Τρίτη 31 Μαΐου 2022
Θεώνη Κοτίνη-Άτιτλο
Ο καπνός γεμίζει το στήθος μου
Κι εκπνέει
Επίμονη σκέψη
Αποταμιευμένη σε κίτρινο νύχι
Ανίδεοι πάλι, Εκδόσεις Πλανόδιον, 2006
Μιχάλης Γκανάς-Άτιτλο
Πρώτο τσιγάρο μετά από είκοσι μήνες.
Πρώτη ανάσα με εμπλουτισμένο αέρα.
Ένα πλούσιο μείγμα βλαβερών υλικών
τήκεται στην υψικάμινο της καύτρας.
Ξανθό χαρμάνι λευκό τσιγαρόχαρτο
σωματίδια σκόνης: όλα στάχτη.
Εισπνοή. Πλατυτέρα.
Να δούμε θα βγει καπνός
ή γλώσσες φωτιάς απ’ το στόμα;
Εκπνοή. Καπνός.
Λευκός αναθρώσκων καπνός.
Παραδίδομαι στη ζάλη της πρώτης φοράς.
Εδώ είμαστε.
Πρώτο τσιγάρο μετά από είκοσι μήνες.
Πρώτο ποίημα μετά από χρόνια.
Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;
(Από τη συλλογή «Ο ύπνος του καπνιστή», 2003. Συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1978-2012», εκδ. Μελάνι, 2013)
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/poiimata-gia-to-tsigaro/6/ ]
Παντελής Μπουκάλας-Καπνός αι ημέραι μου
Μα τι θαρρούν οι άκαπνοι. Πώς έτσι απλά κόβεται το ρημάδι
Τάχα υπόθεση δαχτύλων και συνήθειας; Πώς σημαδεύεις με την κόκκινη γραμμή
Ένα τσιγάρο Το κυκλώνεις Και καθαρίζεις
Απαγορεύεις αποκλείεις οστρακίζεις;
Χορτάρι λένε πώς καπνίζουμε ή χαρτί; Λέξεις καπνίζουμε.
Όσες μας δόθηκαν ακέραιες να πανηγυρίζουν
Κι όσες απόμειναν χλωμές. Και ιστορίες. Τις τρεις, τις πέντε ιστορίες
Που απαρτίζουν έναν άνθρωπο. Φιλιά και λέξεις. Παρέες γέλια ανέκδοτα
Τραγούδια μοιρολόγια Κρασί και τσίπουρο Φαρμάκια
Γονατισμένες μνήμες Κομμένους δρόμους Όνειρα διψαλέα
Ηττημένα όνειρα Πρόσωπα ανεπίστροφα
Το τρέμουλο του πρώτου αγγίγματος
Τον τρόμο του στερνού.
Αυτά ο καπνός μας Αυτά το σήμα το ευανάγνωστο.
Και σπίρτο δε χρειάζεται Καν αναπτήρας.
Αρκεί μια σπίθα τοσηδά Απ’ την τριβή του νου
Στης μνήμης μας την πέτρα πάνω.
Γερνάει ωστόσο ο καιρός Αγκομαχάει το αίμα
Μαχαίρι λένε οι γιατροί Ρουφώντας τον καπνό τους απολαυστικά.
Μαχαίρι. Πού το πρόβλημα.
Θα υπάρχουν πάντοτε ιστορίες να καπνίζουμε από μέσα μας
Ή, σε άλλα ελληνικά, ωμότερα
θα υπάρχει πάντα βίος για να ζήσουμε από μέσα μας.
Πλην κάποτε καπνίζουμε το εαυτό μας να καπνίζει
Ποζάροντας σε άφαντο καθρέφτη
Ντυμένοι ύφος μελαγχολικό, περίσκεπτο.
Αλλά και τότε την αλήθεια μας καπνίζουμε,
Μόνο δεν έχει αίμα ο καπνός".
Γιώργος Χρονάς-Ένα ξερό κίτρινο χρώμα
Να ξέρεις ότι το τσιγάρο που καπνίζεις
με τον καιρό
θ’ αφήσει στο δεξί σου χέρι ανάμεσα στα δάχτυλα
ένα ξερό κίτρινο χρώμα που την ώρα
του φαγητού, την ώρα που βγάζεις
το εισιτήριο στο λεωφορείο, την ώρα που
χτενίζεις τα μαλλιά σου στον
καθρέφτη θα σου δείχνει τις ώρες που φύγαν
χωρίς ποτέ να μπορέσεις
να τις κρατήσεις Kαι συ όλο να καπνίζεις
Όλο να καπνίζεις
Να καπνίζεις.
Αργύρης Χιόνης-Άτιτλο
Γιάννης Κοντός- «Πού τελειώνει το τσιγάρο»
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/poiimata-gia-to-tsigaro/4/ ]
Άννα Δερέκα -Η πόλη κάτω νυχτώνει σε μπλε λουλακί
Αρνούμαι να προσθέσω φλυαρίες. Φόρεσε το καλό του μπλε πουκάμισο. Εγώ πλήρωσα δυό Αλβανούς να σκάψουν το χώμα. Το χώμα ήταν κόκκινο, με τσουκνίδες, αγριόχορτα και πέτρες.
Ήταν άνοιξη. Μοσκοβολούσαν όλα. Λεπτή κανελλόσκονη σκάλωνε στο χνούδι των ρουθουνιών μου. Τα σπίτια μύριζαν κουλούρια και οι αυλές μελισσόχορτο.
Τα γυμνά πόδια των αντρών βούλιαζαν στο κόκκινο χώμα. Τους παρακολουθώ.
Μπλέχτηκε στον κασμά ένα μαύρο κομμάτι ύφασμα. Τίποτε άλλο.
Μέσα μου, έλεγα το όνομά του. Ξανά και ξανά.
Πιό πέρα στο ποτάμι λούζονταν γυμνά τ’ αγόρια. Ακούγονταν τα γέλια τους. Χρυσοί ερωτιδείς ! Κολύμπαγαν στο επιλήσμον ρεύμα του κόσμου.
Με μια ακαθόριστη ενοχή, έβλεπα τη γη ν’ αχνίζει. Οι άντρες, διαρκώς σκυφτοί. Άφηναν μικρές κραυγές σαν παράξενα ζώα.
Επαναλάμβανα μέσα μου τ’ όνομά του. Με μιά ανάλαφρη πικράδα απ’ τις σκιές της δάφνης και των κυπαρισσιών.
Οι άντρες, σταμάτησαν για λίγο. Σιγαλιά. Ακούω τις αναπνοές των νεκρών, από τα ανοιχτά παράθυρα των τάφων.
Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε. Ένα αντεστραμμένο μάτι !
Νωρίς το πρωί. Φτερουγίζει ένα αηδόνι μικρό, στο μυστικό κήπο του νεκροταφείου.
Εκείνος με το καλό του μπλε πουκάμισο. Αναζητώ την επαφή με το οικείο του δέρμα που λάμπει από τον ήλιο. Βάσκανος μοίρα !
Τον χάιδεψα. Όπως ένας βοσκός χαϊδεύει το αρνί του.
Βυθισμένη γλύκα !
Δακρύζω.
Τα δάκρυά μου λάμπουν στον ήλιο σαν μεταξωτές κορδέλες. Κοιτάζω πίσω απ’ το θολό τζάμι των δακρύων. Μιά αγριομηλιά, ένας ξεροπλάτανος και μια αγριοκερασιά γύρω από το σκαμμένο χώμα. Ένα σφριγηλό μπουκέτο. Σκορπίζει τη δύναμή του !
Σπάνια παθανθή της ζωής !
Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε. Εγώ προσποιούμαι ότι παρατηρώ πως ζουν τα πετεινά του ουρανού.
Μακρινές φωνές έφτασαν από το ποτάμι.
Από τη γη, ακουγότανε πως κεντάνε τα κοκαλάκια των νεκρών.
Η αγριοκερασιά, μέσα στην πόζα και το τσίτωμα.
Τα έντομα κολυμπούσαν στο φως. Κι άλλα φθείρονταν σ’ ένα αναρριχητικό ταξίδι.
Οι δύο άντρες ξαναγύρισαν κι έπιασαν τον κασμά με μιά ένταση γιορταστική και εύφορη.
Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε.
Ο μεσημεριάτικος ήλιος ανέβηκε πολύ, και χτύπαγε στην τσίγκινη σκεπή του ουρανού.
Εκεί στη μέση της μέρας, απ’ τα ξεφλουδισμένα μάρμαρα, αγροτόπαιδα και κορίτσια που πέθαναν στα δεκαοχτώ, με εσθήτες και αλογίσιες μάσκες, φτερά και μαραμένα πλατανόφυλλα, περπατούσαν στον εγκαταλειμμένο κήπο του κοιμητηρίου.
Περπατούσαν, σα ν’ ακροβατούσαν, ανάμεσα στο τίποτα και στο πάντα. Στην καθημερινότητα και τη μαγεία.
Και σήκωναν το κεφάλι ελαφρά. Σα να αρέσκονταν να βλέπουν τα μικρά σύννεφα στον ουρανό. Σαν και ν’ ανάσαιναν τον ανοιξιάτικο αέρα, σαν οι ωραίες μέρες να είναι εδώ ξανά.
Ανέμελοι νεκροί !
Ο αέρας μου μύριζε θανατερή, βόρεια μοναξιά.
Όμως το νεκροταφείο, ολοένα γέμιζε ωραίους νεκρούς.
Τα νεανικά κεφάλια τους καρφωμένα στις φλέβες του λαιμού τους.
Μα, κι οι πεθαμένοι είναι φτιαγμένοι από βλέννες κι άντερα ; Μεθούσαν. Από δυόσμο και χαρά και ανθρώπινες επιθυμίες ! Μερικοί είχαν πάλλευκα φτερά. Κι ένας γοητευτικός νέος με σκουρόξανθα πυκνά μαλλιά, κορμί λεπτό και νευρώδες, κράταγε μια φλογέρα μπροστά στα χείλη του, που είχε φτιάξει από ένα κομμάτι πευκόξυλο.
Εγώ, δεν άκουγα τίποτε, μα τα περιστέρια, τρόμαξαν σαν ν’ άκουσαν κάτι αλλόκοτο και πέταξαν προς τα τόξα της εκκλησίας !
Μια λεπτή φωτιά, έτρεξε κάτω απ’ το δέρμα μου.
Εκείνος, δίπλα μου. Με το καλό του μπλε πουκάμισο. Πολύπλοκος, πλούσιος, απόμακρος, προκλητικός και οι νεκροί γύρω μας, να γλιστράνε στο σμαραγδένιο αφρό των χόρτων !
Φτιάχνουν στεφάνια από κισσό, ψάλλοντας το γαμήλιο άσμα!
Κι η αγριοτριανταφυλλιά, που ανθίζει για λίγο καιρό, σήμερα άνθισε !
Κάπου στον κήπο ήταν ένα παράθυρο ανοιχτό, κι άρχισα να κρυώνω.
Κι ας μην κρατούσα τίποτε, τα χέρια μου, άδειαζαν ! Κάτι σαν απόσβεση ...
Εκείνος, με το καλό του μπλε πουκάμισα. Γυαλοκοπούσε το γαλάζιο σατέν του φυλακτού του και οι πολύχρωμες λιλιπούτειες χαντρούλες που το στόλιζαν στο τελείωμά του.
Σηκώθηκε σιωπηλός.
Αρνούμαι να προσθέσω φλυαρίες.
Πήγε προς το σκαμμένο χώμα. Ξάπλωσε με το καλό του μπλε πουκάμισο χωρίς να λερωθεί. Μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται στα χείλη.
Το στρογγυλό φως, έχει κυλήσει αργά πάνω στα βράχια κι έχει ξαναφύγει προς τον ουρανό.
Η πόλη κάτω νυχτώνει σε μπλε λουλακί
Επάργυρον, 2005.
Κώστας Ουράνης- [Σαν σε πηγάδι…]
Σαν σε πηγάδι σκύβω εντός μου.
Στο σκοτεινό του το βυθό
πέτρα τού ρίχνω τη φωνή μου
μα δε μου στέλνει μιαν ηχώ.
κουρνιάζουν, λες και το νερό
μέσα στο τρίσβαθο πηγάδι
νά ’χει στερέψει από καιρό.
Θωμάς Γκόρπας-Παιδικά χρόνια
κ’ η θάλασσα ήταν απέραντη μεγάλη τραγουδίστρια Ανατολής και Δύσης και τα σάλτσινά της παραδεισένιοι κήποι μ’ άνθη-παιδιά πουλιά-αετούς τη μπάλα για νεράιδα…
Βασίλης Ρώτας-Βουνά Για χαμηλώσετε...
Βουνά για χαμηλώσετε, κορφές, για τραβηχτείτε,
να δούμε κάμπους πράσινους, πλαγιές λουλουδιασμένες,
λιβάδια με τα πρόβατα, γιαλούς με τα καράβια.
Και τραβηχτήκαν οι κορφές, τα όρη χαμηλώσαν
κι είδαμε κάμπους με σταυρούς, πλαγιές με σκοτωμένους,
ανταριασμένες θάλασσες που ξέβραζαν κουφάρια
και τα κοράκια σύγνεφα και τα σκυλιά κοπάδια.
Αντώνης Δωριάδης-στο Μετρό
Σκυφτός, με το κεφάλι μεσ' στα σκέλια,
και μπρος του, γραμμένο σε χαρτί:
«Βοήθεια...πεινάω... ειμ' άνεργος...» 'ή
«χτες βγήκα απ'τη φυλακή...»
Οι επιβάτες προσπερνούν αδιάφοροι·
μερικοί -ελάχιστοι - αφήνουν
κάποιο νόμισμα στο άδειο του κασκέτο·
-όπως αφήνουμε ενα λουλούδι
στον τάφο κάποιου ζωντανού.
Δευτέρα 30 Μαΐου 2022
Jean Améry –Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση (αποσπάσματα)
Γι’ αυτό και επαναλαμβάνω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο: δεν υπάρχει «νέα πατρίδα». Πατρίδα είναι ο τόπος της παιδικής ηλικίας και της νιότης. Όποιος τη χάσει, παραμένει μετέωρος, ακόμα και αν κάποια στιγμή, ζώντας σε ξένους τόπους, μάθει να μην τρεκλίζει πια σαν μεθυσμένος, αλλά να πατά το πόδι του στο έδαφος με όσο το δυνατόν λιγότερο φόβο. [σ. 101]
Στο στρατόπεδο, και ιδίως στο Άουσβιτς, η ορθολογική – αναλυτική σκέψη λοιπόν όχι μόνο δεν προσέφερε την παραμικρή βοήθεια αλλά οδηγούσε κατευθείαν σε μια τραγική διαλεκτική της αυτοκαταστροφής. […] Ο καλλιεργημένος άνθρωπος δεν έπαιρνε τόσο εύκολα ως δεδομένες τις αδιανόητες συνθήκες όσο ο ακαλλιέργητος. Το γεγονός ότι είχε μάθει επί μακρόν να θέτει υπό αμφισβήτηση τα φαινόμενα της καθημερινής πραγματικότητας, του απαγόρευε να αποδεχτεί την πραγματικότητα του στρατοπέδου, καθώς ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με καθετί που ο ίδιος θεωρούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή πιθανό και ανθρωπίνως εφικτό. [σ. 37]
Όποιος υπέκυψε σε βασανιστήρια παραμένει παντοτινά ξένος στον κόσμο. Το όνειδος της συντριβής δεν εξαλείφεται. Η εμπιστοσύνη στον κόσμο, που ως έναν βαθμό είχε ήδη κλονιστεί με το πρώτο χτύπημα, για να καταρρεύσει ολοκληρωτικά μέσα από τα βασανιστήρια, ουδέποτε αποκαθίσταται. Η εμπειρία του συνανθρώπου ως αντι-ανθρώπου παραμένει μέσα στο θύμα του βασανισμού με τη μορφή συμπυκνωμένου τρόμου, στρώντας του τη θέα σε έναν κόσμο που διέπεται από την αρχή της ελπίδας. [σ. 88]
Όταν η εμπειρία αποκτάται κάτω από ακραίες συνθήκες, καλό είναι να μη γίνεται λόγος για κοινοτοπία, διότι στο οριακό εκείνο σημείο παύει κάθε αφαιρετική διαδικασία αλλά και κάθε προσπάθεια της φαντασίας να πλησιάσει έστω κατά προσέγγιση την πραγματικότητα. [σ. 64]
Τελικά πόση πατρίδα χρειάζεται ο άνθρωπος; Όσο λιγότερη είναι σε θέση να κουβαλήσει. Χρειάζεται να έχεις πατρίδα προκειμένου να πάψεις να την έχεις ανάγκη. Πατρίδα σημαίνει ασφάλεια – όπως μαθαίνουμε τη μητρική γλώσσα χωρίς να γνωρίζουμε τη γραμματική της, κατά τον ίδιο τρόπο βιώνουμε το οικείο περιβάλλον της πατρίδας. Η μητρική γλώσσα και η πατρίδα μεγαλώνουν μαζί μας, μέσα μας, καλλιεργώντας μια τόσο γερή αίσθηση οικειότητας, η οποία εγγυάται την ασφάλειά μας. [σ. 100].
Jean Améry –Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, μτφ. Γιάννης Καλλιφατίδης, Εκδ. Άγρα, 2009.
Πηγή: https://pandoxeio.com/2012/04/16/amery/
Martha Rivera Garrido- Δεν επιστρέφεις
Mετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου
Πηγή: https://frear.gr/?p=12579
Μίλτος Σαχτούρης-Μη κατανεμημένα
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Ἔρχεται φέτος κουρασμένη
ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι
στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.
Αὐτὴ ὅμως
μὲ κρότο
ἀνάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.
Ο ΑΓΙΟΣ
Τρελὰ ποντίκια
ροκανίζουν τὸ χλωμὸ μυαλό του
ὅλο λέει νὰ πάρει ἕνα αὐτοκίνητο
νὰ πάει
στὸν τόπο ποὺ ἔζησε ὁ ἔρωτάς του
ὅμως πάντα στὸ ἴδιο μέρος μένει
γιατί τρελὰ ποντίκια ἔχουν ροκανίσει
τὸ χλωμὸ μυαλό του.
ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ
Αὐτὰ τὰ αἱματώδη γαρίφαλα
ποῦ στολίζουν τὸ γραφεῖο μου
μοῦ θυμίζουν τὸ αἷμα ποὺ ἔβγαζα
στὰ νιάτα μου
ὅταν ἄλλοι πολεμοῦσαν
καὶ ἄλλοι γλένταγαν
στὴν καταραμένη χώρα.
ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Ξάφνου μιὰ ὁμάδα μαύρων σκύλων
ὅρμησε πάνω στὴ σκηνή.
- Αὐτὸ δὲν τό ῾χαμε προβλέψει, οὔρλιαξε
πανικόβλητος ὁ θεατρίνος.
Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (6ο μέρος)
Ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ στρατιώτης ποὺ σταυρώθηκε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ ρολόγι ποὺ σταμάτησε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ κλωνάρι ποὺ ἄναψε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ βελόνα ποὺ ἔσπασε
ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ ἐπιτάφιος ποὺ ἄνθισε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ χέρι ποὺ σημάδεψε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ πλάτη ποὺ ἀνατρίχιασε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ φιλὶ ποὺ ἀρρώστησε
ἡ λησμονημένη εἶναι τὸ μαχαίρι ποὺ ξαστόχησε
ἡ λησμονημένη εἶναι ἡ λάσπη ποὺ ξεράθηκε
ἡ λησμονημένη εἶναι ὁ πυρετὸς ποὺ ἔπεσε
Αντρέι Ταρκόφσκι-Ένας ποιητής στον κινηματογράφο
Βασιλεία Οικονόμου-Κανόνες για ένα παιχνίδι
Μήτσος Παπανικολάου-Δύο Ποιήματα
ΜΙΣΟΣ
Τι μένει; Τι μένει;
Μια νύχτα γεμάτη φωνές την πόλη τυλίγει.
Οι δρόμοι είναι τρόμος. Για πάντα έχουν φύγει
οι αγαπημένοι.
Πέθαναν ετούτοι,
εκείνοι χαθήκαν.
Της νιότης τα πλούτη
εσβήσαν, σωθήκαν.
Κι εμείς συντριμμένοι
τραβάμε μοιραία το δρόμο που βγαίνει,
εκεί που κανείς δε γυρίζει.
Μας λύγισε η πείνα… Μας τσάκισε ο πόνος…
Μας έριξε κάτω κι εδώ μας πατάει
ο νόμος… ο νόμος…
Κανείς πια στη νύχτα δεν μας τραγουδάει
κανένας δυο λόγια γλυκά δεν μας λέει
η μάνα μας κλαίει.
Το στήθος μας πού ‘κλεισε τόσην αγάπη,
μας το ‘χει φουσκώσει το μίσος,
το μίσος που ανάβει πυρκαϊές μες στις χώρες
και φέρνει τις μπόρες…
Στυγνοί βρυκολάκοι, μ’ εχθρούς και με μίση
ζητάμε τα θύματα…
Η θάλασσα φτάνει… Ξεσπάνε τα κύματα…
Εμπρός… Να μια λύση.
1933
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Δώσε μου την ανάμνηση του πράσινου δρόμου,
το σπίτι με το κόκκινο φως,
τα παλικάρια που χόρευαν.
Οι αράχνες έφραξαν τα παράθυρα,
γέμισαν σκόνη τα βιβλία.
Τη θύμησή σου δώσε μου
γιατί έμεινε γυμνό το χαίρε.
1938
Αιμιλία Καραλή-Η γενιά των «σκυμμένων κεφαλιών»;
Παιδιά και έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, γράφουν, σβήνουν και ξαναγράφουν για να βαθμολογηθούν, για να καταταχθούν ανάλογα με την επίδοσή τους: να επιβραβευθούν ή να απορριφθούν. Και σε αυτήν την διαδικασία εισέρχονται πλέον από τα πρώτα χρόνια της σχολικής τους ζωής.
Οι γενικεύσεις βέβαια πάντα εμπεριέχουν τους κινδύνους των απλουστεύσεων. Εξάλλου σκύβουμε το κεφάλι και όταν διαβάζουμε ή όταν θέλουμε να φιλήσουμε κάποιον ή να τον φροντίσουμε. Μπορεί να σκύψουμε το κεφάλι και από σεβασμό σε κάποιον ή σε κάποια, από την αφοσίωση που δείχνουμε σε κάποιο έργο που κάνουμε. Μπορεί όμως να κάνουμε αυτήν την κίνηση και από λύπη, από ντροπή, από αμηχανία, από φόβο ή αγωνία, από δουλοπρέπεια, από ανάγκη.
Σε αυτό το αναγκαστικό σκύψιμο του κεφαλιού υποχρεώνονται αυτήν την περίοδο οι μαθητές και οι μαθήτριες της χώρας που δίνουν ποικίλων ειδών εξετάσεις. Παιδιά και έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, γράφουν, σβήνουν και ξαναγράφουν για να βαθμολογηθούν, για να καταταχθούν ανάλογα με την επίδοσή τους: να επιβραβευθούν ή να απορριφθούν. Και σε αυτήν τη διαδικασία εισέρχονται πλέον από τα πρώτα χρόνια της σχολικής τους ζωής. Ένας τέτοιος μακρύς δρόμος τα προετοιμάζει όχι μόνο για μια πειθάρχηση σε αυτό που επιβάλλεται από τους κάθε φορά εξεταστές ως εισιτήριο για την «επόμενη φάση» αλλά ως υποταγή στο τι θεωρείται χρήσιμο για να μην περιθωριοποιηθεί συνολικά στη ζωή του.
Είναι τυχαίο άραγε που τα εκπαιδευτικά προγράμματα που εφαρμόζονται στις ΗΠΑ και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης στηρίζονται σε όρους που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις όπως παραγωγικότητα, μέτρηση, αποδοτικότητα, εξοικονόμηση, αποτελεσματικότητα, διαχείριση, κατάταξη; Φυσικό και επόμενο βέβαια από τη στιγμή που όλα γίνονται για να μπορούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας; Αγορά, από το ρήμα αγοράζω βέβαια η λέξη. Σαν εμπορεύματα λοιπόν που πουλιούνται στην αγορά αντιμετωπίζονται τα παιδιά, όπως οι δούλοι παλιότερα. Μόνο που τα προσόντα τους δεν θα είναι πλέον σωματικά αλλά ένας σωρός από πτυχία, πιστοποιήσεις δεξιοτήτων, άθροισμα βαθμών.
Είναι προφανές πως μια τέτοια κατάσταση απαιτεί σκυμμένα κεφάλια, με την έννοια του ταπεινωμένου, του υποταγμένου ανθρώπου. Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον που με πολλούς τρόπους καθηλώνει τη σκέψη και ακυρώνει τη δημιουργία, είναι δυσκολότερο ένας νέος άνθρωπος να αναζητήσει τη βαθιά γνώση, να αμφισβητήσει επί της ουσίας και διαρκώς το σύστημα εκείνο που έχει ανάγκη τους απορριφθέντες για να υπάρχει και να διαιωνίζεται.
Το 2016 ο Nick Cave και οι Bad seeds κυκλοφόρησαν το Skeleton tree. Σε αυτό το έργο υπάρχει το τραγούδι «Anthrocene». Ο τίτλος είναι παραλλαγή του όρου Ανθρωπόκαινο, που δηλώνει τη γεωλογική περίοδο που διανύουμε και σηματοδοτείται από την καταστροφική παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα στο οικοσύστημα. Σε αυτό, λοιπόν, ο Cave αναφέρει για τα «παιδιά με τα σκυφτά κεφάλια (που) πέφτουνε στα γόνατα/ ταπεινωμένα στην εποχή του Ανθρωποκαίνου. Γιατί δεν είναι μόνο το περιβάλλον που καταστρέφεται. Διαλύεται πολλαπλώς και ο άνθρωπος. Το βλέμμα του θα χαμηλώνει όχι για κοιτάξει το κινητό, όχι για να γράψει απλώς κάποιο διαγώνισμα, αλλά για να υπογράψει την παραίτησή του από την ικανότητα και τη δυνατότητά του να γίνει υποκείμενο μιας άλλης «εποχής».
Εφημερίδα Πριν: 29 Μαΐου 2022
Πηγή:https://prin.gr/2022/05/genia/?fbclid=IwAR3dtdg7CIkBYZxMekD7OzdZOoSPRcf0aOusoh3SG3aJnfuBfEDzTuw3A2M
Παντελής Μπουκάλας-Τρία Ποιήματα
Τον έρωτα σε λέξη μια πώς να τον καταφέρω,
πάντως πιο ταιριαστός μου φαίνεται ο σεβντάς,
όχι σεκλέτι ή ντέρτι. Αγρίως υποφέρω
μα στην αγάπη δεν χωράει «ταν ή επί τας».
Δεν είναι δίλημμα η αγάπη, είναι σπαραγμός,
κι όταν μιλιέται κι όταν άρρητα πονάει.
Δεν είναι λίμνη η αγάπη, είναι ποταμός,
κι αν καμωθείς το βράχο, σε σαρώνει όπως ξεσπάει.
Σεβντάς, λοιπόν, λαχτάρα που αγριεύει,
και ρήματα σοφίζεται και μουσική
όταν με το κενό και την απόσταση παλεύει,
κι ας ξέρει πως αγιάτρευτη η πληγή.
Νταλκάς, σεβντάς και ντέρτι και σεκλέτι
- α, γλώσσα ωραία, πλούσια ελληνική.
Γλώσσα του έρωτα του κόσμου όλες οι γλώσσες
- κι όλες μαζί λαβαίνουν νόημα απ’ τη σιωπή
Ανώνυμο
Καπνός αι ημέραι μου
Μα τι θαρρούν οι άκαπνοι.
Τάχα υπόθεση δαχτύλων και συνήθειας;
Ένα τσιγάρο
Απαγορεύεις αποκλείεις οστρακίζεις;
Χορτάρι λένε πώς καπνίζουμε ή χαρτί;
Όσες μας δόθηκαν ακέραιες να πανηγυρίζουν
Κι όσες απόμειναν χλομές.
Που απαρτίζουν έναν άνθρωπο.
Τραγούδια μοιρολόγια
Γονατισμένες μνήμες
Ηττημένα όνειρα
Το τρέμουλο του πρώτου αγγίγματος
Τον τρόμο του στερνού.
Αυτά ο καπνός μας
Και σπίρτο δε χρειάζεται
Αρκεί μια σπίθα τοσηδά
Στης μνήμης μας την πέτρα πάνω.
Γερνάει ωστόσο ο καιρός
Μαχαίρι λένε οι γιατροί
Μαχαίρι. Πού το πρόβλημα.
Θα υπάρχουν πάντοτε ιστορίες να καπνίζουμε
Ή, σε άλλα ελληνικά, ωμότερα
θα υπάρχει πάντα βίος για να ζήσουμε από μέσα μας.
Πλην κάποτε καπνίζουμε το εαυτό μας να καπνίζει
Ποζάροντας σε άφαντο καθρέφτη
Ντυμένοι ύφος μελαγχολικό, περίσκεπτο.
Αλλά και τότε την αλήθεια μας καπνίζουμε,
Μόνο δεν έχει αίμα ο καπνός.
(Π. Μπουκάλας, Ρήματα, εκδ. Άγρα -Κρατικό Βραβείο Ποίησης )