ΕΠΕΙΔΗ
Ἐπειδή μέ τήν ὁρμή τῆς καρδιᾶς
μεγαλώνουν οἱ μαρμαρυγές τῶν ἄστρων,
ἐπειδή ρωτώντας διαιρεῖς τά πράγματα
κι ἀνατριχιάζει πιό κοντά σου τό χάος,
ἐπειδή ρωτώντας παλλαπλασιάζεις τό ἄγνωστο
κι οἱ πληγές περισσότερες,
ἀκολούθησε μόνο τό ἔνστικτο
καί τό ταξίδι
θά σέ φέρει στήν ἄκρη,
ἐκεῖ πού ὁ κάθε φθόγγος
σκιρτᾶ ὁλοζώντανος
πρίν φορέσει τό ἰδεόγραμμα
πρίν γίνει ἐντάφιο αἴνιγμα,
πτηνό μυθῶδες τῆς οὐτοπίας.
ΛΕΞΕΙΣ
ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Ὅταν ἐπισκέπτομαι τά ὄνειρα,
τά τοπία τους θαμπώνουν,
μιά πηγή πού κρύβεται
τό νερό της σταλάζει σέ σπηλιές,
λουλούδια χάνουν τά χρώματά τους,
λίγο ἀκόμη καί θά γίνουν
μάτια τῆς λησμονιᾶς,
λόγια πού χόρτασαν σιωπή,
ἀρώματα τῆς ἀπουσίας.
ἐπισκέπτομαι τά ὄνειρα,
βουνά πού ἐρείπωσαν χωρίς πατημασιές,
δέντρα μέ σκελετούς πουλιῶν
γιατί δέν τά εἶδε κανείς,
δέ φούσκωσε στό λαιμό τους ἡ αὐγή,
δέν τά ξύπνησε θηλυκός ἄνεμος.
«ΕΑΝ»
Ι
Γράφω καί σ᾿ ἔχω στό μυαλό μου,
ἕνα πελώριο «ἐάν»
καί ξάφνου ἀνακαλύπτω
πώς ὁ ἤλιος ἐνδιαφέρεται γιά μένα
κι ἡ θάλασσα κυματίζει ζωντανή τώρα
κι ὁ ἀγέρας μιλάει
καί τόν καταλαβαίνω μόνο ἐγώ.
Σέ περίμενα δικό μου καθρέφτη,
μέ τήν ἀνάμνηση στρογγυλή στό κεφάλι μου,
σπίτι ἀρχαῖο μέ κούρους καί κόρες
καί τίς πόρτες ἀνοιχτές στήν ἐξοχή.
ΙΙ
Τώρα ἔγινες ὅ,τι ἤσουν,
ἕνα γκρίζο «ἐάν» μέσα στή μνήμη.
Μκρότερη στό ἀνάστημα,
μέ τό κίτρινο φόρεμα πάντα,
μέ τά χέρια λιγνά,
κατάλληλα γι᾿ ἀποχαιρετισμούς.
Ἐάν τολμοῦσα νά χτυπηθῶ μέ τό φεγγάρι,
ἐάν δραπέτευα μέ τή μουσική,
ἐάν ἄφηνα τόν ἑαυτό μου ἀνυπεράσπιστο
στήν πίσω σελίδα τῆς ἐφημερίδας,
τότε θά μποροῦσα νά σέ ἀναθρέψω ζωντανή·
μιά δεύτερη καρδιά δίπλα στή δική μου.
ΙΣΑΒΕΛΑ
Μνήμη Ν. Ἐγγονόπουλου
Θέ σέ πῶ Ἰσαβέλα
πού σημαίνει μαῦρα μαλλιά,
μαῦρα μυγδαλωτά μάτια ἐπίσης
καί φουστάνι κόκκινο
ἀπό τήν Καστίλη.
Ὅλα ὅσα τέλος πάντων παράγει
ὁ ἐρωτικός συνειρμός τῆς ρέμβης.
Ὅμως
τό στιλπνό βότσαλο
πού τό χαϊδεύει τό κύμα μπροστά μου
ὀνομάζει τόν ἑαυτό του
Ἰσαβέλα κι ἐκεῖνο.
Ἔτσι τουλάχιστο ἀποκρίνεται
στό φλοῖσβο,
στίς φωνές τῶν παιδιῶν,
στίς μακρινές φάλαινες.
Ὥστε Ἰσαβέλα σημαίνει
ἔνταση,
πολλαπλασιασμός τοῦ συναισθήματος
καί τότε ἡ ρέμβη
παίρνει εὔκολα μορφή,
γίνεται μάτια,
φουστάνι,
βότσαλο.
(Τό κυνήγι τῆς ἀλεποῦς)
29
Λέγεται, Λεύκιε, ὅτι κάποτε ὁ Ζεῦξις
ἐζωγράφισεν ὥριμα σταφύλια μέ τόσην
φυσικότητα καί ἀληθοφάνειαν, ὥστε
ἐξαπάτησε καί τήν ἴδια τήν Φύση.
Τά πουλιά φτερούγιζαν διαρκῶς γύρω
ἀπό τήν εἰκόνα, γιά νά ραμφίσουν
τούς χυμώδεις καρπούς. Τέτοιος ἄθλος
τῆς τέχνης, τέτοιο θαῦμα εἶναι βεβαίως
ἀνεπανάληπτον. Ὅμως ὅσο τό συλλογίζομαι,
τόσον ἀδυνατῶ νά λύσω τό δίλημμα.
Ποῖος κατόρθωσε τοιαύτην μέθεξιν,
τοιαύτην θαμαστήν ἐξομοίωσιν φύσεως
καί τέχνης; Τό τάλαντον ἤ ἡ τεχνική;
47
Ἀναλογίζομαι, Λεύκιε, τάς στιγμάς
τοῦ ἔρωτος. Ὄχι ἐκείνας πού ἡ μνήμη
ψιμυθιώνει μέ τήν σκόνη τοῦ χρόνου,
ἀλλά ἐκείνας πού αἰφνιδίως ἀνίστανται
ἐκ τοῦ σκότους καί ἀπαιτοῦν ὅ,τι
τούς ἀνήκει. Καθ᾿ ὁδόν μέ ἐκοίταξεν
ἄγνωστη γυναίκα καί ἀντιπαρῆλθεν.
Ἔκτοτε προσπαθῶ νά διευκρινίσω
τήν ἀναίτιον συγκίνησιν, τίς εἰκόνες
πού περιπλέουν τήν συνείδησή μου,
ἰδίως μίαν φευγαλέαν αἴσθησιν
νεανικοῦ βήματος δορκάδος
κι ἕνα ὑδατῶδες ὄνομα: Καλλιρρόη.
49
Ἡ ποιητική ἅμιλλα, Λεύκιε, περιέχει
ἀρκετήν ματαιοδοξίαν. Θαυμάζομεν
ξένους ὡραίους στίχους κι εὐθύς
γεννᾶται ἡ παρόρμησις νά γράψουμε
καλύτερους. Αὐτό μέ ὁδήγησεν
εἰς τήν σύνθεσιν ποιήματος. Κάτι ὅμως
ἐσκίαζε τήν συνείδησή μου. Ἐνόμιζα
ὅτι ἡ ἔμπνευσις δέν ἦτο αὐθεντική,
σάν νά ἐπρόκειτο γιά μακρινό δάνειον,
σάν ν᾿ ἀκουγόταν μία ξένη φωνή
μές στήν φωνή μου. Ἀγωνιῶ καί διερευνῶ
τίς πλέον ἀπόμακρες μνῆμες, τά πλέον
δαιδαλώδη ἐρείπιά των, γιατί,
ὅπως γνωρίζεις, ἡ κρυπτομνησία εἶναι
μέγας τῆς ἐμπεύσεως παραχαράκτης.
(Πρός Λεύκιον)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου