και η ψυχή μας κάποτε είναι χορτιαριασμένη, σκέφτηκα.


Αναμνήσεις από την όπερα,1987

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Νίκος Εγγονόπουλος-Το ποίημα της Εσθήρ Μπεσσαλέλ


— Και η Εστέρ;
— Τώρα έρχεται… η δύστυχη…
ALBERTO SAVINIO Ο Λορέντζος Μαβίλης

σαν ξαναεπιστρέψω
στη Θεσσαλονίκη
από την κόλαση
δεν θε ν’ αφήσω τους αγαπητούς μου
τους Οβραίους πάλι να με ζουρλάνουνε
με τα
«είδες Σολωμονίκο – τάδε σύνταγμα –
είδες Μωυσή – στον τάδε λόχο
τάδε διμοιρία – ή
ίσως να εσυνάντησες τον Αβραμίκο πουθενά;…»
και άλλα…

θα τους αρπάξω απ’ τα μούτρα
τους αγαθούς τους πονεμένους ανθρώπους
και με φωνές και με σκουξίματα
θα επιμείνω να μου πουν
αν συναντήσαν πουθενά
ποτέ
-και τώρα πού να βρίσκεται; –
την Εστερίκα
τη Ρίκα
τ’ αστέρι το λαμπρό
στα πρώτα ερωτικά μου χρόνια τα νεανικά
τα μικράτα μου!

ω! το κελεπούρι του μεγάλου παρισινού βιβλιοπωλείου!
η χαριτωμένη γαλιδούλα!
(με βαθιές ρίζες – όμως –
εις γην Χαναάν)
ω! η υπέροχη μαγνόλια!
η κατάλευκη γαρδένια
τ’ άσπρο μου γιασεμί
με τα μαύρα βελούδινα
σπανιόλικα της μάτια

ω! ο ποιητικός απόηχος
των γιοφυριών πάνω στο Σηκουάνα
η φουντωτή ανθισμένη καστανιά
των μακριών λεωφόρων
η μαγευτική γλυσίνα
των ανακτορικών πάρκων
η άκρως δονούμενη
θεσπέσια άρπα του Δαυΐδ!

μα πώς την έχασα
την άφατη την
ευτυχία
απ’ τα χέρια μου!
οι δίνες της ζωής υπήρξαν η αιτία…

παντού και πάντα την αναπολώ
πάντα τη σκέφτομαι
κι ο νους τώρα και πάντα είναι
κοντά της

μήπως να μετανάστεψε – ως ποθούσε –
στο
«Ερέτζ Ισραέλ»;
μήπως μου την έκαμαν
λουλουδάκι
οι απαίσιοι Νατσήδες;
ή μήπως τώρα να ’ναι κάπου να μαραίνεται
και να μη
με θυμάται;

Νίκος Εγγονόπουλος, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, εκδ. Ίκαρος, 1992, σ. 33-34

Γιώργος Ιωάννου-Με το τραίνο

Όλη τη νύχτα λέγανε ψαλμούς
-τους παίρνουν όπου να 'ναι τους Εβραίους.
Τα ξημερώματα ήρθαν και μας φίλησαν,
ξυπνήσαν το μικρό τους, έβρασαν αυγό
φεύγαν λέει, ταξίδι με το τραίνο.
Τώρα στο πάτωμά τους μπαινοβγαίνουν άλλοι.
Οι ίδιες πόρτες κλείνουν και γι' αυτούς
σ' αυτά τα ίδια τα δωμάτια πλαγιάζουν.
Κι εγώ ακόμα αμφιβάλλω αν τους πήρανε
και τα βραδάκια σιγοτραγουδώ στις σκάλες.

Πηγή: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Οι προγραμματισμένοι στο χαμό: ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. επιλογή Εκδ. Διαγωνίου Θεσσαλονίκη 1990.

Γ.Θ. Βαφόπουλος-Άουσβιτς. Ελεγείο σε μια ξανθή κοτσίδα

Λεν πώς τους πύργους της Σκωτίας τη νύχτα
τα φαντάσματα των παλιών καιρών πλανιούνται.
Όμως τώρα, καθώς με ανταριασμένο πνεύμα,
στο στρατόπεδο αυτό της φρίκης περιφέρομαι,
αντιλαμβάνομαι πως στους δικούς μας τους καιρούς
τα φαντάσματα περπατούνε και τη μέρα.
Μικρή Ραχήλ, αν το δικό σου φάντασμα
δεν μπορεί να το ιδεί κανείς απʼ όλους τούτους
τους αργόσχολους γυρολόγους, που γεμίζουν
με την ανία τους τα μουσεία του κόσμου,
εγώ, μονάχα εγώ έχω το βαρύ προνόμιο,
βυθισμένος στην έκστασή μου, νʼ αντικρύζω
την οπτασία σου, στην απαίσια αυτή βιτρίνα,
όπου μαζί στοιβάζονται πόνος και φρίκη.
Γιατί μονάχα εγώ, σʼ ευφρόσυνες παλιές ημέρες,
που τώρα ανάμνηση πικρή έχουν γίνει μέσα μου,
τη θέρμη της θωπείας μου είχα μεταγγίσει
πάνω στην πλούσια χρυσαφένια κόμη σου.
Μικρή Ραχήλ, να ʽναι άραγε τα μάτια μου,
που δεν μπορούν να ιδούνε τα δικά σου μάτια,
έτσι καθώς σʼ αχλύν οδύνης κολυμπούνε;
Αλλά τότε, πώς βλέπουν τα ίδια τούτα μάτια,
μέσʼ απʼ την ίδια αχλύ, στην ίδια αυτή βιτρίνα,
τη χρυσαφένια κόμη σου, απλωμένη επάνω
σε φριχτούς σωρούς άλλων γυναικείων βοστρύχων;
Αλίμονο, πρέπει να το δεχθώ: Τα μάτια σου
εξατμισθήκαν στου κρεματορίου τη φλόγα.
Σμίξαν με τους ατμούς άλλων πολλών ματιών,
που είχαν κάποτε πλανηθεί μες στʼ όνειρο.
Δύναμη μυστική με σπρώχνει τώρα να συντρίψω
το κρυστάλλινο φράγμα, μπρός σʼ αυτό το ανίδεο πλήθος,
που να βλέπει μπορεί μονάχα γυναικών βοστρύχους,
δίχως την άλλη καν να υποψιάζεται ύπαρξή τους.
Μα εγώ, που αισθάνομαι έντονα την παρουσία σου,
όχι πια με τη λάμψη των αλλοτινών ματιών σου,
αλλά με το φωσφορισμό της οπτασίας σου μόνο,
την ξανθή σου κοτσίδα θέλω νʼ ανασύρω
μέσα από τούτο το φριχτό μακάβριο στοίβαγμα,
για να μην ξαναβάλω, με την ίδια θέρμη,
μικρή Ραχήλ, στο κουρεμένο σου κεφάλι.
Αλλά οι στριγγές φωνές του πλήθους, που δε βλέπει
παρά μονάχα αυτό στα μάτια του που φαίνεται,
την οπτασία σου αρπάξαν απʼ τη έκστασή μου.
Κι άφησαν στη βιτρίνα την ξανθή κοτσίδα σου
να διαλαλεί, με τη δική της τώρα γλώσσα,
πόσο μεγάλος είναι ο πόνος των ανθρώπων,
πόσο είναι ανίερο το άγος της γενοκτονίας.
Τώρα στοχάζομαι πως πάντοτε δεν είναι
ακάνθινος ο στέφανος του μαρτυρίου.
Μπορεί και με ξανθές κοτσίδες να πλεχθεί
απʼ τις μικρές Ραχήλ όλου του κόσμου.


(Οκτώβριος 1978)

Οι προγραμματισμένοι στο χαμό: ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης: επιλογή,Επιμέλεια: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Εκδ. Διαγωνίου 1990.