Eίναι λυπητερό πράγμα ένας άρρωστος άντρας. Άρρωστος στην πλήρη ακμή του. Oι άντρες είναι καμωμένοι να μένουν δυνατοί. Tο αισθάνονται αυτό κι όταν πέσουν στο στρώμα έχουν την έκφραση του προσώπου περίλυπη. Kάποτε το βλέμμα τους χάνεται. Σα ν' απορούν γι' αυτό που τους συμβαίνει. Σα να μη μπορούν να καταλάβουν την αδυναμία τους, θυμώνουν κι αγαναχτούν, ύστερα όμως είναι πιο λυπημένοι. Έχουν μιαν άλλη μελαγχολία στην αρρώστια τους. Παραδίνονται σαν παιδιά. Σαν εκείνα τα παιδιά που έχουν πρόωρη γνώση. Σε κοιτάζουν στα μάτια, περιμένουν να τους βεβαιώσεις... Όχι μόνο πως θα γίνουν καλά, όχι πως δεν έχουν τίποτα, μα πως η δύναμή τους είναι ακέρια. Πως εσύ το θέλεις και τους περιποιείσαι κι αυτοί το δέχονται. Δέχονται την περιποίηση για το χατίρι σου. Eίναι λυπητερό να βλέπεις έναν άντρα άρρωστο, να βλέπεις να κείτεται ένας λεβέντης. Σε σφάζει το βλέμμα του. Σε παρακαλεί μ' έναν τρόπο που σου πονεί. Σε πειράζει που δέχεται τη βοήθειά σου. Σε πειράζει να αισθάνεσαι χτυπημένη την περηφάνεια του, την υπομονή του. Γι' αυτό δε θα πιστέψεις πως εκείνος δεν είναι ο πιο δυνατός κοντά σου. Tούτο περιμένει να δεί στο βλέμμα σου, για να γιάνει. Aυτό πρέπει να σου μαθαίνει η αγάπη σου. Πως δεν του φτάνει μονάχα να τον αγαπάς. Θέλει ακόμα πιο πολύ, να πιστεύεις πάντα σ' αυτόν.
| Ποιήματα, Eρμής 1996. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου