Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Κώστας Βρεττός-Έτος γεννήσεως 1946


 

Θεώνη Κοτίνη-Άτιτλο



Ο καπνός γεμίζει το στήθος μου
Κι εκπνέει
Επίμονη σκέψη
Αποταμιευμένη σε κίτρινο νύχι
Ανεβαίνει αργά στο ταβάνι
Ύλη ενός χρόνου τοξικού
Έρπει παντού στο δωμάτιο
Αμβλύς
Σαν τύψη που ξεθύμανε πια
Κρατώ στα δάχτυλά μου το τσιγάρο
Παράγω μια θαλπωρή δέκα λεπτών
Μέχρι τη στάχτη
Στα ρούχα στα μαλλιά
Η τέφρα ενός πυροτεχνήματος
Που επιχειρεί
ίσως κάποια συμφιλίωση
Μετρώ τ΄ αποτσίγαρα στο τασάκι
Αποσιωπήσεις μιας ακόμα απόπειρας
Να βραδύνω το μέλλον
Καπνίζω όπως πατάς τη σκανδάλη
Ελπίζοντας πως αν όχι σ΄ αυτό
Τότε στο επόμενο τσιγάρο
Θα σημαδέψω μια ολόκληρη λύπη
Βαθιά στον πνεύμονα
Και δεν θ΄ αστοχήσω

Ανίδεοι πάλι, Εκδόσεις Πλανόδιον, 2006

Μιχάλης Γκανάς-Άτιτλο



Πρώτο τσιγάρο μετά από είκοσι μήνες.
Πρώτη ανάσα με εμπλουτισμένο αέρα.

Ένα πλούσιο μείγμα βλαβερών υλικών
τήκεται στην υψικάμινο της καύτρας.
Ξανθό χαρμάνι λευκό τσιγαρόχαρτο
σωματίδια σκόνης: όλα στάχτη.

Εισπνοή. Πλατυτέρα.
Να δούμε θα βγει καπνός
ή γλώσσες φωτιάς απ’ το στόμα;
Εκπνοή. Καπνός.
Λευκός αναθρώσκων καπνός.
Παραδίδομαι στη ζάλη της πρώτης φοράς.
Εδώ είμαστε.

Πρώτο τσιγάρο μετά από είκοσι μήνες.
Πρώτο ποίημα μετά από χρόνια.
Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;

(Από τη συλλογή «Ο ύπνος του καπνιστή», 2003. Συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1978-2012», εκδ. Μελάνι, 2013)


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/poiimata-gia-to-tsigaro/6/ ]

Παντελής Μπουκάλας-Καπνός αι ημέραι μου



Μα τι θαρρούν οι άκαπνοι. Πώς έτσι απλά κόβεται το ρημάδι
Τάχα υπόθεση δαχτύλων και συνήθειας; Πώς σημαδεύεις με την κόκκινη γραμμή
Ένα τσιγάρο Το κυκλώνεις Και καθαρίζεις
Απαγορεύεις αποκλείεις οστρακίζεις;
Χορτάρι λένε πώς καπνίζουμε ή χαρτί; Λέξεις καπνίζουμε.
Όσες μας δόθηκαν ακέραιες να πανηγυρίζουν
Κι όσες απόμειναν χλωμές. Και ιστορίες. Τις τρεις, τις πέντε ιστορίες
Που απαρτίζουν έναν άνθρωπο. Φιλιά και λέξεις. Παρέες γέλια ανέκδοτα
Τραγούδια μοιρολόγια Κρασί και τσίπουρο Φαρμάκια
Γονατισμένες μνήμες Κομμένους δρόμους Όνειρα διψαλέα
Ηττημένα όνειρα Πρόσωπα ανεπίστροφα
Το τρέμουλο του πρώτου αγγίγματος
Τον τρόμο του στερνού.

Αυτά ο καπνός μας Αυτά το σήμα το ευανάγνωστο.
Και σπίρτο δε χρειάζεται Καν αναπτήρας.
Αρκεί μια σπίθα τοσηδά Απ’ την τριβή του νου
Στης μνήμης μας την πέτρα πάνω.

Γερνάει ωστόσο ο καιρός Αγκομαχάει το αίμα
Μαχαίρι λένε οι γιατροί Ρουφώντας τον καπνό τους απολαυστικά.
Μαχαίρι. Πού το πρόβλημα.
Θα υπάρχουν πάντοτε ιστορίες να καπνίζουμε από μέσα μας
Ή, σε άλλα ελληνικά, ωμότερα
θα υπάρχει πάντα βίος για να ζήσουμε από μέσα μας.

Πλην κάποτε καπνίζουμε το εαυτό μας να καπνίζει
Ποζάροντας σε άφαντο καθρέφτη
Ντυμένοι ύφος μελαγχολικό, περίσκεπτο.
Αλλά και τότε την αλήθεια μας καπνίζουμε,
Μόνο δεν έχει αίμα ο καπνός".



Από τη συλλογή «Ρήματα», εκδ. Άγρα 2009)

Γιώργος Χρονάς-Ένα ξερό κίτρινο χρώμα



Να ξέρεις ότι το τσιγάρο που καπνίζεις
με τον καιρό
θ’ αφήσει στο δεξί σου χέρι ανάμεσα στα δάχτυλα
ένα ξερό κίτρινο χρώμα που την ώρα
του φαγητού, την ώρα που βγάζεις
το εισιτήριο στο λεωφορείο, την ώρα που
χτενίζεις τα μαλλιά σου στον
καθρέφτη θα σου δείχνει τις ώρες που φύγαν
χωρίς ποτέ να μπορέσεις
να τις κρατήσεις Kαι συ όλο να καπνίζεις
Όλο να καπνίζεις
Να καπνίζεις.

 Από τη συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργος Χρονάς, Τα αρχαία βρέφη», εκδ. Οδός Πανός, 1980) 

Αργύρης Χιόνης-Άτιτλο

 

Καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα, ρουφώντας σπίρτα αδιάκοπα, σωρεύοντας στα σπλάχνα του νέφη καπνού, φωτιές από μαράζι, καρφιά από κρατημένες, ανέκφραστες δυνάμεις, ονειρεύεται μιά ποίηση ηφαίστειο, ένα λόγο ρέοντα ως πυρακτωμένη λάβα. Κάποτε θα την πράξει αυτή την ποίηση, κάποτε… Στο μεταξύ, οι καύτρες των τσιγάρων τού καίνε τα σεντόνια και τα δάχτυλα.

( Από τη συλλογή «Ο ακίνητος δρομέας», εκδ. Νεφέλη, 2000 –συγκεντρωτική έκδοση «Η φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966-2000», εκδ. Νεφέλη, 2006)

Γιάννης Κοντός- «Πού τελειώνει το τσιγάρο»

Όλα αρχίζουν με ένα φυτό, που σε φτάνει μέχρι 
το γόνατο. Στην αρχή το περνάς για μια ήσυχη
 μπαμπακιά, όπως χαϊδεύεται στα πόδια σου. 
Αμέσως όμως καταλαβαίνεις την απάτη. Γιατί 
σκύβοντας να το δεις πιο καλά σε δαγκώνει και 
κιτρινίζουν τα μαλλιά. Σ’ εκείνο το χρώμα ξεχά- 
στηκες. Καίγεται αργά το θαυμαστικό στα δάχτυ- 
λα, με την κόκκινη τελεία της καύτρας και τη 
στάχτη της μέρας να γεμίζει τα νευρασθενικά
σταχτοδοχεία. Το λευκό σιγαρόχαρτο ρυτιδώνει, 
χάνεται με τριγμούς, όπως το τρώει η ύπουλη 
φωτιά. Έχει μείνει το μισό. Τα πουλιά και τα 
μικρά ζώα του δάσους φεύγουν προς την τυπω- 
μένη μάρκα, τη φίρμα του εργοστασίου, που 
παράγει την απόλαυσή σου. Δεν τα σώζει τίποτα. 
Πέφτουν στο φράχτη του φίλτρου όπου ψή- 
νονται. Εσύ κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις τίποτα. 
Τραβάς μερικές ρουφηξιές ακόμη και το σβήνεις. 
Κοιτάζεις την ώρα. Είναι εφτά παρά πέντε. 
Με παίρνεις τηλέφωνο. Έχω ήδη ξεκινήσει για να
 σε βρω. Ανάβεις άλλο, ξαπλώνεις και περιμένεις. 
Το ποίημα προβάλλεται αργά στο ταβάνι 
και ο καπνός παίζει το ρόλο της μουσικής.

 (Από τη συλλογή «Ανωνύμου μοναχού», εκδ. Κέδρος, 1985 –συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Κοντός, Τα Ποιήματα 1970-2010», εκδ. Τόπος, 2013)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/poiimata-gia-to-tsigaro/4/ ]

Άννα Δερέκα -Η πόλη κάτω νυχτώνει σε μπλε λουλακί


Αρνούμαι να προσθέσω φλυαρίες. Φόρεσε το καλό του μπλε πουκάμισο. Εγώ πλήρωσα δυό Αλβανούς να σκάψουν το χώμα. Το χώμα ήταν κόκκινο, με τσουκνίδες, αγριόχορτα και πέτρες.

   Ήταν άνοιξη. Μοσκοβολούσαν όλα. Λεπτή κανελλόσκονη σκάλωνε στο χνούδι των ρουθουνιών μου. Τα σπίτια μύριζαν κουλούρια και οι αυλές μελισσόχορτο.

   Τα γυμνά πόδια των αντρών βούλιαζαν στο κόκκινο χώμα. Τους παρακολουθώ.

   Μπλέχτηκε στον κασμά ένα μαύρο κομμάτι ύφασμα. Τίποτε άλλο.

   Μέσα μου, έλεγα το όνομά του. Ξανά και ξανά.

   Πιό πέρα στο ποτάμι λούζονταν γυμνά τ’ αγόρια. Ακούγονταν τα γέλια τους. Χρυσοί ερωτιδείς ! Κολύμπαγαν στο επιλήσμον ρεύμα του κόσμου.

   Με μια ακαθόριστη ενοχή, έβλεπα τη γη ν’ αχνίζει. Οι άντρες, διαρκώς σκυφτοί. Άφηναν μικρές κραυγές σαν παράξενα ζώα.

   Επαναλάμβανα μέσα μου τ’ όνομά του. Με μιά ανάλαφρη πικράδα απ’ τις σκιές της δάφνης και των κυπαρισσιών.

   Οι άντρες, σταμάτησαν για λίγο. Σιγαλιά. Ακούω τις αναπνοές των νεκρών, από τα ανοιχτά παράθυρα των τάφων.

   Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε. Ένα αντεστραμμένο μάτι !

   Νωρίς το πρωί. Φτερουγίζει ένα αηδόνι μικρό, στο μυστικό κήπο του νεκροταφείου.

   Εκείνος με το καλό του μπλε πουκάμισο. Αναζητώ την επαφή με το οικείο του δέρμα που λάμπει από τον ήλιο. Βάσκανος μοίρα !

   Τον χάιδεψα. Όπως ένας βοσκός χαϊδεύει το αρνί του. 

   Βυθισμένη γλύκα !

   Δακρύζω.

   Τα δάκρυά μου λάμπουν στον ήλιο σαν μεταξωτές κορδέλες. Κοιτάζω πίσω απ’ το θολό τζάμι των δακρύων. Μιά αγριομηλιά, ένας ξεροπλάτανος και μια αγριοκερασιά γύρω από το σκαμμένο χώμα. Ένα σφριγηλό μπουκέτο. Σκορπίζει τη δύναμή του !

   Σπάνια παθανθή της ζωής !

   Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε. Εγώ προσποιούμαι ότι παρατηρώ πως ζουν τα πετεινά του ουρανού.

   Μακρινές φωνές έφτασαν από το ποτάμι.

   Από τη γη, ακουγότανε πως κεντάνε τα κοκαλάκια των νεκρών.

   Η αγριοκερασιά, μέσα στην πόζα και το τσίτωμα.

   Τα έντομα κολυμπούσαν στο φως. Κι άλλα φθείρονταν σ’ ένα αναρριχητικό ταξίδι.

   Οι δύο άντρες ξαναγύρισαν κι έπιασαν τον κασμά με μιά ένταση γιορταστική και εύφορη.

   Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε.

   Ο μεσημεριάτικος ήλιος ανέβηκε πολύ, και χτύπαγε στην τσίγκινη σκεπή του ουρανού.

   Εκεί στη μέση της μέρας, απ’ τα ξεφλουδισμένα μάρμαρα, αγροτόπαιδα και κορίτσια που πέθαναν στα δεκαοχτώ, με εσθήτες και αλογίσιες μάσκες, φτερά και μαραμένα πλατανόφυλλα, περπατούσαν στον εγκαταλειμμένο κήπο του κοιμητηρίου.

   Περπατούσαν, σα ν’ ακροβατούσαν, ανάμεσα στο τίποτα και στο πάντα. Στην καθημερινότητα και τη μαγεία.

   Και σήκωναν το κεφάλι ελαφρά. Σα να αρέσκονταν να βλέπουν τα μικρά σύννεφα στον ουρανό. Σαν και ν’ ανάσαιναν τον ανοιξιάτικο αέρα, σαν οι ωραίες μέρες να είναι εδώ ξανά.

   Ανέμελοι νεκροί !

   Ο αέρας μου μύριζε θανατερή, βόρεια μοναξιά.

   Όμως το νεκροταφείο, ολοένα γέμιζε ωραίους νεκρούς.

   Τα νεανικά κεφάλια τους καρφωμένα στις φλέβες του λαιμού τους.

   Μα, κι οι πεθαμένοι είναι φτιαγμένοι από βλέννες κι άντερα ; Μεθούσαν. Από δυόσμο και χαρά και ανθρώπινες επιθυμίες ! Μερικοί είχαν πάλλευκα φτερά. Κι ένας γοητευτικός νέος με σκουρόξανθα πυκνά μαλλιά, κορμί λεπτό και νευρώδες, κράταγε μια φλογέρα μπροστά στα χείλη του, που είχε φτιάξει από ένα κομμάτι πευκόξυλο.

   Εγώ, δεν άκουγα τίποτε, μα τα περιστέρια, τρόμαξαν σαν ν’ άκουσαν κάτι αλλόκοτο και πέταξαν προς τα τόξα της εκκλησίας !

   Μια λεπτή φωτιά, έτρεξε κάτω απ’ το δέρμα μου.

   Εκείνος, δίπλα μου. Με το καλό του μπλε πουκάμισο. Πολύπλοκος, πλούσιος, απόμακρος, προκλητικός και οι νεκροί γύρω μας, να γλιστράνε στο σμαραγδένιο αφρό των χόρτων !

   Φτιάχνουν στεφάνια από κισσό, ψάλλοντας το γαμήλιο άσμα!

   Κι η αγριοτριανταφυλλιά, που ανθίζει για λίγο καιρό, σήμερα άνθισε !

   Κάπου στον κήπο ήταν ένα παράθυρο ανοιχτό, κι άρχισα να κρυώνω.

   Κι ας μην κρατούσα τίποτε, τα χέρια μου, άδειαζαν ! Κάτι σαν απόσβεση ...

   Εκείνος, με το καλό του μπλε πουκάμισα. Γυαλοκοπούσε το γαλάζιο σατέν του φυλακτού του και οι πολύχρωμες λιλιπούτειες χαντρούλες που το στόλιζαν στο τελείωμά του.

   Σηκώθηκε σιωπηλός.

   Αρνούμαι να προσθέσω φλυαρίες.

   Πήγε προς το σκαμμένο χώμα. Ξάπλωσε με το καλό του μπλε πουκάμισο χωρίς να λερωθεί. Μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται στα χείλη.

   Το στρογγυλό φως, έχει κυλήσει αργά πάνω στα βράχια κι έχει ξαναφύγει προς τον ουρανό.

   Η πόλη κάτω νυχτώνει σε μπλε λουλακί 

Επάργυρον, 2005.

Κώστας Ουράνης- [Σαν σε πηγάδι…]



Σαν σε πηγάδι σκύβω εντός μου.
Στο σκοτεινό του το βυθό
πέτρα τού ρίχνω τη φωνή μου
μα δε μου στέλνει μιαν ηχώ.

Σιωπή μονάχη κι αδειωσύνη
κουρνιάζουν, λες και το νερό
μέσα στο τρίσβαθο πηγάδι
νά ’χει στερέψει από καιρό.

Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, Αθήνα:  Βιβλιοπωλειον της "Εστιας" Ι.Δ. Κολλαρου, 1953 σ. 189.

Θωμάς Γκόρπας-Παιδικά χρόνια


Μεγάλωσα με τα «Όχι εσύ!»  «Βερεσέ δεν έχει! Έτσι να πα να πεις της μάνας σου»  «Εγώ διατάζω εδώ πέρα! Τράβα όπου γουστάρεις να πα να βρεις το δίκιο σου…»

Μεγάλωσα με μπαλωμένα ρούχα καβάλα σε τοπία όπου έπαιζαν όλες οι μουσικές της μελαγχολίας  έτρεχαν οι ανοιχτές πληγές της δυστυχίας  χαχάνιζαν οι ανοιχτές πληγές της προδοσίας και πότιζαν τα φαρμάκια της κοινωνίας
καινούργια ρούχα ήταν τα φρέσκα χώματα της ερημιάς  παλιά τραγούδια ήταν κιόλας τα ρεμπέτικα…

Κατοχές επί κατοχών  προδοσίες επί προδοσιών  κι αυτοί που θάταν απ’ την άλλη μέρα φίλοι μου πεθαίνανε  τούς παίρναν τα καράβια
καράβια έμπαζαν νερά  καράβια βούλιαζαν  καράβια αργοπεθαίναν στα λιμάνια  καράβια χάνονταν  κι αυτοί που θάταν απ’ την άλλη μέρα φίλοι μου αυτοετραυματίζοντο απεχρωματίζοντο διορίζοντο απεμακρύνοντο κ’ ησύχαζαν
παίζαν τον Καραγκιόζο  παίζαν τον Χατζατζάρη  παίζαν το σκύλο με τα τέσσερα και τα εικοσιτέσσερα  μερικοί και το φίλο μου μπας και νομίσω ότι…

Μεγάλωσα χωρίς γιαγιά και παραμύθια δίπλα στο τζάκι φτιάχνοντας παιχνίδια μόνος μου
καραγκιόζους αυτοκινητιάκια αετούς αξούς μύλους και σερβιτσάλια και τα πούλαγα με τα λεφτά αγόραζα κουλούρια καραμέλες κάστανα χαλκομανίες πληγές χρώματα και χρωματιστά όνειρα…
Οι παιδικοί μου κήποι ήταν πράσινα άλογα και τ’ άλογα φαίνονταν πράσινα μέσα από τα τριφύλλια…
Στα έξη μου στο κορμί μου φώλιαζε γεροντικό μυαλό και καρδιά αιώνια νανουρισμένη μ’ αναστεναγμούς επιθανάτια φιλιά και σκοτεινά τραγούδια
τα μάτια μου λάμπαν από μόνα τους  χριστουγεννιάτικα δέντρα δε λάμψαν μπρος στα μάτια μου  ούτε ξένα ευτυχισμένα λαμπριάτικα μάτια…

Έξω από ταβέρνες σφόγγισα τα τελευταία μου δάκρυα για μένα  έξω από καφενέδες πηγμένους κορμιά ρημαγμένα χαρμάνιασα πρώτη φορά το τσιγάρο και τον καφέ που σου τον φέρνει κάποιος άλλος…

Τα μόνα δικά μου ήταν η θάλασσα η λιμνοθάλασσα και τα σάλτσινά της και ξένα όλα τ’ άλλα
κ’ η θάλασσα ήταν απέραντη μεγάλη τραγουδίστρια Ανατολής και Δύσης και τα σάλτσινά της παραδεισένιοι κήποι μ’ άνθη-παιδιά πουλιά-αετούς τη μπάλα για νεράιδα…

Μεγάλωσα με τα «Ποιος είσαι συ;» «Ποιος είναι αυτός;» «Μην πας εκεί!» «Μην πας μ’ αυτούς!» «Κάτσε στ’ αβγά σου!» και «Θεούλη μου φύλαγε…» ως τα δεκαπέντε μου και μετά σκατά κι απόσκατα…

Πηδάω μάντρα σινεμά καλοκαίρια ’45-’47  βλέπω Ταρζάν Ζορρό Ρομπέν των Δασών Χονδρό-Λιγνό και Σαρλώ  ακούω τραγούδι τής Ντιάνα Ντάρμπιν γλυκό  πηδάω συρματοπλεγμένα κάγκελα γυμνασίου χειμώνες καλοκαίρια ’47-’52 ανοίγω με συρματάκι την αποθήκη του γυμναστηρίου κλέβω μουχλιασμένο δίσκο και ρίχνω ελληνική δισκοβολία κλέβω μουχλιασμένη μπάλλα παίζω βόλλεϋ και μπάσκετ
την άλλη μέρα με καλεί ο κύριος γυμνασιάρχης…
Δηλητήρια μέσα στο μάτωμα
ντρεπόμουν τα πάντα
μέσα σ’ αυτή τη ντροπή ζεστάθηκαν ταξίδια που ακόμα δεν έκαμα…

Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα, 1957- 1983, εκδ. Κέδρος

Βασίλης Ρώτας-Βουνά Για χαμηλώσετε...


Βουνά για χαμηλώσετε, κορφές, για τραβηχτείτε,

να δούμε κάμπους πράσινους, πλαγιές λουλουδιασμένες,

λιβάδια με τα πρόβατα, γιαλούς με τα καράβια.

Και τραβηχτήκαν οι κορφές, τα όρη χαμηλώσαν

κι είδαμε κάμπους με σταυρούς, πλαγιές με σκοτωμένους,

ανταριασμένες θάλασσες που ξέβραζαν κουφάρια

και τα κοράκια σύγνεφα και τα σκυλιά κοπάδια.

Αντώνης Δωριάδης-στο Μετρό




Σκυφτός, με το κεφάλι μεσ' στα σκέλια,
και μπρος του, γραμμένο σε χαρτί:
«Βοήθεια...πεινάω... ειμ' άνεργος...» 'ή
«χτες βγήκα απ'τη φυλακή...»
Οι επιβάτες προσπερνούν αδιάφοροι·
μερικοί -ελάχιστοι - αφήνουν
κάποιο νόμισμα στο άδειο του κασκέτο·

-όπως αφήνουμε ενα λουλούδι
στον τάφο κάποιου ζωντανού.

Αντώνης Δωριάδης

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή

Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Jean Améry –Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση (αποσπάσματα)


Γι’ αυτό και επαναλαμβάνω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο: δεν υπάρχει «νέα πατρίδα». Πατρίδα είναι ο τόπος της παιδικής ηλικίας και της νιότης. Όποιος τη χάσει, παραμένει μετέωρος, ακόμα και αν κάποια στιγμή, ζώντας σε ξένους τόπους, μάθει να μην τρεκλίζει πια σαν μεθυσμένος, αλλά να πατά το πόδι του στο έδαφος με όσο το δυνατόν λιγότερο φόβο. [σ. 101]

Στο στρατόπεδο, και ιδίως στο Άουσβιτς, η ορθολογική – αναλυτική σκέψη λοιπόν όχι μόνο δεν προσέφερε την παραμικρή βοήθεια αλλά οδηγούσε κατευθείαν σε μια τραγική διαλεκτική της αυτοκαταστροφής. […] Ο καλλιεργημένος άνθρωπος δεν έπαιρνε τόσο εύκολα ως δεδομένες τις αδιανόητες συνθήκες όσο ο ακαλλιέργητος. Το γεγονός ότι είχε μάθει επί μακρόν να θέτει υπό αμφισβήτηση τα φαινόμενα της καθημερινής πραγματικότητας, του απαγόρευε να αποδεχτεί την πραγματικότητα του στρατοπέδου, καθώς ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με καθετί που ο ίδιος θεωρούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή πιθανό και ανθρωπίνως εφικτό. [σ. 37]

Όποιος υπέκυψε σε βασανιστήρια παραμένει παντοτινά ξένος στον κόσμο. Το όνειδος της συντριβής δεν εξαλείφεται. Η εμπιστοσύνη στον κόσμο, που ως έναν βαθμό είχε ήδη κλονιστεί με το πρώτο χτύπημα, για να καταρρεύσει ολοκληρωτικά μέσα από τα βασανιστήρια, ουδέποτε αποκαθίσταται. Η εμπειρία του συνανθρώπου ως αντι-ανθρώπου παραμένει μέσα στο θύμα του βασανισμού με τη μορφή συμπυκνωμένου τρόμου, στρώντας του τη θέα σε έναν κόσμο που διέπεται από την αρχή της ελπίδας. [σ. 88]

 Όταν η εμπειρία αποκτάται κάτω από ακραίες συνθήκες, καλό είναι να μη γίνεται λόγος για κοινοτοπία, διότι στο οριακό εκείνο σημείο παύει κάθε αφαιρετική διαδικασία αλλά και κάθε προσπάθεια της φαντασίας να πλησιάσει έστω κατά προσέγγιση την πραγματικότητα. [σ. 64]

Τελικά πόση πατρίδα χρειάζεται ο άνθρωπος; Όσο λιγότερη είναι σε θέση να κουβαλήσει. Χρειάζεται να έχεις πατρίδα προκειμένου να πάψεις να την έχεις ανάγκη. Πατρίδα σημαίνει ασφάλεια – όπως μαθαίνουμε τη μητρική γλώσσα χωρίς να γνωρίζουμε τη γραμματική της, κατά τον ίδιο τρόπο βιώνουμε το οικείο περιβάλλον της πατρίδας. Η μητρική γλώσσα και η πατρίδα μεγαλώνουν μαζί μας, μέσα μας, καλλιεργώντας μια τόσο γερή αίσθηση οικειότητας, η οποία εγγυάται την ασφάλειά μας. [σ. 100].

Jean Améry –Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, μτφ. Γιάννης Καλλιφατίδης, Εκδ. Άγρα, 2009.

Πηγή: https://pandoxeio.com/2012/04/16/amery/

Paul Gauguin -Wood Tankard and Metal Pitcher, 1880


 

Martha Rivera Garrido- Δεν επιστρέφεις



'Να μην ερωτευτείς ποτέ γυναίκα που διαβάζει,
γυναίκα που αισθάνεται υπερβολικά ή γράφει.
Να μην ερωτευτείς ποτέ γυναίκα πνευματώδη, πλανεύτρα, τρελή και παλαβή. Να μην ερωτευτείς ποτέ γυναίκα που σκέφτεται, που γνωρίζει αυτά που ξέρει κι επιπλέον μπορεί και να πετά · γυναίκα σίγουρη για τον εαυτό της.
Να μην ερωτευτείς ποτέ γυναίκα που γελά ή κλαίει στον έρωτα,
που ξέρει να μετουσιώνει το κορμί σε πνεύμα · πόσω μάλλον μία που αγαπά την ποίηση ή που στέκεται να θαυμάσει για ώρες κάποιο πίνακα και που δεν ξέρει πώς να ζει δίχως τη μουσική.
Να μην ερωτευτείς ποτέ γυναίκα που ενδιαφέρεται για την πολιτική, που είναι επαναστάτρια και νιώθει φρίκη απέραντη μπροστά στην αδικία. Γυναίκα που σιχαίνεται την τηλεόραση.
Και που είναι όμορφη δίχως να στέκεσαι στο πρόσωπο
ή το κορμί της.
Να μην ερωτευτείς ποτέ γυναίκα παθιασμένη, παιχνιδιάρικη, διαυγή και βλάσφημη. Μην το ευχηθείς ποτέ να ερωτευτείς
μία γυναίκα τέτοια.
Γιατί όταν ερωτεύεσαι γυναίκα όπως αυτή, ασχέτως αν μείνει μαζί σου,ή αν σε αγαπήσει κι εκείνη, από μια τέτοια γυναίκα, ποτέ δεν επιστρέφεις.

Mετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου

Πηγή: https://frear.gr/?p=12579

Μίλτος Σαχτούρης-Μη κατανεμημένα

ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Ἔρχεται φέτος κουρασμένη
ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι
στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.

Αὐτὴ ὅμως
μὲ κρότο
ἀνάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.

Ο ΑΓΙΟΣ

Τρελὰ ποντίκια
ροκανίζουν τὸ χλωμὸ μυαλό του
ὅλο λέει νὰ πάρει ἕνα αὐτοκίνητο
νὰ πάει
στὸν τόπο ποὺ ἔζησε ὁ ἔρωτάς του
ὅμως πάντα στὸ ἴδιο μέρος μένει
γιατί τρελὰ ποντίκια ἔχουν ροκανίσει
τὸ χλωμὸ μυαλό του.

ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ

Αὐτὰ τὰ αἱματώδη γαρίφαλα
ποῦ στολίζουν τὸ γραφεῖο μου
μοῦ θυμίζουν τὸ αἷμα ποὺ ἔβγαζα
στὰ νιάτα μου
ὅταν ἄλλοι πολεμοῦσαν
καὶ ἄλλοι γλένταγαν
στὴν καταραμένη χώρα.

ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Ξάφνου μιὰ ὁμάδα μαύρων σκύλων
ὅρμησε πάνω στὴ σκηνή.
- Αὐτὸ δὲν τό ῾χαμε προβλέψει, οὔρλιαξε
πανικόβλητος ὁ θεατρίνος.

Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (6ο μέρος)

Ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ στρατιώτης ποὺ σταυρώθηκε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ ρολόγι ποὺ σταμάτησε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ κλωνάρι ποὺ ἄναψε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ βελόνα ποὺ ἔσπασε
ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ ἐπιτάφιος ποὺ ἄνθισε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ χέρι ποὺ σημάδεψε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ πλάτη ποὺ ἀνατρίχιασε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ φιλὶ ποὺ ἀρρώστησε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ μαχαίρι ποὺ ξαστόχησε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ λάσπη ποὺ ξεράθηκε
ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ πυρετὸς ποὺ ἔπεσε

Αντρέι Ταρκόφσκι-Ένας ποιητής στον κινηματογράφο


Ποιος είστε;
Δεν ξέρω. Πιστεύω ότι αυτή είναι για όλους μας η δυσκολότερη γνώση. Κρίνουμε πολύ πιο εύκολα τους άλλους. Για τους εαυτούς μας ελάχιστα γνωρίζουμε. Μας είναι αδύνατον να γνωρίσουμε εντελώς την εσώτερη υφή μας.
Είστε ευτυχισμένος που γεννηθήκατε;
Η έκφραση ευτυχισμένος είναι λάθος. Δεν μπορούμε να ζούμε ευτυχισμένοι σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν δημιουργήθηκε με σκοπό την ευτυχία του ανθρώπου. Έστω κι αν πολλοί πιστεύουν ότι αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξής τους. Νομίζω ότι ήρθαμε στον κόσμο για να αγωνιστούμε. Για να συγκρουστούν μέσα μας το καλό και το κακό και να υπερισχύσει το καλό πλουτίζοντας το πνεύμα μας. Δύσκολα μπορούμε να πούμε αν είμαστε ευτυχισμένοι. Δεν εξαρτάται από την επιθυμία μας. Κάποιες φορές η ζωή είναι τόσο σκληρή που μετανιώνεις που γεννήθηκες. Άλλοτε πάλι μας επιφυλάσσει εκπλήξεις που και μόνο γι αυτές αξίζει να ζεις. Δεν μπαίνει για μένα ζήτημα ευτυχίας. Η ευτυχία καθεαυτή δεν υπάρχει.
-Andrei πείτε μου για τα παιδικά σας χρόνια.
-Τα θυμάμαι πολύ καθαρά. Ναι, τα θυμάμαι ολοκάθαρα.
Ήτανε η πιο σημαντική εποχή της ζωής μου που σημάδεψε όλη μου την ύπαρξη. Είναι γενικά η εποχή που καθορίζει όλο το μέλλον του ανθρώπου και η καλλιτεχνική ζωή του συνδέεται με τα εσωτερικά και ψυχολογικά προβλήματα αυτής της εποχής.. Η Άννα Αχμάτοβα η μεγάλη Ρωσσίδα ποιήτρια τόνιζε τη σπουδαιότητα της παιδικής της ηλικίας που έθρεψε όλο το μελλοντικό της έργο. Και αυτό ισχύει για κάθε δημιουργική δραστηριότητα του ανθρώπου. Ζούσα με τη μητέρα, τη γιαγιά και την αδελφή μου. Αυτή ήταν η οικογένειά μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια χωρίς άντρες. Ίσως το γεγονός ότι με ανέθρεψε η μητέρα μου να επηρέασε σημαντικά το χαρακτήρα μου. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει. Αυτό συνέβη το 1935 ή το 36. Η Μαρίνα η αδελφή μου κι εγώ μείναμε με τη μητέρα μας. Το σπίτι των παιδικών μου χρόνων είναι ένα μικρό σπιτάκι στα δάση 90-100 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, κοντά σε ένα χωριουδάκι, το Ιγνάτεβο πάνω στο ποτάμι. Εκεί ζήσαμε για 4-5 χρόνια πριν από τον πόλεμο το 1935, 36, 37.Ήταν μια δύσκολη εποχή γιατί οι γονείς μου είχαν προβλήματα μεταξύ τους και ο πατέρας μου μας άφησε. Θυμάμαι ένα περιστατικό ένα βράδυ που ήρθε ο πατέρας μου και ήθελε να με πάρει μαζί του. Η έντονη συζήτησή τους με ξύπνησε. Η μητέρα μου έκλαιγε. Κι έκλαψα κι εγώ μαζί της σιγανά, για να μη μ’ ακούσουν. Το είχα πάρει απόφαση να μην πάω να ζήσω μαζί του ακόμα κι αν μου το ζητούσε η ίδια μου η μητέρα. Έτσι όμως δεν γνώρισα ποτέ πατέρα. Ήταν μια δύσκολη εποχή για όλους μας γιατί συνεχώς τον περιμέναμε να επιστρέψει. Περιμέναμε να γυρίσει από το μέτωπο. Είχε φύγει εθελοντής. Ο πόλεμος ήταν μια δύσκολη εποχή. Περιμέναμε τα γράμματά του αλλά ήταν σπάνια. Ωστόσο γύρισε. Του είχαν κόψει το πόδι. Πεθαίναμε της πείνας και ο πόθος μας για τροφή ήταν έντονος. Φυσικά δεν ήταν η μόνη μας σκέψη. Έτσι όμως εξηγείται γιατί τα παιδικά μου όνειρα ήταν τόσο περιορισμένα. Τα παιδικά μου χρόνια είναι συνδεδεμένα με τη μητέρα μου. Αυτή μας φρόντισε. Είχε τελειώσει το σημερινό ινστιτούτο Λογοτεχνίας μαζί με τον πατέρα μου. Εκεί γνωρίστηκαν. Όταν όμως μας εγκατέλειψε εκείνη παράτησε τη λογοτεχνία και ασχολούνταν με τα δυό της παιδιά. Έτσι τα παράτησε κι έγινε διορθώτρια σε ένα τυπογραφείο στη Μόσχα. Δούλεψε εκεί ως τη σύνταξή της. Η ζωή μας ήταν πραγματικά πολύ δύσκολη. Ό,τι έχω στη ζωή μου, το ότι είμαι σκηνοθέτης το οφείλω στη μητέρα μου που οι θυσίες της με έκαναν αυτό που είμαι. Θυμάμαι μια πολύ άσχημη στιγμή στη ζωή μου. Ήμουν περίπου 20 χρόνων και είχα μπλέξει με άσχημες παρέες. Η μητέρα μου μ’ έσωσε με έναν δικό της τρόπο. Μ’ έστειλε να δουλέψω στη Σιβηρία για έναν ολόκληρο χρόνο με μια ομάδα γεωλόγων. Εκεί δούλεψα ως απλός εργάτης. Ακόμα και τώρα η Σιβηρία ανήκει στις πιο ευχάριστες αναμνήσεις μου. Ήταν η καλύτερη εποχή της ζωής μου. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν χρόνια προετοιμασίας μου για τη ζωή. Τότε δεν το ήξερα. Η μητέρα μου το ήξερε. Εγώ ήμουν πολύ επιπόλαιος για να καθορίσω τους στόχους μου. Παρά τη δύσκολη κατάστασή μας κατάφερα να τελειώσω τις σπουδές μου στο πιάνο και αργότερα στη σχολή καλών Τεχνών. Προφανώς η μητέρα μου ήθελε να αφιερώσω τη ζωή μου στην Τέχνη και να συνδέσω τη ζωή μου μαζί της. Έχω μετανιώσει που δεν έγινα μουσικός ή διευθυντής ορχήστρας γιατί θα μού ήταν πιο εύκολο. Πάντως αμφιβάλλω αν θα αφοσιωνόμουν τόσο στη σκηνοθεσία χωρίς το υπόβαθρο που μου προσέφεραν το κονσερβατόριο και η σχολή Καλών Τεχνών.
Την παιδική μας ηλικία κανείς δεν μπορεί να την επικρίνει αφού ακόμα και αν ήταν δύσκολη παραμένει στη μνήμη μας ως η πιο όμορφη εποχή της ζωής μας. ¨Όταν σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια βλέπω μια εποχή όπου είχα όλον τον καιρό μπροστά μου. Ένιωθα αθάνατος, όλα ήταν δυνατά. Ποιός ξέρει αν χάθηκαν τα παιδικά μου χρόνια ή ζουν ακόμα μαζί μου! Όταν σκεφτώ ότι χάθηκαν νιώθω ο ίδιος χαμένος. Πιστεύω όμως ότι μόνο οι παιδικές μου αισθήσεις χάθηκαν και ότι τα παιδικά μου χρόνια είναι δίπλα μου σαν η κινητήρια δύναμη της δημιουργικότητάς μου.
-Andrei πιστεύετε ότι καλά πράξατε που διαλέξατε τον κινηματογράφο για ζωή σας;
Η πρώτη μου εντύπωση ήταν πολύ παράξενη. Δεν μπορούσα να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Ήταν πολλοί αυτοί που είχαν γραφτεί στη σχολή κινηματογραφίας ξέροντας τι είναι κινηματογράφος. Για μένα ήταν αίνιγμα. Ακόμα κι όταν τελείωσα τις σπουδές δεν τον ήξερα. Τον θεωρούσα ένα επάγγελμα που απαιτεί σοβαρές τεχνικές γνώσεις. Μόνο όταν τελείωσα την ταινία «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν » , κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος μπορεί να σε φέρει σ’ επαφή με την πνευματική ουσία. Ωστόσο ακόμα και τώρα δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος για το τι είναι. Είναι ένα τεράστιο μυστήριο όπως και κάθε μορφή Τέχνης. Ποια είναι τα κοινά σημεία στην παιδική ηλικία του Ιβάν και στη δική σας;
Συχνά ο κόσμος βρίσκει πολλά κοινά στοιχεία. Όμως αυτό δεν στέκει αφού τα μόνα κοινά στοιχεία είναι η ηλικία και ο πόλεμος. Η δική μου μοίρα δεν ήταν τόσο τραγική. Εγώ ζω, ενώ εκείνος πέθανε. Πολέμησε ενώ εγώ πήγα στην εξοχή στο σπίτι της γιαγιάς μου στο Ζαμπράσγιε, 15 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι που γεννήθηκα.
Ο κινηματογράφος είναι η ζωή μου. Δεν διαχωρίζω την ταινία από τις προσωπικές μου σκέψεις ,πάνω στις οποίες χτίζω ένα σενάριο και μετά βάζω τις τεχνικές γνώσεις για να την δημιουργήσω. Οι σκηνοθέτες κάνουν μια ποιητική δημιουργία αφού δεν μεταφέρουν την γύρω πραγματικότητα στην ταινία αλλά τον δικό τους κόσμο που εκφράζεται ποιητικά.
Ο πατέρας μου ήταν ο μεγαλύτερος εν ζωή τότε Ρώσσος ποιητής. Είχε έναν δυναμικό λυρισμό και ένα πνευματικό σφρίγος που τον καθιστούσαν ποιητή στην πιο αμιγή του μορφή. Γι’ αυτό τη μεγαλύτερη σημασία είχε η αίσθηση του πνευματικού χρέους που είχε απέναντι στον τόπο του, στη χώρα του και τον ρόλο του. Και ήταν μετριόφρων. Ποτέ δεν έγραψε κάτι για να σταδιοδρομήσει στην ποίηση, να γίνει διάσημος.
Τι είναι η Τέχνη Andrei;
Πριν μιλήσουμε γι αυτό πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα, ποιο νόημα έχει η ζωή του ανθρώπου στη γη. Ίσως να βρεθήκαμε εδώ για να ανυψωθούμε πνευματικά. Αν η ζωή τείνει σε έναν πνευματικό πλούτο η Τέχνη ίσως εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό. Αυτό πιστεύω. Η Τέχνη πρέπει να βοηθά τον άνθρωπο στην πνευματική του ανύψωση.
Μερικοί λένε ότι η Τέχνη βοηθάει τον άνθρωπο να κατανοήσει τον κόσμο. Ότι είναι γνώση, όπως και κάθε διανοητική δραστηριότητα. Δεν πείθομαι από την εκδοχή της γνώσης. Με αυτήν την έννοια είμαι αγνωστικιστής. Η γνώση μας απομακρύνει από τον βασικό σκοπό της ζωής μας. Όσο πιο πολλά μαθαίνουμε τόσο λιγότερα ξέρουμε. Αφού όσο εμβαθύνουμε, ο ορίζοντας στενεύει. Η Τέχνη εξυψώνει τον άνθρωπο για να ξεπεράσει τον εαυτό του και να φτάσει σ’ αυτό που θα ονομάζαμε ελεύθερη βούληση. Κάθε καλλιτέχνης δέχεται πιέσεις . Ποτέ δεν έχει ιδανικές συνθήκες εργασίας. Μα κι αν δεν υπήρχαν αυτές οι πιέσεις ίσως να μην επιζούσε η δουλειά του επειδή ο καλλιτέχνης δεν ζει στο κενό. Πρέπει να δέχεται κάποια πίεση. Δεν ξέρω τι είδους, μα πρέπει να υπάρχει.
Ο καλλιτέχνης υπάρχει επειδή ο κόσμος δεν είναι τέλειος. Κανείς δεν θα είχε την ανάγκη της τέχνης αν στον κόσμο βασίλευε η ομορφιά και η αρμονία. Ο άνθρωπος δεν θα έψαχνε την αρμονία σε άλλες δραστηριότητες. Θα ζούσε μέσα της. Η Τέχνη γεννιέται από τις κακοτεχνίες του κόσμου. Και αυτό είναι το θέμα της ταινίας μου «Αντρέι Ρουμπλιώφ.» Η αναζήτηση εννοιών που εκφράζονται στις αρμονικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ Τέχνης και ζωής, μεταξύ χρόνου και ιστορίας. Αυτό είναι το θέμα της ταινίας μου.
Κάτι ακόμα που θεωρώ σημαντικό είναι οι εμπειρίες του ανθρώπου. Το μήνυμα της ταινίας μου είναι ότι δεν μπορείς να μεταβιβάσεις τις εμπειρίες σου ή να διδαχτείς τη ζωή από κάποιον άλλο. Το μόνο που μένει είναι να ζεις και να αντλείς συμπεράσματα που δυστυχώς δεν μπορείς να τα μεταβιβάσεις. Συχνά ακούμε να λέγεται: Ας εκμεταλλευτούμε την πείρα των πατέρων μας. Όλα θα ήταν εύκολα τότε. Όμως ο καθένας πρέπει να αποκτήσει την προσωπική του εμπειρία. Και μόλις το καταφέρουμε φτάνει η ώρα ν πεθάνουμε και δεν προλαβαίνουμε να το χρησιμοποιήσουμε. Κι εν τω μεταξύ μεγαλώνουν οι νέες γενιές που αρνούνται ν’ ακούσουν τους μεγαλύτερούς τους. Γιατί κι αυτοί αποκτούν τη δική τους εμπειρία κι όταν την αποκτήσουν πεθαίνουν. Αυτό είναι το νόημα της ζωής, ο Νόμος της. Δεν μπορούμε να επιβάλλουμε τις εμπειρίες μας στους άλλους.. Δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε κανέναν να συμμεριστεί συναισθήματα που επιβάλλονται από άλλους. Μόνο με την προσωπική εμπειρία ελπίζουμε ότι θα κατανοήσουμε τη ζωή. Αυτή είναι και η ζωή του αδελφού Ρουμπλιώφ. Σπούδασε με τον Σεργκέι στη μονή της Αγίας Τριάδας. Έζησε όμως τη δική του ζωή που διέφερε από όσα είχε διδαχτεί και μόνο στο τέλος κατόρθωσε να δει τον κόσμο με τα μάτια του πατρός Σεργκέι. Μόνο αφ’ ότου έζησε με τον δικό του τρόπο.
Ο κινηματογράφος είναι η πιο δυστυχής Τέχνη γιατί εξαρτάται υπερβολικά από το χρήμα, όχι μόνο γιατί οι ταινίες είναι ακριβές αλλά και γιατί βγαίνουν στην αγορά σαν τσίχλες ή τσιγάρα. Μια ταινία είναι καλή όταν πουλάει. Όμως αν πιστεύουμε ότι ο κινηματογράφος είναι Τέχνη αυτό ακούγεται παράλογο γιατί είναι σαν να ισχυριζόμαστε ότι η Τέχνη είναι καλή όταν πουλάει. Δεν παραπονιέμαι για τον εαυτό μου. Αυτό το έμαθα καλά και δεν απαιτώ ιδιαίτερους όρους για τις ταινίες μου. Αν θέλουμε να προσελκύσουμε τις ευρείες μάζες, το πλατύ κοινό, δεν μπορούμε να περιμένουμε υψηλά ποιητικά έργα. Υπήρξαν περιπτώσεις που εκατομμύρια άνθρωποι είδαν υπέροχες ταινίες όμως αυτό έγινε στην αυγή του βωβού κινηματογράφου, όταν κάθε νέα ταινία τραβούσε την περιέργεια. Σήμερα το κοινό δύσκολα εκπλήσσεται και επομένως δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα πάνε να δουν μια καλή ταινία.
Τι πιστεύετε για την επιστήμη, είναι για καλό ή για κακό;
Μπορούμε να μιλήσουμε και να αξιολογήσουμε τα επιτεύγματα της επιστήμης όμως πιστεύω ότι η επιστήμη δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο. Επομένως δεν μπορούμε να πούμε αν είναι καλή ή κακή. Μπορούμε όμως να πούμε ότι μετά από μακροχρόνιες ιστορικές διαδικασίες ο πολιτισμός μας έφτασε σε ένα στάδιο δραματικής εσωτερικής σύγκρουσης. Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην τεχνολογική επιστημονική του εξέλιξη και στην πνευματική του ανάπτυξη. Και το χάσμα αυτό συνεχώς διευρύνεται. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι συνθήκες είναι δραματικές. Ο πολιτισμός μας βρίσκεται κοντά στον πυρηνικό όλεθρο ακριβώς λόγω του χάσματος ανάμεσα στις δύο σφαίρες του ανθρώπου.
-Τι πιστεύετε για ανθρώπους όπως ο Αινστάιν ή ο Γαλιλαίος;
Πιστεύω ότι και οι δύο είχαν άδικο.
Νομίζετε ότι το Sollaris ήταν ταινία επιστημονικής φαντασίας;
Νομίζω ότι το Sollaris ήταν η χειρότερη ταινία μου. Δεν μου αρέσει και ούτε την θυμάμαι καλά.
Αντίθετα με τον Λεμ τον συγγραφέα του βιβλίου δεν με ενδιέφερε τόσο το ζήτημα της γνώσης , της σύγκρουσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γνώση, αλλά μάλλον το βαθύτερο ψυχολογικό ανθρώπινο ζήτημα. Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει απάνθρωπες συνθήκες και να παραμένει άνθρωπος; Ο βασικός χαρακτήρας τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας μου έπρεπε να παραμείνει άνθρωπος παρά το γεγονός ότι οι καταστάσεις που ζούσε ήταν απάνθρωπες. Έτσι είδα τον χαρακτήρα του βιβλίου και έτσι τον απεικόνισα στην ταινία μου .Όμως η ταινία αυτή δεν μου αρέσει γιατί δεν κατάφερα ν’ απαλλαγώ από όλα αυτά τα συμπράγκαλα της επιστημονικής φαντασίας
τις διάφορες λάμπες κλπ. που δεν είχαν τίποτα κοινό με τις απόψεις μου.
-Πιστεύετε ότι ο σημερινός άνθρωπος είναι διαφορετικός από αυτόν που γνωρίσατε παιδί;
Δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι άλλαξαν τόσο πολύ.. Άλλωστε η μνήμη μου καταγράφει μόνο όσα χρειάζεται. Ξεχνώ όσα με βλάπτουν ή με ενοχλούν. Δεν πρόκειται για ελλειπή συνείδηση, μάλλον είναι ένα χαρακτηριστικό της μνήμης μου που παρά τη θέλησή μου σπανίως καταγράφει. Δεν θα έλεγα ότι έχω καλή μνήμη. Δεν θυμάμαι καλά πρακτικά πράγματα. Η μνήμη μου είναι συναισθηματικού τύπου. Θυμάμαι πιο πολύ την συναισθηματική ατμόσφαιρα παρά τους ανθρώπους, τις περιστάσεις ,τις συναντήσεις. Αν όμως εννοείτε με την ερώτηση σας την διαφορά ανάμεσα στον εαυτό μου τώρα και τον εαυτό μου πριν, η απάντηση είναι δύσκολη. Ίσως ως παιδί να ήμουν ευτυχισμένος και μεγαλώνοντας έπαψα να είμαι καθώς καταλάβαινα τη ζωή. Η γνώση των πραγμάτων της ζωής δεν μας κάνει ευτυχισμένους.
-Ποια είναι η στάση σας απέναντι στον κόσμο;
Η προσέγγισή μου είναι με τρόπο συναισθηματικό και στοχαστικό. Δεν προσπαθώ να τον σκεφτώ λογικά αλλά σαν ένα παιδί ή ένα ζώο που ζει τη ζωή και αντλεί στη
συνέχεια τα συμπεράσματά του.
Andrei τι θα θέλατε να πείτε στους νέους;
Θα μου άρεσε να τους πω ν’ αγαπούν τη μοναξιά.
Νομίζω ότι τα προβλήματα των νέων οφείλονται στο ότι συναθροίζονται σε θορυβώδεις συντροφιές και επιδεικνύουν επιθετικές συμπεριφορές. Κι αυτό επειδή δεν θέλουν να νιώσουν μόνοι. Πράγμα θλιβερό.
Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να ζει μόνος από παιδί. Γιατί το να ζεις μόνος δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά νιώθεις και μοναξιά.
Αγαπάτε τα παιδιά;
Ναι, πολύ.
Αγαπάτε τα ζώα; Φαίνεται ότι η σχέση σας μαζί τους είναι καλή. Φαίνεστε ευτυχισμένος. Με τους ανθρώπους;
Τα παιδιά και τα ζώα είναι αθώα. Τα ζώα εξ’ αιτίας της φύσης τους περισσότερο από τα παιδιά. Όμως ο άνθρωπος που μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στο καλό και το κακό σιγά-σιγά αρχίζει να ψεύδεται γιατί έτσι νομίζει ότι με τα ψεύδη μπορεί να ζήσει ευκολότερα και να κερδίσει περισσότερα πράγματα. Αρχίζει φερόμενος διπλωματικά και προχωρεί στα πραγματικά ψεύδη. Γι αυτό τα παιδιά και τα ζώα είναι πιο κοντά στην αλήθεια και τ’ αγαπώ περισσότερο. Μα δεν είμαι ο μόνος που αισθάνεται έτσι. Όλοι μας αγαπούμε τα παιδιά περισσότερο από τους ενήλικες.
Τα όνειρά σας είναι έγχρωμα ή ασπρόμαυρα;
Πάντα έγχρωμα.
Γιατί; ΄Εχετε διαψευσθεί;
Όχι δεν νομίζω γιατί πάντα πίστευα ότι ό,τι και να κάνω στη ζωή μου έχει ήδη προαποφασιστεί. Από τότε που ήμουν παιδί. Ίσως σας φαίνεται παράξενο, αλλά είναι αλήθεια. Έτσι δεν διαψεύστηκα στα όσα έκανα στη ζωή ή στη δουλειά μου.
Andrei αγαπάτε τον εαυτό σας; Θα θέλατε να είστε διαφορετικός;
Μου φαίνεται ότι δεν τον αγαπώ αρκετά. Άλλωστε αυτό ισχύει για όλους. Αν αγαπούσαμε τον εαυτό μας θα μπορούσαμε ν’ αγαπήσουμε και τους άλλους.
Αυτός που δεν αγαπά τον εαυτό του που δεν ξέρει τον σκοπό της ύπαρξής του δεν μπορεί να νιώσει αγάπη ούτε για τους άλλους ούτε για την ίδια τη ζωή.
Δεν αγαπώ αρκετά τον εαυτό μου κι επομένως δεν αγαπώ ούτε τους άλλους. Μα θα το ήθελα. Ένα από τα βασικά μου ελαττώματα είναι η ανυπομονησία. Και διαρκώς προσπαθώ ν’ απαλλαγώ. Αλλά φοβάμαι ότι θ’ αποτύχω. Δεν είμαι αρκετά ανεκτικός για την ηλικία μου. Για να πω την αλήθεια , αυτό με κάνει να υποφέρω γιατί δεν μπορώ να πλησιάσω τους άλλους με συμπάθεια. Οι άνθρωποι μ’ ενοχλούν.
Σας αρέσει να γελάτε;
Δεν είμαι χαρωπός άνθρωπος. Κι έπειτα με τα τόσα σοβαρά και άλυτα προβλήματα που μαστίζουν τον κόσμο μας δεν νομίζω ότι είναι καιρός για χαρές. Όχι δεν μ’ αρέσει το γέλιο. Δεν μου αρέσει γιατί όταν γελώ νιώθω μιαν ενοχή που με υποχρεώνει να μεμφθώ τον εαυτό μου. Με κάνει να νιώθω άκαιρος και παράλογος. Το ίδιο ισχύει και για τις ταινίες μου. Αν τις ξανάβλεπα θα ένιωθα την ίδια ντροπή που θα ένιωθα αν ξαναδιάβαζα το ημερολόγιο που έγραφα παιδί, με όλες εκείνες τις ανώριμες σκέψεις. Βλέπω τις ταινίες μου μόνο τη βραδιά της πρεμιέρας.
Andrei θα πρέπει να αγαπάτε τον «Καθρέφτη» περισσότερο από τις άλλες σας ταινίες αφού είναι η αληθινή βιογραφία της οικογένειάς σας .Είναι έτσι;
Πολλοί πιστεύουν ότι ο «Καθρέφτης» είναι η αγαπημένη μου ταινία. Σίγουρα είναι αυτή που με αγγίζει περισσότερο αφού βασίζεται σε αληθινά περιστατικά των παιδικών μου χρόνων, και δεν υπάρχει ούτε μια επινοημένη σκηνή. Κι όμως δεν νομίζω ότι η ταινία αυτή εξέφρασε όλες μου τις αισθητικές αρχές. Στάθηκε πολύ δύσκολο να κάνω την ταινία. Δεν μπορούσα να κάνω μοντάζ. Όλα τα επεισόδια είχαν γυριστεί με τόση δραματουργική αίσθηση και τέτοια προσήλωση στο σενάριο, που όταν έφτασε η ώρα του μοντάζ, όλη η ταινία κατέρρευσε μπροστά μου. Δεν θυμάμαι πως τα κατάφερα τελικά αλλά η ταινία δεν μονταρίστηκε με τον παραδοσιακό τρόπο. Πρόσφατα κατάφερα να απλοποιήσω την δομή των ταινιών μου. Για παράδειγμα στο «Στάλκερ» πέτυχα κάποια απλότητα…έναν ασκητισμό στο αφηγηματικό μου ύφος. Ο «Καθρέφτης»έχει πολλές λεπτομέρειες μέσα, τόνους κι αποχρώσεις και δεν είναι η αντιπροσωπευτική ταινία των αισθητικών μου αρχών.
Αγαπάτε τη χώρα σας;
Αγαπώ τον τόπο που γεννήθηκα. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα έμενα για πολύ μακριά του. Τώρα που ζω στην Ιταλία ήδη νιώθω νοσταλγία για το μέρος που γεννήθηκα. Για να πω την αλήθεια τον αγαπώ πολύ περισσότερο από την Μόσχα όπου ζω εδώ και πολλά χρόνια.
Πού θα θέλατε να ζείτε;
Δεν ξέρω, Θα ήθελα να ζω στη φύση, στην εξοχή όπου οι άνθρωποι δεν είναι πολλοί.
Η ζωή μας η εγκλωβισμένη σε πόλεις είναι αποτέλεσμα μιας λανθασμένης εξέλιξης του πολιτισμού. Στην αρχή οι άνθρωποι χρειάστηκε να ενωθούν μεταξύ τους για να επιζήσουν όμως τώρα αντί να ζουν χώρια και να συναντιούνται για την απλή ευχαρίστηση της ανθρώπινης επαφής, πληγώνουν ο ένας τον άλλο με τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι τεράστιες ανθρώπινες μάζες στις μεγαλουπόλεις. Θα έπρεπε να ζούμε πιο κοντά στη φύση, πιο ελεύθερα και βλέποντας όσο το δυνατόν λιγότερους ανθρώπους. Παρ’ όλο που στην κοινωνία μας οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους, πιστεύω πως αυτός ο τρόπος ζωής μας έχει επιβληθεί από τον πολιτισμό. Κάπου στο παρελθόν ο άνθρωπος θα έκανε κάποιο λάθος, αλλιώς ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός απ’ ότι είναι.
Στις ταινίες σας υπάρχει πολύ νερό. Τι σας γοητεύει σ’ αυτό;
Μ' αρέσει το νερό. Τα ρυάκια τα ποταμάκια....Αυτό είναι το νερό που με συγκινεί. Η θάλασσα , μου είναι κάτι ξένο....είναι πολύ μεγάλη, δεν με φοβίζει, αλλά θεωρώ την επιφάνειά της μονότονη .
Δε με φοβίζει, απλά από χαρακτήρα μ' αρέσουν τα μικρά πράγματα. Ο Μικρόκοσμος αντί του Μακρόκοσμου. Οι τεράστιες επιφάνειες έχουν λιγότερο νόημα απ' τις μικρές.
Έτσι μ' αρέσει και ο τρόπος των Γιαπωνέζων απέναντι στη φύση. Περιορίζονται σ' ένα μικρό κομμάτι και βλέπουν εκεί, την αντανάκλαση του απείρου.
Ο περιορισμένος χώρος μου είναι πιο αγαπητός.
Στις ταινίες μου θα δείτε πολύ νερό. Δεν ξέρω γιατί μου αρέσει τόσο πολύ αυτό το στοιχείο. Το νερό είναι μάλλον μυστηριώδες, όπως και η μοριακή του δομή. Επί πλέον το νερό αποδίδεται ωραία στον κινηματογράφο. Μεταδίδει την κίνηση, το βάθος, την πρόσληψη των αλλαγών και των αντανακλάσεων. Είναι από τα ωραιότερα πράγματα του κόσμου για μένα. Όμως επειδή σκέφτομαι ότι το καθετί στη ζωή έχει και την αντανάκλασή του στο υποσυνείδητο, δεν θα 'θελα να δείτε τόσο κοντόφθαλμα την αγάπη μου για το νερό. Ίσως να υπάρχει κάποια αρχαία μνήμη στο μυαλό μου, Η μνήμη των προγόνων μου, ν' αναδύεται μέσα απ' τη θάλασσα στη ζωή μου.
Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα έκανα κάποια ταινία χωρίς νερό.
Υπήρξατε πολύ φτωχός;
Στα παιδικά μου χρόνια υπήρξα πολύ φτωχός. Πέθαινα πραγματικά της πείνας . Κάποτε δεν υπήρχε ελπίδα ούτε για ένα κομμάτι ψωμί. Η φτώχεια είναι σκληρό κι εξευτελιστικό πράγμα για τον άνθρωπο αλλά τον διδάσκει .
Αυτός που στ' αλήθεια πείνασε δεν θα γίνει ποτέ άπληστος.
Ο πλούτος για μένα δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Είναι μόνο ένα μέσο που σου επιτρέπει να κάνεις στη ζωή σου πράγματα που θέλεις, αλλά αφού αποφάσισα να ζήσω μια ζωή απλή, δεν νομίζω πως ποτέ θα επιζητήσω τον πλούτο. Εξ’ άλλου τι είναι ο πλούτος; Ο άνθρωπος δεν τον χρειάζεται γιατί όταν τον αποκτήσει, αλλάζει , γίνεται άπληστος. Αμύνεται για να υπερασπίσει τα χρήματά του, κι έτσι γίνεται σκλάβος τους. Κι αυτή είναι η αρνητική πλευρά του πλούτου. Η σκλαβιά που επιβάλλει στον άνθρωπο.
Πολλοί πιστεύουν ότι το «Στάλκερ» είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Για μένα είναι ένα παραμύθι για μεγάλους. Για σας;
Ο καθένας μπορεί να κατατάξει την ταινία μου όπου του αρέσει. Όμως εγώ διαφωνώ με τον διαχωρισμό των ταινιών σε είδη. Όταν με ρωτούν τι πιστεύω για το «Στάλκερ» έρχομαι σε αμηχανία γιατί ποτέ δεν πίστεψα ότι το «Στάλκερ» ή κάποια άλλη ταινία μου ανήκει σε ένα είδος. Για μένα είναι περισσότερο παραβολή παρά επιστημονική φαντασία. Ποτέ δεν σκέφτηκα τη στάση του κοινού. Δύσκολα μπορώ να μπω στη θέση τους και να προβληματιστώ για το τι σκέφτονται. Πολλοί το κάνουν για να μαντέψουν την μέλλουσα επιτυχία των ταινιών τους. Η καλύτερη προσέγγιση στο κοινό είναι να παραμείνεις ο εαυτός σου, να εκφράζεσαι με την προσωπική σου γλώσσα και τότε το θεατής θα σε καταλάβει. Θα πρέπει να ανταγωνιστούμε το εμπορικό σινεμά. Και αυτό πάντα κάνουν οι δημιουργοί.. Δεν προσπαθούν να γίνουν αρεστοί στο κοινό που αργά ή γρήγορα θα τους αποδεχτεί. Οι απόπειρες που έκαναν τέτοιου είδους δημιουργοί να γίνουν αρεστοί, απέτυχαν. Προσωπικά μεταφέρω τις ταινίες μου από το εξωτερικό κόσμο και τα προβλήματά του μέσα στα ανθρώπινα μύχια στο θέμα της πίστης, στις αρχές και στις πεποιθήσεις της πίστης στη σχέση προσωπικότητας και ιδανικών. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε αδιέξοδο γιατί έψαξε τη λύση των προβλημάτων του στις εξωτερικές τεχνολογικές υλικές πλευρές της ζωής. Εκεί δεν υπάρχουν λύσεις . Όσο ο άνθρωπος και η κοινωνία δεν μπορούν να επιτύχουν αρμονική ανάπτυξη ,όσο δεν εξελίσσονται πνευματικά δεν πρόκειται να βρουν τη γαλήνη και η θέση τους θα είναι τραγική. Η λύση έγκειται στην εξισορρόπηση των δύο γραμμών εξέλιξης. Της ενδότερης πνευματικής και της εξωτερικής υλικής. Αυτό είναι το μήνυμα του «» και του «Σολλάρις» και όλων των ταινιών που έχω κάνει. Είναι μια προσπάθεια εξισορρόπησης πνευματικών και υλικών αναγκών.
Τι φοβάστε περισσότερο στη ζωή;
Δείχνω ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ανυπεράσπιστη φύση και στην αβοήθητη ανθρώπινη ύπαρξη. Ακόμα και στη δική μου αδυναμία μπροστά στον κόσμο. Στη φύση , ακόμα και μπροστά σε ένα ανθρώπινο πλάσμα με εχθρικές διαθέσεις.
Φοβάστε τα γηρατειά;
Δεν τα φοβάμαι. Ίσως να φοβάμαι την αρρώστια, τον σωματικό πόνο και την καταβολή. Η μεγάλη ηλικία κρύβει κινδύνους. Είναι ένας αργός θάνατος. Ένα αδυσώπητο πλησίασμα στο θάνατο. Μα έχει και τις καλές της πλευρές. Αυτά που διαθέτουν οι γέροι. Την υπομονή, την πείρα,, την κατανόηση του κόσμου. Οι νέοι δεν τα έχουν. Τα γηρατειά έχουν προνόμια που οι νέοι δεν μπορούν ν’ απολαύσουν.
Andrei, φοβάστε το θάνατο;
Για μένα δεν υπάρχει θάνατος. Υπάρχει μια οδυνηρή πράξη όπου ο άνθρωπος απεικονίζεται να υποφέρει .Όμως πάντα σκεφτόμαστε τον φυσικό πόνο και όχι την πραγματική έννοια του θανάτου που εγώ θεωρώ ότι δεν υπάρχει.
Δεν ξέρω, Κάποτε ονειρεύτηκα ότι είχα πεθάνει. Το όνειρο έμοιαζε αληθινό. Ένοιωθα μιαν απίστευτη ελευθερία και ελαφράδα. Aυτά τα συναισθήματα με έπεισαν ότι ήμουν νεκρός. Ότι είχα κόψει κάθε δεσμό με τη γη. Δεν πιστεύω όμως στην ύπαρξη του θανάτου. Υπάρχουν μόνο τα βάσανα κι οι πόνοι. Και συχνά ο άνθρωπος τα συγχέει με την έννοια του θανάτου. Έτσι νομίζω. Όμως δεν ξέρω. Ίσως όταν αντιμετωπίσω το πρόσωπο του θανάτου να φοβηθώ και να πω άλλα πράγματα. Είναι δύσκολο να τα πω τώρα.
Πιστεύετε ότι είστε αθάνατος;
Φυσικά.
Andrei υπήρξατε ποτέ ευτυχισμένος στη ζωή;
Μόνο στα παιδικά μου χρόνια ανάμεσα στο 35 και στο 36 όταν ζούσα με τη μητέρα μου σε κείνο το χωριό στο ποτάμι. Μου ’ χει μείνει σαν ευτυχισμένη εποχή. Ήμουν παιδί κοντά στη φύση. Ζούσα στο δάσος και ήμουν πολύ ευτυχισμένος.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που κλάψατε;
Όταν πέθανε η μητέρα μου, Είχα χάσει τον πιο κοντινό μου άνθρωπο, έστω κι αν ζούσαμε ο ένας μακριά από τον άλλο. Όχι από πόνο ή θλίψη για τον θάνατό της. Άλλωστε ήταν άρρωστη από καιρό και θα έπρεπε να χαρώ που ο θάνατος την απάλλαξε από τα βάσανά της. Όχι έκλαψα από εγωισμό. Επειδή ένοιωσα μόνος . Επειδή είχα χάσει τον πιο κοντινό μου άνθρωπο. Αλλά και όλα τα δάκρυα είναι εγωιστικά. Είναι η πραγματική ενσάρκωση του εγωισμού.
Andrei ποια είναι η γνώμη σας για τις γυναίκες; Είναι η σύντροφος του άντρα ή κάτι περισσότερο;
Για μένα το σημαντικό είναι μια γυναίκα να είναι ο εαυτός της. Δεν καταλαβαίνω όταν παριστάνει κάτι διαφορετικό. Όταν απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση από το περιβάλλον της. Σαν να μην είναι γυναίκα αλλά άντρας. Αυτό το oνομάζουν ισότητα. Η ομορφιά της γυναίκας, η μοναδικότητά της έγκειται στην ουσία της που δεν είναι διαφορετική αλλά αντίθετη από την ουσία του άντρα. Είναι μια διπολικότητα. Και είναι βασικό της καθήκον να συντηρήσει αυτή της την ουσία. Η γυναίκα δεν είναι απλώς η σύντροφος του άντρα . Είναι κάτι περισσότερο. Ποτέ δεν θεώρησα ελκυστική μια γυναίκα που στερείται τους βασικούς όρους. Την αδυναμία, τη θηλυκότητά της, το γεγονός ότι είναι η ενσάρκωση της αγάπης σ’ αυτόν τον κόσμο. Σέβομαι τη γυναίκα και πιστεύω ότι συχνά είναι καλύτερη και πιο δυνατή από τον άντρα, αρκεί να παραμένει γυναίκα.
Τι είναι ο έρωτας Andrei; Σας αρέσει να είστε ερωτευμένος;
Όχι καθόλου. Είναι καταστροφή. Νιώθω σαν να ’μαι σοβαρά άρρωστος. Δεν νιώθω ευτυχισμένος όταν αγαπώ μια γυναίκα. Αντίθετα νιώθω αναστατωμένος Κι αυτό είναι διαφορετικό.
Τώρα είστε ερωτευμένος;
Ναι πιθανόν.
Είστε ευτυχισμένος;
‘Όχι.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ της Κυριακής Καρσαμπά.

Βασιλεία Οικονόμου-Κανόνες για ένα παιχνίδι


Aπόψε είμαι σκύλος
αν είσαι γάτα
κι αυτό δε θα σημαίνει περισσότερα
απ’ όσα ήδη εννοούνται
Όμως μη μπερδευτείς και
πιστέψεις στην πίστη μου
Σε προκαλώ
να πιστέψεις στη γλώσσα μου
που παραμένει επίμονη
Να πιστέψεις στα δόντια μου –προειδοποιώ
και σίγουρα
να μην πιστέψεις την ουρά μου
Φρόντισε ν’ αποφεύγεις μεταφράσεις
της σταθερότητας του ύψους
ή της ακρίβειας του ρυθμού
-δεν έχει να κάνει με την ευτυχία
Σε προκαλώ να πιστέψεις στην πείνα μου
και πάνω απ’ όλα
πίστεψε
στην πηγαία
ζωώδη μου
πρόθεση
να κοιμηθώ
στα πόδια σου.
Βασιλεία Οικονόμου ( 1983 - )

Μήτσος Παπανικολάου-Δύο Ποιήματα

 


ΜΙΣΟΣ

Τι μένει; Τι μένει;
Μια νύχτα γεμάτη φωνές την πόλη τυλίγει.
Οι δρόμοι είναι τρόμος. Για πάντα έχουν φύγει
οι αγαπημένοι.

Πέθαναν ετούτοι,
εκείνοι χαθήκαν.
Της νιότης τα πλούτη
εσβήσαν, σωθήκαν.

Κι εμείς συντριμμένοι
τραβάμε μοιραία το δρόμο που βγαίνει,
εκεί που κανείς δε γυρίζει.
Μας λύγισε η πείνα… Μας τσάκισε ο πόνος…

Μας έριξε κάτω κι εδώ μας πατάει
ο νόμος… ο νόμος…
Κανείς πια στη νύχτα δεν μας τραγουδάει
κανένας δυο λόγια γλυκά δεν μας λέει
η μάνα μας κλαίει.

Το στήθος μας πού ‘κλεισε τόσην αγάπη,
μας το ‘χει φουσκώσει το μίσος,
το μίσος που ανάβει πυρκαϊές μες στις χώρες
και φέρνει τις μπόρες…

Στυγνοί βρυκολάκοι, μ’ εχθρούς και με μίση
ζητάμε τα θύματα…
Η θάλασσα φτάνει… Ξεσπάνε τα κύματα…
Εμπρός… Να μια λύση.
1933


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Δώσε μου την ανάμνηση του πράσινου δρόμου,
το σπίτι με το κόκκινο φως,
τα παλικάρια που χόρευαν.
Οι αράχνες έφραξαν τα παράθυρα,
γέμισαν σκόνη τα βιβλία.
Τη θύμησή σου δώσε μου
γιατί έμεινε γυμνό το χαίρε.
1938

Αιμιλία Καραλή-Η γενιά των «σκυμμένων κεφαλιών»;


Παιδιά και έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, γράφουν, σβήνουν και ξαναγράφουν για να βαθμολογηθούν, για να καταταχθούν ανάλογα με την επίδοσή τους: να επιβραβευθούν ή να απορριφθούν. Και σε αυτήν την διαδικασία εισέρχονται πλέον από τα πρώτα χρόνια της σχολικής τους ζωής.

Είναι μια συνηθισμένη πρακτική αρκετών κοινωνιολογικών, ανθρωπολογικών και ιστορικών σχολών του «Δυτικού» κόσμου να χρησιμοποιούν τον όρο «γενιά» για να προσδιορίσουν κοινά χαρακτηριστικά ανθρώπων με βάση τη σύμπτωση των χρόνων γέννησης και ιδιαίτερων γνωρισμάτων της εποχής στην οποία μεγάλωσαν. Είναι μια πρακτική που ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα και έχει κατανείμει την περίοδο 1883-2020 σε οκτώ γενιές, ξεκινώντας από την «χαμένη γενιά» –εκείνη που πολέμησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο– ως τη «γενιά Άλφα», που αναφέρεται σε όσους γεννήθηκαν στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2010.
Είναι η γενιά που από τα πρώτα χρόνια της ζωής της μεγαλώνει με την «έξυπνη» τεχνολογία, τα κοινωνικά δίκτυα, τις διαδικτυακές υπηρεσίες σε όλες τις δραστηριότητες της: από το παιχνίδι ως τη μόρφωσή της. Σε αυτήν τη γενιά έδωσαν κι ένα άλλο όνομα-ιδιότητα: γενιά των σκυμμένων κεφαλιών (ή σκυφτού αυχένα). Με αυτό αποδίδουν τη στάση του κεφαλιού που είναι συνεχώς προσηλωμένο σε ένα κινητό τηλέφωνο ή σε μια αντίστοιχη συσκευή προκειμένου να επικοινωνήσουν, να πληροφορηθούν, να διασκεδάσουν.


 

Οι γενικεύσεις βέβαια πάντα εμπεριέχουν τους κινδύνους των απλουστεύσεων. Εξάλλου σκύβουμε το κεφάλι και όταν διαβάζουμε ή όταν θέλουμε να φιλήσουμε κάποιον ή να τον φροντίσουμε. Μπορεί να σκύψουμε το κεφάλι και από σεβασμό σε κάποιον ή σε κάποια, από την αφοσίωση που δείχνουμε σε κάποιο έργο που κάνουμε. Μπορεί όμως να κάνουμε αυτήν την κίνηση και από λύπη, από ντροπή, από αμηχανία, από φόβο ή αγωνία, από δουλοπρέπεια, από ανάγκη.

Σε αυτό το αναγκαστικό σκύψιμο του κεφαλιού υποχρεώνονται αυτήν την περίοδο οι μαθητές και οι μαθήτριες της χώρας που δίνουν ποικίλων ειδών εξετάσεις. Παιδιά και έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, γράφουν, σβήνουν και ξαναγράφουν για να βαθμολογηθούν, για να καταταχθούν ανάλογα με την επίδοσή τους: να επιβραβευθούν ή να απορριφθούν. Και σε αυτήν τη διαδικασία εισέρχονται πλέον από τα πρώτα χρόνια της σχολικής τους ζωής. Ένας τέτοιος μακρύς δρόμος τα προετοιμάζει όχι μόνο για μια πειθάρχηση σε αυτό που επιβάλλεται από τους κάθε φορά εξεταστές ως εισιτήριο για την «επόμενη φάση» αλλά ως υποταγή στο τι θεωρείται χρήσιμο για να μην περιθωριοποιηθεί συνολικά στη ζωή του.

Είναι τυχαίο άραγε που τα εκπαιδευτικά προγράμματα που εφαρμόζονται στις ΗΠΑ και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης στηρίζονται σε όρους που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις όπως παραγωγικότητα, μέτρηση, αποδοτικότητα, εξοικονόμηση, αποτελεσματικότητα, διαχείριση, κατάταξη; Φυσικό και επόμενο βέβαια από τη στιγμή που όλα γίνονται για να μπορούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας; Αγορά, από το ρήμα αγοράζω βέβαια η λέξη. Σαν εμπορεύματα λοιπόν που πουλιούνται στην αγορά αντιμετωπίζονται τα παιδιά, όπως οι δούλοι παλιότερα. Μόνο που τα προσόντα τους δεν θα είναι πλέον σωματικά αλλά ένας σωρός από πτυχία, πιστοποιήσεις δεξιοτήτων, άθροισμα βαθμών.

Είναι προφανές πως μια τέτοια κατάσταση απαιτεί σκυμμένα κεφάλια, με την έννοια του ταπεινωμένου, του υποταγμένου ανθρώπου. Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον που με πολλούς τρόπους καθηλώνει τη σκέψη και ακυρώνει τη δημιουργία, είναι δυσκολότερο ένας νέος άνθρωπος να αναζητήσει τη βαθιά γνώση, να αμφισβητήσει επί της ουσίας και διαρκώς το σύστημα εκείνο που έχει ανάγκη τους απορριφθέντες για να υπάρχει και να διαιωνίζεται.

Το 2016 ο Nick Cave και οι Bad seeds κυκλοφόρησαν το Skeleton tree. Σε αυτό το έργο υπάρχει το τραγούδι «Anthrocene». Ο τίτλος είναι παραλλαγή του όρου Ανθρωπόκαινο, που δηλώνει τη γεωλογική περίοδο που διανύουμε και σηματοδοτείται από την καταστροφική παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα στο οικοσύστημα. Σε αυτό, λοιπόν, ο Cave αναφέρει για τα «παιδιά με τα σκυφτά κεφάλια (που) πέφτουνε στα γόνατα/ ταπεινωμένα στην εποχή του Ανθρωποκαίνου. Γιατί δεν είναι μόνο το περιβάλλον που καταστρέφεται. Διαλύεται πολλαπλώς και ο άνθρωπος. Το βλέμμα του θα χαμηλώνει όχι για κοιτάξει το κινητό, όχι για να γράψει απλώς κάποιο διαγώνισμα, αλλά για να υπογράψει την παραίτησή του από την ικανότητα και τη δυνατότητά του να γίνει υποκείμενο μιας άλλης «εποχής». 

Εφημερίδα Πριν: 29 Μαΐου 2022

Πηγή:https://prin.gr/2022/05/genia/?fbclid=IwAR3dtdg7CIkBYZxMekD7OzdZOoSPRcf0aOusoh3SG3aJnfuBfEDzTuw3A2M

Παντελής Μπουκάλας-Τρία Ποιήματα





Νταλκάς
 
Τον έρωτα σε λέξη μια πώς να τον καταφέρω,
πάντως πιο ταιριαστός μου φαίνεται ο σεβντάς,
όχι σεκλέτι ή ντέρτι. Αγρίως υποφέρω
μα στην αγάπη δεν χωράει «ταν ή επί τας».
Δεν είναι δίλημμα η αγάπη, είναι σπαραγμός,
κι όταν μιλιέται κι όταν άρρητα πονάει.
Δεν είναι λίμνη η αγάπη, είναι ποταμός,
κι αν καμωθείς το βράχο, σε σαρώνει όπως ξεσπάει.
Σεβντάς, λοιπόν, λαχτάρα που αγριεύει,
και ρήματα σοφίζεται και μουσική
όταν με το κενό και την απόσταση παλεύει,
κι ας ξέρει πως αγιάτρευτη η πληγή.
Νταλκάς, σεβντάς και ντέρτι και σεκλέτι
- α, γλώσσα ωραία, πλούσια ελληνική.
Γλώσσα του έρωτα του κόσμου όλες οι γλώσσες
- κι όλες μαζί λαβαίνουν νόημα απ’ τη σιωπή


 Ανώνυμο

Ά μωρέ Πάνο
Πόσα τραγούδια θ'απομείνουν ατραγούδιστα
και πόσοι στάσιμοι χοροί
ματαιωμένοι
Κι ας επιμένει η γλώσσα
να γυρνάει λέξεις και μουσικές σαν ξόρκια
Κι ας δοκιμάζει το κορμί να εγερθεί
και να κινήσει
Βουβά θα μείνουν τα τραγούδια μας
μωρέ Δήμο
το σώμα αργό
καθηλωμένο από της μνήμης το φαρμάκι
Γιατί δεν γίνονται χοροί χωρίς παρέα
και τα τραγούδια μας
συνδυό-συντρείς ή τίποτε
Κι είμαστε πια πληνδυό-πληντρείς-πλην πόσοι
- είμαστε τάχα;
Και τα τραγούδια μας γυρνούν αυθόρμητα
σε μοιρολόι
μωρέ μάνα
σε μοιρολόι αδάκρυτο
Μόνο το αίμα του θυμού το υγραίνει

Το αίμα ενός πατέρα που υπήρξε λείποντας



Καπνός αι ημέραι μου

Μα τι θαρρούν οι άκαπνοι.
Πώς έτσι απλά κόβεται το ρημάδι
Τάχα υπόθεση δαχτύλων και συνήθειας;
 Πώς σημαδεύεις με την κόκκινη γραμμή
Ένα τσιγάρο
Το κυκλώνεις
 Και καθαρίζεις
Απαγορεύεις αποκλείεις οστρακίζεις;
Χορτάρι λένε πώς καπνίζουμε ή χαρτί;
Λέξεις καπνίζουμε.
Όσες μας δόθηκαν ακέραιες να πανηγυρίζουν
Κι όσες απόμειναν χλομές.
 Και ιστορίες.
 Τις τρεις, τις πέντε ιστορίες
Που απαρτίζουν έναν άνθρωπο.
 Φιλιά και λέξεις.
Παρέες γέλια ανέκδοτα
Τραγούδια μοιρολόγια
 Κρασί και τσίπουρο
 Φαρμάκια
Γονατισμένες μνήμες
Κομμένους δρόμους
 Όνειρα διψαλέα
Ηττημένα όνειρα
Πρόσωπα ανεπίστροφα
Το τρέμουλο του πρώτου αγγίγματος
Τον τρόμο του στερνού.

Αυτά ο καπνός μας
 Αυτά το σήμα το ευανάγνωστο.
Και σπίρτο δε χρειάζεται
Καν αναπτήρας.
Αρκεί μια σπίθα τοσηδά
 Απ’ την τριβή του νου
Στης μνήμης μας την πέτρα πάνω.

Γερνάει ωστόσο ο καιρός
Αγκομαχάει το αίμα
Μαχαίρι λένε οι γιατροί
Ρουφώντας τον καπνό τους απολαυστικά.
Μαχαίρι. Πού το πρόβλημα.
Θα υπάρχουν πάντοτε ιστορίες να καπνίζουμε
από μέσα μας
Ή, σε άλλα ελληνικά, ωμότερα
θα υπάρχει πάντα βίος για να ζήσουμε από μέσα μας.

Πλην κάποτε καπνίζουμε το εαυτό μας να καπνίζει
Ποζάροντας σε άφαντο καθρέφτη
Ντυμένοι ύφος μελαγχολικό, περίσκεπτο.
Αλλά και τότε την αλήθεια μας καπνίζουμε,
Μόνο δεν έχει αίμα ο καπνός.

(Π. Μπουκάλας, Ρήματα, εκδ. Άγρα -Κρατικό Βραβείο Ποίησης )